Ψηλαφωντας μνημες απο τη Θρακη, μνημες ζωης

Ουρανία Κ. Τρεμοπούλου-Αυγολούπη, «Ενθύμια Μνήμης», Θεσσαλονίκη 2022, σ. 108

Αχ! Κομοτηνή μου, γλυκιά μου πατρίδα, είσαι ο τόπος που γεννήθηκα,

που είδα το φως της ζωής μου, περπάτησα στα σοκάκια σου, έπαιξα, γέλασα και

έζησα όλη μου την παιδική ζωή με περισσή, χοροπηδιστή χαρά και τραγούδι.

Οι θύμησες, οι νοσταλγικές, έρχονται η μία μετά την άλλη,

 τις νιώθω, τις ονειρεύομαι, τις αποζητώ.

Η Κομοτηναία, κατά το ήμισυ, Ουρανία Κ. Τρεμοπούλου-Αυγολούπη, αν και συνταξιούχος πλέον καθηγήτρια αγγλικής φιλολογίας, δεν εγκαταλείπει τα γράμματα και την ενασχόλησή της με την τέχνη της γραφής, αποφασίζοντας λίγον πριν την εκπνοή του 2022 να μας καταστήσει πλουσιότερους αναγνωστικά με το νέο της πόνημα «Ενθύμια μνήμης».

Δεν θα μπορούσε εξάλλου να αγνοήσει αυτό το δαιμόνιο της γραφής και της έρευνας που την κατακλύζει, μιας και τα έχει «κληρονομήσει» από τους αείμνηστους γονείς της, τον καθηγητή φιλόλογο Κωνσταντίνο Τρεμόπουλο με καταγωγή από το Βοΐο Κοζάνης, που τόσα η Κομοτηνή του οφείλει. Του οφείλει τόσο για τη δράση του ως εκπαιδευτικού σε διάφορα εκπαιδευτήρια της Ροδόπης αλλά και λόγω της ανεκτίμητης συμβολής του στη διάσωση της ιστορίας και των αρχαιοτήτων της περιοχής, που έφερε εις πέρας αναλαμβάνοντας τη θέση του έκτακτου επιμελητή αρχαιοτήτων τη δεκαετία περίπου του ’60, αλλά και ως συγγραφέα του βιβλίου «Η Κομοτηνή και οι Αρχαιότητες της περιοχής της» (Θεσσαλονίκη 1966), που αποτέλεσε και αποτελεί κορυφαία πρωτογενής ιστορική πηγή. Η μητέρα της κ. Τρεμοπούλου-Αυγολούπη, η Πανδώρα Ιωαννίδου ήταν αυτή που καταγόταν από την Κομοτηνή, επίσης φιλόλογος, υπήρξε κι αυτή λάτρης της θρακικής ιστορίας, αναπτύσσοντας σημαντική εκπαιδευτική δράση. Η ίδια συνεργαζόταν επίσης και με την εφημερίδα «Πρωΐα», όπου και φιλοξενούνταν κείμενά της.[1]

Τα «Ενθύμια μνήμης», που συμπεριλαμβάνουν είκοσι έξι κείμενα πεζά, ποιητικά ή μεικτά, μεταξύ πεζού και ποιήσεως, επιμερίζονται σε τέσσερα μέρη, που είναι τα ακόλουθα:

  • Α΄ μέρος, «Πρόσφυγες της Ανατολικής Θράκης»
  • Β΄ μέρος, «Η αθέατη πλευρά της αλήθειας»
  • Γ΄ μέρος, «Πινελιές χαράς και αγάπης»
  • Δ΄ μέρος, «Ώρες περισυλλογής»

για να ακολουθήσουν τα Επιλογικά, με τις ευχαριστίες και το βιογραφικό σημείωμα της συγγραφέως.

Ο πικρός δρόμος της προσφυγιάς

Το πρώτο μέρος η συγγραφέας το αφιερώνει στη μνήμη του αείμνηστου παππού της Δημήτρη Ιωαννίδη και της γιαγιάς της Χρυσώς, προσφύγων από το Σκεπαστό της Ανατολικής Θράκης. Στο μέρος αυτό ξετυλίγεται εν συντομία το δράμα των προσφύγων που εγκατάλειψαν τις εστίες τους στη Σμύρνη, στην Ιωνία, στην Ανατολική Θράκη κ.α. και βρήκαν καταφύγιο, μεταξύ άλλων περιοχών, και στην Κομοτηνή. Σημειωτέον, πως στις σελίδες του βιβλίου υπάρχει ειδική μνεία στην εγκατάσταση των προσφύγων στην Κομοτηνή και τη δημιουργία συνοικισμών, η οποία διανθίζεται με φωτογραφικό υλικό από τη μελέτη της Μαριγούλας Ι. Κοσμίδου, «Η αστική αποκατάσταση των προσφύγων στη Ροδόπη» (εκδ. Παρατηρητής της Θράκης, Κομοτηνή 2019).

Η Κομοτηνή αποτέλεσε λοιπόν τη νέα πατρίδα των προπατόρων της συγγραφέως, που «εγκατέλειψαν, το 1922, με πίκρα και δάκρυα το χιλιοαγαπημένο Σκεπαστό». Ο παππούς Δημητρός ποτέ δεν λησμόνησε το Σκεπαστό, τις στιγμές της νιότης τους εκεί αλλά και τη στιγμή της εγκατάλειψης. Αφηγείται χαρακτηριστικά ο ίδιος στην εγγονή του:

«Φύγαμε, όταν όλα άρχισαν να “βράζουν”. Δεν περιμέναμε ούτε βδομάδα. Φοβόμασταν. Μια αποφράδα μέρα τον Νοέμβρη του 1922, μας βάλανε γρήγορα γρήγορα, μας στοίβαξαν, δηλαδή, μέσα στα βαγόνια του τρένου. Όχι σε θέσεις για επιβάτες, αλλά σε βαγόνια με άχυρο για τα άλογα, τις αγελάδες και τις κατσίκες μαζί.

Εμείς οι νοικοκυραίοι γίναμε “ζα”, μας ζέσταινε η ανάσα και η μπόχα από τις ακαθαρσίες. Πήραμε μαζί μας ό,τι μπορούσαμε μέσα στους μπόγους και κάτω από τα ρούχα μας. Πρώτα πρώτα, πήραμε τα Άγια Εικονίσματα, της Παναγίας, του Αγίου Αθανασίου, που ήταν ο προστάτης μας, της Αγίας Άννας, των Αγίων Αναργύρων και άλλων Αγίων που ’χαμε στο εικονοστάσι του σπιτιού. Η γιαγιά Χρυσώ είχε τη δίχρονη Ελενίτσα, την τετράχρονη Αννούλα αγκαλιά και τον Χαράλαμπο, μωρό στο στήθος της κρατημένο. Τι γάλα να πιει αυτό το έρμο, γάλα πικρό, νερό γινόταν από το ζόρι της, και οι ψείρες χόρευαν παντού. Πού να στεγνώσει η δύστυχη τα πανάκια του μωρού; Πού αλλού; Μέσα στον ζεστό κόρφο της κι ας ένιωθε την υγρασία τους να της τρυπάει το κορμί. Δεινοταλαιπωρημένη γυναίκα και χαροκαμένη μάνα.

Μια μέρα, πρωί πρωί, σταμάτησε το τρένο. Μόλις τράβηξαν τη σιδερένια πόρτα, είδαμε τον ήλιο, μυρίσαμε καθαρό, δροσερό αέρα. Είδαμε τους “ζαντερμάδες” [αστυνομικούς] να πηγαινοέρχονται.

—Κατεβείτε, εδώ, είμαστε στην Γκιουμουρτζίνα. Θα περπατήσετε και θα πάτε έξω από την εκκλησία της Παναγίας –δίπλα στο 1ο Δημοτικό Σχολείο, σήμερα. Εκεί θα μείνετε για λίγο υπαίθρια μέχρι να πάρετε σκηνές. Μετά βλέπουμε.

Τι μπουλούκι άρχισε να ζει έξω, πάνω στο χώμα, δίχως ζέστη, δίχως τα απαιτούμενα! Η ζωή ήταν βάσανο σωστό. Αργούσαν να ’ρθουν οι σκηνές και ’μείς πεινούσαμε, διψούσαμε, βρωμούσαμε, ύπνος δεν έκλεινε τα βλέφαρά μας. Μείναμε εκεί και περιμέναμε».

Ο παππούς Δημητρός, κόντρα στις αντιξοότητες, κατάφερε με τα χρόνια να γίνει «ο πρώτος και καλύτερος μπακάλης της Κομοτηνής», διατηρώντας  το κατάστημά του στο κέντρο της πόλης. Ένας «παράδεισος» από τρόφιμα και καλούδια στο πλάι του ποταμού Μπουκλουτζά, που δυστυχώς στις πλημμύρες του 1960 έμελλε κι αυτός να πληγεί: «του παππούλη το βιος στο μαγαζί, το είδα να φεύγει, να γλιστράει, να πλέει, να χαλιέται μες στα λασπόνερα».

Μπορεί να πέρασαν χρόνια πολλά από τότε, ο παππούς Δημητρός και η γιαγιά Χρυσώ να μην βρίσκονται ανάμεσά μας, η συγγραφέας να ζει στη Θεσσαλονίκη, όμως η Κομοτηνή δεν είναι «ξένη» πατρίδα γι’  αυτήν και την οικογένειά της. Το νήμα των γενεών συνεχίζει στην πόλη η κόρη της Μαρία με τον σύζυγό της Γαβριήλ και τα παιδιά τους Ουρανία και Δήμητρα. 

Πινελιές χαράς και περισυλλογής

Όμως όλο το βιβλίο δεν επικεντρώνεται στην προσφυγιά. Το δεύτερο μέρος, που αφιερώνεται σε όλους τους πονεμένους, δυστυχισμένους και χαροκαμένους συνανθρώπους μας λόγω της πανδημίας, δημιουργήθηκε εν καιρώ κορωνοϊού –όπως και το μεγαλύτερο μέρος του πονήματος– και μας ταξιδεύει στη συγχρονία και στην πανδημία. Το 2020, όπως τονίζει και η ίδια η συγγραφέας, άλλαξαν πολλά για την ανθρωπότητα. Το έτος αυτό που «ήρθε να τραυματίσει, να γονατίσει, να ταλαιπωρήσει» μας υπενθύμισε με τον βιαιότερο τρόπο την σύντομη παρουσία μας πάνω στη γη. Στα αφηγήματα όμως αυτού του μέρους η Ουρανία Κ. Τρεμοπούλου-Αυγολούπη διατηρεί την αισιοδοξία της και καταφέρνει μέσω ανθρωποκεντρικών αφηγημάτων να μας συμπαρασύρει σε ένα ταξίδι αυτογνωσίας, σε ένα ταξίδι αφύπνισης για τις ΑΛΗΘΕΙΕΣ τις ζωές, αλλά και τις ανεκτίμητες εκείνες «αξίες» για τις οποίες πρέπει να συνεχίζουμε να αγωνιζόμαστε στον βίο μας.

Το τρίτο και το τέταρτο μέρος, που αφιερώνονται στα πολυαγαπημένα εγγόνια της συγγραφέως Σταύρο, Ουρανία και Δήμητρα και στην ιερή μνήμη των γονιών της αντίστοιχα, αποπνέουν μεγαλύτερο λογοτεχνικό τόνο. Η συγγραφέας μοιράζεται με τους αναγνώστες πεζές και ποιητικές της απόπειρες, από τις οποίες ξεγλιστρούν λύπες και χαρές, σκέψεις, συμπεράσματα από το πολυποίκιλο ταξίδι της ζωής που παρηγορεί μόνον όταν έχει συμπαντικά χαρακτηριστικά συνομιλίας με τον Θεό και τον Ήλιο, το φως εντέλει του Θεού που φωτίζει τις επί γης μέρες μας.  Ακολουθούν μερικά δείγματα:

Μαραμένα λουλούδια

Πού είναι τα όμορφα τριαντάφυλλα,

κρυμμένα μες στης καρδιάς τα φύλλα;

Πού είναι οι βιόλες π’ άνθιζαν

μ’ ένα σου βλέμμα;

Πού είναι τα γιασεμιά

που ολάνθιστα ευωδίαζαν

και την αγάπη σου σκορπούσαν;

Τίποτα δεν έμεινε όπως ήτανε,

τίποτα δεν είναι όπως τότε.

Ένα σου γέλιο έφτανε

όλα τους για ν’ ανθίσουν,

ένα σου βλέμμα έφτανε

όλα να μοσχομυρίσουν.

Δώσε μου φως

Έλα, δώσε μου μια ΠΑΝΑΓΙΑ μες στην καρδιά μου να κρατώ.

Έλα, κάνε με τον κόσμο όμορφο να δω.

Έλα, βάλε με μέσα στης θάλασσας τα βάθη να κοιτώ,
κείνα που άνθρωπος δεν φτάνει στο μυαλό.

Έλα, δώσε μου μια όμορφη σκιά για να θωρώ τον κόσμο πιο καλό,
ανεβασμένο σε θρονί, πέρα από τη Γη.

Έλα, δώσε μου πνοή ΔΙΚΗ ΣΟΥ να κρατώ,
αλλιώς χάνομαι, πέφτω στο κενό.

Έλα, δώσε μου χαρά και γέλιο να ’χω στη ζωή,
γιατί μου λείψανε και ξέρω το γιατί.

Έλα, δώσε μου μια ανοιχτή καρδιά γι’ αυτά
που έρχονται στην άγνωστή μου τη ζωή.

Έλα, βάλε με μέσα στη χάρη τ’ ουρανού και
διώξε μακριά μου τα βέλη του κακού.

Έλα, δώσε μου ΦΩΣ, «εκ του Ανεσπέρου Σου φωτός».

Ανάσταση δώσ’ μου στην ψυχή, παντοτινή.

Έλα, κράτα με στην Πατρική Σου Αγκαλιά,
ώσπου οι μέρες μου βαστούν, δώσε μου ΕΛΕΟΣ και ΦΩΣ.

Η Θρακιώτισσα φιλίστωρ Ουρανία Κ. Τρεμοπούλου-Αυγολούπη

Η Ουρανία Κ. Τρεμοπούλου-Αυγολούπη του Κωνσταντίνου και της Πανδώρας Ιωαννίδου, γεννήθηκε στην Κομοτηνή, όπου και έζησε μέχρι τα 11 χρόνια της ζωής της.

Το 1966 οι γονείς της μετατέθηκαν στη Θεσσαλονίκη. Εκεί, τελείωσε και το Λύκειο, το 1973. Την ίδια χρονιά πέρασε με υποτροφία στο Τμήμα Αγγλικής γλώσσας και Φιλολογίας του Α.Π.Θ. Περιμένοντας τον διορισμό της, δίδαξε την αγγλική γλώσσα σε διάφορα Γυμνάσια και Λύκεια της Θεσσαλονίκης, ως αναπληρώτρια.

Το 1982 διορίστηκε στον Εύρωπο του ν. Κιλκίς και ακολούθως στην Αξιούπολη του ίδιου νομού. Το 1985 αποσπάστηκε στο Τμήμα Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού (Τ.Ε.Φ.Α.Α.) του Α.Π.Θ. Για τους φοιτητές του Τμήματος συνέγραψε διάφορες πανεπιστημιακές σημειώσεις και το βιβλίο “Notes for advanced students (Injuries in athletics)”, εκδόσεως της Υπηρεσίας Δημοσιευμάτων του Α.Π.Θ. Επίσης, δίδαξε χημεία  και στο Χημικό Τμήμα του Α.Π.Θ.

Συμμετείχε σε σεμινάρια της αγγλικής γλώσσας και παρουσίασε αρκετές της εργασίες. Το 1997 έλαβε μέρος σε εκπαιδευτική επιμόρφωση στο Εδιμβούργο της Σκωτίας. Επιστρέφοντας, παρουσίασε υποδειγματική διδασκαλία σε συναδέλφους στο Πειραματικό Σχολείο Θεσσαλονίκης.

Τα τελευταία χρόνια υπηρεσίας της είχε πάρει μετάταξη στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση. Έχοντας υπηρετήσει και στις τρεις βαθμίδες της Δημόσιας Εκπαίδευσης, απεκόμισε συνολική και ολοκληρωμένη εικόνα της εκπαιδευτικής κοινότητας.

Τώρα, συνταξιούχος πλέον, ασχολείται με τη συγγραφή βιβλίων, παρακολουθεί τα εκπαιδευτικά δρώμενα και αγωνιά για τη μελλοντική εξέλιξη της Παιδείας μας. Η ίδια με τον σύζυγό της έχουν αποκτήσει δύο, τη Μαρία και τον Γιάννη, και τρία εγγόνια: τον Σταύρο τον γιο της Γιάννη και τη νύφη της Σοφία, και τις Ουρανία και Δήμητρα, από την κόρη της Μαρία και τον γαμπρό της Γαβριήλ.


[1] Περισσότερα για τη ζωή και τη δράση των αείμνηστων Κωνσταντίνου Τρεμόπουλου και Πανδώρας Ιωαννίδου βλ. το 1ο κεφάλαιο του ιστορικού τόμου της Ξανθής Τζένης Κατσαρή-Βαφειάδη, «“Διαβάζοντας” την πόλη: Κουμουτζηνά, Γκιουμουλτζίνα, Κομοτηνή – Πρόσωπα και κείμενα», εκδ. Παρατηρητής της Θράκης, Κομοτηνή 2021, σ. 44 κ.εξ.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.