Παρουσιαστηκε, συγκινησε και εμπλουτισε τα Ελευθερια 2015

Το αφήγημα «μύριζε γαζία…» της Βάντας Παπαϊωάννου- Βουτσά - Σε μια μοναδικά πρωτότυπη βραδιά με διάχυτο το άρωμα της γαζίας

Έγινε τη Δευτέρα που μας πέρασε, μια από τις ωραιότερες εκδηλώσεις παρουσίασης βιβλίου, με διάχυτο θαρρείς καθόλη τη διάρκειά της το άρωμα της γαζίας, η παρουσίαση του πεζού αφηγήματος της εκπαιδευτικού Βάντας Παπαϊωάννου- Βουτσά «μύριζε γαζία…».
 
Μια παρουσίαση με υπέροχους πρωταγωνιστές τις φιλόλογους-αναγνώστριες του βιβλίου Σοφία Κιόρογλου και Άννα Μαρκούδη, την ηθοποιό και δημοσιογράφο Μαρία Παπαδοπούλου, η οποία διάβασε σελίδες από την αφήγηση για τη γενέτειρα πόλη, το Λαύριο, που με ανεπανάληπτη ευαισθησία μας δώρισε η επί σαράντα δύο χρόνια συμπολίτισσα , και επίσης παρούσα στην εκδήλωση, συγγραφέας Βάντα Παπαϊωάννου- Βουτσά.
 
Μια βραδιά με όλα τα χρώματα και τους ήχους και τις μνήμες και τις χειρονομίες των ανθρώπων και τους ανθρώπους που μοναδικά ξέρει να μεταφέρει στο χαρτί η διαρκής αναγνώστρια, και τώρα και δημιουργός τους με υλικό τις λέξεις της, Βάντα.
 
Μια βραδιά γεμάτη φως και αξιοσύνη και αφηγήσεις των δικών της πρωταγωνιστών, του πατέρα της και της μητέρας της και των γειτόνων της και των αναγνώσεών της, στα πρώτα είκοσι σχεδόν χρόνια της ζωής της αφηγήσεις του Πολίτη πατέρα της και της εκ του Κιέβου ερχόμενης μητέρας της που κατατίθενται και αποκτούν νέα ζωή ως χάρτινοι ήρωες πλέον, εξ ου και δικοί μας, όλων, αλλά και όσων συμμετείχαν μυσταγωγικά στην εκδήλωση της Δευτέρας, ως σε εαρινό συναξάρι ομορφιάς και συναισθημάτων αγάπης… Γιατί όταν αγαπάς τα της ζωής και των ανθρώπων, τότε και μόνον μπορεί οι λέξεις σου ν’ ανθίζουν και να πλουτίζουν την καθημερινότητά μας ευωδιάζοντάς τη από μνήμες που μοσχοβολούν γαζία.
 
Φυσικά και ήταν όλοι εκεί… Η πρόεδρος της ΔΚΕΠΠΑΚ Νατάσσα Λιβεριάδου, η εκτελεστική γραμματέας της περιφέρειας ΑΜ-Θ Ζωή Κοσμίδου, η αντιπρόεδρος του ΚΕΜΕΑ Κλεοπάτρα Στογιαννίδου, η υπεύθυνη σχολικών δραστηριοτήτων Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Κατερίνα Σχοινά, όλοι σχεδόν οι φιλόλογοι-εκπαιδευτικοί του νομού, ο γιατρός Ξενοφών Δημητριάδης, η Τατιάνα Χαρτοματσίδου, η εκπαιδευτικός Καλλιόπη Χάιδου, όλοι…
 
Μια βραδιά μοναδική για όλους, όσους ιδιαίτερα αναγνωρίζουν την αιωνιότητα της πατρίδας των παιδικών χρόνων…
 
κ. Παπαϊωάννου, Βάντα, Σοφία, Αννα, Μαρία, Νατάσα, πολύ σας ευχαριστούμε… 

Βάντα Παπαϊωάννου-Βουτσά,* «Όταν οι άνεμοι της μνήμης στροβιλίζονται και φέρνουν στο φως εικόνες, ήχους και αρώματα…»

«Είναι κοινό μυστικό πως κάθε άνθρωπος και οπωσδήποτε βέβαια κάθε συγγραφέας επιστρέφει, «βουτάει» και αντλεί μνήμες από τα παιδικά του χρόνια, από τις αυλές και τους κήπους, από τα σοκάκια της γειτονιάς που έπαιξε, έτρεξε, πληγώθηκε, έκλαψε, γέλασε…
 
Η Γενέθλια πόλη, είναι αληθινά ο τόπος, «που κι αν τώρα «τα σπίτια μου έρχονται ως τη μέση» κι «οι λόφοι μοιάζουν με πεζούλια», «όμως, σαν ήμουνα παιδί, έπαιζα πάνω στο χορτάρι κάτω από τους μεγάλους ίσκιους κι έτρεχα πάνω σε πλαγιές», όπως λέει ο Γ. Σεφέρης, «Στο γυρισμό του ξενιτεμένου»!
 
Σε τούτο το βιβλίο, λοιπόν, έτσι συμβαίνει. Οι γωνιές της πόλης που μεγάλωσα αποκτούν φωνή, μου μιλούν και μου θυμίζουν, κατευθύνουν τη σκέψη και την πένα μου, ξεπερνούν τα συγκεκριμένα τοπικά και χρονικά όρια και γίνονται μηνύματα διαχρονικά. Μετά από 41 χρόνια μόνιμης κατοικίας στη δεύτερη πατρίδα μου, τη Θράκη, γίνεται η επανασύνδεση με τη γενέτειρα πόλη, το Λαύριο, ένα ζεστό αγκάλιασμα με φίλους παλιούς και νέους εκεί και νοερά με πολλούς αγαπημένους απόντες δυστυχώς.
 
Παράλληλα τούτο το βιβλίο είναι μια κατάθεση ψυχής για φίλους και γνωστούς σε κάθε γωνιά του πλανήτη, αλλά κυρίως για τους φίλους της ωριμότητάς μου, εσάς, που απόκτησα μέσα από τη διδασκαλική μου ιδιότητα επί 34 χρόνια, εδώ στον τόπο που αγάπησα και ρίζωσα.

«Σαν κάρβουνα σιγόκαιγαν μέσα μου οι αφηγήσεις των γονιών μου»

Σ’ αυτό το ταξίδι ζωής μέσα στο χρόνο, οι ιστορικές αναφορές εκτείνονται σχεδόν σε όλο τον εικοστό αιώνα, σε σταθμούς, γεγονότα και ανατροπές παγκόσμιας σημασίας, τα οποία έχουν καταγραφεί από ειδικούς στις σελίδες της Ιστορίας. Ο δικός μου χρόνος, όμως, ο χρόνος των αφηγήσεων του βιβλίου εκτείνεται στα είκοσι σχεδόν πρώτα χρόνια της ζωής μου. Σ΄ αυτό το ιστορικό γίγνεσθαι η οικογένειά μου είχε το δικό της ιστορικό συγγραφέα, τη δική μου μνήμη, που κράτησε με ευλάβεια τις περιπέτειές της και μάλιστα άργησε πολύ να τις φέρει στο φως.
 
Σαν κάρβουνα σιγόκαιγαν μέσα μου οι αφηγήσεις των γονιών μου, περισσότερες ήταν της μητέρας, μα και του πατέρα δεν υστερούσαν. Εκείνος έλεγε και παραμύθια από τα μικράτα του, φερμένα από την πατρίδα, με φλουριά κρυμμένα σε σπηλιές, που ανοιγόκλειναν με παραγγέλματα «ατς καπουγιού, καπά καπουγιού». Άλλοτε πάλι θυμόταν αληθινές σκηνές, το σπίτι του το πατρικό παραδομένο στις φλόγες κι εκείνος 12χρονο παιδί να ορμά στη φωτιά να σώσει την καρδερίνα του στο κλουβί.
 
Μιλούσε για τη δουλειά του σε μεγάλο εστιατόριο της Πόλης, όταν πια τους σκόρπισε ο άνεμος της προσφυγιάς, για το ταξίδι του στη Γαλλία ως λαθρεπιβάτης, για τις περιπέτειες των αδελφών του, που σκορπίστηκαν στις πέντε ηπείρους και κάποιοι έφυγαν απ’ τη ζωή χωρίς να συναντηθούν ποτέ από τότε. Μιλούσε για τις περιπλανήσεις του, μέχρι να στεριώσει στο Λαύριο, και τα γαλανά μάτια του καρφωμένα στο κενό, συχνά γίνονταν λίμνες από τα δάκρυα.
 
Η μάνα πάλι με ικανότητες αφηγηματικές, που χρωμάτιζαν ανάλογα τη φωνή της, μια μας έπαιρνε μαζί της στις φυτείες με τα ηλιοτρόπια του Κιέβου, άλλοτε μας ταξίδευε με το έλκηθρο στην παγωμένη θάλασσα του Αζόφ και σπανιότερα μας διηγιόταν την έκρηξη της Οκτωβριανής επανάστασης στη Ρωσία στα 1917. Γέμιζαν κι εκείνης τα μάτια δάκρυα για τα δύσκολα παιδικά χρόνια, με το ξερίζωμα από την πατρίδα και τη δύσκολη προσαρμογή της σ’ έναν τόπο, που δεν τη δεχόταν, ώσπου να συνηθίσει να φωνάζει μαμά και όχι μάμα.
 
Συσσωρεύονταν, λοιπόν, μέσα μου τα βιώματά τους και τακτοποιούνταν σαν σε τεύχη, όχι με χρονολογική σειρά, αλλά με κατάλογο προσώπων. Ώσπου έφτασα να έχω κι εγώ προσωπικά τεύχη, άλλοτε με τις αφηγήσεις εκείνων κι άλλοτε με προσωπική ζωή.
 
Στη γενέθλια γη, που έζησα ως τα 25 μου χρόνια, μεγαλώσαμε μαθαίνοντας την απεργία σε όλες της τις μορφές, ζήσαμε εκρήξεις και πυρκαγιές, εξορίες συγγενικών και φιλικών προσώπων, αλλά καμαρώναμε κιόλας ως πρωτοπόροι στο συνδικαλισμό, νιώθαμε το μεγαλείο της σημαντικότητας του τόπου, αφού με το πλούσιο υπέδαφός του λάμπρυνε την Αρχαία Αθήνα, με τους ναούς και το θέατρό του πρόσφερε πολιτισμό ακόμη και στους δούλους!
 
Αυτά τα είκοσι πρώτα χρόνια ζωής μέσα και κοντά στην οικογένεια ήμουν καλός δέκτης των εξομολογήσεων – αφηγήσεων των γονιών μου σε ώρες χαλαρές γύρω από το μαγκάλι το χειμώνα ή κάτω απ’ το αγιόκλημα και την περικοκλάδα το καλοκαίρι. Έπρεπε, λοιπόν, να γίνω κάποτε και πομπός. 

«Θέλουν ρίσκο οι μνήμες, για να εισχωρήσουν στις ρυτίδες του χρόνου»

Βάρυναν τα ράφια του νου, φίλοι μου, άρχισαν να κιτρινίζουν τα φύλλα των τευχών, κινδύνευαν πια να ξεθωριάσουν… κι άρχισα έτσι να ξεφυλλίζω τη μνήμη και να καταγράφω. Και θέλουν ρίσκο οι μνήμες, για να εισχωρήσουν στις ρυτίδες του χρόνου. Αλήθεια είναι πως το μερίδιο του λέοντος κέρδισαν τα παιδικά μου χρόνια, στη φημισμένη εργατούπολη με όλες τις αγωνίες και τα σκαμπανεβάσματα των εποχών είτε ήταν των ισχνών είτε των παχιών αγελάδων. Γιατί η παιδική μας ηλικία είναι η μεγάλη δεξαμενή των αφηγήσεων, των εικόνων και του χρόνου ενός κόσμου και όσα βιώνει κανείς σ’ εκείνα τα χρόνια της αθωότητας τον ακολουθούν παντοτινά.
 
Κι εγώ είχα αυτή την τύχη – και ξέρετε βέβαια πως η τύχη είναι «μέση» λέξη, μπορεί να σημαίνει καλή ή κακή τύχη, γιατί ακριβώς γέρνει μια από εδώ και λέγεται ευτυχία και μια από εκεί και λέγεται δυστυχία,– είχα, λοιπόν, την τύχη και με τις δυο της σημασίες, να ζήσω ακριβώς αυτό, μια την ακμή και μια την παρακμή σχεδόν όλων των εργοστασιακών μονάδων, που ανάθρεψαν γενιές και γενιές στη φημισμένη βιομηχανική πόλη.
 
Είναι, βέβαια, διαπιστωμένο πως με τα παιδικά του βιώματα ασχολείται κανείς συνήθως, όταν φθάσει στο άλλο άκρο, όταν καταλαγιάσει η ζωή. Τότε ο άνθρωπος γεμίζει μεγάλο μέρος της καθημερινότητάς του με αναμνήσεις, συγκρίσεις και παραλληλισμούς, ανασκαλεύει, νοσταλγεί, θέλει να φωνάξει τις μνήμες του, επιθυμεί να τις διαιωνίσει…
 
Τότε οι άνεμοι της μνήμης στροβιλίζονται και φέρνουν στο φως εικόνες, ήχους και αρώματα… Σ’ αυτήν την κοινότυπη ομάδα ανθρώπων ανήκω κι εγώ και τώρα μάλιστα μπορώ ν’ ανεβοκατεβαίνω την πλούσια ρηματική μου κλίμακα: Θυμάμαι, βιώνω αλλεπάλληλες εικόνες, στήνω σκηνικά, πρωταγωνιστώ ή δευτεραγωνιστώ, γίνομαι παντογνώστης αφηγητής και τέλος η παράστασή μου παίρνει τη θέση που της αναλογεί στο γλωσσικό μου χώρο. 

«Όλες οι μνήμες είναι ποτισμένες και μοσχοβολούν γαζία»

Σ΄ αυτή τη σειρά διεργασιών οφείλεται το αποθησαύρισμα των σελίδων τούτου του βιβλίου με μια μόνο πρωτοτυπία: όλες οι μνήμες είναι ποτισμένες και μοσχοβολούν γαζία!
 
Είναι αλήθεια πως η μοναδική γαζία της γειτονιάς μας, εκεί στην απέναντι πλευρά του δρόμου, έξω από τον αυλόγυρο του σπιτιού της αείμνηστης γειτόνισσας, κυρίας Κούλας, έβαλε ανεξίτηλο σημάδι στο μυαλό και στην ψυχή μου με τη μυρωδάτη γύρη της. Σαν να έσερνα μαζί μου περισσότερο από μισό αιώνα τα συρτάρια του πατρικού σπιτιού με τα ασπρόρουχα, που μοσχοβολούσαν γαζία, και μάλιστα τ’ άνοιγα πολύ προσεκτικά, μη και πετάξει και χαθεί εκείνο το ευωδιαστό άρωμα της γαζίας, που έψαχνα απεγνωσμένα να βρω σε κάθε τόπο. 

«Έγινε «λογοτεχνικό γράφημα» η λεπτεπίλεπτη γαζία, το κίνητρο να γράψω…»

Κι όταν, διαβάζοντας την «Αναφορά στον Γκρέκο» του Καζαντζάκη και διδάσκοντας το απόσπασμα, όπου ο συγγραφέας θυμόταν πως, όντας παιδί, έκοβε γαζίας άνθη και τα ‘ριχνε στα ασπρόρουχα κατά παραγγελία της μάνας, διαπίστωσα με θαυμασμό τους κοινούς τόπους της ζωής μας. Κι έγινε «λογοτεχνικό γράφημα» η λεπτεπίλεπτη γαζία, το κίνητρο να γράψω…
 
Κι η γαζία, ως λογοτεχνικό γράφημα ψάχνοντας, αλάνθαστα έφερε στο φως ήχους, ανάσες, αγωνίες, χαρές, πρόσωπα, αθέατες όψεις της ψυχής μου αλλά και της πόλης. Κι έγιναν τα λογοτεχνικά κείμενα ένα έναυσμα, μια προτροπή, ένα κάλεσμα προς τους αισθαντικούς και στοχαστικούς πλάνητες της ανάγνωσης, να ξετυλίξουν το νήμα μιας άλλης πλευράς των πραγμάτων και να περιπλανηθούν στην «άλλη» πόλη, τη δική μου.
 
Μακάρι να ευνοούσαν οι κλιματολογικές συνθήκες του τόπου να ευδοκιμούσε η γαζία, το όμορφο και ασυνήθιστο δέντρο, προνόμιο της νότιας Ελλάδας λόγω θερμότερου κλίματος. Μακάρι να αρωματίζαμε τα συρτάρια μας με τ’ άνθια της… Σας διαβεβαιώ ότι εκτός από οικολογικά, δώρο μοναδικό της φύσης, είναι και μαγικά, δημιουργούν συνειρμούς με το λεπτό ιδιαίτερο άρωμά τους!
 
Αυτό το άρωμα της γαζίας ήταν απαραίτητη προϋπόθεση αυτής της οδοιπορίας μου στη γενέτειρα πόλη. Ακολουθώντας το ξαναβρήκα τα περάσματα, τους δρόμους, τις εισόδους στις μνήμες και είναι αυτό που δε θα επιτρέψει ποτέ την αποκοπή του ομφάλιου λώρου μας.»
 
*Το κείμενο είναι τμήμα της ομιλίας της συγγραφέως στην εκδήλωση παρουσίασης.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.