Πατηρ Δημητριος Μαρος, ο Παπα-Μαρος μας (1900-1979)

Ένας Σιναπλιώτης της Μεσσούνης από την Ήπειρο

Πέρασαν εβδομήντα χρόνια από τις πρώτες θρησκευτικές και χριστιανικές μου αναμνήσεις και τα ακούσματα. Ταυτίζονται με την  παρουσία του ιερέα του χωριού μας, της Μεσσούνης, του οποίου την Ορθόδοξη λειτουργική  ανάμνηση δεν την προσπέρασα ποτέ.

Μάρος Δημήτριος, ο ιερέας μας, ο Παπά-Μάρος μας.

Καταγωγή

Ο Δημήτριος Μάρος γεννήθηκε το 1900, στην Ανέζα της Άρτας, ένα μικρό χωριό στο βαλτώδη κάμπο, που οι λίγοι κάτοικοί του ασχολούνταν κυρίως με το ψάρεμα  στον Αμβρακικό κόλπο και τις μικρές λιμνοθάλασσες, που έφθαναν μέχρι τα πρώτα σπίτια.

Στην   Ανέζα, υπήρχε ο Ιερός Ναός του Αγίου Νικολάου και απέναντι ακριβώς από την εκκλησία το αλληλοδιδακτικό σχολείο της περιοχής, με ένα δάσκαλο και εκατόν ογδόντα μαθητές.

Εκεί, ο ζωηρός μικρός και πανέξυπνος Δημήτριος Μάρος, απέκτησε Ορθόδοξη  και Ελληνική μόρφωση, αξιόλογη για εκείνη την εποχή, εκεί είδε ελεύθερη την πατρίδα του, ενωμένη με την μητέρα Ελλάδα.

Βρέθηκε στην Θράκη, στρατιώτης στο Γιασίκιοϊ (Ίασμος) όπου του έκλεψε την καρδιά η νεαρή, όμορφη, ταπεινή, χαμηλοβλεπούσα, με μακριά, μαύρα σγουρά μαλλιά, Γιασικιώτισσα,  Βαρβάρα.

Μετά τον γάμο τους χειροτονήθηκε ιερέας το 1931 και  τοποθετήθηκε στο χωριό Σάλπη της Κομοτηνής.

Όπως σημείωσε στο περιθώριο ενός βιβλίου ύμνων, που έχει στην κατοχή της η οικογένεια, από 14-9-1936 τοποθετήθηκε ιερέας στη Μεσσούνη Κομοτηνής, όπου υπηρέτησε το Θεό και το χωριό, μέχρι την ημέρα της κοίμησής του, 22-1-1979.

Ήταν μέλος φτωχικής και πολύτεκνης οικογένειας. Ένα από τα επτά αδέλφια του, τον ακολούθησε και εγκαταστάθηκε στην Κομοτηνή, όπου ζουν οι απόγονοί του.

Ωραίος άνδρας, αψύς, βροντόφωνος, απότομος, πεισματάρης,  πονόψυχος.

Πορεύθηκε στη ζωή ξάστερα, τίμια και φανερά.

Προσαρμόσθηκε αμέσως με τους φιλότιμους, εσωστρεφείς, δύστροπους αλλά και κουτοπόνηρους Σιναπλιώτες της Μεσσούνης.

Η παπαδιά, έτσι την αποκαλούσαν όλοι, δεν είχε ταίρι καλοσύνης στη μικρή μας κοινωνία. Τα παιδιά, η Νίκη, η Αμαλία και ο μικρός Θανάσης (Νάσος), έσμιξαν και αφομοιώθηκαν με τα Σιναπλιωτάκια, που τα λίγο μεγαλύτερα τους ήλθαν πριν δέκα χρόνια από το Σιναπλή της Ανατολικής και τα μικρότερα ή συνομήλικά τους γεννήθηκαν τα πρώτα χρόνια της προσφυγιάς.

Δύσκολα, φτωχά, ευτυχισμένα χρόνια, χρόνια υπομονής, ανάτασης και προκοπής.

Κατοικούσαν αρχικά στο μικρό σπίτι της εκκλησίας και μετά, στο ιδιόκτητο διώροφο, δίπλα στην Αστυνομία.

Βασανίσθηκε σκληρά με σωματική βία στην κατοχή από τους Βουλγάρους, για την πίστη και τον πατριωτισμό του, οδηγούμενος για εκτέλεση προς την περιοχή των νεκροταφείων του χωριού και αργότερα υπέστη ψυχολογική και σωματική βία και από τους αντάρτες.

Αξέχαστες αναμνήσεις

Δίπλα στην αστυνομία ήταν το διώροφο του Παπά-Μάρου. Κάτω καφενείο και πάνω σπίτι. Καθισμένος πάντα  πίσω από ένα γραφείο, μπαίνοντας αριστερά, δίπλα στο παράθυρο, εξυπηρετούσε  το χωριό με το κοινόχρηστο και μοναδικό τηλέφωνο, μαθαίνοντας συγχρόνως και τα νέα … κουτσομπολιά. Πώς να το κάνουμε, είχε  υπεραναπτυγμένη και την κοινωνική….. κριτική τότε η Μεσσούνη.

 Η πρεσβυτέρα, η κυρία Βαρβάρα, πρόσχαρη και καλοκάγαθη, βαριακούοντας λίγο, εκτελούσε αγόγγυστα, με αργές κινήσεις τις προσταγές του, σερβίροντας  στους λίγους πελάτες κρασάκια και τσιπουράκια, με εκλεκτούς μεζέδες από την κατσαρόλα του σπιτικού φαγητού, που πάντα κάτι καλό είχε  και έβραζε ή ψηνόταν στη ξυλόσομπα, στο κέντρο του καφενείου.

Η χαρακτηριστική καθαρή, βροντερή, στεντόρεια φωνή του, το μέταλλό της, ο πρωτόγονος βυζαντινισμός της, ηχούν ακόμη και σήμερα στα αυτιά μου.

Η  υποσυνείδητη εντύπωσή μου λέει ότι ήταν ο καλύτερος μονωδός που άκουσα μέχρι σήμερα στην ορθόδοξη βυζαντινή εκκλησιαστική υμνωδία.

Παπά-Μάρος για μένα σήμαινε, σεβασμός, υπόκλιση, καλημέρισμα, χειροφίλημα και κείνος, πάντα με το αυστηρό του χαμόγελο, με την Ηπειρώτικη προφορά, που δεν διέφερε πολύ από τη Σιναπλιώτικη, με πείραζε, αστειευόμενος  με πολύ καλοσύνη.

Στάθηκα προσοχή, ένα καλοκαιριάτικο πρωινό, κοντά στου Λεωνίδα το καφενείο, για την καλημέρα στον Παππούλη, αλλά από την ταραχή μου είπα δυνατά, «καλησπέρα». Ντράπηκα, κοκκίνισα, κατέβασα το κεφάλι, με κοίταξε με χαμόγελο ο αυστηρός ιερέας και είπε καλοσυνάτα, «δεν πειράζει, καλημέρα Τάσιο».

Εκκλησία και Παπά-Μάρος, ήταν έννοιες ταυτισμένες, στους παιδικούς μας εκκλησιασμούς.  

Παιχνίδι στην αυλή, ανάμεικτα συναισθήματα, σεβασμός, δέος, φόβος, εκτίμηση, οι διάφορες φάσεις κατά τη θεία λειτουργία. Παίζαμε στην εκκλησία, ελάχιστο χρόνο μέσα και μετά φωνές και φασαρία στην αυλή. Θύμωνε, μάλωνε, φώναζε, μας φοβέριζε ο Παπά-Μάρος, αλλά πού εμείς. Με τις λαμπάδες της Μεγάλης Εβδομάδας παίζαμε ξιφομαχία και πειράζαμε  ο ένας τον άλλον.

Μάταια ο επιμελητής σημείωνε τα ονόματα για το δάσκαλο, εμάς δεν μας χωρούσε ο τόπος.

Το «Πάτερ ημών…» και το «Πιστεύω….», με κομπιάσματα από τους πολλούς, νεράκι από τους λίγους, ήταν Κυριακάτικη υποχρέωσή μας, με σειρά, όλοι οι μαθητές, ακόμη και το καλοκαίρι.

Δεν θα ξεχάσω ποτέ, την συγκίνηση και τα δάκρυα που έχυσε ο Παπά- Μάρος, όταν ο Μητροπολίτης Τιμόθεος τον τίμησε με το Επιγονάτιο, μετά από τριάντα χρόνια ιεροσύνης.

Πώς να ξεχάσω το πάθος και τη συγκίνηση του στην απόδοση  του «Σήμερον Κρεμάτε επί Ξύλου…..», της Μεγάλης Πέμπτης, την συμφωνία που έκανε με το εκκλησίασμα για επιστροφή του κόσμου από την περιφορά του Επιταφίου, που ποτέ δεν κρατούσαν οι χωριανοί  και το, «Άρατε Πύλας.…», της Μεγάλης Παρασκευής, με «διάβολο» μέσα στην εκκλησία, τον επιστήθιο φίλο και καθημερινό του επισκέπτη, τον Γιαννάκ΄ του Ζαφειρούδ.

Ακόμα και σήμερα, σε όποια εκκλησία και να βρίσκομαι, αυτές τις στιγμές, ριγώ και δακρύζω.

Είναι η Ορθοδοξία που μας προσέφερε η καταλυτική του παρουσία.

Ήταν Ιούνιος του 1966 όταν έπεσε σαν αστραπή η είδηση: «Τούμπαρε το τρακτέρ στο Γλυκονέρη και σκοτώθηκε ο Γκόγκος», ο Γιώργος ο Γιοβανούδης, αδειούχος στρατιώτης με αγροτική άδεια. Ένα ψηλό, όμορφο εικοσάχρονο  λεβεντόπαιδο.

Ήταν αδύνατο να αρθρώσει ψαλμό, ευχή, κουβέντα ο Παπά-Μάρος. Έκλεγε με λυγμούς, αυτός ο πολύπειρος και σκληροτράχηλος ιερέας και μαζί του όλο το χωριό.

Χρόνια ολόκληρα εξυπηρετούσε, όχι μόνο τη Μεσσούνη, αλλά και άλλες γειτονικές ενορίες, όταν δεν είχαν ιερέα.

Οι χωριανοί σχολιάζουν….

Το χωριό μικρό, μια ράτσα όλοι, παράξενοι, σφιχτοί, κουτσομπόληδες, δεν άφηναν τίποτε να πέσει ασχολίαστο. Στόχος πάντα, χωρίς αιτία, ο ξεχωριστός όπως ήταν, ο παππάς μας.

Τα πρώτα χρόνια κάθε οικογένεια προσέφερε  σιτάρι σαν αμοιβή  στον ιερέα. Δεν υπήρχε άλλη αμοιβή από την μητρόπολη παρά μόνο  τα λίγα «τυχερά» από τα μυστήρια. Μερικοί, ενώ γνώριζαν ότι θα περάσει το κάρο, για το δικαίωμα του παπά και την υποχρέωση των χωριανών, κρύβονταν, ενώ άλλοι ξεχώρισαν για τον παπά και τον ψάλτη το στάρι με τα σκύβαλα.

Για τον επιούσιο της οικογένειας, τα πρώτα χρόνια, ο παπά Δημήτρης έκανε ακόμη και τον αγωγιάτη, με τη σούστα και το άλογο του.

Ο παπάς δεν έπινε κρασί, που ήταν μπόλικο στις ίζβες των Σιναπλιωτών, για λόγους υγείας. Γλεντζές και μερακλής ήταν παρόν στους γάμους, στις βαπτίσεις, στις γιορτές των φίλων του.

-Τουραϊά, ιατί ν΄αγουράσουμι κι μπύρα, η παπάς μπύρα χαλεύει να πιεί, δεν τουν φτάν΄ τόσου καουό κρασί που έχουμι, σχολίαζαν πικρόχολα μερικοί.

Άλλοι πάλι, επίτηδες άφηναν κάτι στον παπά όταν περνούσαν με τα καρπούζια, τα σταφύλια και άλλες παραγωγές, με απώτερο σκοπό να έχουν θέμα να  σχολιάσουν.

Δεν ίδρωνε όμως το αυτί του, δεν χαμπάριαζε με τίποτε, ήταν μεγάλη καρδιά.

-Α, η παπάς κοιτάζ΄ απ΄του παράθυρου που πααίνου σ΄Δήμου του μαγαζί, αλλά αυτός εχ΄ του ούζου νιάμιση δραχμή κι η Δήμους νιά. Τι να κάμου. Έλεγε ο μπάρμπα…….

Όταν  έβγαιναν από το καφενείο του παπά έλεγαν:

-Μάνα μ!! η παπαδιά τοσουϊά κριάς μ΄έβαλι στου πιάτου, να! ένα κουμάτι ψάρ, κι στου τρανό του ποτήρ΄ του ούζου.

ΟΙ ΣΕΒΝΤΑΛΙΔΕΣ, έγραφε η πινακίδα έξω από το καφενείο. Για τον Παπά-Μάρο το καφενείο ήταν μόνο το επικοινωνιακό του κέντρο. Δεν επέτρεπε η ιεροσύνη του να τριγυρνά στα καφενεία, έτσι ανάγκασε τους χωριανούς να περνούν πού και πού από το σπιτικό του, όπου απολάμβανε τη συντροφιά τους.

Τακτικοί θαμώνες ήταν, ο αστυνόμος  Πέτρος Δρακουλάκος, οι χωροφύλακες,  η Βασίλς η Καρακάις, η Ντεληϊάννης, η Πασχάλς του Κυρουβιούδ, και ανελλιπώς, πρωί και βράδυ, καθισμένος, το χειμώνα κοντά στη σόμπα και το καλοκαίρι στην παχιά σκιά των δένδρων, με το κασκέτο στου κιφάλ΄ κι του ιράνιου του πχάμσου, η Ιαννάκς του Ζαφειρούδ.

Θεωρούσα τιμή μου να τον επισκέπτομαι και το έκανα με μεγάλη χαρά, όταν βρισκόμουν στο χωριό. Ένοιωθε και αισθανόμουν μεγάλο σεβασμό και  εκτίμηση για το πρόσωπό του. Ρωτούσε να μάθει τα προσωπικά και τα οικογενειακά μου, συμπάθησε τη γυναίκα μου, βάπτισε τον πρωτότοκο γιό μου και δεν άφηνε την πρεσβυτέρα να με κεράσει ένα από τα θαυμάσια γλυκά της του κουταλιού, αλλά  έλεγε χαμογελώντας:

-Τι γλυκό θα κεράσεις, βάλε στον Τάσιο ένα ούζο, να κάτσει μαζί μας να τα πούμε.

Ανθρώπινες στιγμές

Η μάνα μας η Ντόλη, το καλοκαίρι του 1960 βάπτισε το μικρό το κουμπαρούδ. Ο κουμπάρος, για ασήμαντη αφορμή παρεξηγήθηκε με τον πεθερό του και απαίτησε από τη νουνά να βάλει ό,τι όνομα ήθελε, εκτός από Βασίλη.

-Όταν ο Παπά-Μάρος είπε, «και το όνομα αυτού», η νονά ονομάτησε  «Σωτήριος». Σταμάτησε το διάβασμα, κοίταξε αυστηρά, από πάνω μέχρι κάτω την νονά και είπε:

-Μωρ΄ Θουδώρα, τι όνομα είν΄ αυτό;

-Σήμερα Πάτερ είναι Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, εσύ είπες ότι καλό είναι να βάζουμε τα ονόματα των Αγίων που γιορτάζουν τη μέρα της βάφτισης.

Κούνησε με απορία το κεφάλι του, το ξανακούνησε, κοίταξε, ξανακοίταξε, μια τη νουνά, μια τον πικραμένο παππού Βασίλη και συνέχισε άκεφα το μυστήριο. Έτσι άδικα, δεν ακούσθηκε το όνομα του φίλου του, του μπάρμπα Βασίλη του Καρακάση.

Μια ακόμη στιγμή αφηγείτο η μάνα μας. Ήταν στα μέσα του εμφυλίου και πολλά γυναικόπαιδα, από το φόβο των ανταρτών διανυκτέρευαν στο σπίτι του, δίπλα στην αστυνομία. Η κυρά Ντόλη με τα παιδιά αργοπόρησε και όταν έφθασε δεν υπήρχε χώρος ούτε να καθίσει. Βροντόφωνος και απότομος όπως ήταν ο παπά-Μάρος, άρχισε να φωνάζει. Δεν του χαρίσθηκε όμως η μάνα μας, έγινε καυγάς και με το έτσι θέλω, έμειναν έστω και όρθιοι. Δεν πέρασαν ούτε δύο λεπτά και ο Παπά-Δημήτρης εμφανίστηκε μπροστά της με ψωμί και ελιές, για τα παιδιά. Έμπρακτη μετάνοια, ήταν αψύς και απότομος αλλά  καλοσυνάτος και συγχωρητικός.

Λίγα και σύντομα τα κηρύγματά του, μετά την ανάγνωση της Ευαγγελικής περικοπής. Μια Κυριακή, μετά την ανάγνωση της περικοπής του Ευαγγελίου, «Η παραβολή του άφρονα πλουσίου»,  από την ωραία πύλη της εκκλησίας είπε:

-Ήταν κάποτε ένας ψαράς που βγήκε για ολονύκτιο ψάρεμα. Το πρωί σήκωσε τα δίχτυα του, που δεν έπιασαν κανένα ψάρι, παρά μόνο ένα στρόγγυλο πράμα σα μπάλα, που όταν πρόσεξε, είδε ότι ήταν ένα ανοιχτό ανθρώπινο μάτι.

Βγήκε στη στεριά, δεν είχε άλλο να πουλήσει και έβαλε στον ψαράδικο πάγκο του το μάτι. Πέρασαν οι αγοραστές, έβλεπαν το μάτι, έλεγαν τις ιστορίες τους και έφευγαν. Πέρασε κάποιος που ζήτησε να το αγοράσει. Το έβαλε ο ψαράς στη ζυγαριά και από την άλλη, υπολογίζοντας το βάρος, έβαλε τριακόσια γραμμάρια, αλλά το μάτι ήταν βαρύτερο, πρόσθεσε άλλα διακόσια, το μάτι βαρύτερο, πρόσθεσε κιλό, πρόσθεσε κιλά, το μάτι βαρύτερο.

Μαζεύτηκε ο κόσμος, έβλεπαν θαύμα, έβλεπαν διαβολικά, έβλεπαν μαγικά, ζωήρεψε η συζήτηση, ανέβηκε στη ζυγαριά  ο πιο χοντρός, το μάτι αμετακίνητο.

Περνούσε από την παραλία ο γεροντότερος άνθρωπος του χωριού, είδε τον κόσμο μαζεμένο, πλησίασε με τα αργά του βήματά, άκουσε τις γνώμες του κόσμου, έσκυψε στη γη, κάτι πήρε με τα δυο του δάχτυλα και πασπάλισε πάνω στο ανοιχτό μάτι, που αμέσως έκλεισε και η ζυγαριά, έγειρε με θόρυβο προς τα δράμια.

«Το μάτι είναι αχόρταγο όσο είναι ανοιχτό, είπε ο σοφός γέροντας, με τίποτα δεν χορταίνει, παρά  μόνο με ένα κόκκο άμμου».

Ας μην είμαστε πλεονέκτες, κατέληξε ο σεβάσμιος ιερέας μας.

Σχέσεις με την κοινωνία

Ο ψαράς καθημερινά σταματούσε και έφερνε στο σπίτι του θαλασσινά ψάρια. Δεν έτρωγε ποταμίσια. Πέρασαν πολλά χρόνια να λύσω την απορία μου για την αγάπη του στα θαλασσινά ψάρια. Ο νεαρός ψαράς της Ανέζας, που έγινε ιερέας, όσα χρόνια κι αν πέρασαν, δεν ξέχασε την πρώτη του τέχνη, ούτε τη γεύση από  τα θαυμάσια θαλασσινά ψάρια του Αμβρακικού, με τα οποία ανδρώθηκε.

Φορτηγατζήδες χαιρετούσαν κορνάροντας μπροστά από το σπίτι του, σταματούσαν για να τον μεταφέρουν στην Κομοτηνή, λεωφορειούχοι αστειεύονταν μαζί του. Ακόμη και σήμερα, όταν αναφέρουμε σε παρέες την καταγωγή μας, πολλοί τον θυμούνται και μιλούν με χαρά για τον χαρισματικό Παπά-Μάρο, έχοντας ο καθένας μια μοναδική ιστορία για τη γνωριμία και τη σχέση τους.

Ιστορίες πολλές για τον παππά μας, όπου ο μύθος και η φαντασία υπερκαλύπτουν την πραγματικότητα.

Ήταν: Σιναπλιώτης !!! Σιναπλιώτη τον θέλαμε!!!

Όταν ήμουν μικρός πίστευα ότι και αυτός ήταν Σιναπλιώτης.

Η γλώσσα του, η συμπεριφορά του, τα χούγια του, Σιναπλιώτικα. Η ταύτιση του απόλυτη.

Σιαναπλιώτης είμαι, έλεγε ο γιός του ο Θανάσης, όταν για δύο χρόνια βρεθήκαμε κοντά. Να πάω, έλεγε, στο χωριό, να κάνει η Αμαλία έναν «ταβά», να ευχαριστηθώ.

Ερευνώντας την καταγωγή των προγόνων μας, της επαρχίας Καβακλή Ανατολικής Ρωμυλίας, όπου είναι και το Σιναπλή, διαπίστωσα ότι είναι Ηπειρώτικη, Θεσσαλική και Αρκαδική.

Δικαιούμαι πλέον και έτσι θέλω να πιστεύω, ότι η απόλυτη ταύτιση του Παπά-Μάρου με τους Σιναπλιώτες της Μεσσούνης, έχει γονιδιακή και ιστορική  εξήγηση. Ίσως οι προ-προ παππούδες μας, γύρω στα 1700 μΧ, για διαφόρους λόγους, από την Ήπειρο και γιατί όχι από την Ανέζα της Άρτας, να πήραν το δρόμο που τους οδήγησε περίπου χίλια χιλιόμετρα μακριά στο Σιναπλή της Βόρειας Θράκης.

Ήταν ένας άλλος Παπά-Γιάνναρος, που τον θέλει ο Νίκος Καζαντζάκης, στις «Αδελφοφάδες», το 1922, μετά την παράδοση της Θράκης στους Τούρκους, να ξεκινά από την Ανατολική Θράκη και μετά από περιπλανήσεις να καταλήγει στην Ήπειρο, όπου προσπαθεί να μονιάσει, χωρίς να τα καταφέρει, τις αντίπαλες παρατάξεις στον εμφύλιο.

Τα ίδια χρόνια, με αντίθετη κατεύθυνση, κινήθηκε και ο Παπά-Μάρος. Είναι γνωστή και η δική του προσπάθεια  να αποφευχθεί το αδελφοκτόνο αίμα στον εμφύλιο προσπάθεια που την πλήρωσε πολύ ακριβά.

Εκοιμήθη 22 Ιανουαρίου 1979, σε ηλικία εβδομήντα εννέα χρόνων.

Αναπαύεται ακριβώς στο μέσον του κοιμητηρίου της Μεσσούνης, με την πρεσβυτέρα κοντά του, κάτω από ένα πεύκο.

Γύρω του όλη η παρέα, ο Βασίλης ο Καρακασίδης, ο Γιαννάκης, ο Πασχάλης ο Κυρουβγίδης, ο Μανώλης ο Μπαντόλας, ο Μανώλης ο Γκουβιντίκς, ο Δήμος ο Παρακευούδης, ο Δημήτρης ο Βληγορούδης, ο Χρήστος ο Τόρτουρας, ο Ντεληιάννης ο συμπέθερός του, ο άλλος συμπέθερος ο Παναγιώτης ο Ισπικούδης και άλλοι.

Ποιος  ξέρει, ίσως την παρέα συμπληρώνουν και ο αστυνόμος του χωριού ο Πέτρος με τους χωροφύλακες.

Σίγουρα μαζί τους είναι ακόμη και οι Μεσσουνιώτες μουσουλμάνοι που συνυπήρξαν  για πολλά χρόνια, ειρηνικά και αδελφικά, με τεράστιο σεβασμό μεταξύ τους,  οι πιστοί και η θρησκευτική ηγεσία.

Όλοι μαζί παρέα συζητούν ζωηρά, ξεχωρίζει όμως πάντα το βροντερό χαρούμενο γέλιο του Παπά-Μάρου.

Πατήρ Δημήτριος Μάρος, ο Παπά-Μάρος μας (1900-1979)

Ένας Μεσσουνιώτης-Σιναπλιώτης, από την Ήπειρο

Αιωνία η μνήμη του.

Τάσος Γιοβανούδης

ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2023

Email: angiov@ath.forthnet.gr

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.