POR ESTAS LAGRIMAS

Του Θανάση Τριαρίδη*

Ούτε μεγαλοφυία ήτανε – ούτε καν έξυπνος. Πέρα από την ανεπανάληπτη ποδοσφαιρική του διαίσθηση, τα έκανε όλα λάθος – και ως προπονητής φυσικά υπήρξε ανεκδιήγητος. Ωστόσο είναι βέβαιο πως δεν θα υπάρξει ποτέ κανένας σαν κι αυτόν: είχε το σπάνιο, το πρωτοφανές χάρισμα τού να μπορεί να σε εκπροσωπήσει – όποιος κι αν είσαι. Από τα πρώτα δευτερόλεπτα που τον είδες, όποτε κι τον πρωτοείδες, πλέχτηκες μαζί του με δεσμό ακατάλυτο: ήσουνα βέβαιος πως τρέχει για σένα, κυλιέται στην λάσπη για σένα, κλέβει για σένα, πανηγυρίζει ή και βάζει τα κλάματα για σένα, λέει ψέματα για σένα, παίρνει ναρκωτικά για σένα, εντέλει πεθαίνει για σένα. Γιατί ο Θεός οφείλει να πεθάνει για να γίνει οριστικά δικός σου. Ο τρόπος του παιχνιδιού του ήταν ένα ακαταλόγιστο και ωμό «μόνος μου και όλοι σας» – μα σε εκείνες τις τρομερές κατεβασιές του δεν υπήρξε ποτέ μόνος: είχε κι εσένα μαζί του, να δαγκώνεις τα χείλη σου, θαρρείς και η δική σου ζωή να εξαρτάται από την δική του κατεβασιά.

Έμεινες μαζί του – σε όλα. Στα γκολ, στα κύπελλα, στις ήττες, στα κλάματα, στις παλινωδίες, στην διαρκή πτώση του. Στα ατέλειωτα καραγκιοζιλίκια του, στην καρατιά που έριξε στον βραζιλιάνο Μπατίστα το ’82, στην κλεψιά του γκολ με το χέρι, στην ώρα που η νοσοκόμα τον έβγαλε από το γήπεδο στο USA 94 καθώς πιάστηκε να κάνει χρήση εφεδρίνης, στους πυροβολισμούς που έριξε με το αεροβόλο στους δημοσιογράφους, στο κιλά που παραμόρφωναν το σώμα του, στα ναρκωτικά που τον βύθιζαν στον πάτο. Έμεινες μαζί του γιατί ήταν δικός σου.

Όλοι ήξεραν πως θα τον ψάχνεις μέχρι το τέλος: Όταν ο Μέσι (που είναι προφανώς καλύτερος ποδοσφαιριστής) έβαζε γκολ οι κάμερες γύριζαν σε αυτόν, στην κερκίδα, να πανηγυρίζει παρανοϊκά με τις κόρες των ματιών του εξαφανισμένες μέσα στην ντάγκλα του. Γιατί αυτόν ήθελες να δεις. Αυτός ήταν ο Θεός που έπρεπε να πεθάνει μπροστά σου. Ποτέ δεν σου πούλησε τίποτε: ούτε ηθική, ούτε διαφήμιση, ούτε κοινωνικό μήνυμα, ούτε φιλοσοφία, ούτε ένα διδακτικό αφήγημα επιτυχίας. Το ιερό τσογλανιλίκι του, το λυσσασμένο θράσος του, την ύβρι του, την γελοιοποίησή του και την αυτοκαταστροφή του τα έβαλε όλα σε ένα τραπέζι και τα μοιραζόταν μαζί σου – ένα προς ένα.

Ήταν κάτι πολύ περισσότερο από ροκ-σταρ ή από ήρωας μυθιστορήματος. Επί της ουσίας ήτανε πέρα από το διακύβευμα της ίδιας της τέχνης. Όσοι μελετούν την ιστορία των θρησκειών και το πώς εγκαθιστούν τους ζωτικούς τους μύθους στα μυαλά των ανθρώπων, καλό θα ήταν να μελετήσουν την ανεπανάληπτη σχέση εκπροσώπησης πού πέτυχε εκείνος με το καθένα αγόρι που τον έβλεπε από μια οθόνη-μπαούλο της τηλεόρασης, σε παραγκουπόλεις, σε φαβέλες, σε καφενεία, σε χωριά, σε αστικά διαμερίσματα. Κι αν κανείς ψάξει στο YouTube το δεύτερο γκολ του με την Αγγλία στην θρυλική περιγραφή του Βίκτωρ Ούγκο Μοράλες θα ακούσει τον αργεντίνο σχολιαστή, μετά το αξέχαστο «τα-τα-τα-τα-τα» που προφέρει την κρίσιμη ώρα της τελευταίας ντρίπλας, να ξεσπά σε μια λυτρωτική έκρηξη πανηγυρισμών, κλαμάτων, ύμνων, δοξολογιών στους θεούς, όλα μαζί – για να καταλήξει στο παραληρηματικό «Σε ευχαριστώ, Θεέ μου, για το ποδόσφαιρο, για τον Ντιέγκο, για τα δάκρυά μας…». Ναι, τα δάκρυά μας: αυτό είναι το μεγάλο μυστικό που μας ενώνει, τα δάκρυά μας, αυτό είναι το κρυφό αλλά και ανίκητο όπλο όλων των Θεών των αιώνων. Τα δάκρυά μας – που, έκτος όλων των άλλων, εκείνο τον Ιούλιο του 1986 ένωσαν ένα αγόρι σε ένα διαμέρισμα της Άνω Τούμπας της Θεσσαλονίκης με τον κόσμο ολόκληρο. Και χθες το απόγευμα, μαζί με εκατομμύρια άλλους,  και εκείνο το αγόρι, μετά 34 χρόνια, δίχως μαλλιά πια και με άσπρα γένια, έκλαψε ξανά.

*Ο Θανάσης Τριαρίδης είναι  συγγραφέας. Το κείμενο αναρτήθηκε στον λογαριασμό του στο fb.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.