Μεσσουνιωτικα μασαλια (μερος δευτερο)

Πριν μερικές ημέρες (29-8-2018), έστειλα και  δημοσιεύθηκαν στην εφημερίδα «Παρατηρητής Θράκης», δυο μασάλια της Μεσσούνης με τίτλο «Μεσσουνιώτικα μασάλια, στο  δικό μας Σιναπλιώτικο γλωσσικό ιδίωμα», που φαίνεται από τους δείκτες αναγνωσιμότητας, τα πολλά τηλέφωνα και email που έλαβα, ότι άρεσαν στους αναγνώστες και ιδιαίτερα στους Μεσσουνιώτες-Σιναπλιώτες και όλους τους Ανατολικορουμελιώτες.

Μετά από παράκλησή τους, στέλνω για δημοσίευση  άλλα δύο μασάλια, από μια εικοσάδα που κατέγραψα, με την παράκληση, για άλλη μια φορά, να καταγράψουν, όπως μπορούν,  τις όμορφες αφηγήσεις των προηγούμενων γενεών, που ακόμα είναι ζωντανές και ακούγονται με την ντοπιολαλιά μας.

Οι αφηγήσεις αυτές, τα μασάλια, φέρνουν μνήμες, διηγούνται ιστορίες, αναδεικνύουν τον τρόπο ζωής σε συγκεκριμένες παρελθούσες εποχές, που είναι μέρος της ιστορίας της επαρχίας, του χωριού μας.

Ακόμη μια παράκληση: Όλοι οι νέοι, που πραγματικά βλέπω ότι διψούν για πληροφόρηση και για την παράδοση του χωριού μας, να διαβάσουν το βιβλίο, ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΡΩΜΥΛΙΩΤΩΝ ΜΕΣΣΟΥΝΗΣ ΡΟΔΟΠΗΣ, που εξέδωσε το 1985, ο ΜΟΡΦΩΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΜΕΣΣΟΥΝΗΣ. Τα κείμενα, η επιμέλεια, η συλλογή πληροφοριών και εικόνων, η έκδοση, είναι ένα πραγματικό θαύμα που πέτυχε ο νεαρός τότε δάσκαλος Γιάννης Αλεξίδης, γενικός γραμματέας του συλλόγου, που δυστυχώς, σχεδόν από τότε απέχει από τα κοινά της ζωής του χωριού.

Οι 184 σελίδες του είναι ένας λαογραφικός θησαυρός, που δεν αφορά μόνο τους Μεσσουνιώτες. Πού θα το βρείτε; Ασφαλώς υπάρχει στα σπίτια σας. Αν δεν υπάρχει, τώρα πλέον είναι εύκολη μια ηλεκτρονική ανατύπωση και ανάρτηση του, για χρήση από όλους.

Το νυχτέρι και η Ντόντου 

Τα νυχτέρια στα σπίτια ήταν συνηθισμένα στη Μεσσούνη. Οι άνδρες το απόγευμα έφευγαν για το καφενείο και οι γυναίκες, παίρνοντας τη ρόκα ή το πλεχτό μαζί τους επισκέπτονταν συνήθως τα γειτονικά σπίτια, εφόσον βέβαια δεν ήταν μαλωμένοι, για ασήμαντη αφορμή.

Ένα βράδυ λοιπόν, στο σπίτι του Τέλιου του Τατσιούδ (Στέργιος Τατσίδης), ήλθε με τη ρόκα της, το αδράχρι, το σφοντύλι και δυο τρεις τούπες μαλί, η φίλη και γειτόνισσά τους λέλιου (κυρά) Κατίνα, η γυναίκα του Χρήστου του Παρασκευούδη.
Κάθισαν οι δυο γυναίκες στο μικρό το κουζινάκι, που ήταν αριστερά όπως έβλεπες το σπίτι, η γκαζόλαμπα έδινε το λιγοστό της φως, η μία έγνεθε και η άλλη έπλεκε τσουράπια για τους άνδρες. Άνοιξε η συζήτηση, έλεγαν τα νέα, κουτσομπόλευαν τα γενόμενα και η ώρα περνούσε ευχάριστα.

Μέσα στην κουζίνα έπαιζαν και οι δυο αδελφούλες, η Ντόντου (Θεοδώρα), επτά χρονών και η Γιαννούλα τεσσάρων. Η Ντόντου, πείνασε και είπε σιγανά, αλλά επιτακτικά  και συνωμοτικά  στο αυτί στη μάνα της:
-Μάνα πείνασα.
Η μάνα, της ψιθύρισε κάτι στο αυτί:
-Κάτσει λίγου, δα νυχτώσ΄, δα φύβγει η λέλιου Κατίνα κι θα συ βάου να φας.
Υπάκουσε η Ντόντου, δεν πέρασαν όμως δυο τρία λεπτά, ξανά η ίδια στιχομυθία, που σε ένα πεντάλεπτο επαναλήφθηκε πολλές φορές.
Το στομάχι της Ντόντους γουργούριζε, δεν άντεχε άλλο, η λέλιου η Κατίνα δεν έφευγε, οπότε η Ντόντου, με γρήγορες και αποφασιστικές κινήσεις, παίρνει το κάθισμα, πλησιάζει στον τοίχο, όπου η  λάμπα κρεμόταν στο καρφί, ανεβαίνει στο κάθισμα, κάνει ένα δυνατό φούουουου! Πάνω από το λαμπογυάλι, έσβησε η λάμπα, βυθίστηκε στο σκοτάδι το μικρό κουζινάκι και πριν ακόμη κατεβεί από το κάθισμα, είπε θαρραλέα, δυνατά και ανακουφισμένη:
-Ούφ, άιντι, να νυχτώσ΄ να φύβγει η λέλιου η Κατίνα, να φάμει κι μείς.
Σύξυλη η λέλιου Κατίνα, ζεματισμένη η κυρά Τσιτιά (Τασούλα), διέλυσαν το νυχτέρι.
Δεν γνωρίζω τι έγινε, αλλά όλοι μπορούμε να φανταστούμε. Μάλλον, αντί για φαΐ εκείνο το βράδυ, η Ντόντου, γεύτηκε μόνο ξύλο από τη μάνα της και κοιμήθηκε τιμωρημένη, με κλάματα, τόσο των ματιών της, όσο και της κοιλιάς της, από το γουργουρητό και την πείνα.

Η φουκαριάρα η κυρά Τσιτσιά, πόσες και πόσες δικαιολογίες δεν είπε στην κυρά Κατίνα. Δεν πέρασαν όμως δυο τρεις μέρες και με τις κόρες της, τη Ντόντου και την Γιαννούλα, προσπερνώντας το καζάνι του πάππου Νικόλα, που έβραζε τα τσίπουρα, κάθισαν, για άλλη μια φορά, στον οντά της λέλιους Κατίνας, για τη συνέχεια της συζήτησης, στο καθιερωμένο νυχτέρι, να μασαλέψουν για λίγες ώρες.
Άιντι Ντόντου, αν δεν έγιναν έτσι τα γεγονότα, τότε ευχαρίστως θα ακούσουμε να διηγηθείς εσύ τα κατορθώματά σου.
Και κάτι ακόμη, στο χορό γιατί χορεύεις ανάποδα!!! 

Οι σαράντα κατμάδες 

Στα παιδικά μου χρόνια έκανα πολύ παρέα με το Δημητράκη το Πασιούδ. Στην αυλή τους τριγυρνούσε ο συμπαθέστατος παππούς του, γνωστός με το παρατσούκλι «Πασιάς».
Το παρατσούκλι το έφερε «κειμήλιο» από την πατρίδα, το Σιναπλή.
Κατατάχθηκε να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία στο Βουλγαρικό στρατό και σαν καλός στρατιώτης που ήταν, προήχθη σε υποδεκανέα. Ήλθε στο Σιναπλή, με πλάκα το γαλόνι. Οι γυναίκες ρωτούσαν τη μάνα του τι είναι αυτό που έχει ο γιός της,  τι έγινε στο στρατό  και εκείνη προσπαθούσε να εξηγήσει λέγοντας:
-Να, ίγκεν στου στρατό τρανός.
Τι τρανός μαρή Μαρία.
Να τρανός σας λέου, πουλή τρανός, να ίγκειν Πασιάς.
 Έτσι κόλλησε και έμεινε ο Πασιάς.
Όμως το Πασιάς συνοδευόταν πάντα με αμφισβήτηση των λεγομένων του, τόσο που και αλήθεια να έλεγε, κανείς δεν τον πίστευε.
Για τους χωριανούς, πάππους Πασιάς, ίσον ψεύτης.
Όταν κάποιος στο χωριό έλεγε υπερβολές, μικροψέματα ή ψέματα, οι άλλοι δεν λέγανε «σταμάτα βρε ψεύτη», αλλά με νόημα ειρωνικό και ερωτηματικό «Πασιάααα! εεεε, πασιά!!!»
Το μεγάλο ψέμα που του καταλόγιζαν, ήταν, πως κάποτε που συζητούσαν για φαΐ, είπε και επέμενε σε όλη του τη ζωή, ότι δήθεν έφαγε, σε μια καθισιά, σαράντα κατμάδες (κατιμάς- μεγάλη  κρέπα), δηλαδή, με τους ευνοϊκότερους υπολογισμούς, δέκα κιλά ζυμάρι.
Πιστεύω ότι, για να «βγήκε το όνομά του» και να έμεινε ιστορικό, από το Σιναπλή στη Μεσσούνη, μάλλον έδινε τακτικά δικαιώματα στους συγχωριανούς και δεν ήταν μόνο οι κατμάδες.
Ο εγγονός του ο Βασίλης, είπε μια μέρα στην παρέα μας στο καφενείο:
-Όταν ήμουν μικρός, ένα βράδυ ήρθε ο παππούς από του Λεωνίδα το μαγαζί, έξω φρενών,θυμωμένος, νευριασμένος και συνεχώς μονολογούσε βρίζοντας.
-Τι έχεις πατέρα και είσαι τόσο θυμωμένος, τον ρώτησε η μάνα μας, η Ντόντου.
-Τι νάχου μαρί νύφ, ακούς ικεί, πιός, η Μπούρνης, να μη πει μένα ότι χτες από τέσιαρις αράδες αμπέλ έβγαουαν έξ αμάξια σταφύλια. Συ πιόν, συ μένα, που ψιμάτσα ούλου τουν ντουνιά, να μη ψιματείς, πιός, η Μπούρνης, τέτιου τρανό ψέμα.
Ήταν αδύνατο να χωνέψει το θράσος του Μπούρνη, να του πάρει την πρωτοκαθεδρία, τον τίτλο του «αρχιψεύτη». Ήταν και κείνος ψεύτς, αμά δεύτερης κατηγορίας.
Γλυκιά ανάμνηση η μορφή του στις παιδικές μου αναμνήσεις, πέρασαν πολλά χρόνια να μάθω το πραγματικό του όνομα, Κωνσταντίνος Σκουδραμούδης, που τον έζησα από κοντά παρέα με τα θαυμάσια εγγόνια του, φίλοι παντοτινοί, τα «Πασιούδια».

Δεν άκουσα κανένα ψέμα του, ίσως δεν θυμάμαι ή πιθανόν να μας έλεγε πολλά, αλλά τόσο πειστικά, που φαίνονταν αληθινά.
Χαλάλη του….. και αιωνία η μνήμη του.

Σημείωση: Κατμάς, ήταν ζυμαρικό, που η παρασκευή του είναι ίδια με την σημερινή παρασκευή της κρέπας, μόνο που χρησιμοποιούσαν πολύ περισσότερο ζυμάρι.
Το ζυμάρι, σε μορφή χυλού, έπεφτε πάνω στο σάτσι, που ήταν στρογγυλό, πήλινο, επίπεδο σκεύος,  με προεξοχές χείλους στην περιφέρεια, αλειμμένο συνήθως με χοιρινό λίπος και ψηνόταν στην πυροστιά.
Τον έτρωγαν ζεστό, μερικές φορές με λίγη ζάχαρη ή πετιμέζι, όταν υπήρχαν στο κελάρι.

Οκτώβριος 2018

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.