«Πουρα Γεμιστα», πουρα με αρωμα ζωης…

Βασίλης Τσιαμπούσης, «Πούρα Γεμιστά», Εκδόσεις Εστία, Αθήνα 2017

Για ακόμη μία φορά το ενδιαφέρον μάς κεντρίζει ο σπουδαίος συγγραφέας Βασίλης Τσιαμπούσης με το έργο του «Πούρα Γεμιστά», το οποίο κυκλοφόρησε έναν χρόνο πριν από τις εκδόσεις «Βιβλιοπωλείον της Εστίας». Σ’ αυτό τοποθετούμαστε στο σύγχρονο μικροαστικό, λαϊκό περιβάλλον της Δράμας και των περιχώρων, όπου αντικρίζουμε πρόσωπα ανθρώπων και τις μικροϊστορίες τους. Στο έργο του μας παρουσιάζει με έναν χιουμοριστικό, αλλά και ειρωνικό τόνο, καθώς επίσης και με μία πειρακτική διάθεση, στιγμές ζωής και στιγμιότυπα καθημερινών ανθρώπων στα οποία κυριαρχεί η ήπια μελαγχολία, χωρίς όμως να ξεπέφτει ποτέ σε αισθηματολογία. Πρόκειται για μία νέα συλλογή 25 διηγημάτων και χαρακτηρίζεται από έντονο προφορικό στοιχείο αφήγησης το οποίο  συναντά κανείς σε ιστορίες «καφενείου». 

Τα πούρα… και ο Ουίνστον Τσόρτσιλ 

Ο τίτλος του βιβλίου προέρχεται από το ομώνυμο διήγημα της συλλογής,  το  τρίτο στη σειρά που αποδίδει με αυτοαναφορικό τρόπο τη ρευστότητα των ορίων και την «κατασκευαστική» δύναμη της λογοτεχνίας. Αναφέρεται στην αγάπη του Ουίνστον Τσόρτσιλ για τα πούρα και την ανατολική Μακεδονία-Θράκη, περιοχές οι οποίες τον τροφοδοτούσαν με αγνό καπνό. Χάρη σ’ αυτό πιθανόν να τις εξαίρεσε από τη βουλγαρική επικράτεια, προκειμένου να μην ανήκουν στον σοβιετικό κύκλο επιρροής(!). Το θέμα αυτό αναδεικνύει ακόμη,την ενδεχόμενη επίδραση μικρών προσωπικών προτιμήσεων στη χάραξη της ευρύτερης πολιτικής. Άρα και τη σημασία τυχαίων παραγόντων στα παιχνίδια της Ιστορίας. Κι ενώ αυτό μένει σκόπιμα εκκρεμές, εξίσου μετέωρο μένει το κατά πόσο όλα όσα αναφέρονται στο διήγημα, όλα όσα πλαισιώνουν αληθοφανώς ένα ιστορικό πρόσωπο, είναι αληθινά. Αληθινά ή ψεύτικα, πλαστά στοιχεία που παρασύρουν τον αναγνώστη σε μια άλλη ανάγνωση της Ιστορίας, έξω από τα πραγματικά γεγονότα. 

Αντιφάσεις του μικροαστικού κόσμου 

Ο συγγραφέας παρουσιάζει ιστορίες διαφορετικές μεταξύ τους, που μοιάζει να συγκλίνουν, καθώς όλες αναδεικνύουν μεγάλες και μικρές αντιφάσεις του μικροαστικού κόσμου, όπως το μεγαλείο μέσα στη μιζέρια, ανθρωπιά μέσα στη φτώχεια και την κακομοιριά, τρυφερότητα ανάμεσα σε «άσπονδους» φίλους, διακωμώδηση της κοινής μοίρας, του θανάτου. Πρόκειται για μία ενδιαφέρουσα συλλογή, όπου το στενά τοπικό ανάγεται σε ευρύτερα ελληνικό, κάτω από την οξυμένη παρατηρητικότητα του συγγραφέα, την τρυφερή και συνάμα ειρωνική ματιά του, το χιούμορ και τη συχνά υπομονετική του διάθεση. 

Το «Πρωινό στον σταθμό», το «Πέναλτι»… 

Τα θέματα όπου εστιάζει το ενδιαφέρον του ο αφηγητής μπορεί να είναι από μια συνηθισμένη σκηνή στον σταθμό του τρένου και μια ασυνήθιστη κίνηση ανθρωπιάς εκ μέρους του ευαίσθητου και παρατηρητικού ταξιδιώτη στο «Πρωινό στον σταθμό», μέχρι δράματα του Εμφυλίου και της Κατοχής στο «Λιγότερο κι απ’ το τίποτε», αλλά και διάφοροι τρόποι για να εκδηλωθούν το εθνικό φιλότιμο και η ανιδιοτελής γνήσια φιλία στο «Πέναλτι». Είναι γνωστές οι πλάκες και τα πειράγματα της επαρχίας και ο ιδιαίτερα θυμόσοφος τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζεται ο θάνατος. Αξιοσημείωτες είναι οι αναφορές στην καπνοπαραγωγή της περιοχής π.χ. της «ξεπεσμένης αριστοκράτισσας» Καβάλας, καθώς η καλλιέργεια και επεξεργασία του καπνού καθόρισε κατά πολύ την οικονομία και τον τρόπο ζωής των κατοίκων μέχρι τη δεκαετία του’80, με εξαίρεση την περίοδο της Γ΄ βουλγαρικής κατοχής. Έντονα σαγηνεύει το νεραϊδένιο μυθικό στοιχείο, στα «Νεραϊδέλια», στοιχείο που ξεσηκώνει ολόκληρη κοινωνία για να απομυθοποιηθεί με την πάροδο του χρόνου. Τέλος, θέτει το ζήτημα της διάζευξης αλήθειας και αληθοφάνειας στη λογοτεχνία, πιστότητας στα γεγονότα και επινόησης, για να τονίσει ότι η λογοτεχνία δεν είναι επ’ ουδενί ιστορία, δεν λογοδοτεί στην ιστορική πραγματικότητα, αλλά μονάχα στον εαυτό της. 

Από το κωμικό στο τραγικό και από το φαιδρό στο γκροτέσκο 

Αίσθηση προκαλεί το παιχνίδι ανάμεσα στην τριτοπρόσωπη και την πρωτοπρόσωπη αφήγηση και η εναλλαγή στο φύλο του αφηγητή, ο οποίος άλλοτε εμφανίζεται ως άνδρας και άλλοτε ως γυναίκα. Αξιομνημόνευτος αποτελεί ο έντονος μελαγχολικός τόνος, καθώς σε πολλά σημεία ο αφηγητής μιλά για μνημονικούς τόπους των παιδικών χρόνων, για έρωτες που έχουν χαθεί ανεπιστρεπτί, καθώς και για τη φθορά της ηλικίας, το κενό και τον θάνατο.

Παράλληλα, συναντάμε αστείες ιστορίες σε μια ατμόσφαιρα χαρμολύπης, όπου η κωμωδία και το δράμα δένουν σε ένα σφιχτό και προσεκτικά ισορροπημένο μείγμα, διαπιστώνοντας έτσι πως το κωμικό εναλλάσσεται με το τραγικό και το φαιδρό με το γκροτέσκο. Διακριτά στοιχεία είναι το χιούμορ, η συγκίνηση, η χαρμολύπη, η ειρωνεία και το απροσδόκητο, στοιχεία που εναλλάσσονται μεταξύ τους. Αξιοσημείωτο, επίσης, είναι το αυτοβιογραφικό στοιχείο, ένα τέχνασμα του συγγραφέα, ώστε η αληθοφάνεια να πολλαπλασιάζει την ισχύ της αφηγηματικής επινόησης. Ο ίδιος επιλέγει την πιο καίρια οδό της υπονόμευσης του αυτοβιογραφικού στοιχείου, με στόχο να το καταγγείλει ή να το διασκεδάσει.
 
 Όσον αφορά το ύφος είναι απλό, καθημερινό, δεν υπάρχουν εκ του περισσού καλολογικά «λογοτεχνίζοντα» στοιχεία (π.χ. μακροσκελείς περιγραφές), διατηρείται η εσωτερική δομή της σκέψης του αφηγητή, που συνειρμικά μεταπηδά από ένα επεισόδιο σε άλλο κι επιστρέφει στην αρχή, οι συστάσεις των ηρώων γίνονται με καίριο και συνοπτικό τρόπο.
 
Αξίζει να σημειωθεί ότι δεν υπάρχει «φλυαρία», αλλά οι ιστορίες έχουν φιλτραριστεί από τις ανάγκες του ακροατηρίου σε ιστορίες  «πυρηνικές», γύρω από έναν αρχικό πυρήνα που κρατά την ουσία.Οι αφηγητές του συγγραφέα, απευθυνόμενοι σ’ ένα υποθετικό ακροατήριο σκιαγραφούν το πλαίσιο αριστοτεχνικά, δίνοντας τόσες λεπτομέρειες, όσες χρειάζονται για να μπει ο ακροατής/αναγνώστης στο πνεύμα. Συχνά επιτρεπόμενες είναι οι αναδρομές, μέσω της προφορικότητας της εξιστόρησης,  οι οποίες δεν ενοχλούν ούτε τον ειρμό της αφήγησης ούτε την αισθητική. Παρόλο που τα διηγήματα είναι διάσπαρτα από αναμνήσεις, συνήθειες, ήθη της ευρύτερης περιοχής της Δράμας, παροιμίες και θυμοσοφικά αποφθέγματα, δεν έχουν στόχο ηθογραφικό/λαογραφικό. Στα περισσότερα συνήθως, στο τέλος βρίσκεται κάποια έκπληξη, μια απροσδόκητη τροπή ή μια απρόσμενη χειρονομία του ήρωα, που δίνει μια μοναδικότητα στην αφήγηση, ένα φινάλε που οδηγεί τον αναγνώστη στο «πυρηνικό κέντρο». 

Η βόρεια Ελλάδα δηλώνει παρούσα 

Αφετηρία σε όλα τα διηγήματα του συγγραφέα αποτελεί η πόλη της Δράμας στην οποία κυριαρχεί μια υγρή ατμόσφαιρα αλλά και ρεπιασμένες καπναποθήκες, μια ατμόσφαιρα που αποδεικνύει τη ρεαλιστική προέλευση των ιστοριών. Παρόλα αυτά φαίνεται να πρωταγωνιστούν στα διηγήματα και άλλες πόλεις της Ελλάδας, μικρές ή μεγάλες, όπως η Καβάλα, η Θεσσαλονίκη, η Θάσος, η Κυπαρισσία, τα Ιωάννινα, κ.ά. Με σταθερό φόντο τον κλειστό χώρο της βορειοελλαδικής περιφέρειας, ο συγγραφέας σατιρίζει αθόρυβα, αλλά με ένα απεγνωσμένο χιούμορ, την παθητικότητα των τοπικών κοινωνιών, ενώ και όταν το κωμικό στοιχείο δεν διατρέχει τον σκελετό των κειμένων του, το αποτέλεσμα είναι εκ νέου μια διακριτική και υπόγεια διασάλευση του κύρους των πρωταγωνιστών: με την έμμεση αμφισβήτηση και την πλάγια υπονόμευση της κοινώς αποδεκτής τους εικόνας, που δεν είναι άλλη από την εξωτερική τους συμμόρφωση με τις αρχές μιας εξαρχής ύποπτης ηθικοπολιτικής ευπρέπειας.
 
Ο χρόνος κατά τον οποίο συμβαίνουν τα διάφορα περιστατικά στην παρούσα συλλογή, όπως προκύπτει από εσωτερικές ενδείξεις, είναι κυρίως το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, αλλά κάποτε, λόγω των ιστορικών συσχετισμών, πηγαίνει πίσω ως τη Μικρασιατική Καταστροφή. Εύκολα βγάζουμε το συμπέρασμα πως ο χρόνος του παρόντος συνδιαλέγεται κάποτε με τον χρόνο του παρελθόντος, για να δημιουργήσει τον αμοιβαίο κατοπτρισμό παρελθόντος και παρόντος που επιτρέπει την επικοινωνία τους και –γιατί όχι– τη συγχώνευσή τους.
 

*Η Διαλεκτή Αντωνίου είναι τεταρτοετής φοιτήτρια του Τμήματος Ελληνικής Φιλολογίας του ΔΠΘ, έγραψε δε και επιμελήθηκε το φιλοξενούμενο εδώ κείμενο κατά τη διάρκεια της πρακτικής της άσκησης, τον Νοέμβριο του 2018.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.