Στα φουλ «Κορτ-ικη» η Κομοτηνη!!!

«Ή το “Έρως Ανίκατε Μάσαν” ως νέο …συνταγογραφούμενο αντικαταθλιπτικό» που παρουσιάστηκε στη Λέσχη Κομοτηναίων σε διοργάνωση των Βιβλιοχαρτοπωλείων «Βαφειάδης»

Το αδιαχώρητο στην κυριολεξία επικράτησε στη βιβλιοπαρουσίαση του νέου βιβλίου του Αύγουστου Κορτώ, που πραγματοποιήθηκε το βράδυ της Τρίτης, 17 Νοεμβρίου, στη Λέσχη Κομοτηναίων.
 
Κομοτηναίοι και Κομοτηναίες όλων των ηλικιών, αλλά και η φοιτητική κοινότητα της πόλης μας, κατέκλυσαν την αίθουσα της Λέσχης Κομοτηναίων στην οποία φιλοξενήθηκε η εκδήλωση παρουσίαση του «Έρως Ανίκατε Μάσαν» που διοργάνωσαν τα Βιβλιοχαρτοπωλεία «Βαφειάδης», σε συνεργασία με τις Εκδόσεις Πατάκη, τον Πολιτιστικό Χορευτικό Σύλλογο Θρακών Κομοτηνής και τον Σύλλογο Φίλων Ιδρύματος Θρακικής Τέχνης και Παράδοσης.
 

«“Δαιμονοερωτικά” κάποια από τα αφηγήματα του Κορτώ και στον δρόμο που χάραξε ο Μαρκήσιος Ντε Σαντ»

 
Για το βιβλίο, το συγγραφικό του έργο εν συνόλω, αλλά και την «πληθωρική» προσωπικότητα του συγγραφέα, κατά κόσμον Πέτρου Χατζόπουλου, μίλησε η φιλόλογος Σοφία Σουβατζόγλου, κάνοντας ειδική αναφορά και στην παιδική λογοτεχνία που φέρει την υπογραφή του συγγραφέα, περνώντας στα διηγήματα, τις νουβέλες και τα μυθιστορήματα που συγκαταλέγονται στο ενεργητικό του, κάποια «δαιμονοερωτικά», όπως τα χαρακτήρισε η ίδια, «στον δρόμο που χάραξε ο Μαρκήσιος Ντε Σαντ», ποιήματα, μονολόγους και ευθυμογραφήματα όπως και το «Έρως Ανίκατε Μάσαν» στο οποίο και κατέληξε.
 
Ως μία σειρά από ευθυμογραφήματα που διαβάζονται απνευστί και ως αντιβίωση κατά της μιζέριας παρουσίασε το νέο συγγραφικό «πόνημα» του Αύγουστου Κορτώ η κ. Σουβατζόγλου εξηγώντας πως όλα τα κείμενα, πλην ενός, είναι εμπνευσμένα από προσωπικά βιώματα της παιδικής, της εφηβικής, της νεανικής, αλλά και της ωριμότερης ηλικίας του δημιουργού τους. «Στο στόχαστρο μπαίνουν όλοι οι προσωπικοί του δαίμονες. Από τα πιο ανώδυνα: πάθος για μαραθώνιους αμερικανικών τηλεοπτικών σειρών, τις οποίες ευθαρσώς δηλώνει ότι παρακολουθεί μαζί με τον σύντροφό του “με κατάνυξη χρόνιου ενδοφλέβιου χρήστη”, υποχονδρία, παντοειδείς φοβίες, συγγραφικές ανησυχίες και φιλοδοξίες, βουλιμία και συνεπακόλουθη παχυσαρκία, ερωτικές επιλογές, οικογενειακές συνήθειες και παραδόσεις που πλέον έχουν αναχθεί σε “προσωπική μυθολογία”, αμοιβαία λατρεία με τη μητέρα που απειλεί να μετατραπεί σε θηλιά για δύο, αυτοχειρία της Κατερίνας, διαχείριση του πένθους και μεταθανάτιες ανησυχίες» εξήγησε.
 

«Ο Αύγουστος διηγείται ιστορίες καθημερινής παραφροσύνης με τσιφορικό ταμπεραμέντο»

«Ο Αύγουστος παίζει με τον πόνο του λυσσαλέα, αυτοσαρκάζεται ανελέητα, δε διστάζει να σπάσει αμείλικτη πλάκα με ό,τι βαθιά τον πίκρανε εξ απαλών ονύχων: την υπερφαγία, την κατάθλιψη και τόσα άλλα. Εκτίθεται ανεπανόρθωτα, εμφανίζεται χωρίς το παραμικρό ίχνος ψιμυθίωσης, χωρίς πρόθεση εξωραϊσμού αλλά και δίχως την παραμικρή διάθεση να απολογηθεί για τον εαυτό του. Αναρωτιέται κανείς πόσο θάρρος, πόση ψυχική γενναιοδωρία και πόση ψυχοθεραπεία εν τέλει προϋποθέτει κάτι τέτοιο. Εκθέτοντας δημόσια τους δαίμονές του τους “αποδαιμονοποιεί”» συνέχισε η ίδια για να διαπιστώσει πως ο Αύγουστος Κορτώ δίνει με αυτόν τον τρόπο στους αναγνώστες του «την ευκαιρία να κοιτάξουμε τον δικό μας εαυτό στον καθρέφτη. Να αναγνωρίσουμε και – γιατί όχι- να συμφιλιωθούμε, στο μέτρο των δυνατοτήτων του ο καθένας, με τους προσωπικούς μας δαίμονες, όποιοι κι αν είναι: αδυναμίες, ατέλειες, ψεγάδια, πάθη και πάχη».
 
Κι όλα αυτά σύμφωνα με την ίδια «με μια γραφή παραληρηματική, ντελιριακή, μ΄ ένα χιούμορ συνταρακτικά αυτοϋπονομευτικό, καυστικό, αυθάδικο, ανευλαβές, ξέφρενο, με σπαρταριστές περιγραφές αλλά και γλυκόπικρες πινελιές. Ένα βιβλίο που σε επίπεδο γλωσσικό συνδυάζει την καθημερινή αργκό, την οικογενειακή ιδιόλεκτο, το ιδίωμα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, την αρχαΐζουσα  αλλά και μια ευρηματική λεξιπλασία, με την πλειοψηφία των τίτλων να αποτελούν παραφράσεις γνωστών ταινιών ή τραγουδιών.
 
Ο Αύγουστος γράφει απελευθερωμένα, όπως ζει. Διηγείται ιστορίες καθημερινής παραφροσύνης με τσιφορικό ταμπεραμέντο. Παρασύρει τον αναγνώστη σε ένα κρεσέντο γέλιου λυτρωτικού» συνέχισε η ίδια για να επισημάνει πως «όλοι μας, άλλος λιγότερο, άλλος περισσότερο, έχουμε να αναγνωρίσουμε κοινά στοιχεία μ' αυτό το ιλαροτραγικό πορτραίτο που τόσο δεξιοτεχνικά συνθέτει. Όλοι μας διακρίνουμε στο φόντο τον τραγέλαφο της νεοελληνικής καθημερινότητας.
 
Ας κρατήσουμε όμως ως φυλαχτό το τελικό συμπέρασμα: «”άμα υπάρχει αγάπη με φόδρα, του συντρόφου που σε περιβάλλει και του εαυτού που σε κουβαλάει και τον κουβαλάς, μπορείς να τιθασεύσεις ακόμα και την πιο λυσσώδη λαιμαργία, και να μάθεις να βάζεις κάτω το πιρούνι την κατάλληλη στιγμή, ώστε να συνεχίσεις σαν άνθρωπος να τρως τα κιουνεφέ καταΐφια σου και να μην ξεπέσεις στην τραγωδία του ατμομάγειρα και της στέρησης”» μας προέτρεψε η ίδια διερωτώμενη κλείνοντας «πόσο σημαντικό αλλά και πόσο δύσκολο είναι να κάνεις τους συνανθρώπους σου να γελάνε, ειδικά σε καιρούς δύσκολους, “ξεχαρβαλωμένους”» όπως τους χαρακτήρισε προκρίνοντας το «Έρως ανίκατε μάσαν» ως ένα νέο συνταγογραφούμενο αντικαταθλιπτικό.
 

Ενας πραγματικός …Αύγουστος

Την πλήρη επιβεβαίωση της εικόνας που σχηματίζει κάποιος στο μυαλό του διαβάζοντας τα βιβλία του προσέφερε σε όσους έδωσαν το «παρών» και είχαν την ευκαιρία να τον ακούσουν και να τον γνωρίσουν από κοντά ο Αύγουστος Κορτώ. Ειλικρινής, ακομπλεξάριστος, ατακαδόρος με περίσσιο χιούμορ πήρε το λόγο, μιλώντας μέσα από τις προσωπικές του ιστορίες «καθημερινής τρέλας» για την έως τώρα πορεία και σχέση του με τη συγγραφή, προσφέροντας άφθονες στιγμές γέλιου αλλά και περίσκεψης αποδεικνύοντας ότι δικαίως κατέχει τον τίτλο ενός εκ των πιο αγαπημένων σύγχρονων ελλήνων συγγραφέων.
 
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο και το «κύμα» αγάπης που δέχτηκε από τους παρευρισκομένους μετά το τέλος της παρουσίασης που έσπευσαν να τον συγχαρούν, να του μιλήσουν και να φωτογραφηθούν μαζί του, ζητώντας του να τους υπογράψει τα αντίτυπα των βιβλίων του και γεμίζοντάς τον δώρα.


 
Υ.γ.: Ακολουθεί το σύνολο της εντελούς ανάγνωσης των ευθυμογραφημάτων του «Ερωτα Ανίκατε Μάσαν»  από  τη φιλόλογο Σοφία Σουβατζόγλου
 
 

Σοφία Σουβατζόγλου
 
«Ένα βιβλίο με τους προσωπικούς δαίμονες του συγγραφέα  στο στόχαστρο»

 
 
«Η αφορμή για την αποψινή μας συγκέντρωση ήταν το τελευταίο συγγραφικό πόνημα του Αύγουστου με τον εύγλωττο τίτλο «Έρως ανίκατε μάσαν» και το ακόμη ευγλωττότερο σκίτσο του λατρεμένου Αρκά στο εξώφυλλο, με το γνωστό γουρούνι να διαπιστώνει αυτάρεσκα «Όλες με θέλουν για το κορμί μου». Πρώτη έκδοση: Απρίλιος 2015. Κυκλοφόρησε δηλαδή σε χαλεπούς καιρούς κρίσης. Παρ' όλα αυτά τα πήγε περίφημα στις πωλήσεις. Μάλιστα ταξίδεψε και φωτογραφήθηκε σε παραλίες (εξωτικές και μη), σε όρη κι άγρια βουνά, προκαλώντας στον δημιουργό του άφατη χαρά και τσιμπήματα ζήλειας εν τω άμα, όπως διαπιστώσαμε ιδίοις όμμασι όσοι τον «ακολουθούμε» στο Facebook.
 
Πρόκειται λοιπόν για μια σειρά από ευθυμογραφήματα που διαβάζονται απνευστί και ως αντιβίωση κατά της μιζέριας. (Ειρήσθω εν παρόδω, έχει προηγηθεί άλλη μία συλλογή ευθυμογραφημάτων το 2012, με τον επίσης εύγλωττο τίτλο «Ο άνθρωπος που έτρωγε πολλά»). Όλα τα κείμενα πλην ενός είναι εμπνευσμένα από προσωπικά βιώματα της παιδικής, της εφηβικής, της νεανικής, αλλά και της ωριμότερης ηλικίας του δημιουργού τους. Στο στόχαστρο μπαίνουν όλοι οι προσωπικοί του δαίμονες. (Να θυμίσω εδώ ότι, πριν από τη «μεσολάβηση» της Καινής Διαθήκης, η λέξη δήλωνε τη θεότητα που μοιράζει, που κατανέμει τη μοίρα). Έχουμε και λέμε λοιπόν, για να ξεκινήσω με τα πιο ανώδυνα: πάθος για μαραθώνιους αμερικανικών τηλεοπτικών σειρών, τις οποίες ευθαρσώς δηλώνει ότι παρακολουθεί μαζί με τον σύντροφό του «με κατάνυξη χρόνιου ενδοφλέβιου χρήστη», υποχονδρία, παντοειδείς φοβίες, συγγραφικές ανησυχίες και φιλοδοξίες, βουλιμία και συνεπακόλουθη παχυσαρκία, ερωτικές επιλογές, οικογενειακές συνήθειες και παραδόσεις που πλέον έχουν αναχθεί σε «προσωπική μυθολογία», αμοιβαία λατρεία με τη μητέρα που απειλεί να μετατραπεί σε θηλιά για δύο, αυτοχειρία της Κατερίνας, διαχείριση του πένθους και μεταθανάτιες ανησυχίες.
           
Η αρχή γίνεται στην «Κρίση Τιτανικού» με έναν κατάλογο φοβιών, οι οποίες είναι «ζήτημα χρόνου να αναγνωριστούν από τη σύγχρονη ψυχιατρική»: φοβία για τον «κοινοχρηστά», για το μόντεμ/ ρούτερ, για τις κατσαρίδες, για την «μπίχλα». (Η Μπέτυ κι ο Σαράντης, τα χνούδια στον διάδρομο, που «ξέρει ότι δεν πρέπει να τα βαφτίζει, αλλά έπειτα από τόσους μήνες αγαστής συνύπαρξης, έχει δεθεί», πολύ με «συνεκίνησαν». Έκτοτε έχω ονομάσει τα δικά μου Βρασίδα και Φροσάκι και συμβιώνουμε εν ειρήνη). Και συνεχίζω: φοβία για «το μη αναστρέψιμο ξεχείλωμα των σαράντα», «φοβίες που συνδέονται με τη δραστηριότητα του πάσχοντος στο Facebook» και τόσες άλλες.
           

Αναδρομή σε οικογενειακές πασχαλινές μνήμες είναι το δεύτερο στη σειρά ευθυμογράφημα με τίτλο «Πάσχα στο Καραμπουρνάκι». Απόπειρες νηστείας, καταδικασμένες εκ προοιμίου να αποτύχουν, κάθοδος στο «Κατώι του Βιβλίου», το λατρεμένο υπόγειο του Μπαρμπουνάκη, κάθε Μ. Παρασκευή και θανάσιμη φοβία της μητρός για τους ξαφνικούς θορύβους κι επομένως τα βαρελότα της Ανάστασης.
           
«Δαμάζοντας (όχι τα κύματα αλλά ) τα δίπιτα», ήτοι το σουβλάκι με τις δύο πίτες κι άλλα πολλά τερψιλαρύγγια (με σταθερούς μπροστάρηδες τη σοκολάτα και τα  ζυμαρικά), συνεχίζει ακάθεκτος ο δημιουργός, ο βαθιά προβληματισμένος «σε ζητήματα όπως η ορθή διατροφή (αν και προτιμά την καθιστή ή ακόμα καλύτερα την ξαπλωτή)». Έτσι, όλες οι προσπάθειες απόκτησης και διατήρησης σωματικής ευεξίας αποδεικνύονται ατελέσφορες παιδιόθεν: «Τα αγαπημένα του αθλήματα είναι επιτραπέζια ή παιχνίδια γνώσεων», τα κοριτσίστικα παιχνίδια σαφώς προτιμητέα, μια και «εξασφάλιζαν κρουνούς και εκρήξεις στοργής και ζουπηγμάτων απ' τις μεγαλύτερες σε ηλικία συμπαίκτριες». Κολύμπι, ποδήλατο, μπάσκετ, βόλεϋ, μπαλέτο, πινγκ πονγκ, «οικογενειακές εκδρομές με σκοπό την εκγύμναση», ανώμαλος δρόμος, ποδόσφαιρο, γυμναστήριο, ταε κβον ντο, αποκηρύσσονται μετά βδελυγμίας.
           
 
Στον «άντρα που αγαπούσε τις σερβιέτες», μια επέμβαση για κύστη κόκκυγος εκθέτει ανεπανόρθωτα τον Αφηγητή στα μάτια παλιάς συμμαθήτριας, αρχικά, και όλων των συμφοιτητών του στην Ιατρική, στη συνέχεια, μέσα στην αίθουσα του χειρουργείου. Οι τελευταίοι έχουν κι απορίες για τα βιβλία που στο μεταξύ έχει δημοσιεύσει. Η επούλωση/ανάρρωση αποδεικνύεται ακόμη οδυνηρότερη δοκιμασία  και οδηγεί στη χρήση σερβιετών , «αυτών που' ναι σαν πυρότουβλα και η καθεμιά μπορεί να ρουφήξει όλη την Κασπία», προκειμένου να καλύψει την πληγή που αιμορροεί ανενδοίαστα.
           
Στην «Ιστορία μου, αφαγία μου», ο δύστηνος Αφηγητής καταθέτει το χρονικό των «διαιτητικών γιο γιο» που τον ταλάνισαν από την παιδική του ηλικία, καθώς «ζούμε σ' έναν σκάρτο ντουνιά που λατρεύει τις κορμάρες και δαιμονοποιεί και την παραμικρή ατέλεια»: στέρηση γλυκών, δίαιτα του Άτκινς, θερμιδομετρητής της Lala Cook και πάει λέγοντας. Ώσπου έρχεται το σωτήριο έτος 2010 κι ο Αφηγητής με τον σύντροφό του , μεσούσης της κρίσεως, αποφασίζουν «να περιορίσουν την ποσότητα, εξακολουθώντας να τρώνε απ' όλα αλλά μετρημένα: όταν χορταίνεις να λες στοπ, και τα γλυκά με μέτρο».
           
Στα «Τετράφυλλλα και τρίφυλλα» γίνεται μια εκτενέστερη αναφορά στα καθημερινά δεινά που έφερε η κρίση: εκπτώσεις στην ποιότητα των προϊόντων, απλήρωτοι λογαριασμοί, στήσιμο στην ουρά της Τράπεζας της Ελλάδος («όλοι της γης οι κολασμένοι με τα τσουβάλια τους – με τα κέρματα – επ' ώμου»), μεταπτυχιακό στις τεχνικές αποφυγής του κοινοχρηστά. Σταθερό αντίδοτο στην ένδεια: η αγάπη, έστω κι εκνευρισμένη. «Διότι αν δεν ξεσπάσεις στον άνθρωπό σου σε ποιον θα ξεσπάσεις;»
           
«Τα πέντε αστέρια σε μάραναν» μονολογεί εν συνεχεία ο Αφηγητής ενθυμούμενος τις παλιές καλές μέρες «προ κρίσης», «όταν αλωνίζαμε με τις πιστωτικές θεωρώντας ότι θα τις πληρώσει κάποια στιγμή η καλή μας νεράιδα». Σωτήριον έτος 2001, Παρίσι, ξενοδοχείο Ritz.
 
 
Ακολουθεί στον «Ηράκλειτο και την ομπρελοθήκη» ένας προβληματισμός με αφορμή τη ρήση του Ηράκλειτου «Νέκυιες κοπρίων εκβλητότεροι». «Ήγουν οι νεκροί είναι για πέταμα πιο πολύ κι απ' την κοπριά». Ο προβληματισμός αυτός οδηγεί σε “αναπόληση θανάτων και της ιλαρής τους πλευράς”, με τους χαρακτηριστικούς τίτλους «Για μια καούκα αδειανή», «Ο θάνατος και η γεροντοκόρη», «Δυο γάιδαροι, η Χιονάτη κι ο ξάδελφος». Εν τέλει ο Αφηγητής αποφαίνεται ότι προτιμά την ταρίχευση (εν είδει καλόγερου ή εξωτικής ομπρελοθήκης) από την ταφή ή την καύση.
           
 
Στο «Κάνε μου λιγάκι μπλουμ» καταδύεται σε «γαλανές αναμνήσεις συνευρέσεων με το υγρό στοιχείο», αναπολώντας το πρώτο μπάνιο σε πισίνα, τη «βραχύβια παραμονή του στο σώμα των ναυτοπροσκόπων», το τσουρούφλισμα των ποδιών του από το γόνατο και κάτω απ' τον «μοχθηρό ηλιάτορα» στο Παλιούρι και τις συνακόλουθες προσπάθειες ανακούφισης με επάλειψη γιαουρτιού, το οποίο καταλήγει στην «αδιακρίτως χλαπακιάζουσα καταβόθρα του… Το λες και κανιβαλισμό» και τέλος την «εκδίκηση της εκδίκησης», ήγουν την κατάρρευση της πλαστικής καρέκλας σε αμμούδα, της Χαλκιδικής πάντα, που οδηγεί σε ένα μεγαλοπρεπές σαβούρντισμα, «οπότε εκατόν πενήντα κιλά μαλλιαρής άμορφης μάζας μαζί με ομπρέλα θαλάσσης πέφτουν με χλαπαταγή και σκάνε πάνω στις καρπουζόφλουδες, η μία εκ των οποίων έρχεται και σφηνώνεται στην κουρούπα μου σαν περικεφαλαία».
           
 
Το «Ένα βρακί είχε η κόρη» είναι το μοναδικό κείμενο που δεν εδράζεται σε βιωμένα γεγονότα, καθώς μια κινέζικη κιλότα με τριανταφυλλάκια ξυπνά ανομολόγητες πλην επιτακτικές ερωτικές ορέξεις, τόσο στη φέρουσα αυτήν, όσο και σε σύσσωμο τον αρσενικό περίγυρό της, από τον νόμιμο σύζυγό της μέχρι αγοράκια  δέκα χρονών. Κι όλα αυτά μέσα από έναν σπαρταριστό διάλογο ανάμεσα σε δύο εμμηνοπαυσιακές, χαμηλοβλεπούσες (λέμε τώρα) φιλενάδες, για να αποκαλυφθεί εν τέλει ότι η δεύτερη διαθέτει το ασορτί κι εξίσου θαυματουργό σουτιέν.
           
 
Έπεται η «Ιζαμπέλ Ατζαμή», ένας ύμνος στις γκάφες και την αδεξιότητα: του Πετράκη που καταπίνει λαίμαργα  το πρώτο του Liposan διότι τον «εξιτάρει» ο όρος βούτυρο κακάο, του Πετράκη που είναι ανιστόρητος κι αγεωγράφητος σε βαθμό κακουργήματος, του Πετράκη που δε διστάζει να καταβροχθίσει  ένα «οικογενειακών διαστάσεων» τσουρέκι Τερκενλής σ' ένα παγκάκι στην Αριστοτέλους, του Πετράκη που δεν πτοείται από τον παρ' ολίγον πνιγμό του και αποτελειώνει το κολασμένο γλύκισμα με την ίδια ταχύτητα και λαχτάρα, του Πετράκη που παραγγέλνει «ένα κάρο μπουγάτσες» σε κατάστημα πώλησης κλιματιστικών, επειδή – μεταξύ άλλων – δε φοράει τα γυαλιά του, του Πετράκη που εκτοξεύει ανηλεώς περιποιημένα μπινελίκια σε ανυποψίαστο οδηγό όστις τον κοιτάζει τρομοκρατημένος, με τα δυο πιτσιρίκια του να έχουν λουφάξει στο πίσω κάθισμα, κι ενώ ο πατέρας του, έντρομος, τού κάνει νοήματα από το πίσω αμάξι ότι έχει μπει σε λάθος αυτοκίνητο. Του Πετράκη που εκδιώκεται από το Μουσείο Βαν Γκόγκ ως εν δυνάμει βανδαλιστής. Του Πετράκη τέλος, που δεν μπορεί να ξεχωρίσει το κριθαράκι στο super market. 
           
Στα «Δρακουλίνια των Εξαρχείων» αναθυμάται την πρώτη απόπειρα δημοσίευσης του έργου του, το καλοκαίρι της μεγάλης αναμονής που ακολουθεί, το ταξίδι στο Μέτσοβο αρχές φθινοπώρου, τους έξαλλους αλαλαγμούς,  στο άκουσμα της είδησης ότι η Μάγδα Κοτζιά ενδιαφέρεται να εκδώσει το πρώτο του βιβλίο και την ηρωική κάθοδο στην Αθήνα, Απρίλη του 1999, οπότε ως σύγχρονος Θύμιος, κάθιδρος, κατάκοπος και «μ' ένα δρακουλίνι σκαλωμένο στα μούσια του» καταφέρνει να φτάσει στον Εξάντα, στα Εξάρχεια, που τότε ακόμη τον τρομοκρατούσαν.
           
Στο «Έλαβον: γίδα βραστή» αναπολεί ημέρες εκλογών με την οικογένειά του για να καταλήξει στην «εμπειρία που έζησε ως γραμματέας σε εκλογικό τμήμα ορεινού χωριού» το 2010 με τη λαχταριστή βραστή γίδα να ενεργεί πολύ αποτελεσματικότερα από «καφέδες, δαμάσκηνα και λαξατόλ».
           
 
«Ο έρωτας παρκάρει στο στομάχι» διαπιστώνει στο προτελευταίο κείμενο της συλλογής. Από την εποχή που «έχεις έναν μεταβολισμό σαν κινέζικη φάμπρικα», πολύ γρήγορα περνάς στην εποχή που «ο πανδαμάτωρ χρόνος δαμάζει το εσωτερικό μοτεράκι που σε κρατά λυγερόκορμο». Έτσι, ο Αφηγητής κι ο σύντροφός του οδηγούνται έντρομοι σε μια «τριετή περίπου περίοδο ψυχωσικού γιο γιο» με δίαιτες στέρησης, με cheat dayς που εξελίσσονται σε cheat week και ενίοτε σε  cheat month, μέχρι τη στιγμή που αποφασίζουν να τρώνε πιο ισορροπημένα. «Μέτρο εν χοιρινώ αδελφοί. Νηφαλιότης και σύνεση».
           
 Το επίμετρο, γραμμένο σε έντονα εξομολογητικό ύφος, με τίτλο «Πες μου κάτι να γελάσω», είναι η συνδετική γέφυρα με το «Βιβλίο της Κατερίνας». Το Κατερινάκι έχει πάντα στο μυαλό του ο Αύγουστος και το επανερχόμενο παράπονό της: «Όλο τα στενάχωρα αυτό το παιδί». Ισχυροί σύμμαχοι του, τα «γελαστικά βιβλία της Κατερίνας»: Τσιφόρος, Ψαθάς, Γερμανός, Ακρίτα, κόμικς- σε εξέχουσα θέση ο Αρκάς -, αλλά και κωμωδίες από τη χρυσή εποχή του ελληνικού σινεμά, καρτούν, Λώρελ και Χάρντυ, Λουί ντε Φυνές και Γούντυ Άλλεν.
           
 
 Ο Ν. Καζαντζάκης έχει γράψει: «Η τραγωδία δεν μπορούσε να γεννηθεί (θα΄ ταν αβάσταχτη για τον άνθρωπο) χωρίς να γεννηθεί την ίδια στιγμή και η κωμωδία. Είναι δίδυμες αδερφάδες. Μονάχα όποιος ένιωσε την τραγικότητα της ζωής, αυτός μπορεί να νιώσει την απολυτρωτική δύναμη του γέλιου». Νομίζω πως ο Αύγουστος τα έχει νιώσει έντονα στο πετσί του και τα δύο. Άλλωστε το παραδέχεται και ο ίδιος: «Έπρεπε πρώτα να χάσω το Κατερινάκι για να ξεκλειδώσει ο πόνος το γέλιο στη γραφή μου». Γι΄ αυτό και το «Έρως ανίκατε μάσαν» είναι ως ένα σημείο η ευτράπελη, η γελαστική εκδοχή του “Βιβλίου της Κατερίνας”».

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.