Ο Αγιος Τρυφων στην παραδοση της Μεσσουνης

Εορτασμός του Αγίου Τρύφωνα στα αμπέλια

Ήταν φθινόπωρο του 1924 όταν πενήντα πέντε οικογένειες Σιναπλιωτών, διακόσιοι δέκα πέντε νοματαίοι, ξεπέζεψαν τα κάρα τους στις  αυλές των Βουλγαρικών σπιτιών που είχαν εγκαταλειφθεί στο χωριό Κιρ Σάρτζα της Κομοτηνής.

Τακτοποίησαν  τις λιγοστές οικοσκευές τους και ανάμεσα σ΄ αυτές, από δυο τρία δεμάτια κληματσίδες.

-Τι τις ήθελαν και αυτές, είπε ένας ντόπιος. Τόσα πράγματα άφησαν στο Σιναπλή, που δεν χωρούσαν στο κάρο τους, κληματσίδες κουβαλούσαν;

-Α, είπε ο παππούς Νικόλας, χωρίς αμπέλι, εμείς τι θ’ απογίνουμε.

 Έτσι οι κληματσίδες, με μεγάλη φροντίδα, φυλάχθηκαν σε κατάλληλο μέρος για να φυτευτούν την άνοιξη.

Πρώτη τους σκέψη να επιλέξουν τον αμπελώνα. Οι αρχές από την Κομοτηνή δεν ήταν έτοιμες να κάνουν οριστική διανομή γης, αλλά για τον αμπελώνα έγινε η πρώτη προσωρινή διανομή, που αργότερα μετατράπηκε και σε οριστική.

Βορεινά, ένα χιλιόμετρο από το χωριό, κοντά στο παλιορύακο, λίγο πριν από το μεγάλο ποτάμι, παραχωρήθηκαν μικρά κομμάτια γης, όπου οι Σιναπλιώτες ρίζωσαν τα αμπέλια τους, τα περίφημα «παμίδια», για το αρωματικό κρασί, κάποια κλήματα μαύρα, που τα είπαν «μπογιά», μερικά κλήματα άσπρα και μοσχοστάφυλα, για «φαΐ».

Έτσι μαζί με τα κλήματα ρίζωσαν  και οι Σιναπλιώτες στην Κιρ Σάρτζα, που τώρα λεγόταν Μεσσούνη Κομοτηνής, κουβαλώντας τις παραδόσεις τους, που τις διατήρησαν, τις μετέδωσαν και φυλάσσονται ατόφιες από τους απογόνους τους.

Μεγάλη η φροντίδα του αμπελιού, γύρισμα με το μπέλι (πατόφτυαρο), σκάψιμο με το τσαπί, ράντισμα με γαλαζόπετρα, θειάφισμα, ξεβλαστάρισμα, βοτάνισμα, τρύγος, πάτημα σταφυλιών, κλάδεμα, εμβολιασμός στα νέα κλήματα, καταβολάδες για αναπλήρωση των παγωμένων, περιποίηση βαρελιών.

Σιγά σιγά άλλαξαν οι προτεραιότητες της αγροτιάς και τα αμπέλια εγκαταλείφτηκαν τη δεκαετία του 1970, εκτός ελαχίστων. Νέοι καλλιεργητές όμως, τα τελευταία χρόνια, ξανάφεραν την καλλιέργεια με σύγχρονα μέσα, που κρατούν όμως την παραδοσιακή παραγωγή του κρασιού και του τσίπουρου.

Άλλωστε, κάθε αναφορά της Μεσσούνης, παραπέμπει σε αμπέλια, καλό κρασί και τσίπουρο.

Χειμώνας του 1963, o χειρότερος χειμώνας που μπορούν να θυμηθούν οι μεγάλοι. Tα σχολεία κλειστά, η παγωνιά απερίγραπτη, τα μέσα προστασίας ελάχιστα.  Ξημέρωσε η πρώτη Φεβρουαρίου, ο ήλιος με δόντια, σταμάτησε στους μείον 9 βαθμούς το θερμόμετρο και δεν λέει να ανέβει ούτε «κιρτίκ».

Πρώτη Φεβρουαρίου σήμερα, του Αγίου Τρύφωνος. Μεγάλη μέρα για τους αμπελουργούς, γιορτάζει ο προστάτης τους, πρέπει να τον ευχαριστήσουν για την περσινή καλή χρονιά και να ζητήσουν τη βοήθειά του, για τη νέα.

Το χωριό ξύπνησε νωρίς, έφαγαν τον τραχανά, ήπιαν κόκκινο κρασί, μασάλεψαν καμπόσο και πήγαν στην εκκλησία, ακόμη και αυτοί που εκκλησιάζονταν σπάνια.

«Τρύφανους» όπως έλεγαν, έπρεπε να πάνε στην εκκλησία και μετά στα αμπέλια, να αγιάσουν τα κλίματα. Η καλή σοδιά ήταν απαραίτητη ώστε να γεμίσει τις μπόμπες των Μεσσουνιώτικων-Σιναπλιώτικων σπιτιών με κρασί, τις ντραμουτζάνες τσίπουρο και τα τσουκάλια πετιμέζι με ρετσέλια, από κυδώνια και κολοκύθια, απαραίτητα για την οικονομία του σπιτιού, όπως χρόνια τώρα το καλούσε η ανάγκη και η παράδοσή τους, αναντάν-μπαμπαντάν, από το Σιναπλή, τον τόπο της καταγωγής τους.

Σε λίγο ο δρόμος για τα αμπέλια γέμισε μικροπαρέες.  Οι τροβάδες στις πλάτες, φουσκωμένοι με τα καλούδια της εποχής για τη σημερινή μεγάλη και σημαδιακή μέρα. Παστός  και λουκάνικα από το χοιρινό που σφάχτηκε τα Χριστούγεννα, ρέγκα και τουρούκι αγορασμένα από το παζάρι, ρεπάνια και πράσα, τουρσί λάχανο, λίγος καβουρμάς, ένα κομμάτι τυρί, μια φόρμα ψωμί, η μπούκουα και τα μπουκάλια γεμάτα με κόκκινο κρασί.

Όλα τα σπίτια είχαν από ένα αμπελώνα, τουλάχιστον ενός στρέμματος. Ελάχιστοι οι ανεπρόκοποι που είχαν άδειους από κλήματα τους αμπελώνες τους.

Ανάμεσα στις παρέες, πάνω σε ένα βοειδόκαρο ο Αστυνόμος κ. Πέτρος Δρακουλάκος και ο Παπα Μάρος.

Τις παρέες των μεγάλων ακολουθήσαμε και εμείς οι μπόμπιρες. Συγκεντρωθήκαμε στην τουλουμπούδα. Ήμασταν σχεδόν όλη η παρέα, η Τάσος του Τουρτουρούδ, η Βασίλς του Πιτσιούδ, η Ιάννης του Κουσμούδ, η Δημητράκς του Πασιούδ, η Βαγγέλς του Μυτιανούδ, τα Μπαντουούδια η Ντόνης και η Γκουγκούλης, τα Γκουβιντικούδια η Τάκης και η Νίκους, η Τάκης του Τσιλικούδ, η Βασίλς του Ζιουμταρούδ, η Τάκης του Παρασκευούδ, η Ιάννης του Καρβουνζούδ, η Τάκης του Παπαδούδ, η Τάκης του Τσιαραξούδ, η Πασχάλς του Ντραγκανούδ, η Ιάννης και η Ιώργους του Χαρούδ,  η Παύλους σ΄ Θεονής, η Μιχάλς του Τζιμούδ και άλλοι μικρότεροι, τα Θουδουρακούδια, τα Καρβουντζούδια, τα Ζιουμταρούδια, τα Πατσιατζούδια, τα Παπαδούδια, τα Τατσιούδια, τα Ισπικούδια, τα Ιβανούδια, τα Αλεξούδια.

 

Τρέχοντας αφήσαμε πίσω την τουλουμπούδα, πηδήξαμε του Τσιάνκου το ρέμα, που ήταν ένα παγωμένο χαντάκι, ανεβήκαμε την ανηφόρα και κατεβαίνοντας προσπεράσαμε αδιάφορα τα πρώτα αμπέλια. Κανείς δεν έδωσε σημασία στην τουλούμπα  που ήταν  παγωμένη και αυτή, στο βαθούλωμα της γωνιάς του δρόμου, στην άκρη του παλιορύακου.

 Ήταν χειμώνας τώρα, δεν υπήρχε τίποτε να κόψουμε για να φάμε. Τα καλοκαίρια και το φθινόπωρο, οι ίδιες παρέες έσβηναν τις επιθυμίες τους και γέμιζαν τα στομάχια τους από το ζουμερά φρούτα του επίγειου παραδείσου των αμπελιών, όπου μαζί με τα κλήματα υπήρχαν ροδακινιές, μηλιές, ζαρντελιές, καρυδιές, βυσσινιές, κερασιές στου Μπαντόλα το αμπέλι, κυδωνιές στου Ντραγκάν, καϊσιές στου Λεωνίδα, μποστάνια με καρπούζια, αγγουράκια, ντομάτες.

 Ήταν όμως εκεί τους καλοκαιρινούς μήνες και ο μπάρμπα Γιώργης ο Τζίμος, Μπεχτσής, φύλακας άγγελος των αμπελιών, που τριγυρνούσε με τη βέργα, ανέβαινε με μια ξύλινη σκάλα σε ένα ψηλό δένδρο, παρατηρούσε τριγύρω όλη την έκταση και σφύριζε με τη σφυρίχτρα του. Έτσι αποφεύγονταν  οι μικροκλοπές από τα παιδιά και τους μεγάλους. Από το κλέψιμο του Μπεχτσή όμως, σχολίαζαν πικρόχολα, ποιος θα μας προστατέψει.

Τρέχοντας, όχι από βιασύνη, αλλά από την ανάγκη για λίγη ζεστασιά, βρεθήκαμε στο κέντρο του αμπελώνα, όπου η κοινότητα έκανε μια ποτίστρα, που γέμιζε νερό με την τουλούμπα. Έφτασαν  οι χωριανοί και από τον άλλο μαχαλά,  που ήλθαν από τη βαθυόστρατα, κατέβηκαν από το βοειδόκαρο παγωμένοι ο Παπά Μάρος,  ο Αστυνόμος και κάποιοι άλλοι που σκαρφάλωσαν στο δρόμο, πήρε ο σεβάσμιος ιερέας το χάλκινο γανωμένο μπαρατσούδ(ι), το γέμισε με νερό, κράτησε στα χέρια το σταυρό και την αγιαστούρα και άρχισε τον Αγιασμό, ψάλλοντας στην αρχή το απολυτίκιο του Αγίου Τρύφωνα: «Συ δε Τρύφων τί, το ξίφος θνήσκω φθάσας….».

Βγήκαν τα κασκέτα από το κεφάλι, σταυροκοπήθηκαν όλοι με ευλάβεια, αγιάστηκαν ένας ένας, πήρε ο καθένας στο μαστραπά λίγο αγιασμό και προχώρησαν να ραντίσουν τα κλίματα, βουτώντας τα τρία δάχτυλα στον αγιασμό. Έπρεπε να επαρκέσει ο αγιασμός, για όλα τα κλήματα, σε όλη την έκταση του χωραφιού.

Σύντομα ο καπνός από τις φωτιές που άναψαν κατά γειτονιές ανέβηκε στον παγωμένο ουρανό και η τσίκνα, από την πέτσα, τον παστό, τα λουκάνικα και τις ρέγκες, τρύπησαν, πιο πολύ τις μύτες των παιδιών που γυρόφερναν τη φωτιά, όχι μόνο να ζεσταθούν, αλλά κυρίως για κανένα κοψίδι, αν βέβαια περίσσευε από τους μεγάλους.

 

Το κρασί πολύ, οι μεζέδες λίγοι, αλλά τόσο νόστιμοι. Χαρούμενες βακχικές και διονυσιακές κραυγές, έφεραν κέφι, πειράγματα, γεμίσματα στο μαστραπά, σ΄ αυτόν που προηγουμένως πήραν τον αγιασμό  και «άσπρο πάτο».

Κάποια στιγμή ακούσθηκε και το ακορντεόν του Μανδραφίδη, «Σ΄αυτό τ΄ αλώνι το φαρδύ…..» και στήθηκε ο χορός στο άνοιγμα, δίπλα από το Γκουτσιάδ(ι)κο το αμπέλι.

Στο άκουσμα του ακορντεόν κατέφθασαν όλες οι παρέες. Οι μεζέδες τελείωσαν, κρασί όμως υπήρχε και όλοι χορεύοντας σήκωναν τη μπούκουα και τα μπουκάλια υμνώντας το Άγιο Τρύφωνα, ίσως και τον Διόνυσο, ούτε αυτοί ήξεραν, σταλάζοντας μικροποσότητες στο έδαφος, φωνάζοντας: «για σ΄ πεθαμέν(οι)….».

Έτσι σε λίγο τρικλίζοντας όλοι άρχισαν τις παλληκαριές. Ο μπάρμπα Χρήστος ο Πέτσιος έψαχνε αντίπαλο παλαιστή. Αμέσως από την άλλη άκρη πετάχτηκε ο νουνός μου ο Παναγιώτης ο Παρακευούδης. Έγινε ένας μεγάλος κύκλος και στη μέση τα δυο παλληκάρια. Πλησιάζουν να πιαστούν, αρπάζει ο Παναγιώτης από τη μέση το μπάρμπα Χρήστο,  που αμέσως διαμαρτύρεται:

-Σιγά ε αντάς(ι), κόμα δεν αρχίνσαμι.

Νέα λαβή του Παναγιώτη, νέα δικαιολογία του μπάρμπα Χρήστου, άλλες δυο τρεις προσπάθειες, τελικά η  πάλη  αναβλήθηκε γιατί ο μπάρμπα Χρήστος κατάλαβε ότι ο Παναγιώτης δεν ήταν εύκολος αντίπαλος.

-Τουραϊά, λέει ο Πασχάλης ο Πολυγένης, ποιος θέλει να κουσιάξουμι (τρέξουμε). Δεν θυμούμαστε τον αντίπαλο του, αλλά στο διακόσια μέτρα ο Πασχάλης τον άφησε εκατό μέτρα πίσω.

Πέρασε ώρα με γλέντι και πολλές άλλες παλληκαριές και πειράγματα, το κρασί τελείωσε και από το μεθύσι τρέκλιζε σχεδόν όλη η παρέα. Τότε ο μπάρμπα Μανώλης ο Γκουβιντίκς λέει στον αστυνόμο:

-Πέτρο, εγώ είμαι ο καλύτερος κυνηγός της περιοχής, μπορώ με το περίστροφό σου να χτυπήσω και δεκάρα στο τριάντα μέτρα.

Δεν έχασε καιρό ο αστυνόμος, έβγαλε το περίστροφο από τη θήκη, έστησαν ένα γκαζοτενεκέ στα είκοσι μέτρα, τραβήχτηκε ο κόσμος μακριά, εμείς οι πιτσιρικάδες κλείσαμε τα αυτιά μας για το θόρυβο της βολής και περιμέναμε.

Πρώτος έριξε ο Γκουβιντίκς. Ψάξανε για τρύπα στον τενεκέ, τίποτα. Δεύτερος έριξε ο μπαρμπα Μανώλης ο Μπαντόλας, τίποτα, τρίτος ο Ντελιϊάννης του Γιουβανούδ τίποτα, τέταρτος ο αστυνόμος τίποτα και αυτός. Άκαρπος και ο δεύτερος γύρος βολών, τελείωσαν και τα βόλια και ο Γκουβιντίκς έβγαλε ασφαλέστατο συμπέρασμα: «Το περίστροφο ήταν χαλασμένο». Κανείς δεν παραδεχόταν ότι, από το πολύ κρασί δεν έβλεπαν ούτε τη μύτη τους.

Ο αγιασμός των αμπελιών και φέτος έγινε όπως το ήθελε η παράδοση. Σταυροκοπήθηκαν πάλι προς τιμήν του Αγίου Τρύφωνα, προστάτη των αμπελουργών, έσταξαν «σπονδή» στο χώμα, τις λίγες σταγόνες που έμειναν στο μαστραπά, τιμώντας χωρίς να το γνωρίζουν τον Διόνυσο, τον προστάτη των αμπελουργών της αρχαιότητας και η πομπή ξεκίνησε για το χωριό, τρεκλίζοντας οι περισσότεροι στο δρόμο και  λιγοστοί, που το κρασί τους έκανε να μη μπορούν να σταθούν στα πόδια τους, ξαπλωμένοι ημιαναίσθητοι στο κάρο.

Μόνο ο παπά Μάρος, γλεντζές και μερακλής,  χαμογελούσε και διασκέδαζε με το πάθημα των άλλων. Δεν έπινε κρασί, επειδή πριν λίγο καιρό αφαίρεσε τη χολή του και ο γιατρός του συνέστησε  να πίνει μπύρα. Αλλά πού να βρεις μπύρα στα αμπέλια, ήταν και ακριβή. Στις Σιναπλιώτικες ίζβες (υπόγεια), μόνο μπόμπες με κρασί και τσίπουρο εύρισκες.

Πίσω από τους μεγάλους ακολούθησε και το τσούρμο το δικό μας. Φάγαμε λίγο ψωμί, γευτήκαμε και μείς λίγη πέτσα, δεν περίσσεψε τίποτε άλλο από τους μεγάλους, εισπνεύσαμε αρκετή τσίκνα, ήπιαμε κλεφτά λίγο κρασί, αρπάξαμε ένα γερό κρύωμα, για να έχουμε μνήμες εκείνης της εποχής και να τις διηγούμαστε σε σας.

Στο σπιτάκι, μετά την άσφαλτο δεξιά, στη άκρη της μικρής αυλής περίμενε, όπως κάθε χρόνο τέτοια μέρα, ανήσυχη, αλλά χαμογελαστή, η κυρία Κούλα, με το μικρό Γιαννάκη και τη μικρότερη Σταυρούλα, τον πατέρα τους, τον αστυνόμο κύριο Πέτρο. Κατέβηκε θριαμβευτικά από το κάρο, κεφάτος, υποβασταζόμενος λίγο από τον παπά Μάρο, ευδιάθετος, χαμογελαστός, απαλλαγμένος για λίγο, «με τη βοήθεια και ευλογία του Αγίου Τρύφωνα», από τα βαριά υπηρεσιακά του καθήκοντα.

Η περιοχή του αμπελώνα άλλαξε μορφή, έχασε πλέον την οντότητά της. Ο αναδασμός ισοπέδωσε τα πάντα. Χάθηκαν οι δρόμοι, ξεχάστηκε η βαθυόστρατα, εξαφανίσθηκε το παλιόρυακο, οι μικροϊδιοκτησίες. Χάθηκε η ομορφιά του τόπου και η πνευματική κληρονομιά των προηγούμενων γενεών. Έμειναν μόνο οι αναμνήσεις στους μεγάλους, από τα σταφύλια, τα καρύδια, τα καΐσια, τα μήλα, τα ροδάκινα, τα ζαρζαβατικά, τα νερά, την τουλούμπα, από τον επίγειο παράδεισο του αμπελώνα του χωριού.

Όποιος θέλει ας διαβάσει τις αναμνήσεις μας. Αν του αρέσουν, αν αγγίζουν την ψυχή του, ας τις κρατήσει ζωντανές, ας τις μεταδώσει και στους άλλους, ας φθάσουν και στις επόμενες γενεές.

Οι γυναίκες του Μορφωτικού Συλλόγου Μεσσούνης, η νέα γενιά, με τις λίγες μνήμες και τα  πολλά ακούσματα, από γονείς και παππούδες, τιμούν, κάθε χρόνο, με μεγαλοπρέπεια τον Άγιο Τρύφωνα, μέσα στην καρδιά του χειμώνα, στην όμορφη εκκλησία του χωριού και στο πανέμορφο παρεκκλήσι με τον περιποιημένο περιβάλλοντα χώρο του, που το δημιούργησαν πριν από μερικά χρόνια.

Ιανουάριος 2021

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.