Μια πολη χτισμενη με πορσελανη

Εκατό χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή

Ένα κεραμικό φλιτζάνι του τσαγιού δεν είναι μόνο για να πίνουμε το τσάι μας, ένα κεραμικό πιάτο κρεμασμένο στον τοίχο, αγορασμένο στο γαμήλιο ταξίδι των γονιών μας στη Ρόδο, δεν είναι μόνο ένα διακοσμητικό αντικείμενο, ένα κεραμικό κανάτι νερού με φολιδωτό μοτίβο δεν είναι μόνο το περιζήτητο τρόπαιο ενός συλλέκτη. Τα αντικείμενα της κεραμικής τέχνης αναδεικνύουν τον πολιτισμό και την ιστορική συνέχεια μιας κοινωνίας με γεωγραφικά, κοινωνικά, οικονομικά, τεχνολογικά, δημογραφικά δεδομένα.

Η Κιουτάχεια, μετά το Ιζνίκ, αναδεικνύεται από τον 15ο αι. και εντεύθεν στο δεύτερο σημαντικότερο αγγειοπλαστικό κέντρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Χτισμένη ανάμεσα σε ψηλά βουνά, στη βορειοδυτική ασιατική Τουρκία, αποτελεί ένα τυπικό δείγμα οθωμανικής πόλης. Εδώ, συνυπάρχουν διαφορετικές εθνοτικές και θρησκευτικές ομάδες: μουσουλμανική, αρμενική, ελληνορθόδοξη και εβραϊκή. Και παράγονται κεραμικά – προϊόντα πολυτελείας και υψηλής συνήθως καλλιτεχνικής αξίας.

Η Κιουτάχεια είναι μια πόλη «χτισμένη με πορσελάνη». Συνδέει τη ζωή της με την παραγωγή κεραμικών, που αξιοποιούν τα πλούσια κοιτάσματα εξαιρετικής ποιότητας αργίλου και άλλων ορυκτών πρώτων υλών της περιοχής. Η πόλη αποτελεί έναν κρίκο του πολιτισμού διέλευσης, καθώς είναι το σταυροδρόμι σημαντικών εμπορικών οδών που ένωναν την Ανατολία με το Αιγαίο, τη Μεσόγειο και τη Θάλασσα του Μαρμαρά. Μάλιστα, από το 1893, συνδέεται και σιδηροδρομικά με τη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη.

Ο ερευνητής και δικηγόρος Ντίνος Κόγιας, συγγραφέας του βιβλίου «Ενθύμιον Κιουτάχειας – Αποτυπώσεις της ιστορίας στην κεραμική της Κιουτάχειας», με την εμπεριστατωμένη εικοσαετή έρευνά του, καταγράφει, ερμηνεύει και αναλύει τις πολυδιάστατες πληροφορίες που αποτυπώνονται στην κεραμική τέχνη της Κιουτάχειας από το τέλος του 19ου αιώνα μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα.

Από το βιβλίο αναδύονται ανάγλυφα μερικές άγνωστες πτυχές της, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της κατοχής της πόλης από τον ελληνικό στρατό το διάστημα μεταξύ Ιουλίου 1921 με Αύγουστο του 1922, στην οποία και επικεντρώνεται. Η έκδοση είναι πλούσια εικονογραφημένη και δίγλωσση (ελληνικά/αγγλικά).

Ολόκληρη η ιστορία της Ανατολικής Μεσογείου διαχέεται σ’ ένα προϊόν περίοπτης κατανάλωσης. Στα αγγειοπλαστεία της Κιουτάχειας παράγονται τα κεραμικά πλακίδια που διακοσμούν τζαμιά, παλάτια του σουλτάνου, δημόσια οθωμανικά κτίρια, μνημεία, ναούς της Εγγύς Ανατολής. Παράγονται, επίσης, πολλά και διαφορετικά αντικείμενα καθημερινής χρήσης που απευθύνονται στις ανώτερες και μεσαίες κοινωνικές τάξεις, όπως βάζα, πιάτα, ποτήρια, φλιτζάνια καφέ και τσαγιού, ρακοπότηρα, δίσκοι, μπολ, μελανοδοχεία κ.τ.λ.

Σημαντικό ρόλο στην άνθηση της κεραμικής της Κιουτάχειας τους τελευταίους αιώνες διαδραματίζουν οι Αρμένιοι τεχνίτες. Τα πιο γνωστά εργαστήρια αυτής της περιόδου ήταν των αδελφών Hadji Minassian, του David Ohannessian, αλλά και του κορυφαίου μουσουλμάνου αγγειοπλάστη Hafiz Mehmed Emin Efendi. Αυτά συνεργάζονταν για την εκτέλεση μεγάλων παραγγελιών. Παράλληλα, στο δυτικό άκρο της πόλης λειτουργούσαν εννέα αγγειοπλαστεία των Ρωμιών, με σημαντικότερο εκπρόσωπό τους τον Μηνά Αβραμίδη. Τα προϊόντα της κεραμικής ταξιδεύουν· εξυπηρετούν την εγχώρια αγορά, τα Βαλκάνια και τη Δυτική Ευρώπη.

Στο εσωτερικό των εργαστηρίων αγγειοπλαστικής ο Κόγιας ρίχνει άπλετο φως, προσφέροντας στους ιστορικούς της οικονομικής και κοινωνικής ιστορίας άφθονα τεκμήρια. Περιγράφονται οι χώροι, τα μηχανήματα, ο καταμερισμός της εργασίας κατά φύλο και κατά ηλικία, οι όροι εργασίας, ο τρόπος λειτουργίας της συντεχνίας των αγγειοπλαστών.

Ο συγγραφέας συναρπάζει το αναγνωστικό κοινό με την ένταξη της κεραμικής της Κιουτάχειας σ’ ένα ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο, στο οποίο συμφύρονται διαφορετικές χρονικότητες. Ο μακρύς ιστορικός χρόνος με τη μετάβαση από την εποχή των αυτοκρατοριών στα εθνικά κράτη, ο μέσος χρόνος με την τοπική ιστορία της πόλης και τη λειτουργία των εργαστηρίων αγγειοπλαστικής, ο στιγμιαίος χρόνος που σημαδεύεται από συγκυρίες και πολεμικά γεγονότα.

Ο σχεδιασμός, η καλλιτεχνική επιμέλεια και η εξαιρετική φωτογράφιση των αντικειμένων από τον Νίκο Διονυσόπουλο εναρμονίζουν την αξία τεκμηρίωσης με την υποδειγματική τυπογραφική αισθητική της έκδοσης.

Ξεφυλλίζοντας το βιβλίο ο αναγνώστης παρατηρεί τις φωτογραφίες, κατανοεί και αξιοποιεί την αφήγηση.

Τα κεραμικά συνυφαίνονται με την ιστορία και η κεραμική αναδεικνύεται ως προνομιακό σημείο θέασης κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών εξελίξεων. Στο πιάτο από την Κιουτάχεια, αναμνηστικό της ανακήρυξης του Συντάγματος του 1908, που καθιέρωσε την ισοπολιτεία ανεξάρτητα από γένος και θρησκεία, αποτυπώνεται στα γαλλικά –με κάποια ορθογραφικά λάθη– το σύνθημα «Ισότητα-Αδελφότητα-Δικαιοσύνη». Στις αρχές του 1910, στο πιάτο του δεξιοτέχνη αγγειοπλάστη Μηνά Αβραμίδη, δεσπόζει η εικόνα του διαδόχου του ελληνικού βασιλικού θρόνου με την επιγραφή «Κωνσταντίνος ο διάδοχος των Ελλήνων». Το πιάτο αυτό επικυρώνει με άριστο τρόπο ότι η εποχή της ειδωλοποίησης του διαδόχου του ελληνικού θρόνου έχει ήδη ξεκινήσει.

Από τα τέλη του 19ου αιώνα, η επιγραφή σ’ έναν μεγάλο αριθμό αγγείων «Ενθύμιον Κιουτάχειας» με αραβική, λατινική και ελληνική γραφή αποδεικνύει πτυχές της πλουτοφορίας της πόλης: εξαγωγές προς την Ευρώπη, ένταση του περιηγητικού ρεύματος λόγω της σιδηροδρομικής γραμμής Βαγδάτη-Κωνσταντινούπολη, συμμετοχή των κεραμικών στις διεθνείς εκθέσεις των ευρωπαϊκών πρωτευουσών, αύξηση της εμπορικής αναγνωρισιμότητας των κεραμικών.

Την ανοδική πορεία ανακόπτει ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο οποίος παραλύει την οικονομία της πόλης. Οι άντρες επιστρατεύονται, τα εργαστήρια κλείνουν λόγω διακοπής του εμπορίου και των κρατικών αναθέσεων.

Με κομμένη την ανάσα ο αναγνώστης παρακολουθεί την κατάληψη της Κιουτάχειας από τον ελληνικό στρατό, στις 4 Ιουλίου 1921. Στιγμιότυπα της καθημερινότητας και η ατμόσφαιρα από τις ιστορικές εκείνες στιγμές μεταφέρονται ανάγλυφα στο κείμενο και εντάσσονται στην αφήγηση των γεγονότων. Οι Ελληνες, αξιωματικοί, στρατιώτες, πολεμικοί ανταποκριτές και φωτογράφοι, εντυπωσιάζονται από την πόλη και γίνονται περιζήτητες οι «πορσελάνες» της.

Αποτελούν ένα αναμνηστικό του νικηφόρου πολέμου, που θα μεταφέρουν οι στρατευμένοι στον τόπο τους, στο σπίτι τους ή ως δώρο στους αγαπημένους τους. Τα περισσότερα αγγεία γράφουν με κεφαλαία ελληνικά γράμματα «ΕΝΘΥΜΙΟΝ ΚΙΟΥΤΑΧΕΙΑΣ» ή «ΚΙΟΥΤΑΧΕΙΑ», το έτος «1921» και «Κατάληψις Κιουταχείας υπό του ελληνικού στρατού 4/7/1921» ή «1922». Αλλοτε, αναγράφονται τα αρχικά ή και ολόκληρο το όνομα του ιδιοκτήτη τους μετά τη σχετική παραγγελία. Στην πλειονότητά τους είναι σερβίτσια, βάζα, μποτίλιες νερού και κρασιού ή ρακής, δίσκοι και τσαγιέρες.

Η ελληνική κατοχή της Κιουτάχειας διήρκεσε μόλις ένα έτος, έναν μήνα και 14 ημέρες. Με την υποχώρηση του ελληνικού στρατού στα μέσα Αυγούστου του 1922 ξεκινά και η αποχώρηση του χριστιανικού της πληθυσμού. Η πόλη χάνει τον πολυπολιτισμικό και πολυεθνικό χαρακτήρα της. Ο πόλεμος διακόπτει βίαια μια συνύπαρξη αιώνων των τριών μεγαλύτερων κοινοτήτων της.

Οι περισσότεροι από τους Ρωμιούς πρόσφυγες της Κιουτάχειας εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη, στη Δράμα, στην Ξάνθη, στην Κομοτηνή, στη Φλώρινα και στον Πειραιά. Ανοιξαν τα δικά τους εργαστήρια και ίδρυσαν ή στελέχωσαν τα εδώ αναδυόμενα εργοστάσια αγγειοπλαστικής, συνεχίζοντας την παράδοση της κεραμικής τέχνης.

Η Ελλάδα του 1930 ζει στους ρυθμούς της έντονης αστικοποίησης. Ο υλικός πολιτισμός που υιοθετεί ο αστικός εκσυγχρονισμός εμπεριέχει κεραμικά σερβίτσια και διακοσμητικά αντικείμενα. Η αναζήτηση μιας νέας ελληνικής, πολιτισμικής ταυτότητας με εθνικά χαρακτηριστικά επιβάλλει νέα αισθητικά πρότυπα, που στηρίζονται στην «ελληνικότητα». Στις δύο μεγαλύτερες επιχειρήσεις κεραμικής, την «ΚΙΟΥΤΑΧΕΙΑ ΑΑΕ» και την «ΚΕΡΑΜΕΙΚΟΣ ΑΑΕ», τα διακοσμητικά θέματα που είναι εμπνευσμένα από τα μοτίβα της Κιουτάχειας χαρακτηρίζονται ως «μικρασιατικός» ρυθμός, τα διακοσμητικά θέματα με τις τουλίπες και τα άνθη από το Ιζνίκ ως «ροδιακό στιλ», ενώ κεραμίστες επισκέπτονται ελληνικά και ξένα μουσεία, αντιγράφοντας παραστάσεις από αρχαιοελληνικά αγγεία. Η αρχαιοελληνική παράδοση καθιερώνεται στην ελληνική κεραμική.

Αρμένιοι πρόσφυγες κεραμίστες με επικεφαλής τον D. Ohannessian, καθώς και τους Ν. Balian και Μ. Karakashian μεταλαμπαδεύουν στην Ιερουσαλήμ τις τεχνικές και τα διακοσμητικά μοτίβα της οθωμανικής Κιουτάχειας. Ταυτόχρονα ενσωματώνουν στις δημιουργίες τους την τοπική παράδοση. Ενα νέο στιλ δημιουργείται: η «αρμενική κεραμική της Ιερουσαλήμ».

Από την άλλη, στην τουρκική Κιουτάχεια, μετά το 1922, νεαροί Τούρκοι τεχνίτες συνεργάζονται και επαναλειτουργούν τα εργαστήρια κεραμικής. Από τότε μέχρι σήμερα στην Τουρκία εργοστάσια με σύγχρονα μηχανήματα και με τεχνολογικές αλλαγές στην κατασκευή των κεραμικών συνεργάζονται, συνενώνονται, συγχωνεύονται και επανιδρύονται με στόχο την επίτευξη οικονομιών κλίμακας, καθώς και τη βελτίωση της παραγωγικότητας. Το 1991 λειτουργούν περίπου 50 εργαστήρια και 100 καταστήματα πώλησης κεραμικών.

Το 2016 η κεραμική τέχνη της Κιουτάχειας καταχωρίζεται στον κατάλογο της Αϋλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας, ενώ το 2017 η πόλη εντάσσεται στο Δίκτυο Δημιουργικών Πόλεων της UNESCO.

Σήμερα η Κιουτάχεια παραμένει το μεγαλύτερο κέντρο παραγωγής κεραμικών στην Τουρκία με εξαγωγές σε πολλές χώρες.

ΥΓ. Τα περισσότερα από τα αντικείμενα που περιέχονται στην έκδοση εκτίθενται και στην ομώνυμη περιοδική έκθεση («Ενθύμιον Κιουτάχειας») στο Μουσείο Ισλαμικής Τέχνης (Αγίων Ασωμάτων 22 και Διπύλου 12), η οποία συνεχίζεται μέχρι τις 27 Μαρτίου 2022.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.