Ολοκληρωνοντας ευφορικα την αναγνωση της συλλογης διηγηματων του θεσσαλονικιου Γιωργου Γκοζη «Αφηστε με να ολοκληρωσω»(+Gallery)

Με εισηγήτριες τις φιλολόγους Σοφία Σουβατζόγλου και Μαρία Αλεξίου, και τον μητροπολίτη Μαρωνείας και Κομοτηνής κ. Παντελεήμονα ως φίλο και συμφοιτητή του συγγραφέα

Ένα από τα δροσερότερα πρωϊνά λόγου είχαν την ευκαιρία ν’ απολαύσουν όσοι προσέτρεξαν λίγο πριν τις δώδεκα το μεσημέρι στη σκιά του καφέ «Οχτώ» για ν’  ακούσουν για τη συλλογή διηγημάτων του θεσσαλονικιού Γιώργου Γκόζη «Αφήστε με να ολοκληρώσω», ο τίτλος της οποίας ορμάται από τις «τηλεοπτικές εκπομπές πολιτικού περιεχομένου, εκείνες όπου η οθόνη είναι τεμαχισμένη σε κομμάτια, τα οποία η ελληνική ευρεσιτεχνία τα έχει πατεντάρει ονομάζοντάς τα τηλεπαράθυρα».

Εν τούτοις, η προαναφερθείσα συλλογή επ’ ουδενί αφιερώνεται στους «συστηματικούς τιποτολόγους» των τηλεοπτικών παραθύρων «που ντύνονται το περισπούδαστο ύφος, με κρυφοκούμπι πουκάμισο και κλαδωτές γραβάτες», αλλά περιλαμβάνει 18 συνολικά διηγήματα, ανομοιογενή σε έκταση με πολλά στοιχεία υφολογικής νεωτερικότητας, από τις γραφιστικές ρυθμικές απεικονίσεις στον τύπο των Calligrammes και τα πολυσύνθετα από επίθετα και χιούμορ ονόματα των ηρώων μέχρι τη μουσική που «παίζει» στο βάθος σε κάποια εκ των διηγημάτων της συλλογής (“Play bouzouki”, «Το πλοίο της αγάπης», «Ένα παραμύθι για ένα Αγόρι» κ.α.) που μας περιηγούν σε μια συναρπαστικά πολύτροπη Θεσσαλονίκη, που επιτέλους και μια φορά στη γραφή, απεκδύεται τον μελίρρυτο μικροαστισμό της, αποκτώντας αλήθεια και ζωντάνια μέσω της υποφώσκουσας σάτιρας και του διάχυτου στη συλλογή χιούμορ.

Στην παρουσίαση που πραγματοποιήθηκε καιρό πανελλαδικών εξετάσεων, η εισαγωγή στην εκδήλωση έγινε από τη φοιτήτρια του Τμήματος Κοινωνικής Διοίκησης και Πολιτικής Επιστήμης Σοφία Τριανταφυλλίδου, η οποία αναφέρθηκε στα βασικά στοιχεία της ζωής και του έργου του νεαρού συγγραφέα, και, αμέσως μετά ο λόγος δόθηκε στη φιλόλογο Μαρία Αλεξίου, να μας εισάγει στη συλλογή, διαβάζοντας το πρώτο διήγημα, απολύτως συμβατό με το κλίμα των πανελλαδικών εξετάσεων που εκτυλίσσονται αυτές τις ημέρες και η οποία μας σύστησε με αξιοθαύμαστο τρόπο τον Μάκη τον Μπουλντού, τον μαθητή ήρωα του διηγήματος που μοιράζεται εξαιρετικά το αφηγηματικό του πλαίσιο με τη φιλόλογο Μελισσάνθη Κάπως- Έτσι, γνήσιο τέκνο η δεύτερη των «ελαφρύνσεων» που κάποιοι εκ των εκπαιδευτικών υιοθέτησαν και επέβαλαν στην εκπαιδευτική πράξη.

Ακολούθησε ο ανατέμνων –ανατόμο τον χαρακτήρισε ο συγγραφέας- ο ανατέμνων τη συλλογή λόγος της Σοφίας Σουβατζόγλου, που μας αφηγήθηκε τα διηγήματα ένα ένα, συγκεφαλαιώνοντας τις αφηγηματικές τους αρετές και κυρίως το υποδόριο χιούμορ τους, συμπεριλαμβάνοντας στην εντελή της ανάλυση ακόμη και την ωραία φωτογραφία του Alfred Eisenstaedt που παρουσιάζει έκπληκτα «παιδιά» ως οι αναγνώστες της καλής λογοτεχνίας.
Μεταξύ των οποίων και ο μητροπολίτης Μαρωνείας και Κομοτηνής, συμφοιτητής στο Τμήμα Θεολογίας του Α.Π.Θ. με τον συγγραφέα, και όχι μόνον. Αφού, με ομιλητικότερο το βλέμμα του και την τρυφερότητα της ανάμνησης των φοιτητικών του νεανικών χρόνων, παρουσίασε και στο ακροατήριο τη φιλία του με τον συγγραφέα, αναφερόμενος στις ατελείωτες ώρες συζητήσεων στο κυλικείο της Θεολογικής Σχολής, -σε αντίθεση με τα σύγχρονα χρόνια και τη μοναχικότητα της επικοινωνίας μέσω κινητών και tablets με ηλεκτρονικά μηνύματα- ατελείωτες ώρες συζητήσεων για θέματα που τους απασχολούσαν από τη δογματική και την πολιτική μέχρι τη λογοτεχνία και τον υπαρξισμό. Άλλωστε, όπως ανέφερε ο Σεβασμιώτατος, στα χρόνια τα φοιτητικά δεν φαινόταν «να πολυείμαι άνθρωπος της εκκλησίας».

Μια άλλη διάσταση του επισκόπου, του ποιμενάρχη μας, «αποσιωπημένη» σήμερα λόγω του θεσμικού του ρόλου, αλλά εντούτοις υπαρκτή, κι ας μην την «διαγιγνώσκει» κανένας μας, όπως η αναδρομή στα χρόνια της νιότης του και της φοιτητικής του ζωής, η υπερηφάνεια του για την πορεία στα γράμματα του συμφοιτητή του Γιώργου Γκόζη, η ακρόαση των στιγμιοτύπων με τον «Σταύρο» -το κοσμικό του όνομα- που αφηγήθηκε από τα φοιτητικά τους χρόνια ο συγγραφέας και ο ίδιος εισέπραττε με αποτυπωνόμενη στο πρόσωπό του τη γλυκύτητα της θύμησης.

Αναλαμβάνοντας εν ταυτώ να υπερασπίσει εν μέσω μιας στιβαράς πλειοψηφίας φιλολόγων, το δικό τους επιστημονικό ενδιαίτημα, τις σπουδές στη Θεολογία, που τους έθεταν εξίσου στους προβληματισμούς της ζωής, και καθιστούσαν στα χρόνια τους το κυλικείο της Σχολής χώρο συνάξεων.

Στην παρουσίαση, εκτός του σεβασμιωτάτου μητροπολίτη, του οποίου τμήμα της ομιλίας παρατίθεται, το «παρών» έδωσαν ο Πρόεδρος του Συνδέσμου Φιλολόγων ν. Ροδόπης Σπύρος Κιοσσές, η λέκτορας του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης Σμαρώ Νικολαΐδου, η φιλόλογος-συγγραφέας του αφηγήματος «…μύριζε γαζία» Βάντα Παπαϊωάννου-Βουτσά, οι φιλόλογοι Φιερούλα Παπαδάτου και Μάρκος Χριστοδουλόπουλος, οι πολιτικοί μηχανικοί Αλέκος Παπαδόπουλος, Σοφία Πίτατζη και Πέτρος Βαφειάδης, αρκετοί φοιτητές μεταξύ των οποίων ο Γιώργος Φρόνας και ο πρόεδρος της Κοινότητας Νέων, η πρόεδρος της Μαθηματικής Εταιρείας Ροδόπης Αγγελίνα Λαζαρίδου, ο φιλόλογος-ηθοποιός Βασίλης Κυριάκου, πολλοί ακόμη συμπολίτες, καθώς και η Μαρία «η διακοσμήτρια, της αχανούς τάξης του σύμπαντος κόσμου του συγγραφέα» και αν και απών, ωσεί «παρών», «το δικό του αγόρι ο Στέφανος», ο γιος του συγγραφέα μαζί με όλα τα παιδιά του κόσμου. Στον Στέφανο εξάλλου και σ’ όλα τα παιδιά του κόσμου είναι αφιερωμένο το τελευταίο τρυφερά μαγικό διήγημα της συλλογής με τίτλο «Παραμύθι για ένα αγόρι».

Ακολουθεί η «ανατόμος» εισήγηση της φιλολόγου Σοφίας Σουβατζόγλου, σε μια πλήρως εμπλουτιστική ανάγνωση των διηγημάτων του Γιώργου Γκόζη «Αφήστε με να ολοκληρώσω».

 
Σοφία Σουβατζόγλου,

«Η σάτιρα του Γιώργου Γκόζη είναι αλανιάρα, τρέχει πέρα δώθε και δεν αφήνει κανέναν παραπονεμένο»

«Υπονομευτική, υποδόρια, οργισμένη κάποτε, αλλά και με κάποια διάθεση κατανόησης, σχεδόν τρυφερότητας»
 

«Δεύτερη συλλογή διηγημάτων η περί ης ο λόγος για τον Γ. Γκόζη, σε χρονική απόσταση  δώδεκα χρόνων από την πρώτη. Ο συγγραφέας άλλωστε έχει δηλώσει ότι «αγαπάει ιδιαίτερα τη μικρή φόρμα, οπότε προτιμά τα διηγήματα. Μοιάζουν κάπως σαν φέτες της ζωής». Έτσι περνάμε από τα παιδικά χρόνια του, που κυριαρχούν στον «Νυχτερινό στο βάθος», στα εφηβικά και φοιτητικά κι από κει στην ενηλικίωση.

Ο τίτλος της συλλογής εύγλωττος στη σκωπτική του στόχευση αλλά και αυτοαναφορικός: «Αφήστε με να ολοκληρώσω»: ή στην πραγματικότητα «Μη μου μιλάτε όταν σας διακόπτω»: Η φράση  – κλισέ, το ρεφρέν που επαναλαμβάνουν κατά κόρον οι «συστημικοί και συστηματικοί τιποτολόγοι» των ελληνικών τηλεπαράθυρων, στην απεγνωσμένη τους προσπάθεια  να ακουστούν αλλά -θεός φυλάξοι- να μην ακούσουν τους άλλους. Και κάπως έτσι αρχίζουν και ξετυλίγονται οι «παράλληλοι μονόλογοι» του τηλεοπτικού μας αυτισμού στην «τεμαχισμένη σε κομμάτια οθόνη, όμοια με τα κομμάτια του μπακλαβά στο ταψί», όπως το θέτει ο ίδιος ο συγγραφέας στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, σε μια μινιατούρα διηγήματος, που φλερτάρει με το χρονογράφημα.

Ταυτόχρονα όμως ο τίτλος είναι και περιπαικτικός αυτοσαρκασμός από τον συγγραφέα για τον συγγραφέα, που «επέτρεψε σε μια δεκαετία να τον χωρίσει από το πρώτο του έργο», κατά δική του δήλωση πάντα. Αν δεν απατώμαι μάλιστα κ. Γκόζη, κλέβετε από τον εαυτό σας μια διετία.

 
«Το βιβλίο αποτελείται από 18 διηγήματα, ολιγοσέλιδα τα περισσότερα, και διαβάζεται απνευστί, με όποια σειρά εσείς θέλετε»

Στο  προκείμενο όμως: Το βιβλίο αυτό αποτελείται από 18 διηγήματα, ολιγοσέλιδα τα περισσότερα, και διαβάζεται απνευστί, με όποια σειρά εσείς θέλετε. Είναι από εκείνα τα βιβλία που δυσκολεύεσαι να σταματήσεις την ανάγνωσή τους.

Λόγος χειμαρρώδης, αφηγηματική δεινότητα, δαιμόνιο χιούμορ, διαβρωτική σάτιρα, αναπάντεχα λογοπαίγνια, ιδίωμα θεσσαλονικιώτικο, αργκό, αλλά και απόηχος θεολογικών σπουδών, τυπογραφικά τεχνάσματα, απρόσμενες αναφορές στην ποπ κουλτούρα της εποχής, μορφικές διαφοροποιήσεις για τις οποίες θα μιλήσουμε στη συνέχεια, σε μια υπέροχη αφηγηματική τσάρκα, που ξεκινά από τη Θεσσαλονίκη των δεκαετιών του ’80 και του ’90 και φτάνει μέχρι τον σημερινό νεοελληνικό τραγέλαφο, τις αγκυλώσεις και την παράνοια της εποχής μας.

«Πανελληνίως Ανελλήνιστες Αφαιμακτικές Αιματολογικές Εξετάσεις»

Το πρώτο στη σειρά διήγημα με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Έκθεση Ιδεών» που μόλις ακούσατε, σατιρίζει ανελέητα την παθογένεια του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος: Τα κείμενα – φασόν που απαιτούν οι «Πανελληνίως Ανελλήνιστες Αφαιμακτικές Αιματολογικές Εξετάσεις», την παραπαιδεία, τη δημοσιοϋπαλληλική συμπεριφορά και διεκπεραιωτική διάθεση των εκπαιδευτικών, τη μετατροπή των μαθητών σε άλογα κούρσας, προκειμένου να εξασφαλίσουν την πολυπόθητη εισαγωγή σε κάποιο ΑΕΙ ή ΤΕΙ, που είναι πλέον σίγουρο ότι, στις περισσότερες περιπτώσεις, θα τους ανοίξει θριαμβευτικά την πόρτα της ανεργίας. Η προσωπική έμπνευση, η νεανική άποψη, η φρεσκάδα κι ο αυθορμητισμός ψαλιδίζονται ανερυθρίαστα. Νιώθω θύμα και θύτης μαζί.  Ο μισός μου εαυτός ταυτίζεται κι ο άλλος μισός, ο μάχιμος εκπαιδευτικός, θέλει να διαμαρτυρηθεί: Υπάρχουν ακόμη δάσκαλοι με πολύ μεράκι για τη δουλειά τους. Εξαίρεση ίσως; Δον Κιχώτες ίσως; Πάντως υπάρχουν.

Τα επόμενα τρία διηγήματα ομαδοποιούνται ως «Τριλογία των φυλών της πόλης». Αρχίζει έτσι ένα σεργιάνι στη Θεσσαλονίκη. Σεργιάνι στην πολεοδομική γεωγραφία και στην ανθρωπογεωγραφία της πόλης. Πρώτα η Πλατεία Ελευθερίας, «σημείο αναφοράς» ανάμεσα στους «Λόφους των Γραφείων», τον Θερμαϊκό κόλπο, το «Κράτος των Λεωφορείων» και το «Φράγμα των Τραπεζών».

Αμέσως μετά οι «έποικοί» της: τα «πουλιά» και οι «νομάδες Πρίγκηπες». Δεύτερη φυλή της πόλης οι «Παπόβιοι Άγγελοι». Θα σας αφήσω να ανακαλύψετε μόνοι σας ποιους εννοεί. Τρίτη οι «Εφοπλιστές του Βουνού», οι τζαμπατζήδες δηλαδή στο Θέατρο Δάσους και στο Θέατρο Γης, μέσα στο Σέιχ Σου. Στο σημείο αυτό αισθάνομαι την ανάγκη να ανοίξω μία διευκρινιστική παρένθεση. Όσο διάβαζα τα διηγήματα του κ. Γκόζη, μια φωνούλα μέσα μου επαναλάμβανε με συνομωτική χαρά: «Ήμουν κι εγώ εκεί». Λαθρο-θεατής και λαθρο-ακροατής στο Θέατρο Δάσους, σινεφίλ περιηγητής στον Έσπερο, στο Ανατόλια, στο Βακούρα (οι κινηματογράφοι ήταν για μένα κομβικά σημεία της πόλης). Ανήκω στη γενιά που χόρευε ξέφρενα στα μαθητικά πάρτι στους ρυθμούς των Boney Μ και των Abba και κρατάει ακόμη τις χιλιοπαιγμένες κασέτες με την ένδειξη “Ελληνικά – Επιτυχίες” στη μια πλευρά και «Ξένα διάφορα» στην άλλη. Δεν ξέρω λοιπόν πόσο αντικειμενική μπορώ να είμαι μ’ αυτό το βιβλίο που ήταν για μένα μια δροσιστική, αναζωογονητική κατάδυση στη Θεσσαλονίκη των φοιτητικών μου χρόνων και στη νεότητά μου γενικότερα.

Κλείνω την παρένθεση κι επιστρέφω στους «Εφοπλιστές του Βουνού». Το διήγημα ολοκληρώνεται με μια αποστροφή – έκκληση σ’ αυτούς που «έχουν σχετική εξουσία» να «μη στερούν τη λαοθάλασσα των Εφοπλιστών από τη θάλασσα των συναισθημάτων τους». Μία αποστροφή – αποτροπή αυτή τη φορά, σε β΄ ενικό πρόσωπο, είναι κι ο τίτλος του επόμενου διηγήματος «Μην κάθεσαι ποτέ στο λεωφορείο». Επιβιβάσου στο «όχημα – ακορντεόν» και απόλαυσε τη διαδρομή όρθιος, συνιστά εν ολίγοις ο Αφηγητής.

«Γραφή ενάντια στη γραφή»
 

Στα δύο διηγήματα που ακολουθούν το σκηνικό αλλάζει. Στο στόχαστρο μπαίνει η λεγόμενη «μαγειρική λογοτεχνία» και οι σπουδές δημιουργικής γραφής. Πιο πρόσφατος συρμός αυτός. Στο διήγημα με τίτλο «Συνταγή Μαγειρικής: Διηγήματα ρολάκι» η κυρά – Σμαρώ, ως άλλος Μαμαλάκης και με μια essence Μαλβίνας στις προσφωνήσεις της, δίνει, με κέφι, μπρίο και ανεξάντλητη ευρηματικότητα, σε α΄και β΄ πληθυντικό πρόσωπο, οδηγίες – συμβουλές στις φίλες της, παρμένες από την κουζίνα της συγγραφικής τέχνης. Στο επόμενο, με τον εύγλωττο τίτλο «Ασκήσεις Δημιουργικής Αντι-γραφής», η Λάουρα Χειμερινού, που έχει ήδη εκδώσει ένα μυθιστόρημα, αποφασίζει να παρακολουθήσει έναν κύκλο Μεταπτυχιακών Σπουδών Δημιουργικής Γραφής για να απογοητευθεί οικτρά από την έλλειψη κτηριακής υποδομής, συγγραμμάτων, μεθοδολογίας, από τη σύνθεση του ακροατηρίου και από τον Υπεύθυνο Σπουδών που επικοινωνεί με όρους reality show με τους συμμετέχοντες. Αποφασίζει έτσι να διακόψει τη φοίτησή της, καθώς η γραφή της κινδυνεύει να γίνει αντιγραφή ή «γραφή ενάντια στη γραφή της» και πάντως, σαφώς όχι δημιουργική.

Το όγδοο στη σειρά διήγημα , «Από το Degré Zéro ως το Berlin» είναι μια ευφορική περιήγηση στα στέκια της Θεσσαλονίκης του 80. Τζαζίστικα, ροκάδικα, salοon, κρεπερί, τοστάδικα, βιβλιοπωλεία, καταστήματα αθλητικών ειδών. Από το «διαχρονικό σημείο συνάντησης, την Καμάρα» και την Πλατεία Ναυαρίνου ως την Προξένους Κορομηλά και το Ποσειδώνιο. Μια περιήγηση με γλυκόπικρη νοσταλγία σε μια εικόνα «μαγική και μεταβατική», στη δεκαετία του 80, μια δεκαετία που «παρέδιδε τη σκυτάλη στο Διαφορετικό… Το τέλος μιας αισθητικής». Ο Αφηγητής ωστόσο αναγνωρίζει ότι η ζωή στην πόλη εξακολουθεί «να δονείται. Απλώς, κάθε περίοδο αλλάζει ο τρόπος». «Όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν», έρχεται στο μυαλό μου ο στίχος του τραγουδιού.

Στο επόμενο διήγημα  με τίτλο «Το πλοίο της Αγάπης», όπως με βιτριολικό χιούμορ αποκαλούν οι φαντάροι τη «σκουπιδιάρα», τα δηλητηριώδη βέλη της σάτιρας στρέφονται στις ανύπαρκτες συνθήκες υγιεινής του ελληνικού στρατού και στους συμπλεγματικούς καραβανάδες.

Ακολουθεί η ιστορία του κακομοίρη του Άκη του Αερομπέλ. Με προβλήματα πρόωρης εκσπερμάτισης, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να σώσει τη συζυγική του ζωή και με τη διαπραγματευτική του ικανότητα στο ναδίρ, προχωρά σε «αποκοπή χαλινού». Κι όσο προσπαθεί να περάσει απαρατήρητος στο φαρμακείο, διότι δε φτάνει που «έχει το πέος του ραμμένο διπλοβελονιά», τώρα πρέπει να «του το καπλαντίσουν κιόλας», τόσο γίνεται «το επίκεντρο της προσοχής» κι αισθάνεται «σαν πυροβολημένος με διαμπερή τραύματα σε όλο του το σώμα». Ο Αφηγητής τον παρακολουθεί με συμπάθεια, με κατανόηση.

Τα δύο διηγήματα που έπονται, «Ακηδία. Com» και «Τηλεκηδείες live» καυτηριάζουν καταστάσεις που σχετίζονται με την εισβολή της ψηφιακής τεχνολογίας στη ζωή μας. Μοναχοί που σερφάρουν στο Διαδίκτυο και παίζουν στο Χρηματιστήριο, διευθυντές Γραφείων Τελετών που ειδικεύονται σε Κηδείες εξ Αποστάσεως, εμπορευόμενοι μέχρι τελικής πτώσεως τον ανθρώπινο πόνο.

Στη συνέχεια μεταφερόμαστε στα Λιμενάρια της Θάσου και συγκεκριμένα στο ζαχαροπλαστείο «Ως ευ παρέστητε», που «κατέχει απαράμιλλα την τέχνη του Λουκουμά». Ο αφηγηματικός φακός εστιάζει στον μοναδικό σερβιτόρο και σταρ του ζαχαροπλαστείου, τον Λεμονή, έναν Greek lover  με τα όλα του, των απότομων τρόπων προς τους πελάτες συμπεριλαμβανομένων.

Στο επόμενο διήγημα με τίτλο «Θεράπων Υπουργός» έρχεται στο προσκήνιο ο «Γαλαξίας των Κομματικών Πολιτικών» που ενορχηστρώνουν τα πάντα μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια, προκειμένου να ικανοποιήσουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερη γκάμα συμφερόντων. Ο «Θεράπων Υπουργός» όμως αίφνης βρίσκεται «στα πρόθυρα μιας κρίσης άγχους». Έτσι απομονώνεται και βρίσκει τη λύτρωση σε μία «βρόμικη χαρά» που κρατά επιμελώς μυστική, χρόνια τώρα. Με περισσή αγαλλίαση και χειρουργική ακρίβεια αποκολλά «τα κακαδάκια της μύτης του», τα οποία στη συνέχεια καταβροχθίζει με λαγνεία, τεμαχίζοντάς τα «σε τεταρτημόρια γευστικής ηδονής». Η «ανασκαφή» περιγράφεται λεπτομερειακά. «Βρόμικη» απόλαυση. «Βρόμικες» μίζες έρχονται συνειρμικά στο μυαλό του αναγνώστη.

Ακόμη όμως και σ’ αυτόν τον αριβιστή και αδίστακτο πολιτικό, ο Αφηγητής βρίσκει κάποια ελαφρυντικά. «Είχαν προγραμματίσει γι’ αυτόν, πριν απ’ αυτόν, και χωρίς αυτόν» σημειώνει, ενώ η εμβληματική φράση «Κι όλα αυτά δίχως αγάπη» επανέρχεται και κλείνει το διήγημα.

Στο επόμενο μονολογεί ο Αυτόπτης Μάρτυρας, «ο Μεσσίας της ενημέρωσης», που πιστεύει ότι «επιτελεί κοινωνικό λειτούργημα» και θεωρεί κάθε αποδέκτη εξ ορισμού «συνένοχο, συνεργό και συμπαίχτη».

Στο 16ο διήγημα ο Αφηγητής απευθύνει μία ετεροχρονισμένη επιστολή στον φίλο της νιότης του, που βρέθηκε «μπουκωμένος από τη νοθευμένη ηρωίνη» σε ηλικία 23 χρόνων.

Στο προτελευταίο η ατμόσφαιρα αλλάζει. Μπάνια του λαού στην κοινοτική πλαζ ΕΟΤ Επανωμής, στο  κτήμα του Καραγκιόζη. Περιγράφεται η χωροταξία του λεωφορείου και κυρίως η ατμόσφαιρα στον δρόμο της επιστροφής. Καθοριστικό ρόλο παίζει η «Κασέτα». Πλευρά Α΄: ξένα διάφορα. από Ραφαέλα Καρά, Boney M, Abba, Ντέμη Ρούσο και Βίκυ Λέανδρος μέχρι το «αειθαλές και πολυχρονεμένο» “Play bouzoukι gia mena”.  Αλλαγή πλευράς και πλευρού; Ελληνικά επιτυχίες. Από Λ. Τζορντανέλι και Τ. Χρυσό μέχρι Κ. Καφάση, Λ. Μυτιληναίο, Β. Περπινιάδη και Δούκισσα. Το λεωφορείο μεταμορφώνεται σε «καράβι  της στεριάς» και «η αγαπητική κοινότητά του βρίσκεται εντελώς Αλλού». Άλλοι καιροί, άλλα ήθη.

«Σαν πεπονάκι, σαν μπανανούλα και σαν λεμονάκι»

Για το τέλος ο Αφηγητής μας κράτησε ίσως το πιο ωραίο: ένα παραμύθι για ένα Αγόρι. Με όρους σχεδόν μαγικού ρεαλισμού τρία νεογέννητα με ίκτερο, το Αγόρι, η Μαρίνα Φλοίσβου και ο Όμιλος – Φίλων Θαλάσσης (τι θαυμαστή ευρηματικότητα στα ονόματα αλήθεια), κίτρινα «σαν πεπονάκι, σαν μπανανούλα και σαν λεμονάκι» αντίστοιχα, δραπετεύουν από τις θερμοκοιτίδες όπου τα έχει τοποθετήσει η αυστηρή παιδίατρος Γιουτζένη Βύνη – Σιταρούλα, πάνω σε τρεις μαθητευόμενους πελαργούς με οδηγό τον Πελαργό (με το Π κεφαλαίο). Στόχος είναι να πλησιάσουν τον Ήλιο όσο μπορούν, ώστε να εξαφανιστεί κάθε ίχνος κιτρινίλας από πάνω τους. Συναντούν τον Σουλτάν Αϊτό, Ελεγκτή Εναέριας Κυκλοφορίας των Πουλιών και του Ουρανού, ο οποίος γρήγορα ξεπερνά τις επιφυλάξεις του και αποφασίζει να τα βοηθήσει. Ο στόχος, όχι απλώς επιτυγχάνεται, αλλά τα τρία νεογνά επιστρέφουν στις  θερμοκοιτίδες τους χωρίς κανείς να αντιληφθεί τίποτα. Οι νοσοκόμες ήταν απασχολημένες στο μεσοδιάστημα με το τηλεοπτικό χαζοκούτι. «Μα τι κίτρινη που είναι αυτή η τηλεόραση ώρες ώρες. Αυτή άραγε γιατί δε τη βάζουνε σε θερμοκοιτίδα;» αναρωτιέται ο Πελαργός, καθώς απομακρύνεται από το μαιευτήριο.

Το παραμύθι και οι τεχνικές του συνυπάρχουν με τα τηλεοπτικά reality, τις συνταγές μαγειρικής και τα ζώδια. Η αφήγηση διανθίζεται με στίχους από τραγούδια: «Μοιάζουν τα σπίτια με σπιρτόκουτα, μυρμήγκια μοιάζουν οι άνθρώποι», «Ήλιε μου, ήλιε μου βασιλιά μου», με στίχους από την «Αντιγόνη»: «Γεννήθηκα για να ενώνω κι όχι για να χωρίζω», με ατάκες γνωστές  παραφρασμένες: «κάτσε κάτω από την πάνα», που θαρρείς πως γράφτηκαν για να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες του Αφηγητή. Μέχρι και «Μωρά στη φωτιά» διαθέτει το αφηγηματικό μίξερ.  Οι γονείς του Αγοριού πλέουν σε πελάγη ευτυχίας ενώ η αυστηρή παιδίατρος μένει αποσβολωμένη. Το Αγόρι  επαναλαμβάνει ήρεμα για τρίτη φορά τη φράση: «Όλα είναι δυνατά για τα παιδιά». Κλείνει συνωμοτικά το μάτι στους φίλους του και σε όλα τα παιδιά του κόσμου, ενώ ο Αφηγητής σπεύδει να διευκρινίσει ότι το παραμύθι αυτό «είναι το δικό μου δώρο στο δικό μου αγόρι και σε κάθε παιδί που γεννιέται, και μετά να πούμε πως ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα».

Ένα τέτοιο συνωμοτικό κλείσιμο του ματιού προς κάθε αναγνώστη ένιωσα πως είναι όλο το βιβλίο του κ. Γκόζη. Ο ίδιος έχει δηλώσει πως «δεν είχα πρόθεση να παρασύρω τον αναγνώστη, αντιθέτως ήθελα να του κρατήσω το χέρι σε μια συνοδοιπορία, χωρίς δόλο και ανταλλάγματα». Προσωπικά αισθάνομαι ότι μου κράτησε το χέρι ένα φιλαράκι από τα παλιά, ένας συνοδοιπόρος, που μπορεί να μην τον γνώρισα προσωπικά, περπατήσαμε όμως στα ίδια λημέρια, την ίδια περίπου εποχή, ακούγαμε τις ίδιες μουσικές, συχνάζαμε στους ίδιους κινηματογράφους, στα ίδια στέκια, εισπνέαμε το άρωμα της πόλης, αφουγκραζόμαστε τις αγωνίες και τους προβληματισμούς της. Κι αυτό δεν είναι καθόλου λίγο.

Η σάτιρα του Γ. Γκόζη είναι αλανιάρα. Τρέχει πέρα δώθε και δεν αφήνει κανέναν παραπονεμένο. Υπονομευτική, υποδόρια, οργισμένη κάποτε, αλλά και με κάποια διάθεση κατανόησης, σχεδόν τρυφερότητας, ειδικά για τους αδύναμους, τους μη προνομιούχους ή για όσους και όσα χάθηκαν ανεπιστρεπτί.

«Πρόσωπα-αντιήρωες που παραμένουν  χαραγμένα στη μνήμη μας»

Τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν στα διηγήματά του (ο Μάκης ο Μπουλντού, η φιλόλογος Μελισσάνθη Κάπως – ΄Ετσι, η κυρά Σμαρώ, η Λάουρα Χειμερινού, ο Άκης ο Αερομπέλ, ο Λεμονής, σερβιτόρος – Greek λεβέντης και τόσοι άλλοι) είναι πρόσωπα της διπλανής πόρτας που τα συναντάμε καθημερινά, με τις αδυναμίες και τις ευαισθησίες τους, αυτό που θα λέγαμε αντι-ήρωες. Μοιάζουν σα να βγήκαν από την πινακοθήκη χαρακτήρων του Τσιφόρου ή του Ταχτσή. Ίσως δεν προλαβαίνουν να αποκτήσουν σάρκα και οστά με όρους ψυχολογικού ρεαλισμού λόγω της μικρής φόρμας, μένουν όμως χαραγμένα στη μνήμη μας.

Ο Αφηγητής επιλέγει την τριτοπρόσωπη αφήγηση σε αρκετά διηγήματα, την πρωτοπρόσωπη σε άλλα. (Για παράδειγμα στο διήγημα «Από το Degré Zéro ως το Berlin», σε μια προσωπική αναζήτηση του χαμένου  -ή μήπως τελικά κερδισμένου; – χρόνου, υιοθετώντας τη φωνή της κυρά Σμαρώς στα «Διηγήματα ρολάκι», του Αυτόπτη Μάρτυρα στο ομώνυμο διήγημα, του φίλου που γράφει στον Γιώργο, 20 χρόνια μετά τον θάνατο του δεύτερου από ηρωίνη στο διήγημα «…και δε με λες, σ’ αρέσει ο πουρές;»). Συχνά καταφεύγει στην αμεσότητα της αποστροφής σε β΄ πρόσωπο: είτε στον οδηγό αυτοκινήτου, για να του ζητήσει κατανόηση για τους «Παπόβιους Άγγελους», είτε σε όσους έχουν εξουσία στα χέρια τους για να μην εμποδίζουν τους Εφοπλιστές του Βουνού, είτε στους δυνητικούς επιβάτες των λεωφορείων Θεσσαλονίκης με οδηγίες αξιοποίησης της διαδρομής προς εποχουμένους, είτε στον κάθε αναγνώστη χωριστά για να του δώσει ραντεβού για τις επόμενες βόλτες.

«Σπαρταριστοί διάλογοι και ευρηματικές ατάκες στην ιδιόλεκτο των προσώπων που συνομιλούν»

Διανθίζει πολλά διηγήματα με σπαρταριστούς διαλόγους και ευρηματικές ατάκες, γραμμένες στην ιδιόλεκτο των προσώπων που συνομιλούν. Πειραματίζεται με την παρώδηση του τηλεοπτικού λόγου, της τεχνικής της οπτικής ποίησης στο πρώτο διήγημα, του ρομαντισμού στις «Ασκήσεις δημιουργικής αντι-γραφής», της ευαγγελικής γραφής στην ιατροδικαστική έκθεση του Μάρκου Λουκά, του παραμυθιού εν μέρει στο τελευταίο διήγημα. Ενσωματώνει ατάκες από κινηματογραφικές ταινίες, στίχους από τραγούδια – σουξέ της εποχής, τα οποία υπομνηματίζουν την αφήγηση με καίριο τρόπο. Αξιοποιεί την αργκό αλλά και αγγλικούς όρους, κυρίως ψηφιακής τεχνολογίας, παράλληλα με λεξιλόγιο που παραπέμπει στη δεξαμενή των θεολογικών του σπουδών, και ασφαλώς το θεσσαλονικιώτικο ιδίωμα αφού και διότι. Όλα μπερδεύονται γλυκά…

Ο Αφηγητής, ενήλικος πια, ανακαλεί και διηγείται ιστορίες κυρίως από τα νεανικά του χρόνια. Αυτή η χρονική απόσταση ανάμεσα στον χρόνο της Ιστορίας και στον χρόνο της Αφήγησης τού εξασφαλίζει μια εποπτική ματιά. Η προσέγγιση ωστόσο δεν είναι πουθενά μουσειακή, διότι μπορεί παράλληλα να βλέπει τα παλιά και στη σημερινή τους δυναμική.

Στο εξώφυλλο του βιβλίου φιγουράρει τμήμα μιας φωτογραφίας του Άλφρεντ Αϊζενστάντ, του διασημότερου φωτογράφου του περιοδικού  Life. Απεικονίζει έκπληκτα παιδικά προσωπάκια, γεμάτα ενθουσιασμό, αγωνία, τρόμο, που κοιτάζουν μετωπικά τον φακό. Παρακολουθούν κουκλοθέατρο: τον Άι Γιώργη να σκοτώνει τον δράκο. Όχι στη Θεσσαλονίκη αλλά στο Παρίσι, το 1963. Νομίζω πως η φωτογραφία αυτή θα μπορούσε να τοποθετηθεί άνετα στο λήμμα «μέθεξη». Αληθινή μέθεξη. Αυτό το ειλικρινές, καθάριο βλέμμα, το ανυπόκριτο, θαρρώ πως καταφέρνει να διατηρεί κι ο συγγραφέας μας.

Κι αν κάποιοι από σας δεν σουλατσάρατε στη Θεσσαλονίκη της δεκαετίας του ’80 και του ’90, μικρό το κακό. Όλοι μας έχουμε την προσωπική μας Αλεξάνδρεια, «την πόλη που μας ακολουθεί». Άλλωστε ο συγγραφέας μάς κλείνει το μάτι γράφοντας: «Δεν πειράζει αν την έχασες αυτή την περιήγηση στο παρελθόν. Σκέψου ότι σήμερα και κάθε σήμερα σου δίνω ραντεβού για τις επόμενες βόλτες, γιατί σήμερα είναι η πρώτη μέρα της υπόλοιπης ζωής σου».

Επιτρέψτε μου να … ολοκληρώσω με μία κριτική που πολύ θα ήθελα να την έχω γράψει εγώ. Με … πρόλαβε όμως ο ποιητής Τέλλος Φίλης. Σας τη διαβάζω: «Ο Γ. Γκόζης τόλμησε να εκδώσει σε βιβλίο όλα τα τερτίπια που εμείς πιθανά κρατάμε ασχολίαστα μέσα μας. Να τα κάνει λογοτεχνικές συνεδρίες αυτοκριτικής, για θεραπευτικούς λόγους, μιας γενιάς που επειγόντως οφείλει … να προχωρήσει μπροστά, με όποιο κόστος. Το ύπουλο και τόσο θεσσαλονικιώτικα αναγνωρίσιμο χιούμορ του, βοηθά ακόμη πιο πολύ στην αποθεραπεία. Το συνιστώ ειδικά σε όσους έχουν καιρό να χαμογελάσουν».

Ελπίζουμε μόνο κ. Γκόζη να μη χρειαστεί άλλη μια δωδεκαετία για να «συνοδοιπορήσουμε» και πάλι με διηγήματα ρολάκι ή και με μυθιστόρημα ρολό, πάντα «τραγανό απ’ έξω και  ζουμερό από μέσα»!»

 

κ. Παντελεήμων, Μητροπολίτης Μαρωνείας και Κομοτηνής

«Δεν εκπλήσσομαι γιατί ο Γιώργος έγραψε βιβλία, το περίμενα»

«Ήθελα να καταθέσω σε όλους, που είναι σήμερα εδώ, τη χαρά μου και τη συγκίνησή μου. Αισθάνομαι πολύ όμορφα που είμαι εδώ. Όταν έμπαινα  σε αυτό το ωραίο καφέ, κάποιος είπε «καλά ο Δεσπότης τι δουλειά έχει εδώ» και μου αρέσει αυτό, γιατί σπάσαμε τα καθιερωμένα, τα τυπικά γιατί ουσιαστικά είμαστε ελεύθεροι άνθρωποι.

Χάρηκα, γιατί σήμερα είδα τον Γιώργο και μέσα απ’ όλα αυτά που ακούστηκαν, θέλω να συγχαρώ τις παρουσιάστριες. Ήταν έξυπνος ο τρόπος που τα χειρίστηκαν αλλά και πολύ όμορφος. Θυμήθηκα ξανά τον Γιώργο, γιατί πραγματικά ήταν ο Γιώργος μέσα σε όλα αυτά, σε κάθε φράση, σε κάθε τόπο, σε κάθε κίνηση, σε κάθε σπάσιμο των ματιών, του προσώπου.

«Θεολογία δεν είναι μόνο αυτή που τη μαθαίνει κανείς στα θρανία, αλλά και τη βιώνει και τη μεταδίδει»

Είμαι  συγκινημένος, γιατί θυμηθήκαμε και λίγο τα φοιτητικά μας χρόνια,  τότε που δεν ήμασταν παιδιά της Εκκλησίας. Όταν μας ρωτούσαν πού σπουδάζετε και τους λέγαμε στη Θεολογία μας κοιτούσαν παράξενα, γιατί πάντα οι νέοι όταν ακούν ότι σπουδάζει κάποιος στη Θεολογία, θεωρεί ότι αυτός θα γίνει παπάς, έχει σχέση με την εκκλησία και μέσα στην εκκλησία περικλείουμε όλο αυτό που ίσως ο κόσμος με πολύ ευκολία και χωρίς να το σκεφτεί αμέσως το βγάζει από μέσα του. Όμως όποιος είναι θεολόγος είναι και ελεύθερος και μάλιστα η Θεολογία δεν είναι μόνο αυτή που τη μαθαίνει κανείς στα θρανία, αλλά και τη βιώνει και τη μεταδίδει.

Με τον Γιώργο περάσαμε πολλές ώρες μαζί και στα αμφιθέατρα αλλά όμως και στο κυλικείο. Στο κυλικείο κάναμε πάλι «μάθημα». Μιλούσαμε για το μέλλον, για το παρόν, για λειτουργική αναγέννηση και δογματική. Πώς μπορεί κανείς με το τσιγάρο στο στόμα και το καλαμάκι στον καφέ στο κυλικείο να μιλά για θεολογία, θα μπορούσε να πει κάποιος σκληροπυρηνικός της Θεολογίας;

Σχεδιάζαμε το μέλλον, ζούσαμε το παρόν. Μπήκαμε από την ίδια πόρτα στη Θεολογική Σχολή, φύγαμε και ο καθένας τράβηξε το δρόμο του. Και μετά βρισκόμαστε σαν διάλειμμα κάποια στιγμή στη ζωή μας, με αποτέλεσμα, όχι απλά θυμόμαστε, αλλά ζούμε και ξαναζούμε ό,τι μας έδωσε έναυσμα για να προχωρούμε στη ζωή. Εκείνα λοιπόν που ζήσαμε  στο πανεπιστήμιο, του έδωσαν πραγματικά δύναμη, φτερά για να δημιουργήσει στη ζωή, για να φτάσει εδώ που έφτασε.

«Ο Γιώργος είναι ένας άνθρωπος ελεύθερος, ο οποίος αυτή του την ελευθερία την έκανε βιβλίο»
 

Δεν εκπλήσσομαι γιατί ο Γιώργος έγραψε βιβλία, το περίμενα. Είναι ένας άνθρωπος ελεύθερος, ο οποίος αυτή του την ελευθερία την έκανε βιβλίο, τις ανασφάλειες και τις δυσκολίες της ζωής τις ομόρφυνε και τις δίνει ως απάντηση σε μια κοινωνία σκληρή, αλλά όμως η κοινωνία μας δεν είναι σκληρή όταν εμείς θέλουμε να είμαστε άνθρωποι κι έρχεται σήμερα ο Γιώργος μέσα από το βιβλίο του να μιλήσει για την ομορφιά της ζωής και πως μετά το Σταυρό ακολουθεί πάντα η Ανάσταση.

«Αν γεράσουμε στην ψυχή μας τότε και θα πεθάνουμε»

Ειλικρινά σας ευχαριστώ πολύ. Γιώργο, σου εύχομαι να είσαι γερός, να προοδεύεις, εμείς θα σε παρακολουθούμε. Όσο έμενα στην Ξάνθη είχαμε μια επικοινωνία, μετά με φέρανε στην Κομοτηνή. Αν θα έπρεπε να διαλέξω, που στην εκκλησία δε διαλέγουμε ποτέ, και στη ζωή δε διαλέγουμε, μας πηγαίνει ο Θεός εκεί που πρέπει να πάει ο καθένας μας. Αν μου έλεγαν λοιπόν διάλεξε σε ποια Μητρόπολη θες να πας, σίγουρα δε θα διάλεγα την Κομοτηνή, αλλά έχω να σου πω ότι αυτός ο τόπος με τις δυσκολίες, με τις ιδιαιτερότητες, με τα πάνω και τα κάτω, είναι ο πιο ωραίος τόπος της Ελλάδας. Και αυτή η παρουσίαση σίγουρα, το πνεύμα αυτών των ανθρώπων που μπορεί να είναι λίγοι, καταδεικνύει αυτό που σου λέω. Έτσι η Κομοτηνή θα γίνει και για σένα ένας όμορφος προορισμός όπου θα έχεις φίλους, αδέλφια, συνεργάτες και θα μας δίνεται η δυνατότητα να βλεπόμαστε, αλλά να είμαστε οι ίδιοι νέοι όπως όταν ξεκινήσαμε, γιατί αν γεράσουμε στην ψυχή μας, τότε θα πεθάνουμε. Ας παραμείνουμε οι νέοι φίλοι με όραμα και με προοπτική για να ισχύει αυτό που άκουσα από έναν σοφό άνθρωπο κάποτε «να ζεις και να εργάζεσαι σαν να πρόκειται να ζήσεις αιώνια, αλλά να ετοιμάζεσαι να φύγεις κι από δω σαν να πρόκειται να φύγεις αύριο».

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.