Power*

«Ποιήματα» για ένα καλοκαίρι

     «Όχι, που να πάρει!» ξεφύσησε ο Στέφανος!
    Ακόμη στην είσοδο του παρκινγκ του είχαν τσακίσει τα νεύρα. Ένα πελώριο τζιπ χώθηκε μπροστά του  για να μπει πρώτο. Για να προλάβει τη μόνη θέση  που είχε μείνει στη σκιά. Μάλιστα ο οδηγός του – ένας με κουρεμένο κεφάλι, του έκλεισε κοροϊδευτικά το μάτι.  Δεν του έμεινε παρά να παρκάρει αλλού. Μετά, σέρνονταν μια ώρα με τη Βαγγελίτσα μέχρι την παραλία. Την κρατούσε από το χέρι. Στο άλλο είχε την τσάντα και τη μεγάλη, φουσκωτή  χελώνα.
   «Μπαμπά, εδώ έχει ξαπλώστρες!» του είπε η μικρή. Και ήταν καθαρή τύχη – ελεύθερη ομπρέλα στην πρώτη σειρά. Ακριβώς δίπλα τους όμως, ήταν εκείνος, ο κουρεμένος με τους φίλους του.
  «Καλύτερα να ψάξουμε αλλού, κορίτσι μου!» την παρακάλεσε.
  «Δεν θέλω αλλού!» γκρίνιαξε η μικρή, ενώ o τύπος από δίπλα, τους έδειξε μεγαλόψυχα την άδεια θέση.
  Του έγνεψε ένα «Ευχαριστώ!» και άρχισαν να τακτοποιούνται.  Όση ώρα ασχολούνταν με τη Βαγγελίτσα, χάζευε κρυφά τους γείτονες. Ήταν μεγάλη παρέα, όλοι τους ξένοι. Οι περισσότεροι – γεροδεμένοι με κουρεμένα κεφάλια. Οι κοπέλες τους – με αποκαλυπτικά μαγιό,  κάπνιζαν και φλυαρούσαν συνεχώς. Ο «δικός του» πρέπει να ήταν ο αρχηγός!  Δυο μέτρα ντερέκι! Στον λαιμό φορούσε τεράστιο σταυρό. Στην πλάτη του δέσποζε τατουάζ – μια  αγριεμένη τίγρης! Τον αποκαλούσαν: «MisterRichard».
   «Σιγά, μην τον λένε Richard!» σκέφτηκε κακόκεφα, αφού του φαινόταν του τύπου πως ήταν βαλκάνιος. 
 
   Η παρέα από δίπλα το διασκέδαζε. Μαζεμένοι σε κύκλο βαρούσαν έναν κακόμοιρο, που έπρεπε να μαντέψει ποιος τον είχε χτυπήσει. Φυσικά,  πρωταγωνιστούσε ο αρχηγός. Πότε τον άγγιζε ελαφρά, πότε τον κοπανούσε  με όλη του τη δύναμη. Και γελούσε ευχαριστημένος! Κι οι άλλοι γελούσαν. Τελικά ο φουκαράς στο κέντρο τον αναγνώρισε:
  «MisterRichard!» τσίριξε  χαρούμενος,  μα ο κουρεμένος είχε πια βαρεθεί και διέκοψαν το παιχνίδι.
 
  Το παιδί από το κυλικείο μόλις τους είχε φέρει την παραγγελία.
  Κάθισαν για φαγητό. Όλη η παρέα έτρωγε σουβλάκια, μόνο ο MisterRichard– γαρίδες. Έβαλε μπόλικη μαγιονέζα κι άρχισε να τις καταβροχθίζει λαίμαργα.  Η κοπέλα του, πήρε με σιχασιά μία γαρίδα. Την κρατούσε με τα δυο δάχτυλα σαν να ήταν βρόμικο ζωύφιο. Αυτό προκάλεσε το γέλιο του κουρεμένου. Μάλλον τη λέγανε Angie, γιατί μια δυο φορές την αποκάλεσε έτσι. Οι άλλοι πίνανε μπύρες, μόνο ο Richard– σαμπάνια.  Από το μπουκάλι! Φώναξε τους φίλους του στο νερό κι εκεί στα ρηχά συνέχισαν να πίνουν και να φωνάζουν. Ρεύονταν και γελούσαν. Για μια στιγμή ο MisterRichard σηκώθηκε όρθιος. Ύψωσε το ανάστημά του και βρυχήθηκε δυνατά, σαν τίγρης! Για να καταλάβουν όλοι, πως περνούσε καλά κι ήταν ευτυχισμένος. 
 
  Η Angie κάπνιζε το τσιγαράκι της. Είχε κι αυτή τατουάζ – πεταλουδίτσα. Πήγε να βγάλει τον στηθόδεσμο, μα είδε δίπλα της τη Βαγγελίτσα να τη χαζεύει με το στόμα ανοιχτό.
   «Μην ενοχλείς την κυρία!» φώναξε ο Στέφανος, μα το παιδί δεν έλεγε να κουνηθεί.
  Η ξένη της χαμογέλασε βαριεστημένα:
  «Hi!» μετά γύρισε στην άλλη μεριά.
«Βαγγελίτσα, είπα! Άσε ήσυχους τους ανθρώπους!»
  «Τότε θέλω παγωτό!» παρεξηγήθηκε η μικρή.
  «Δεν έχει παγωτό! Ήπιες χυμό!».
  «Θέλω παγωτό!» πείσμωσε.
  «Έλα να σου διαβάσω παραμύθι!»
  Κουβαλούσαν και βιβλίο. Μουτρωμένη η Βαγγελίτσα γύρισε κοντά του.  Έσκαβε την άμμο κι αυτός της διάβαζε για τον Ηρακλή! Σιγά, σιγά το παιδί ξεχάστηκε.
 
  Κάποια στιγμή οι διπλανοί βγήκαν από το νερό. Φώναξαν τον υπάλληλο του κυλικείου κι άκουσε τον Richardνα παραγγέλνει με σπαστά ελληνικά παγωτά! Για όλη την παρέα.
  «Τώρα θα γίνουμε ρεζίλι!» αγχώθηκε ο Στέφανος. Έκανε σήμα στον σερβιτόρο, μα αυτός  τον αγνόησε επιδεικτικά. Βιαζόταν να φέρει τα παγωτά στους άλλους.
 
  Άνοιξε ξανά το βιβλίο μήπως και προλάβει το κακό, μα η  Βαγγελίτσα του γύρισε την πλάτη. Σαν να το έκανε επίτηδες! Παράτησε το κουβαδάκι και πήγε στους διπλανούς.  Τη φώναζε κι αυτή έκανε πως δεν ακούει. Με  πείσμα! Σηκώθηκε να τη μαζέψει, μα δεν πρόλαβε. Ο κουρεμένος γενναιόδωρα της πρόσφερε παγωτό.
  «Μα σας παρακαλώ!» πήγε να διαμαρτυρηθεί ο Στέφανος: «Βαγγελίτσα, ντροπή!»
  Ο άλλος του χαμογέλασε ειρωνικά:
  «Παιδί είναι, μίστερ! Παιδί είναι!»
  Μετά, τον άγγιξε «φιλικά» στο μπράτσο. Ένιωσε το σκληρό του νύχι:
 «Ξέρω, ξέρω είσαι περήφανος άνθρωπος!» και γέλασε με το χοντρό του γέλιο.
 

*Το παρόν κείμενο δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά τον Σεπτέμβριο του 2017 στην «Εφημερίδα των Συντακτών»
**Ο Χρήστος Χαρτοματσίδης είναι συγγραφέας-ποιητής. Τελευταίο του βιβλίο η συλλογή διηγημάτων  «Λίλια» (εκδ. Μανδραγόρας, 2016)

 

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.