Οι Νεοελληνες και το Οικουμενικο Πατριαρχειο απο τον Βαυβαροπροσκυνημενο Θεοκλητο Φαρμακιδη εως και τους συγχρονους μητραλοιες (Μερος Β΄)

Από την άλωση, την εθνάρχουσα Εκκλησία και ιδεολογία, τον διαφωτισμό, τον κοραϊσμό και τον νεοελληνικό εθνοφυλετισμό μέχρι την ιστορική αμνησία των Νεοελλήνων, την υπονόμευση του Οικουμενικού Πατριαρχείου από την Εκκλησία της Ελλάδος και την εγκατάλειψή του από το νεοελληνικό κράτος

Πριν από την περίοδο της Οθωνικής αντιβασιλείας και βασιλείας, όταν η επανάσταση του 1821 είχε ως συνέπεια την διακοπή της εκκλησιαστικής επικοινωνίας των επαναστατημένων και ήδη ελευθέρων περιοχών με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, κατά τρόπο επιπόλαιο και απερίσκεπτο, ετέθη το ζήτημα της δημιουργίας ανεξαρτήτου (αυτοκεφάλου) Εθνικής Εκκλησίας στην Ελλάδα. Τα κηρύγματα πρώτου του Αδαμαντίου Κοραή για την ανάγκη ιδρύσεως ανεξαρτήτου Ελλαδικής Εκκλησίας, εφ’ όσον υπήρχε ανεξάρτητο Ελληνικό Κράτος, τα οποία εστηρίζοντο σε εσφαλμένη εκκλησιαστική και εθνική βάση, στην αυτογνώμονα δηλαδή ενέργεια της ελληνικής πολιτείας και της ελλαδικής Ιεραρχίας, φαίνεται ότι είχαν επηρεάσει τους Έλληνες πολιτικούς άνδρες της εποχής.

Οι φιλόδοξοι και επιπόλαιοι Έλληνες πολιτικοί ως νεοφανείς θιασώτες και κήρυκες των παραπάνω αντιλήψεων του Αδαμαντίου Κοραή και εκ λόγων πολιτικής σκοπιμότητος, παρά την αντίδραση του απλού λαού που παρέμενε πιστός στην εσταυρωμένη Μητέρα του Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως, συγκάλεσαν στην Τροιζήνα την Γ΄ Εθνική Συνέλευση, κατά τον Μάϊο του 1827, όπου, εκτός των άλλων, ανέθεσαν σε πενταμελή επιτροπή αρχιερέων την σύνταξη κανονισμού, βάσει του οποίου θα ερρυθμίζοντο προσωρινώς τα της εσωτερικής διοικήσεως της Εκκλησίας στις απελευθερωθείσες περιοχές της Ελλάδος.

Τούτο ήταν και το πρώτο ουσιαστικό βήμα προς την αντικανονική και πραξικοπηματική αυτοανακήρυξη, ερήμην του Οικουμενικού Πατριαρχείου, της «εθνικής» εν Ελλάδι Εκκλησίας ως αυτοκεφάλου. Η δε λύση αυτή, όπως εύστοχα επισημαίνει ο αοίδιμος Καθηγητής Κωνσταντίνος Βαβούσκος, «δεν ωφείλετο τόσον εις τον φόβον μήπως το Οικουμενικόν Πατριαρχείον παρεμβάλη εμπόδια εις τον διεξαγόμενον εθνικόν αγώνα, όσον εις την ανάγκην προβολής εις το προσκήνιον του έθνους των «αυτοχθόνων» παραγόντων, οι οποίοι παρεμέρισαν την έμπειρον διπλωματίαν του Οικουμενικού Πατριαρχείου διά να δράσουν κατά καιρούς με τοπικά και κομματικά κριτήρια».

Γεννάται λοιπόν το εύλογο και αδήριτο ερώτημα: Μήπως και σήμερα δεν πράττουν τα ίδια και απαράλλακτα οι ελλαδίτες κοντόφθαλμοι κάθε βαθμού κληρικοί και πολιτικοί έναντι του δοκιμαζόμενου και μαρτυρικού Οικουμενικού μας Πατριαρχείου; Ο ελλαδικός – αθηνοκεντρικός κοντόφθαλμος και απομονωτικός εθνοφυλετικός επαρχιωτισμός τους σε όλο του το μεγαλείο. Τίποτε δεν εδιδάχθησαν από τα λάθη του παρελθόντος και για τίποτε δεν μετενόησαν. Καταδικάζουν και στις μέρες μας με τους λόγους και τις πράξεις, μάλλον τις παραλείψεις τους, το Γένος μας, την Ρωμιοσύνη και την Ορθοδοξία μας,  στα στενά και ασφυκτικά όρια του ανεξάρτητου νεοελληνικού κρατιδίου, της «ελληνικής επικρατείας», όπως αρέσκονται να κάνουν λόγο και να κομπάζουν ορισμένοι μεγαλόσχημοι ρασοφόροι της εν Ελλάδι Εκκλησίας και ορισμένοι Έλληνες πολιτικοί και δήθεν «λόγιοι» της διανοητικής elite, κάθε φορά που οι σχέσεις της θυγατρός Ελλαδικής Εκκλησίας προς την Πρωτόθρονη και Πρωτεύθυνη εν τη Ορθοδοξία Μητέρα Αγία Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως είναι τεταμένες.

Επανερχόμενοι, αναφέρουμε ότι η πενταμελής εκείνη επιτροπή των αρχιερέων, (Κορίνθου Κυρίλλου, Τριπόλεως Δανιήλ, Ρέοντος Διονυσίου, Ανδρούσης Ιωσήφ και Βρεσθένης Θεοδωρήτου), σε πρώτη φάση, ενήργησε αντίθετα προς τις προθέσεις και τις υποδείξεις της ελληνικής πολιτικής εξουσίας και απέκρουσε ομοφώνως το προτεινόμενο αντικανονικό αυτοκέφαλο καθεστώς. Είναι μάλιστα ιδιαίτερα χαρακτηριστικό το γεγονός ότι εκείνη η επιτροπή των αρχιερέων έδραξε της ευκαιρίας και στην δεδομένη χρονική περίοδο διεδήλωσε με τον πλέον κατηγορηματικό και συγκινητικό τρόπο την απόλυτη προσήλωση και αφοσίωσή της προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Τούτο αποδεικνύεται και από την παρακάτω σαφή διακήρυξή της: «Επειδή πάντες ημείς, εξαιρέτως δε οι του κλήρου της Ανατολικής Εκκλησίας, ουκ εγνωρίσαμεν άλλην μητέρα, ειμή την Μεγάλην Εκκλησίαν, ούτε άλλον Κυριάρχην, ειμή τον Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως, καθ’ α και ο μεγαλόφρων αυτής Πατριάρχης Γρηγόριος προ ολίγων χρόνων εθυσιάσθη υπέρ της Ιεράς ημών πίστεως και υπέρ Πατρίδος, διά τούτο ουκ εφείται ημίν αποσπασθήναι απ’ αυτής και αποσκιρτήσαι, αλλ’ οι ευρισκόμενοι κατά την Ελλάδα αρχιερείς ενούμενοι εν πνεύματι, κυβερνήσωμεν, όση ημίν δύναμις εμποιούντες εις την πνευματικήν ημών ενότητα και εκκλησιαστικήν κοινωνίαν».

Παρά όμως την ως άνω βαρυσήμαντη, κατηγορηματική και συγκινητικά φορτισμένη διακήρυξη προσηλώσεως και αφοσιώσεως προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο, πολύ γρήγορα οι ελλαδίτες Ιεράρχες, κατά το έτος 1833, μόλις έξι έτη αργότερα, φαίνεται πως ελησμόνησαν τις διακηρύξεις τους και καθοδηγούμενοι υπό του σφοδρού και παντάπασιν αλλοτριωμένου και δυσεβούς πολεμίου του Οικουμενικού Πατριαρχείου Αρχιμανδρίτου Θεοκλήτου Φαρμακίδη και υπό την πίεση της βαυαρικής αντιβασιλείας εν τοις πράγμασιν απεκήρυξαν τα όσα παραπάνω διεκήρυξαν. Αναιτίως και αδικαιολογήτως γενόμενοι συμμέτοχοι και κοινωνοί των σχεδίων του κοραϊστή και συνεργάτου των ξενόφερτων Βαυαρών Φαρμακίδη, οδηγήθησαν ως άβουλα όντα στην αντικανονική και πραξικοπηματική αυτοανακήρυξη του «αυτοκεφάλου» της «εθνικής» εν Ελλάδι Εκκλησίας, της έκτοτε ως σχισματικής αντιμετωπιζομένης υπό της μαρτυρικής Μητρός Αγίας Μεγάλης του Χριστού Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας.

Γεγονός είναι πάντως ότι η όλη κατάσταση η οποία είχε διαμορφωθεί ύστερα από την Γ΄ Εθνική Συνέλευση στην Τροιζήνα (1827), είχε προκαλέσει το πρώτο μικρό ρήγμα στις εκκλησιαστικές σχέσεις των ελλαδιτών Ιεραρχών προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ενώ την ίδια περίοδο ο απλός ελληνικός λαός, αν και σαστισμένος και σε πείσμα των αδικαιολόγητων και ακατανόητων για την κρίση του επιλογών και αποφάσεων των εκκλησιαστικών και πολιτικών ταγών του σε βάρος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, εξακολουθούσε να παραμένει αταλάντευτα προσηλωμένος, αφοσιωμένος και με περισσή αγάπη πιστός στην μαρτυρική Μητέρα του Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως. Από τα παραπάνω φαίνεται ξεκάθαρα ότι το ρήγμα που είχε δημιουργηθεί δεν ήταν μόνο εκκλησιαστικό ανάμεσα στους ελλαδίτες Ιεράρχες και πολιτικούς και το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αλλά ήταν συνάμα και ρήγμα ανάμεσα στον πιστό προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο ελληνικό λαό και την εκκλησιαστική και πολιτική του ηγεσία, με τις επιλογές και τις αποφάσεις της οποίας ήταν κάθετα αντίθετος και ίστατο αποστασιοποιημένος.

Ο συνετός και νουνεχής Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας, ο οποίος από της πρώτης στιγμής κατενόησε τους κινδύνους που εγκυμονούσε για το Γένος μας η ύπαρξη των δύο αυτών ρηγμάτων, προσπάθησε να καλύψει το χάσμα και να συνενώσει τα διεστώτα μέρη. Ειδικότερα, ο Ιωάννης Καποδίστριας προσανατολίζετο στη διατήρηση μόνον της πνευματικής κυριαρχίας – δικαιοδοσίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου επί των τότε ελευθέρων εκκλησιαστικών επαρχιών της Ελλάδος και παράλληλα της παραχωρήσεως, με την σύμφωνη προς την κανονική τάξη συγκατάθεση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, διοικητικής ανεξαρτησίας (αυτοκεφαλία) επί της ελλαδικής Εκκλησίας, ώστε ο ελλαδικός ελληνισμός συνεργαζόμενος και έχοντας πνευματική σχέση, πάντοτε μέσω του Πατριαρχείου, με τον εξωελλαδικό ελληνισμό, στο πλαίσιο μιας αγαστής συνεργασίας, να προωθεί τα συμφέροντα του «όλου ελληνισμού». Η δολοφονία όμως του Ιωάννου Καποδίστρια εματαίωσε, δυστυχώς, την κανονική αυτή λύση και έκτοτε η κατάσταση άρχισε να βαίνει επί τα χείρω.

Αναφέραμε παραπάνω ότι ο δυτικοτραφής και δυτικόπληκτος Αδαμάντιος Κοραής ως ο πατέρας και θεωρητικός του αντικανονικού και πραξικοπηματικού αυτοκεφάλου της εθνοφυλετικής εν Ελλάδι Εκκλησίας επηρέασε καθοριστικά τον παρομοίως δυτικόπληκτο οπαδό και θιασώτη των ανόμων κηρυγμάτων του, Αρχιμανδρίτη Θεόκλητο Φαρμακίδη, ο οποίος υπήρξε ο σφοδρότερος πολέμιος, υβριστής και συκοφάντης του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ο «Κοραϊστής» Φαρμακίδης υπεστήριζε και διεκήρυττε με πάθος την εκ της πολιτείας – οθωνικής αντιβασιλείας -ανακήρυξη του αυτοκεφάλου της «εθνικής» εν Ελλάδι Εκκλησίας, ερήμην του Οικουμενικού Πατριαρχείου και άνευ της συμφώνου γνώμης ή της συγκαταθέσεως αυτού, ενώ ουδεμία πρόταση και συζήτηση εδέχετο για την εκ μέρους του Οικουμενικού Πατριαρχείου παραχώρηση καθεστώτος εκκλησιαστικής «αυτονομίας» στις ελεύθερες επαρχίες της Ελλάδος, όπως το επεδίωξε ο συνετός Ιωάννης Καποδίστριας.

Ως ένθερμος θιασώτης των ιδεών του Αδαμαντίου Κοραή και φανατικός οπαδός και εκφραστής της εθνικής (εθνοτικής) ιδεολογίας αλλά και της ιδρύσεως κρατικής – εθνικής Ελλαδικής Εκκλησίας, ο Φαρμακίδης, επί τη βάσει εθνοφυλετικών και πολιτειοκρατικών, ουχί κανονικών και εκκλησιολογικών κριτηρίων, υπεστήριζε ότι η Εκκλησία της Ελλάδος υπήρξε: «αυτοκέφαλος και ανεξάρτητος αφ’ ής ημέρας διεκηρύχθη επισήμως η πολιτική του Έθνους αυτονομία και ανεξαρτησία· ανέκτησε ταύτην η Ελλάς, ανέκτησεν εν αυτώ και εκείνην· και ότε ανεγνωρίσθη και παρά των χριστιανών ηγεμόνων και παρ’ αυτού του Σουλτάνου των οθωμανών η πολιτική της Ελλάδος αυτονομία και ανεξαρτησία, ανεγνωρίσθη εν αυτώ και η Εκκλησία αυτής αυτοκέφαλος και ανεξάρτητος χωρίς τινος άλλης περί τούτου ιδιαιτέρας πράξεως ή συνθήκης, διότι επικράτεια και Εκκλησία είναι έν κατά το εξωτερικόν αυτής είδος και δεν είναι δύο καθ’ εαυτά υπάρχοντα σώματα».

Οι παραπάνω καινοφανείς, αντικανονικές και αντιεκκλησιολογικές, εθνοφυλετικές και πολιτειοκρατικές απόψεις – θέσεις του αντιπατριαρχικού Φαρμακίδη, ο οποίος σημειωτέον υπήρξε ο στενότερος και κυριότερος σύμβουλος και υποβολεύς του Βαυαρού αντιβασιλέως Μάουρερ (Georg Ludwig von Maurer), απέβλεπαν και στόχευαν στην ενίσχυση της ξενόφερτης Μοναρχίας του Όθωνος διά μέσου της αντικανονικής και πραξικοπηματικής αυτοανακηρύξεως του ελλαδικού αυτοκεφάλου και της συνακόλουθης αποδυναμώσεως της εθναρχικής αποστολής του Οικουμενικού Πατριαρχείου στις ελεύθερες επαρχίες του τότε νεοϊδρυθέντος ασθενικού και ξενοκίνητου Βασιλείου της Ελλάδος. Τελικώς, το εκκλησιαστικό ανουσιούργημα της πραξικοπηματικής και εθνοφυλετικής αυτοανακηρύξεως του αυτοκεφάλου της σχισματικής εθνικής (κρατικής) εν Ελλάδι Εκκλησίας συνετελέσθη κατά το έτος 1833 από τον Βαυαρό αντιβασιλέα Μάουρερ και σε συνεργασία με τον Βαυαρόφιλο Φαρμακίδη, τους ανεύθυνους Έλληνες πολιτικούς και ορισμένους δυτικοτραφείς – δυτικόπληκτους αντιπατριαρχικούς ελλαδίτες λογίους, ενώ ο απλός κλήρος και ο ελληνικός λαός τελούσαν εν αγνοία και ήταν απολύτως αμέτοχοι στο εκκλησιαστικό και προδοτικό πραξικόπημα σε βάρος του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Η διχογνωμία και διχοστασία ανάμεσα στο απλό φιλοπατριαρχικό Ορθόδοξο ελληνικό λαό και την πολιτική και εκκλησιαστική του ηγεσία ήταν εμφανείς και το χάσμα αγεφύρωτο.

Η αντικανονική και πρωτοφανής στα εκκλησιαστικά χρονικά ανακήρυξη (αυτοανακήρυξη) του ελληνικού αυτοκεφάλου καταδεικνύει, όπως εύστοχα παρατηρεί ο Καθηγητής Πανταζόπουλος, ότι: «η Εκκλησία της Ελλάδος επραγματοποιήθη με δυτικά αντιορθόδοξα μέτρα». Ο δε Καθηγητής Κωνσταντίνος Βαβούσκος σχολιάζοντας την αντικανονική απόσχιση της Ελλαδικής Εκκλησίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, μεταξύ των άλλων αναφέρει ότι: «η ενέργεια αύτη της Ελληνικής πολιτείας ήτο απαράδεκτος. Ουδεμία ανάγκη υπήρχεν αποσχίσεως της ελληνικής Εκκλησίας εκ του κατά πάντα ελληνικού Οικουμενικού Πατριαρχείου, το οποίον εκηδεμόνευσε το έθνος επί αιώνας, εφ’ όσον και ο εις Ελλάδα κλήρος ήτο εναντίον της ενεργείας ταύτης… θα ήρκει εκκλησιαστική τις αυτονομία. Εν πάση περιπτώσει, τυπική τις αίτησις προς συγκατάθεσιν του Οικουμενικού Πατριαρχείου ουδέν εκόστιζε… Σημειωθήτω πάντως ότι ανεξαρτήτως της θλιβεράς εκκλησιαστικής πλευράς του ζητήματος, το πραξικόπημα τούτο ήτο τραγικόν ιδία από εθνικής απόψεως, διότι το Οικουμενικόν Πατριαρχείον υπέστη μείωσιν του κύρους του, εκ του λόγου δε τούτου δεν είχε την παλαιάν άνεσιν όπως εκπροσωπή ενώπιον των τουρκικών αρχών τον αλύτρωτον Ελληνισμόν, ο οποίος ήτο κατά πολύ πολυπληθέστερος και σημαντικώτερος του τελικώς απελευθερωθέντος τμήματος αυτού. Η μείωσις αύτη του κύρους, εν συνδυασμώ προς το δοθέν ήδη παράδειγμα αυτογνώμονος δημιουργίας αυτοκεφάλου Εκκλησίας, ωδήγησεν αργότερον εις το βουλγαρικόν σχίσμα…».

Με την πραξικοπηματική αυτοανακήρυξη του λεγομένου αυτοκεφάλου της εν Ελλάδι Εκκλησίας υπήρξε το κακό εκκλησιαστικό προηγούμενο και οι Ελλαδίτες, ως συνήθως, υπήρξαν οι πρώτοι διδάξαντες στην καθιέρωση του εθνοφυλετισμού ως κριτηρίου για την ανακήρυξη τοπικών αυτοκεφάλων «εθνικών» Εκκλησιών. Οι Βούλγαροι ακολούθησαν το παράδειγμα των Ελλαδιτών και ίδρυσαν την αντικανονική και σχισματική Βουλγαρική Εξαρχία (1870). Δώσαμε και πάλι, δυστυχώς, το κακό παράδειγμα για να στραφούν σταδιακά οι Ορθόδοξοι Βαλκανικοί λαοί εναντίον του Οικουμενικού Πατριαρχείου και να διεκδικήσουν την ίδρυση των δικών τους «εθνικών» αυτοκεφάλων Εκκλησιών. Υπήρξαμε οι πρωτεργάτες και πρωταγωνιστές της εκκλησιαστικής αντικανονικότητος και ανωμαλίας, η οποία μείωσε στους Ορθόδοξους λαούς της βαλκανικής το κύρος και την ισχύ του Πρωτοθρόνου και Πρωτευθύνου εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Οι ιδεολογικές επιλογές της πνευματικής ηγεσίας του νεοελληνικού κράτους, ερήμην μάλιστα του απλού κλήρου και του Ελληνικού λαού, που παρέμεναν προσηλωμένοι και αφοσιωμένοι στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, την μεγαλομάρτυρα Μητέρα Αγία Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως, είχαν ως συνέπεια σε εθνικό επίπεδο την διάσπαση της ενότητος του Γένους μας, το οποίο περιορίζετο και εγκλωβίζετο πια στην κυρίαρχη κατά την περίοδο εκείνη έννοια του «έθνους». Η κυρίαρχη εθνική ή εθνοφυλετική ιδεολογία, η οποία εγέννησε το νεοελληνικό εθνικό κράτος και την αντικανονική ελλαδική εθνική Εκκλησία, οδήγησε  την αγνώμονα και άφρονα πολιτική και εκκλησιαστική ηγεσία των νεοελλήνων στην διακοπή των σχέσεών της με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο ως εθνάρχουσα Εκκλησία συγκροτούσε την θρησκευτική και πολιτική ηγεσία του εξωελλαδικού ελληνισμού και διεφύλαττε αρραγή την εθνική ενότητα του όλου ελληνισμού, του Ρωμαίηκου Γένους μας.

Οι θεωρίες του Αδαμαντίου Κοραή, του νέου αυτού Ιουλιανού, του νέου Πλήθωνος, είχαν εξυπηρετήσει άριστα την αρχαιοπληξία των Δυτικών και τα εκκλησιαστικά τους συμφέροντα εναντίον της Ορθοδοξίας και του ελληνισμού. Δεν είναι τυχαία η διαπίστωση ότι ο Κοραϊσμός και η αρχαιοπληξία ορισμένων δυτικόπληκτων και δυτικοτραφών λογίων κολόβωσαν την ιστορική οικουμενικότητα του ελληνισμού, τον οποίο κατήντησαν συγκεχυμένο, διχασμένο, σχιζοφρενικό, ανίκανο και πνευματικά ανάπηρο να έχει οικουμενική ακτινοβολία. Από το Ρωμαίηκο Γένος οδηγηθήκαμε στο νεοελληνικό έθνος και από το υπερεθνικό Οικουμενικό Πατριαρχείο στο αθηνοκεντρικό νεοελληνικό εθνικό κράτος και την αντικανονική εθνοφυλετική ελλαδική Εκκλησία.

Οι κοντόφθαλμοι ελλαδίτες πολιτικοί και Ιεράρχες, είτε κινούμενοι από μωροφιλόδοξες επιδιώξεις, είτε παρασυρμένοι ως έρμαια και άβουλα όντα από την elite των ξενοφώτιστων και ξενοκίνητων διανοούμενων κοραϊστών και λογάδων, την δυτικόπληκτη και δυτικοτραφή ελλαδική intelligentsia, με πρωτεργάτη τον Φαρμακίδη, υπετάγησαν στα κελεύσματα της κάστας και δόλιας φατρίας των ξενόφερτων Βαυαρών και με την πραξικοπηματική και αντικανονική αυτοανακήρυξη του αυτοκεφάλου της εν Ελλάδι Εκκλησίας έδωσαν την «χαριστική βολή» στους από αιώνων ακατάλυτους και αρραγείς πνευματικούς και εκκλησιαστικούς δεσμούς των ελλαδιτών Ορθοδόξων με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, την φιλεύσπλαχνη και αυτοθυσιαζόμενη εσταυρωμένη Μητέρα τους Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως.
Από την στιγμή εκείνη η αντικανονική ελλαδική εθνική Εκκλησία πέρασε από την εθναρχική – θρησκευτική ιδεολογία στην επικρατούσα εθνική (εθνοφυλετική) κρατική ιδεολογία και ετάχθη απερίφραστα στην υπηρεσία του εθνοκρατικού ιδεώδους, απορρίπτοντας ως ξένους και ασύμβατους προς τις επιδιώξεις της τούς όρους «Ρωμηός» και «Γένος», οι οποίοι διεγράφησαν έκτοτε από το λεξιλόγιο των δυτικόπληκτων νεοελλήνων πολιτικών, ιεραρχών και λογάδων. Οι κυρίαρχοι και ιδιαίτερα φορτισμένοι ιδεολογικά κατά την περίοδο εκείνη όροι «Έθνος» και «Έλλην» αντικατέστησαν τους μέχρι πρότινος χρησιμοποιούμενους όρους «Γένος» και «Ρωμηός», ενώ ταυτόχρονα άρχισε η σταδιακή και μεθοδευμένη αποκοπή από τις πατροπαράδοτες ελληνορθόδοξες ρίζες μας. Έτσι οδηγηθήκαμε ως πειθήνια όργανα, έρμαια και φερέφωνα μιάς δυτικόπληκτης και αντιπατριαρχικής προπαγάνδας και εθνοφυλετικής – εθνοκρατικής ιδεολογίας, από την Οικουμενική Ρωμηοσύνη και το ένδοξο «Γένος ημών», που το εξέφραζε και το εκπροσωπούσε επί αιώνες ως εθνάρχουσα αρχή και «εθναρχείο» το Οικουμενικό μας Πατριαρχείο, σε έναν μίζερο, αυτάρεσκο, ναρκισσιστικό και απομονωτικό αθηνοκεντρισμό, στην πραγματικότητα παλαιοελλαδισμό, που περιόριζε και κατεδίκαζε την Οικουμενική Ρωμηοσύνη και το ένδοξο και ευσεβές Γένος μας, το Γένος των Ρωμηών, στα στενά και ασφυκτικά γεωγραφικά όρια του νεόκοπου και ιδεολογικά διχασμένου και αποπροσανατολισμένου μικρού εθνικού ελληνικού κράτους των ελευθέρων περιοχών της παλαιάς Ελλάδος (παλαιών χωρών). Τώρα πια οι ελλαδίτες ευρίσκοντο ανάμεσα σε δύο καθοδηγητικά κέντρα του Γένους μας, το ιστορικό εθναρχικό κέντρο που ήταν και παραμένει αμεταθέτως και αστασιάστως το Φανάριον της Κωνσταντινουπόλεως και το νεώτατο εθνικό κέντρο των Αθηνών.

Το γεγονός της υπάρξεως δύο κέντρων στα σπλάχνα του Γένους μας επέτεινε ακόμη περισσότερο την ήδη υπάρχουσα σύγχυση και τον ήδη υπάρχοντα διχασμό στους κόλπους της εκκλησιαστικής και πολιτικής ηγεσίας του ελληνικού κράτους, αλλά κυρίως στο κοινωνικό σώμα, ήτοι στο σύνολο του ανυποψίαστου ελληνικού λαού. Το δίπολο Φανάρι – Αθήνα αντί της πολυπόθητης ενότητος του Γένους, λειτουργούσε, δυστυχώς, και μάλιστα απολύτως μεμαρτυρημένα εξ ελλαδικής αθηνοκεντρικής υπαιτιότητος,  διχαστικά, διαιρετικά και διασπαστικά, τόσο σε εκκλησιαστικό, όσο και σε εθνικό, πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο. Τούτο απεδείχθη ιστορικά κατά τις επόμενες δεκαετίες όταν πλείστα όσα εκκλησιαστικά και εθνικά δεινά πλήγωσαν το ενιαίο σώμα του όλου ελληνισμού. Ένα είναι βέβαιο: ότι οι νεοέλληνες μέχρι και σήμερα βιώνουν σε εκκλησιαστικό επίπεδο μία διχαστική και σχιζοφρενική παραδοξότητα, η οποία προκαλείται λόγω του διπόλου Φανάρι – Αθήνα. Το εκκλησιαστικό φρόνημα και βίωμα των νεοελλήνων θα μπορούσε κάλλιστα να χαρακτηρισθεί ως μία παραδοξότητα του Ιανού, αφού επεβλήθη σε αυτούς να φέρουν δύο πρόσωπα (ή προσωπεία;), ενώ το εκκλησιαστικά και ιστορικά γνήσιο και αληθινό πρόσωπό τους έπρεπε και πρέπει να είναι στραμμένο στο μαρτυρικό Φανάριον, εν τέλει στην μόνη «ες αεί» εσταυρωμένη και μεγαλομάρτυρα Μητέρα τους Αγία Μεγάλη του Χριστού Κωνσταντινουπολίτιδα Εκκλησία.

Υ.Γ. Το παρόν ιστορικό κείμενο αφιερούται στην ιερά μνήμη ενός μεγίστου εκκλησιαστικού πατριαρχικού ανδρός, του αοιδίμου και σοφού Κωνσταντίνου Οικονόμου του εξ Οικονόμων (1780-1857), όστις ηνάλωσε αυτοθυσιαστικώς την όλη ύπαρξή του στη διακονία και υπεράσπιση μέχρι εσχάτου αναπνοής αυτού των απαραγράπτων δικαίων της κοινής και φιλοστόργου τροφού του Ρωμαίηκου Γένους, μεγαλομάρτυρος και εσταυρωμένης Μητρός Αγίας Μεγάλης του Χριστού Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας. Είη η ιερά μνήμη αυτού αιωνία, αγήρως και άληστος.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.