Οι παππουδες της Μεσσουνης τιμουσαν τον Αγιο Τρυφωνα και καθε Τριτη στο παζαρι

Όπως για όλους τους χωρικούς, έτσι και για τους Μεσσουνιώτες, το παζάρι της Τρίτης ήταν ευκαιρία για εφοδιασμό της οικογένειας με αγαθά, που δεν είχαν από τη δική τους οικιακή οικονομία. Κυρίως όμως ήταν ένας τρόπος αλλαγής από τη ρουτίνα της καθημερινότητας του χωριού, ήταν ευκαιρία για μικροδιασκέδαση.
 
Τότε το παζάρι γινόταν ημέρα Τρίτη.
 
Μπορώ να πω ότι κάποιοι, την Τρίτη την είχαν μετατρέψει σε αργία. Έπρεπε να πάνε στον Κασαμπά, στο παζάρι, προφασιζόμενοι  ελλείψεις στο νοικοκυριό και δουλειές.

Είναι πολλές οι ιστορίες, που εξιστορούν τα γεγονότα και τα κατορθώματα των παππούδων μας στο παζάρι.  Δυο από αυτές θα προσπαθήσω να αφηγηθώ.

Οι ιστορίες δεν έχουν άμεση σχέση με το προστατευόμενο φυτό του προστάτη των αμπελουργών Αγίου Τρύφωνα, το αμπέλι, αλλά με τα παραγόμενα προϊόντα, το κρασί και το τσίπουρο. Σαν αμπελουργοί που ήταν, αυτά αγαπούσαν,  αυτά τιμούσαν και αυτά ήταν η βασική αιτία της καθόδου στο παζάρι. 

Ο παππούς Ηλίας και το παζάρι
(Πάππος Ήλιους Τόρτουρας και μπάμπου Ιάννου) 

Δεν θυμούμαι Τρίτη πρωί που να μην πήγε ο παππούς μου ο Ηλίας (Ήλιος) στο παζάρι. Όπως δεν θυμούμαι Τρίτη πρωί που να μην έγινε καβγάς ανάμεσα στον παππού και τη γιαγιά Γιαννούλα (Ιάννου) για, «σ΄παράδις». Ο παππούς ζητούσε ένα ποσό και η γιαγιά, πάντα του έδινε λιγότερα.
Ευτυχώς, για το νοικοκυριό του σπιτιού μας διαχειριστής και ταμίας ήταν η γιαγιά.
 
Έτσι λοιπόν,  μια χειμωνιάτικη Τρίτη, ο παππούς αξημέρωτα, ετοιμάσθηκε να φύγει για το παζάρι. Κρύο, βροχή, βοριάς, αλλά έπρεπε να πάει, είχε δουλειές, όπως είπε. Φόρεσε τα πουτούρια του, το σιγκούνι, έβαλε το κασκέτο, πόδισε και τα γεμενιά, με μαύρες πλεχτές κάλτσες και περίμενε στο ξεστρώχι.
 

Η γιαγιά αργούσε να έλθει, αυτός αδημονούσε, μήπως χάσει το πρώτο λεωφορείο. Κάποια στιγμή την είδε να έρχεται από τα αμπάρια, όπου είχε το κλειδωμένο μπαούλο της, κρατώντας στα χέρια ένα πεντακοσάρικο.
-Κοίταξ΄ καψουκάρι, είπε, δεν έχω πενηντάρι να  σι δόκω, άμα του ξουδέψς, σπίτ΄ να μην πατίεις.
Πέρασε το μεσημέρι, ήλθε το απόγευμα, νύχτωσε, ο παππούς πουθενά. Μαύρα φίδια έζωσαν τη γιαγιά, το μάτι της στην αυλόπορτα, ως που κάποια στιγμή εμφανίσθηκε ο παππούς, σε πολλά κέφια και κακό χάλι. Βρεγμένος, λασπωμένος, μουσκεμένος, ίσως και κατουρημένος, αλλά χαμογελαστός.
-Που είνι του πιντακουσιάρι, ρωτά η γιαγιά.
-Τόχασα, λέει ο παππούς.
-Τόχασες……. Δεν τόχασις καψουκάρι, τόφαεις, πού τόφαεις.
-Τόχασα, πάλι απαντούσε ο παππούς. Να, έβαουα του πιντακουσιάρ΄ στου τζιόπου κι όταν του ύρεψα, δεν του βρήκα. Δανκά πήρα για νάρθου στου σπίτ΄.
Έγινε μεγάλος καυγάς, γιατί οι πεντακόσιες δραχμές ήταν τότε κόπος μιας χρονιάς, μια περιουσία.
 
Το πρόγραμμα του παζαριού κόστιζε περίπου δέκα-είκοσι δραχμές. Πατσάς και κρασί πρωί πρωί, μόλις έφθανε το λεωφορείο, επίσκεψη στο ποτοποιείο του Ευκλείδη, όπου ήταν κερασμένα τα κονιακάκια, συνοδευόμενα με στραγάλια, καφές στην αγορά, λίγα μήλα ή μανταρίνια από το παζάρι και αυτά σκουληκιασμένα, πιθανόν αλμυρές σαρδέλες ή τουρούκι από του Τζούρα το παντοπωλείο, νόστιμα ξεροτηγανισμένα  κεφτεδάκια στον καμένο μύλο με μπόλικο κρασί και επιστροφή με το πράσινο λεωφορείο, στις δύο ή τρεις το απόγευμα.
Αυτή τη φορά όμως τα έξοδα ήταν πεντακόσιες δραχμές, η μισή παραγωγή της χρονιάς, επέστρεψε με το τελευταίο λεωφορείο, δεν έπειθε η δικαιολογία.
-Πού πήγε του πεντακοσιάρ΄, αναρωτιόταν καθημερινά η γιαγιά μέχρι τότε που πέθανε ο παππούς.
-Τόχασα, επέμενε εκείνος.
Ποτέ δεν μάθαμε την αλήθεια.
Εσείς τι λέτε, τόχασε ο παππούς ή το ξόδεψε;
Μάλλον η μπάμπου Ιάννου, είχε δίκαιο, ήξερε τι έχει στον τρουβά της. 

Πάππου του πλέρουσις
(Πάππους Νικόλας ή Κάτι Κόλιους και μπάμπου Νικόλαινα)  

Οι Μεσσουνιώτες-Σιναπλιώτες, όπως όλοι γνωρίζουμε, ήταν λάτρεις του Βάκχου, ακολουθούμενοι κατά πόδας στο μεράκι τους για το κρασί και από τις γυναίκες τους. Έτσι,  μια χειμωνιάτικη Τρίτη, μετά τα ψώνια από το παζάρι της Κομοτηνής, η μπάμπω η Νικόλαινα ακολούθησε στις παράγκες του καμένου μύλου τον πάππου το Νικόλα. (Νικόλας Παρασκευούδης).
 
Μέχρι να περάσει η ώρα που θα έφευγε το πράσινο λεωφορείο για το χωριό, είπανε να φάνε, νόστιμα ξεροτηγανισμένα κεφτεδάκια, όπως κάθε Τρίτη, με συνοδεία κόκκινου κρασιού.
 
Ήπιαν ένα κιλό, η ώρα δεν πέρασε, παράγγειλαν και δεύτερο. Όμως τώρα η ώρα πέρασε γρήγορα, το κρασί δεν τελείωνε, σηκώθηκε ο πάππος Νικόλας και είπε να φύγουν. Η μπάμπω η Νικόλαινα, κοίταξε το κρασί, λυπήθηκε που θα το άφηνε στη μοναξιά του να ξινίσει και ρώτησε τον παππού:
-Νικόλα το πλέρωσες; 
Εκείνος απάντησε απορημένος:
-Του πλέρουσα, εμ τί, δεν του πλέρουσα!
Τότε η μπάμπω λέει:
-Σταμάτα ε Νικόλα λίγου, να του πιού.
Έτσι με άσπρο πάτο στο κρασί, με τη νοστιμιά των κεφτέδων, παραπατώντας λίγο, χαμογελαστοί, ζεστοί μέσα στο χειμωνιάτικο κρύο, μόλις που πρόλαβαν να σκαρφαλώσουν στο πράσινο λεωφορείο που κατηφόριζε για τη Μεσσούνη, καθισμένοι στα σκαλοπάτια.
 
Όσοι δεν απόλαυσαν τα νόστιμα  κεφτεδάκια και το μπρούσκο κρασί αυτή την Τρίτη, έπιασαν τις 24 θέσεις του πράσινου λεωφορείου, αφήνοντας τους άλλους όρθιους, σαν παστές σαρδέλες.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.