Μεσσουνιωτικα μασαλια, με το Σιναπλιωτικο μας γλωσσικο ιδιωμα

Τι εννοούσαν οι Μεσσουνιώτες, όταν έλεγαν: μασάλια, μασαλεύουμε, μασαλέψουμε

Μασάλια. Όταν ρωτούσαν τις γυναίκες που καθόντουσαν στις παρέες της γειτονιάς τα βράδια, τι κάνετε, απαντούσαν, «μασαλεύουμε».
Τι λέτε εσείς σε κείνο το τραπέζι, ρωτούσε ο επισκέπτης του καφενείου, «μασάλια» απαντούσαν, οι παππούδες.
Ελάτε στο σπίτι το βράδυ, να «μασαλέψουμε» λίγο, ήταν η πρόσκληση για συνάντηση.
 
Τι εννοούσαν όμως οι Μεσσουνιώτες, όταν έλεγαν: μασάλια, μασαλεύουμε, μασαλέψουμε.
Κάτι σαν παραμύθι, όμορφη αφήγηση, ανάμεσα στην αλήθεια και το ψέμα, στην πραγματικότητα και τη φαντασία. Κουτσομπολιά, συζητήσεις χωρίς θέμα, απλά κουβέντα να γίνεται. Είναι καλύτερα όταν το μασάλι αφορά συγκεκριμένους ανθρώπους, που η καθημερινότητά τους ήταν μια ιστορία, γίνονται όμως καταπληκτικά, ιδιαίτερα στον προφορικό λόγο, όταν ο αφηγητής είναι ταλαντούχος. Το μασάλι θέλει τέχνη. Δεν έχει κοροϊδευτικό, αλλά μπορούμε να πούμε χαλαρωτικό, διασκεδαστικό, παιδευτικό σκοπό και χαρακτήρα.
Το μεγαλύτερο ρόλο στο μασάλι παίζει ο τρόπος και η προφορά στην αφήγηση.
Επειδή δεν έχω την δυνατότητα και την ευκαιρία της προφορικής παρουσίασης, θα προσπαθήσω να μεταφέρω δυο μασάλια, από τα πολλά που κατέγραψα, στο δικό μας το Σιναπλιώτικο ιδίωμα, να τα «μελετήσουν» οι Σιναπλιώτες και να τα αφηγηθούν οι κατάλληλοι, στις παρέες τους, ώστε και μνήμες να ξεσηκώσουν και η Σιναπλώτικη λαλιά να περάσει στα αυτιά των νεώτερων. Ας μην είναι μουσειακό είδος η καθαρώς Ελληνική λαλιά των προγόνων μας, με την οποία μεγάλωσε και γαλουχήθηκε και η δικιά μας γενιά.
Καταγράψτε, φίλοι μου, όπως μπορεί ο καθένας, τα μασάλια που θυμούνται ή αφηγούνται κάποιοι στις παρέες, ώστε να παραδοθούν, άυλη κληρονομιά, στους νεώτερους, που δείχνουν μεγάλο ενδιαφέρον και δεν είναι λίγοι.

1. Άφκιμι ε, άφκιμι (άφησέ με) 

Αρχή της δεκαετίας του πενήντα, οι περιφράξεις των σπιτιών της Μεσσούνης και όλης της επαρχίας, ήταν κατασκευασμένες με τσαλιά. Επιστρέφοντας από το μακρινό χωράφι ο νεαρός και γεροδεμένος Στάικος, έφερε λίγα τσαλιά, και προσπαθούσε να συμπληρώσει το φράχτη.
Ο γείτονάς του ο Κώτσιος, κοντός, μικροκαμωμένος, λιπόσαρκος, πολυλογάς και γκρινιάρης, μόλις είδε τον Στάικο να τακτοποιεί την περίφραξη, πλησίασε αγριεμένος και άρχισε να φωνάζει, απειλώντας θεούς και δαίμονες, ότι δήθεν ο Στάικος έσπρωξε το φράχτη προς το μέρος του, κλέβοντας μερικούς πόντους από το οικόπεδο.
Άκουσαν οι γείτονες τις φωνές του Κώτσιου, έτρεξαν και οι μακρινότεροι, λίγοι να αποτρέψουν τη φασαρία και οι περισσότεροι να απολαύσουν τα τεκταινόμενα.
Όσο ο κόσμος μαζευόταν, τόσο ο Κώτσιος ανέβαζε τη φωνή του.
Ο Στάικος, ήρεμος άνθρωπος,  ακουμπισμένος στο δικράνι, κοίταζε υπομονετικά, χαμογελαστός, χωρίς θυμό και διάθεση καβγά, τον ωρυόμενο πλέον γείτονά του. Δεν επέτρεπε στον εαυτό του, ούτε καν να σκεφθεί χειροδικία στον γκρινιάρη, αλλά συμπαθή κατά τα άλλα γείτονά του.
Μπήκαν ανάμεσά τους οι γείτονες, προσπαθούσαν να ηρεμήσουν τον Κώτσιο, που όσο συγκεντρωνόταν κόσμος τόσο πιο πολύ αγρίευε, φώναζε, απειλούσε και χειρονομούσε.
Κινούμενος δεξιά αριστερά, προσπαθούσε να ξεφύγει από το ανθρώπινο προστατευτικό τοίχος και να φθάσει στο γείτονά του, να χτυπηθεί μαζί του, να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς του.
-Άφκειμι  ε, άφκειμι να τουν αστράψω δυο παταριές (χαστούκια), να τουν τραβήξω ένα φούσκου (άγριο ξύλο), άφκειμι να τουν σκίσω, άφκειμι να τουν σακατέψου, άφκειμι να τουν τσακίσου του κιφάλ΄, άφκειτίμι,  δα τουν πιού του ιόμα (αίμα).
Ο μπάρμπα Σιδέρης που καθόταν λίγο μακριά, θυμόσοφα παρότρυνε τους ενδιάμεσους:
-Αφήστε τον, να διούμι τί δα κάμει!!!!!                                       
Και ο Κώτσιος, χωρίς να χάσει χρόνο, κοιτάζοντας στον μπάρμπα Σιδέρη, λέει απορημένος, ανήσυχος, φοβισμένος και ερωτηματικά.
-Κι ιατί να μ΄αφήκν, κι ιατί να μ΄αφήκν!!!!
 
Κορόιδο ήταν ο Κώτσιος, έκανε το λιοντάρι, εκ του ασφαλούς, αλλά όχι να φάει και ξύλο!!!!. Ήταν σα να έλεγε: Χάλασες το σκηνικό, μπάρμπα Σιδέρη, μη βγω και με τσαλακωμένα μούτρα!!!. 

2. Του λαγούδ΄ κι η «πουριάς» 

Η νταής η Νίκους, παλιός τσιουμπάνς, παρπατούσε μη τα πρόατά τ΄, κατ΄τουΤόι τεπε. Σ΄ν άκρα σ΄ζίγραείδι ένα λαγούδ στου ιατάκι. Έριξι απάν στου λαγούδ του ιαμπουρλούκ, αγκάλιασι του ιατάκι, άπχουσι του χερτ΄ κι έπιασι του λαγούδ.
Ά του πάου είπι στου σπίτ, α του κλείσου μέσα, δα τρανέψ, δα του σφάξουμι κι δα του φάμι.
Το χουσι στου ντρουβά, τουν έδισε από αψηουά μι  του σκοινί κι του σούρουπου, έφιρι τα πρόατα στου σπίτ.
Έβαλι τα πρόατα στου μαντρί, έκλεισιτ΄ν πουρτούδα, έπιασι του λαγούδ από τα φτιά, ουγαριάζει, σκέφτιτι, που να του βάλ.
Είπι, να του βάλσ΄ νκότσινα, σκιάθκι ότι δα του φάει του γρούν, να του βάλ στου κουτέτσι, δα του τσιουμπίσν οι αρνίθις, να του βάλ στου ντάμ δα του τσαουπατίσν τα ιουάδια. Άααα!! Είπι, δα του βάου στου μαντρί μη τα πρόατα, να τρώει μαζί τς κι να τρανέψ. 
Αμά η πουρούδα εινι βιράνκ, είπι, έχι τρύπεις κι δα φύβγ.
Απάνσ΄ ν απελπισιά τ, βρέθκι η λύς.
Κουντά στα ξύου είδι το παλιό του τριχούλ από τ΄αμάξι. Αυτό είπι δα βάουσ΄ νπουρτούδα, βαρύ είνι, πώς να του σπρόξ του λαγούδ κι να φύβγ.
Άφκι του λαγούδ στου μαντρί, έβγαλιτ΄νπουρούδα, έβαλι του  τριχούλ,  του στέριουσι καουά κι πήγι, ήσιχους, να ξαπουστάς κι να κοιμθεί.
Σαμπάλια, σαμπάλια, πήγι στου μαντρί, παραμέρσι λίγου του τριχούλ, σέφκει μέσα κι αρχίνσι να  χαλεύει του λαγούδ, ανάμισα στα πρόατα. Ιδώ του λαγούδ, ικεί του λαγούδ, άρμιξει ούλα τα πρόατα, άδειου του μαντρί, λαγούδ κάνκαπ.
Έκατσι μπροστά σ΄νπουρούδ κι λουγαριάζ. Πώς κι πόθεν έφκιν του λαγούδ. Σκέφκι, ξενασκέφκι, κοιτάζ, ξανακοιτάζ, ζουρλάτσι του μυαότ, απελπίσκι. Πάει του λαγούδ, αμά πώς.!!!
Χτάζ, ια στιρνή φουρά σ΄νπουρούδ, γλέπ ξανά του τριχούλ κι λέει:
-Του γαμήσου κι του λαγούδτ΄, που τουν πουριά έφκι, αστόχσα να τουν βουώσου.
Tα τρανά τ΄ ανοίγματα από τα παρμάκια δεν τα λουγάριασει..
Πουριάς: Η μικρή τρύπα του άξονα στη ρόδα του κάρου. 
 

Σεπτέμβριος 2018

 

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.