«Ο ηχος των πουλιων»: Ενα εργο σταθμος για τον Μεγαλο Πολεμο

Sebastian Faulks, «Ο ήχος των πουλιών», Αντώνης Καλοκύρης (μτφρ.), εκδ. Κλειδάριθμος, Αθήνα 2021, σ. 680

«Αισθάνομαι τύψεις επειδή επιβίωσα. Ο θάνατος δεν έρχεται και αφήνομαι στη μοίρα μου, σε ένα αέναο παρόν. […] Κανένα παιδί, καμία μελλοντική γενιά δεν θα μάθει ποτέ πώς ήταν εδώ πέρα. Δεν θα καταλάβουν ποτέ».

Αυτές οι σκέψεις για τον Mεγάλο Πόλεμο ενός εκ των πρωταγωνιστών του βιβλίου, του Στίβεν, ενός Άγγλου που πολέμησε στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, απηχούν συγχρόνως και τα συναισθήματα αλλά και τις προθέσεις του συγγραφέα, του Σεμπάστιαν Φοκς, τα οποία φαίνεται ότι εκείνος είχε κατά νου κατά τη διάρκεια της συγγραφής του επικού πονήματός του «Ο ήχος των πουλιών».

Πρόκειται για ένα έργο χωρίς ανάλογο αντίστοιχο στην παγκόσμια λογοτεχνία για τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, με την εξαίρεση του γνωστού, κλασικού πλέον, αριστουργήματος του Ρεμάρκ «Ουδέν νεώτερον από το δυτικόν μέτωπον».

Η αλήθεια είναι ότι τόσο σε κινηματογραφικό όσο και σε λογοτεχνικό επίπεδο η παραγωγή έργων που αφορούν τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο υστερεί δραματικά σε σχέση με εκείνα τα οποία αφορούν τον Β΄. Αυτό συμβαίνει, σε μεγάλο βαθμό, επειδή ο Μεγάλος Πόλεμος, ο οποίος προηγήθηκε χρονικά από τον Β΄, έχασε έδαφος στη συλλογική μνήμη των ανθρώπων μετά τον περισσότερο πολύνεκρο και μακρύ σε διάρκεια Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Κι όμως, υπάρχουν στιγμές φρίκης που αφορούν τον Α΄ Παγκόσμιο τις οποίες δύσκολα συναντά κανείς στον Β΄. Η φρίκη των χαρακωμάτων, για παράδειγμα, και της διαβίωσης κάτω από τη γη, είναι κάτι το οποίο αφορά μονάχα τον Μεγάλο Πόλεμο.

Αυτή ακριβώς τη φρίκη των  χαρακωμάτων θέλει να υπενθυμίσει στη συλλογική μνήμη ο Σεμπάστιαν Φοκς με το έργο του «Ο ήχος των πουλιών», ένα έργο που γράφτηκε το 1993, αλλά εκδόθηκε στην ελληνική γλώσσα μόλις φέτος. Πρόκειται για μία προσπάθεια κατανόησης αλλά και ανάδειξης της μεγαλύτερης ανθρωποσφαγής την οποία είχε γνωρίσει ως το 1914 η ανθρωπότητα.

Η επιλογή ενός τίτλου από τον συγγραφέα για το παρόν πόνημα, ο οποίος φαινομενικά δεν έχει καμία απολύτως σχέση με τον πόλεμο, είναι αξιοπρόσεκτη.Ο τίτλος«Ο ήχος των πουλιών» προτάσσει σε μία ευθεία αντιθετική σχέση όλο το μεγαλείο και την ομορφιά της φύσης με τη φρίκη και την ασχήμια του πολέμου. Ο ήχος των πουλιών που ακούγεται κατά την παύση του πυρός στα χαρακώματα αντιπροσωπεύει την απλότητα και την αρμονία της φύσης απέναντι στον παραλογισμό του πολέμου. Δείχνει, επίσης, την αδιαφορία του φυσικού κόσμου για τις σφαγές και τις καταστροφές στις οποίες επιδίδονται οι άνθρωποι.

Το ενδιαφέρον του συγγραφέα για τον Μεγάλο Πόλεμο χρονολογείται από τα μαθητικά του χρόνια. Όταν δε έλαβε την απόφαση να γράψει κάτι για τον Μεγάλο Πόλεμο, ήταν απολύτως αποφασισμένος ότι θα το έκανε χωρίς εξωραϊσμούς και ωραιοποιήσεις, ακολουθώντας τις επιταγές του ωμού ρεαλισμού. Πράγματι, «Ο ήχος των πουλιών» απεικονίζει τη βία, τη φρίκη και τον παραλογισμό του πολέμου με τέτοιον ρεαλισμό και παραστατικότητα που θα σοκάρει τον αναγνώστη. Κάτι αντίστοιχο είχε συμβεί με την προβολή της πολυσυζητημένης ταινίας με τις διαβόητες για τη σκληρότητά τους σκηνές, «Η διάσωση του στρατιώτη Ράιαν»το 1998, η οποία αφορούσε την απόβαση στη Νορμανδία.

Ο Σεμπάστιαν Φοκς θέλει να προβάλλει, πάνω απ’ όλα, μία παραμελημένη πτυχή του πολέμου, εκείνη του φάσματος της τρέλας, της επώδυνης και επίμονης μνήμης, αλλά και των τεράστιων ψυχολογικών προβλημάτων με τα οποία ήρθαν αντιμέτωποι οι επιζώντες των χαρακωμάτων. Αυτό αναδεικνύεται περαιτέρω με την αντίθεση μεταξύ της “φυσιολογικής” ζωής πριν και μετά από τον πόλεμο, με όλη την “ανωμαλία” που περιλάμβανε η ζωή κάτω από τη γη, στα χαρακώματα, σαν τους αρουραίους

Και δεν είναι ψέμα ότι σπανίως στη Λογοτεχνία οι περιγραφές του συγγραφέα προκαλούν τέτοιο ψυχολογικό αντίκτυπο, αποστροφή, έως και αηδία πολλές φορές στον αναγνώστη. Ο Σ. Φ. επικεντρώνεται τόσο στην περιγραφή των απάνθρωπων συνθηκών των χαρακωμάτων και των νοσοκομείων όσο και στον παραλογισμό του όλου εγχειρήματος τού τόσο παρατεταμένου και αναποτελεσματικού πολέμου, αλλά και του μετατραυματικού στρες και του τεράστιου ψυχολογικού φόρτου που επωμίστηκαν όσοι πολέμησαν στα χαρακώματα και είχαν την «τύχη» –ή την ατυχία– να επιζήσουν.

Το βιβλίο περιλαμβάνει τρία χρονολογικά επίπεδα: ένα προπολεμικό, ένα πολεμικό και ένα μεταπολεμικό.

—Στο πρώτο, εν έτει 1910, ο Άγγλος πρωταγωνιστής Στίβεν επισκέπτεται ένα εργοστάσιο υφασμάτων στη Γαλλία με σκοπό να συλλέξει γνώσεις για τον τομέα του. Ο παράφορος, όμως, έρωτας που θα νιώσει για την Ιζαμπέλ, τη γυναίκα του εργοστασιάρχη, θα ανατρέψει τα σχέδιά του.

—Στο δεύτερο χρονολογικό επίπεδο, που περιλαμβάνει τα χρόνια του Μεγάλου Πολέμου από το 1916 ως το 1918, ο συγγραφέας επιδίδεται σε περιγραφές πολεμικές, όσο και ψυχολογικές, με πρωταγωνιστές τον Στίβεν και άλλους Άγγλους που πολεμούν στα χαρακώματα. Πρέπει να σημειωθεί ότι με μία μικρή εξαίρεση στο τέλος του βιβλίου, όλες οι περιγραφές αφορούν τη σκοπιά των Άγγλων στον πόλεμο και σε πολύ μικρότερο βαθμό εκείνη των Γάλλων ή των αντιπάλων τους Γερμανών.

—Το τρίτο χρονολογικό επίπεδο, εν έτει 1978, το οποίο ο συγγραφέας εναλλάσσει με το δεύτερο, περιλαμβάνει τις προσπάθειες της Ελίζαμπεθ Μπένσον, εγγονής του Στίβεν, να ανακαλύψει τις ρίζες της και να βρει τον δρόμο της στη ζωή, μέσα από τις ημερολογιακές αφηγήσεις του παππού της για τον Μεγάλο Πόλεμο.

Παρά τις φρικιαστικές και γλαφυρώς ρεαλιστικές περιγραφές του πολέμου, το βιβλίο τελειώνει αισιόδοξα στέλνοντας ένα ισχυρό αντιπολεμικό μήνυμα. Η απόγνωση που νιώθουν συχνά οι κεντρικοί χαρακτήρες για μία σύγκρουση που δεν τελειώνει έρχεται σε έντονη αντίθεση με τη θέλησή τους για ζωή. Το ίδιο συμβαίνει με το δράμα των απλών οπλιτών για τις συνθήκες διαβίωσης στα χαρακώματα και τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν καθημερινά με την αίσθηση ευθύνης που βαρύνει τους ώμους των αξιωματικών για τους άντρες τους.

Ο Σ. Φ. θέλει να προβάλλει, πάνω απ’ όλα, μία παραμελημένη πτυχή του πολέμου, εκείνη του φάσματος της τρέλας, της επώδυνης και επίμονης μνήμης, αλλά και των τεράστιων ψυχολογικών προβλημάτων με τα οποία ήρθαν αντιμέτωποι οι επιζώντες των χαρακωμάτων. Αυτό αναδεικνύεται περαιτέρω με την αντίθεση μεταξύ της «φυσιολογικής» ζωής πριν και μετά από τον πόλεμο, με όλη την «ανωμαλία» που περιλάμβανε η ζωή κάτω από τη γη, στα χαρακώματα, σαν τους αρουραίους. 

Πιο βαθιά ανθρώπινη από ποτέ και με μια αλήθεια που σοκάρει, συγκλονίζει τον αναγνώστη η έκκληση στον Θεό που ο συγγραφέας βάζει στον στόμα των ηρώων του και η οποία απηχεί τις πραγματικές σκέψεις ενός άντρα που πολεμάει μέρα και νύχτα και θέλει πάση θυσία να επιστρέψει στο σπίτι του ζωντανός:

«Ας πεθάνουν εκείνοι, προσευχήθηκε, με κάποια ντροπή. Ας πεθάνουν εκείνοι, αλλά σε παρακαλώ, Θεέ μου, ας ζήσω εγώ».

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.