Μια «ανισορροπη» μητρικη αγαπη

Κονστάνς Ντεμπρέ, “Love me tender”, Χαρά Σκιαδέλλη μτφρ., εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2023, 168

Μάνα, μητέρα, μαμά: ο καθένας από εμάς είναι σε θέση να αποδώσει έναν μοναδικό ορισμό για αυτό το πρόσωπο. Υπάρχουν άπειρα είδη μητέρων ανά τον κόσμο, άλλες κατάφεραν να αναθρέψουν τα παιδιά τους, άλλες όχι, κάποιες μάλιστα δεν κατάφεραν καν να τα γνωρίσουν, ενώ άλλες τα «απομάκρυναν» από τη ζωή τους, για να μεγαλώσουν σε ένα καλύτερο περιβάλλον. Μια από τις δισεκατομμύρια μανάδες ανά τον κόσμο είναι και η Ντεμπρέ, μόνο που στην περίπτωσή της η απόσταση που έχει με το παιδί της δεν προέκυψε εθελούσια, αλλά μάλλον μοιραία, θα έλεγε κανείς.

Το “Love me tender” της Κονστάνς Ντεμπρέ, το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις σε μετάφραση Χαράς Σκιαδέλλη, είναι μια απόλυτα ειλικρινής αυτοβιογραφία για τη γυναίκα και τους ρόλους που αναλαμβάνει. Η ανδροκρατούμενη κοινωνία μέσα στην οποία ζει, οι συμβατικές ζωές που ακολουθούν εκατομμύρια γυναίκες, ο αβάσταχτος και καμιά φορά αναπόφευκτος πόνος, η αργοπορημένη επανάσταση και, τέλος, η πολυαναμενόμενη απελευθέρωση αποτελούν κάποια από τα ζητήματα που θίγει το έργο της Ντεμπρέ.

Η μυθιστορηματική ηρωίδα Ντεμπρέ είναι ποινικολόγος, σύζυγος του Λωράν και μητέρα του μικρού Πωλ. Η Ντεμπρέ εγκαταλείπει τη συζυγική της στέγη, με τον Πωλ να είναι μόλις πέντε χρόνων και, για τα επόμενα τρία χρόνια που ακολουθούν, να ζει τη μια εβδομάδα με τον πατέρα του και την άλλη με τη μητέρα του. Η ζωή της Ντεμπρέ παίρνει τέτοια τροπή, που αποφασίζει να ζητήσει από τον σύζυγό της διαζύγιο, αφού πρώτα του ανακοινώσει πως είναι λεσβία. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ο Λωράν να κηρύξει έναν βίαιο πόλεμο εναντίον της, δίχως ηθικούς φραγμούς, χρησιμοποιώντας τον Πωλ ως εργαλείο άσκησης πίεσης. Καταφεύγει στα δικαστήρια, διεκδικώντας την αποκλειστική επιμέλεια του γιου τους, χρησιμοποιώντας αθέμιτα μέσα: ψευδείς κατηγορίες εις βάρος της Ντεμπρέ, οι οποίες αφορούν τα ενδιαφέροντά της και, κυρίως, το ότι είναι μια ανίκανη μητέρα, εξαιτίας της σεξουαλικότητάς της. Δεν μπορεί να βλέπει τον Πωλ, παρά μόνο με την παρουσία ψυχολόγου, με τον Λωράν να επεμβαίνει άμεσα, φροντίζοντας να περιοριστούν οι συναντήσεις μάνας –γιου και, γενικότερα, η κάθε επαφή τους. Οι κινήσεις του φαίνεται να πιάνουν τόπο, ωστόσο το μέλλον είναι αβέβαιο. Ενδέχεται ο Πωλ να ψάξει την Ντεμπρέ, να προσπαθήσει να διατηρήσει τον δεσμό τους και να κηρυχθεί επάξια ως ο καλύτερος άντρας που πέρασε από τη ζωή της.

Έχουμε εν ολίγοις να κάνουμε με ένα μυθιστόρημα που μιλά για μια διαφορετικού είδους μητρική αγάπη, η οποία, παρόλο πουμεταλλάσσεται, δεν παύει να υπάρχει, για την κόντρα ενάντια στην «κανονικοποίηση» που επιβάλλει η κοινωνία, καθώς και τις δυσκολίες που υπάρχουν εφόσον αποφασίσεις να διεκδικήσεις τα δικαιώματά σου υπό νέες συνθήκες.

Η Ντεμπρέ του παρελθόντος ήταν μια αναγνωρίσιμη ποινικολόγος, σύζυγος και μητέρα ενός αγοριού, που κάποτε είχε πλούσια μαλλιά, ζούσε μια όμορφη ζωή με μια πετυχημένη καριέρα και πολλούς φίλους και που σύχναζε στα γραφικά καφέ- μπιστρό του Παρισιού. Η Ντεμπρέ του σήμερα κυκλοφορεί με ξυρισμένο κεφάλι, τατουάζ σε όλο της το σώμα και με απλοϊκό ενδυματολογικό στυλ. Ζει κάτω από άθλιες συνθήκες, φλερτάρει και συνάπτει εφήμερες σχέσεις με κορίτσια, χωρίς υποχρεώσεις και υποσχέσεις που πρέπει να τηρηθούν.

Το βιβλίο περικλείεται από ευθύ, απόλυτα ειλικρινή λόγο, με ορισμένα σημεία του να φαίνονται κάπως αποκρουστικά, ωστόσο είναι αυτά που του προσδίδουν μια ιδιαίτερη γοητεία. Η Ντεμπρέ δεν θέλει να τη λυπηθεί το αναγνωστικό της κοινό: ο πόνος που δημιουργείται από την απουσία της στη ζωή του Πωλ, την οδηγεί σε σκέψεις σκοτεινές, ωμές, με έντονο συναισθηματικό φορτίο, που αγγίζει τη ματαιοδοξία και παρουσιάζει τη μητρότητα ως κάτι το ύπουλο. «Δεν είμαι μητέρα. Φυσικά και όχι. Ποια θα ήθελε να είναι; Εκτός από εκείνες που δεν τα κατάφεραν σε τίποτα. Όσες απέτυχαν τόσο πολύ σε όλα, που δεν βρήκαν παρά μόνο αυτήν την ιδιότητα για να εκδικηθούν τον κόσμο», τονίζει.

Παρόλ’ αυτά δεν έχει σκοπό να πληγώσει κανέναν, ούτε καν τον πατέρα της και τον άντρα της, τους δύο άντρες που την πλήγωσαν περισσότερο απ’ όλους. Πιο πολύ μας παραθέτει τις απόψεις της, τα ερωτήματά της, αφήνοντας μια αίσθηση απορίας για το πώς θα μπορέσει να αγαπήσει τον γιο της, με τα ήδη πολλά προβλήματα που ταλανίζουν τη ζωή της. Μέσω της σεξουαλικότητάς της, βρίσκει έναν τρόπο να εκφραστεί και να νιώσει ευτυχής, παρά τα αμέτρητα εμπόδια που υπάρχουν εξαιτίας της, μιλώντας για μια χώρα όπως η Γαλλία, με θεσμοθετημένο νομικό πλαίσιο γύρω από έμφυλα ζητήματα. «Δεν χρειαζόταν να προσποιούμαι. Ίσως να μην είχα γίνει ποτέ λεσβία αν δεν ήμουν η μητέρα του, ίσως να μην είχα τολμήσει, ίσως να μην είχα καταλάβει ποτέ», γράφει χαρακτηριστικά.

Λίνα Πανταλέων, «Το μυθιστόρημα σε προκαλεί να συνδιαλλαγείς μαζί του»

Η Λίνα Πανταλέων, συγγραφέας και κριτικός βιβλίων, γράφει στο “Literature.gr” για το “Love me tender”: «Ευτυχώς έχουμε πάντα να κάνουμε με βιβλίο και όχι με πραγματικό πρόσωπο. Ίσως η αληθινή Ντεμπρέ να είναι πιο συμπαθητική από την αφηγήτρια Ντεμπρέ. Το βιβλίο της, όμως, παραμένει ερεθιστικό, ανοιχτό τόσο σε ενστάσεις όσο και σε παράφορες επιδοκιμασίες. Σε προκαλεί να συνδιαλλαγείς μαζί του.

Δίχως αμφιβολία το πιο ενδιαφέρον στοιχείο της προβληματικής είναι η διερώτηση για τις αποσιωπημένες στρεβλότητες της αγάπης. Η Ντεμπρέ μιλάει απερίφραστα για τη βία, για την ανύποπτη κακία της αγάπης. Η συλλογιστική της πληγώνει πρώτα απ’ όλα την ίδια. Διότι πέρα από τον κυνισμό, την αλαζονεία και τον ναρκισσισμό, υπάρχει η πίστη σε μια ιδεατή αγάπη. Παραδόξως, η Ντεμπρέ παραμένει δέσμια ενός ακατάλυτου ρομαντισμού. “Ίσως να μην αξίζει και πολλά ο γελοίος ρομαντισμός μου”. Μάλλον απότοκος αυτού του γελοίου ρομαντισμού είναι ο γλυκερός τίτλος του βιβλίου, που στάζει ειρωνεία».

Λίγα λόγια για την Κονστάνς Ντεμπρέ

Η Κονστάνς Ντεμπρέ γεννήθηκε το 1972 στο Παρίσι. Σπούδασε Nομική και εργάστηκε ως δικηγόρος. Πρόκειται για την κόρη του διάσημου Γάλλου δημοσιογράφου Φρανσουά Ντεμπρέ και εγγονή του πρώην πρωθυπουργού και προέδρου της Γαλλικής Δημοκρατίας Σαρλ Ντε Γκωλ. Στο παρελθόν έχει εκδώσει και άλλα βιβλία, όπως το “Play Boy”που έλαβε το Βραβείο de la Coupole και το “Nom”. Το “Love me tender” τιμήθηκε με το βραβείο του περιοδικού “Les Inrockuptibles” το 2020.

*Η Αναστασία Χαλβατζοπούλου είναι τεταρτοετής φοιτήτρια του ΤμήματοςΕλληνικής Φιλολογίας ΔΠΘ και επιμελήθηκε το παρόν κείμενο στο πλαίσιο της πρακτικής της άσκησης τον Μάιο του 2023.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.