Οταν ο θανατος κραταει, οσο κραταει ενα φιλι
Τα δώρα της γραφής, καλοκαίρι καιρό. Ό,τι πιο απολαυστικό. Ηδονικό. Κρουνοί δροσιάς. Που σε περιτρέχει και σε αναζωογονεί. Γιατί είναι συναρπαστικό να αντιλαμβάνεται κάποιος και να νιώθει ότι η φρυγμένη γη της Κομοτηνής τα καλοκαίρια και η γεμάτη υγρασία ατμόσφαιρά της το φθινόπωρο, είναι κουκούλι συγγραφέων που κόβουν στα δυο τον καιρό.
Άξιων, αξιότατων συγγραφέων όπως ο Χρήστος Χαρτοματσίδης που με τη γραφή του έχει την ικανότητα να ταράζει το μέγα πανελλήνιον. Τον Χρήστο Χαρτοματσίδη, που άνοιξε την ελληνική πεζογραφία στον χώρο των πολιτικών προσφύγων στα Βαλκάνια, ως γόνος πολιτικών εξορίστων που είχαν καταφύγει στη Σόφια, και στους οποίους επανήλθε, με πρωθύστερα της εγκατάστασης των ελλήνων πολιτικών προσφύγων στη Βουλγαρία επεισόδια, με τα δυο τελευταία έργα του, τη νουβέλα «Όσο κρατάει ένα φιλί»(εκδ. Μανδραγόρας, Αθήνα 2020), όπου πρωταγωνιστούν μία από τις τελευταίες ομάδες, μια μεραρχία, ανταρτών, στρατοπεδευμένη δίπλα στα βουλγαρικά σύνορα, για να μπορέσουν αν τους κυνηγήσει ο «αστικός» στρατός να περάσουν εύκολα απέναντι, διασώζοντας το αρχείο του Δημοκρατικού Στρατού και της εφημερίδας «Λευτεριά» που εξέδιδαν.
Στη νουβέλα αυτή, όπου παρουσιάζεται αρχηγείο του Δημοκρατικού Στρατού, λίγο πριν την διάλυσή του, με πρωταγωνιστική σκηνή αυτή του γάμου του αεροπόρου Ροδόλφου Παπαδάκη με την επίσης αντάρτισσα Δώρα ή Δωρίτσα, αδελφή της συγγραφέως Ελένης Τοπάζη. Συγγραφέως αφού δική της φέρεται να είναι η νουβέλα, την οποία, όπως ισχυρίζεται, καταγράφει στο ημερολόγιό της σε μεγάλη ηλικία κι αναλαμβάνοντας πλήρως «την ευθύνη των γραπτών της», μια που καθόλου δεν αισθάνεται ότι πάσχει από Αλτσχάιμερ, για αποφυγή του οποίου της έχουν συστήσει να λαμβάνει χάπια.
Εξ ου και ο συγγραφέας Χαρτοματσίδης επιλέγει την αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο, και υιοθετεί το τέχνασμα της ημερολογιακής αφήγησης, η οποία διακρίνεται για την αμεσότητά της και παρά την υποκειμενικότητά της, για την «εν εαυτώ», όσον αφορά στους εξομολογητικούς τόνους της ηρωϊδας , αληθοφάνεια.
Με τον έναν ή τον άλλο αφηγηματικό τρόπο, η γραφή του Χ.Χ. είναι όμως συναρπαστική. Γιατί με αφετηρία ένα πολιτικό ιστορικό πλαίσιο, αυτό του εμφυλίου πολέμου, ο Χαρτοματσίδης επιλέγει ως τόπο του μυθιστορήματος το αντάρτικο της ορεινής Ροδόπης την εποχή που αυτό πνέει τα λοίσθια, και, αν και εστιάζει κυρίως στην ψυχογραφία των ηρώων του, εισάγει στην ελληνική πεζογραφία, από άλλη οδό, μια μη πραγματοιηθείσα μέχρι τη συγκεκριμένη νουβέλα μυθιστορηματική μετάπλαση του συγκεκριμένου ιστορικού γεγονότος.[1] Με πρωταγωνιστές μια ομάδα νεαρών ανταρτών και ανταρτισσών και επικεφαλής τον καπετάνιο Πρόδρομο, αλλά και τον καπετάνιο Τζαβέλα, τον πατέρα των δυο πρωταγωνιστριών, της συγγραφέως του ημερολογίου Ελένης και της επιστημόνισσας Δωρίτσας, για το πτυχίο της οποίας είχαν φροντίσει οι Λαϊκές Δημοκρατίες που με τη λήξη του εμφυλίου τους φιλοξένησαν.
Τον Καπετάν Τζαβέλα, που παντρεύτηκε προσφυγίνα του 1922 από το Καβακλί, εγκαταστάθηκε αρχικά στο Καλαϊτζί Ντερέ(=Κασσιτερά ∙ και οι Σάπες άρα λογοτεχνικά παρούσες), παντρεύτηκε κι απέκτησε παιδιά, οι δάσκαλοι όμως στο σχολείο και τα παιδιά τους ακόμη τα θεωρούσανε προσφυγόπουλα!!!
«Θα πρέπει καλό μου παιδί», λέει ο δάσκαλος που ήταν «πολύ καλός κύριος, μορφωμένος» που έπαιζε και βιολί, στη μικρή, μαθήτρια τότε ακόμη Δώρα, «να δίνεις περισσότερη προσοχή στη γλώσσα! Η ελληνική είναι δύσκολη, πόσο μάλλον για σένα που η μάνα σου ήρθε απ’ έξω. Ποιος ξέρει τι διαλέκτους μιλούσατε στα μέρη σας!»[2], η οποία ως συγγραφέας του ημερολογίου της μετά τον επαναπατρισμό της στους Αμπελόκηπους της Θεσσαλονίκης, έχοντας βιώσει από τα παιδικάτα της τον ρατσισμό γράφει, για το πόσο της στοίχισε να μην είναι «ελληνίδα» παρά μόνο «προσφυγοπούλα», τα κάτωθι:
«Από τότε είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου να μην δώσω το δικαίωμα σε κανέναν να μου πει για την καταγωγή της. Κι κοίτα πώς ήρθαν τα πράγματα στη ζωή κι ακριβώς εκεί που δεν ήθελα, εκεί βρέθηκα στην προσφυγιά. Μα το έχω εφτασφράγιστο μυστικό! Σε κανέναν δεν έχω πει κουβέντα! Ειδικά εδώ στην πολυκατοικία μας! Δεν τους λέω πως έκανα έξω. Γιατί αμέσως θα αρχίσουν να με περιφρονούν. Και να μου φέρονται σαν σκουπίδι! Το έχουμε αυτό οι έλληνες, όσο και να δηλώνουμε πως δεν είμαστε ρατσιστές».[3]
Το ζήτημα όμως του ρατσισμού δεν είναι το μόνο που θίγει ο συγγραφέας, στο πλαίσιο, της αφήγησης αφενός για τη ζωή των ανταρτών στο βουνό στη δύση του εμφυλίου, που καταγράφεται αναλυτικά στο πρώτο νοητό μέρος της νουβέλας, μέσω της καθημερινής ζωής και των υποχρεώσεων που έχουν αναλάβει οι δυο κυρίαρχες ηρωϊδες, οι αδελφές Ελένη και Δώρα, ως μαχήτριες μεν, αλλά με ενεργή, για τη Δώρα τουλάχιστον, την ταυτότητα του φύλου της, και τους έρωτες. Το ίδιο συμβαίνει και με τη μετέπειτα ζωή των δυο κοριτσιών- πολιτικών προσφύγων στο στρατόπεδο αποκατάστασης των προσφύγων στην Μπερκόβιτσα της Βουλγαρίας –μία ακόμη για πρώτη φορά εμφανιζόμενη στον χώρο της ελληνικής λογοτεχνίας ιστορική αφήγηση που ορμάται από το γεγονός της μετάβασης και της προετοιμασίας για την κοινωνική τους ένταξη[4] πολιτικών εξορίστων και στη γείτονα χώρα, τη Βουλγαρία–, που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια δεύτερη νοητή ενότητα επεισοδίων, ιδιαίτερου ενδιαφέροντος τόσο για την ενδελεχή παρουσίαση της ζωής εκεί των πολιτικών εξορίστων, την εξοικείωσή τους με την ανάγνωση και την καλλιτεχνική ζωή και συγκεκριμένα την τέχνη του θεάτρου, και μια τρίτη ενότητα που αφορά στη ζωή των δυο αδελφών ως κομματικών στελεχών ενταγμένων πλέον στη βουλγαρική κοινωνία. Η Ελένη ως βιομηχανική εργάτρια με διαρκείς βραβεύσεις για την παραγωγικότητά της και το πορτραίτο της να έχει τοποθετηθεί «Στο μονοπάτι των πρωτοπόρων», και η Δώρα ως επιστημόνισσα και επιφανές κομματικό στέλεχος, παντρεμένες και οι δύο, με την Ελένη να έχει αποκτήσει με τον σύζυγό της, τον Πόντιο Σωτήρη δυο παιδιά.
Σε ό,τι όμως εστιάζει ‒στο συγκεκριμένο πολιτικό ιστορικό πλαίσιο του υπαρκτού σοσιαλισμού, με την ηγεμονική θέση του Σοβιετικού Καθεστώτος και του ηγέτη του Στάλιν σε όλες τις εκφράσεις της ζωής και της τέχνης‒ η νουβέλα είναι οι σχέσεις των δυο πρωταγωνιστριών στις τρεις διαδοχικές σκηνές που διαδραματίζεται η ζωή τους ‒στο αντάρτικο, το στρατόπεδο αποκατάστασης προσφύγων και την καθημερινή τους ζωή στη Βουλγαρία. Φωτίζοντας την ύπαρξή τους και το προσωπικό τους ήθος σε δίδυμα ζεύγη αντιθετικών συμπεριφορών όπως η αλήθεια και το ψέμα, η αγαθή προαίρεση και η σκοπιμότητα, η υπευθυνότητα και ο καιροσκοπισμός, η ευαισθησία και η σκληρότητα, ο αλτρουισμός και ο καριερισμός, η αφέλεια και η καπατσοσύνη, η καθαρότητα και η ιδιοτέλεια, εντέλει, όπως αναγράφεται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, το καλό και το κακό ή ο Θεός και ο «Εξαποδώ» ‒όπως ονοματίζει τον κακό δαίμονα, που περιγελά με την τυχαιότητα που επιλέγει να υπηρετεί τον ανύποπτο άνθρωπο, ο Χαρτοματσίδης. Με αποκορύφωμα του συγγραφικού του οίστρου το πικρό, για την ανθρώπινη ύπαρξη, χιούμορ ότι και στις επαναστατικές κοινωνίες, οι μη επαναστατικές αξίες, αυτές που προγραμματικά αντιτάσσονται την πρόοδο, όπως το ψέμα, η σκοπιμότητα, ο καιροσκοπισμός, η σκληρότητα, ο καριερισμός, η καπατσοσύνη και η ιδιοτέλεια, ήταν παρούσες κι εκεί, στις χώρες του ονομαζόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού που υποτίθενται ότι ως επαναστατικές τις αντιμάχονταν, αλλά και οπουδήποτε αλλού, αφού είναι αυτές που καθορίζουν την ανθρώπινη ύπαρξη και, κατά συνέπεια, και την ιστορία. Πικρή επίγνωση…
Υ.Γ.1: Ας μην αποφύγουμε τον πειρασμό να αναφερθούμε όμως και στις σχέσεις της μυθιστορηματικής Ελένης, της βασικής ηρωϊδας της νουβέλας, με την Κομοτηνή, τόπο κατοικίας εδώ και δεκαετίες και μέχρι σήμερα του συγγραφέα Χ.Χ.. Η Ελένη υπερηφανεύεται έτσι στη συναγωνίστριά της στο στρατόπεδο Βούλα ότι η ίδια έχει γνώση του περιεχομένου της λέξης πρωταγωνίστρια «από τις μεγάλες αφίσες του σινέ Ποάλα στην Κομοτηνή», γιατί «Εκεί έγραφε: “Στον ρόλο της τάδε πρωταγωνιστεί η…”»[5], όπως το ίδιο περήφανη είναι όταν ανακαλύπτει ότι σε ζαχαροπλαστείο πουλούσανε μποζά, γιατί «μόνον εμείς απ’ την Κομοτηνή κι οι Ρωμιοί από την Πόλη», όπως λέει, «ξέρουμε τι είναι μποζάς».[6]
Υ.Γ.2: «Ό,τι είναι καλό δεν ανήκει πια σε κανέναν, μήτε σ’ εκείνον, στον άλλο, αλλά στο λόγο ή στην παράδοση» έγραφε ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες.[7]Μάλλον κάπως έτσι συμβαίνει με τους ήρωες του Χαρτοματσίδη που αυτονομούνται ως τάχα άλλοι και συνεχίζουν δυναμικά τη ζωή τους, όπως συμβαίνει και με τους δυο ηρωίδες τής νουβέλας «Όσο κρατάει ένα φιλί», την Ελένη δηλαδή που επανέρχεται ως Helena, μαζί με τη Δωρίτσα την αδελφή της, στη ζωή της καταγομένης από γονείς παλιννοστήσαντες στην Κομοτηνή, Νάντιας, που σπουδάζει στη Θεσσαλονίκη, γίνεται «ενοικιαζόμενη συγγενής» και είναι η βασική ηρωΐδα, από κοινού με τη γιαγιά Έλενα πλέον, και όχι Ελένη, στο πριν ένα χρόνο εκδοθέν τελευταίο μυθιστόρημά του με τίτλο «Helga και Helena»( εκδ. Βακχικόν, Αθήνα 2022). Ένα μυθιστόρημα που παρουσιάζει έναν ιδιαίτερα γνωστό ‒ γνωστό τύποις, άγνωστο όμως στην κυριολεξία ως περιφερειακό‒ κόσμο, αυτόν των παλιννοστησάντων της Κομοτηνής, των παλιννοστούντων όπως λέγεται και γράφεται, που ζει στην περιοχή του Κοσμόπολις στην ΕΚΤΕΝΕΠΟΛ και γνώρισε, όπως συνέβαινε πάντοτε με τους γηγενείς, τον «ευγενή» αστισμό τους, τον σκληρό τους δηλαδή ρατσισμό, με τη διαρκή υποτίμηση αλλά και την παντελή αγνόησή τους. Επιτέλους, δηλαδή, που κάποιος, στη συγκεκριμένη περίπτωση ο Χαρτοματσίδης, άκουσε ως μυθιστοριογράφος κατά Κούντερα «το γέλιο του Θεού» και έδωσε ζωή, σώμα και αίμα, σε ανθρώπους που ως «αγέλαστοι»‒ ως άνθρωποι δηλαδή που δεν έχουμε αφουγκραστεί το γέλιο του Θεού‒ απαξιώσαμε να γνωρίσουμε, «πεπεισμένοι πως η αλήθεια είναι διαυγής και πως όλοι οι άνθρωποι πρέπει να σκέφτονται το ίδιο πράγμα »!!![8]. Σκυτάλη στον Χάρη Μιχαλόπουλο όμως ευθύς αμέσως…
[1] Στον εμφύλιο πόλεμο και το αντάρτικο του Βόρειου Εβρου επικεντρώνεται το πολυφωνικό ιστορικό μυθιστόρημα της εβρίτισσας Σωτηρίας Μαραγκοζάκη, «Ο κλήρος του αίματος», εκδ. Πατάκης, Αθήνα 2020.
[2] Χρήστος Χαρτοματσίδης, «Όσο κρατάει ένα φιλί», εκδ. Μανδραγόρας, Αθήνα 2020, σ.20
[3] Ό.π., σ. 21.
[4] Είναι ο Χρήστος Χαρτοματσίδης που με τη συλλογή διηγημάτων του «Το παλιό κτίριο»(εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1991) άνοιξε πρώτος το θέμα των πολιτικών εξορίστων και της ζωής τους στη Σόφια της Βουλγαρίας στην ελληνική πεζογραφία.
[5] Χρήστος Χαρτοματσίδης, «Όσο κρατάει ένα φιλί», ό.π., νουβέλα «Όσο κρατάει ένα φιλί», σ.70.
[6] Ό.π., σ. 80.
[7] Χόρχε Λουίς Μπόρχες, «Ανθολογία», Μετάφραση Λάμπρου Καμπερίδη, εκδ. Δόμος, Αθήνα 1979, σ. 264-5.
[8] Μίλαν Κούντερα, «Η τέχνη του μυθιστορήματος», Μετάφραση: Φίλιππος Δρακονταειδής, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας Ι.Δ. Κολλάρου και Σίας ΑΕ, Αθήνα 1988, σ.168,169.
Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.