Βαγγελης Ραπτοπουλος: «Οι Ελληνες κατα βαθος δεν εχουμε συναισθηση του πραγματικου μεγεθους του Καζαντζακη»

Ο γνωστός και αγαπημένος συγγραφέας μιλά για το βιβλίο «οφειλή» του στον Οικουμενικό Έλληνα και τον εαυτό του που έχει ως στόχο να πείσει τους Έλληνες πως όπως ο Καζαντζάκης αποδεικνύει, δεν είμαστε οι «πνευματικοί “νάνοι”, de facto και εξορισμού»

Ένα βιβλίο οφειλόμενο στον Νίκο Καζαντζάκη, βασικό «αίτιο» της ενασχόλησής του με τη συγγραφή όπως ο ίδιος λέει, αλλά και στον ίδιο του τον εαυτό, είναι το 33o βιβλίο του γνωστού συγγραφέα Βαγγέλη Ραπτόπουλου, Ανέγγιχτη, το οποίο παρουσιάζεται σήμερα στη Δημοτική Βιβλιοθήκη της Κομοτηνής.

Ένα βιβλίο αφιερωμένο στη ζωή και το έργο του Οικουμενικού Έλληνα συγγραφέα, γραμμένο από τον συγγραφέα ως αφηγητή που υποδύεται την πρώτη γυναίκα του μυθιστορηματικού Καζαντζάκη, Αλέξανδρου Καστρινάκη, τη Γαλάτεια Καζαντζάκη ή αλλιώς τη μυθιστορηματική Μελίνα Αλεξίου.

Ένα βιβλίο που επαναφέρει τον Καζαντζάκη, εμπνευσμένο από τη γραφή του,  και με βάση ντοκουμέντα από το έργο και τη ζωή του δημοφιλέστερου Έλληνα συγγραφέα, βαθιά ψυχαναλυτικό της γυναικείας ψυχής και φύσης, όπως αυτή αντιμετωπίζει το δίπολο που «βασάνιζε» πάντα τον Καζαντζάκη, της ισορροπίας ανάμεσα στη σάρκα και το πνεύμα.

Ένα βιβλίο που επιχειρεί να παρακινήσει όσους έχουν «αγγίξει» τον Καζαντζάκη να ξαναγυρίσουν σε αυτόν και όσους μέχρι σήμερα δεν το έχουν «τολμήσει» να το πράξουν, για να γίνουν, όπως καταθέτει ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος στη συνέντευξή του στο «Ράδιο Παρατηρητής 94fm», κοινωνοί της ιδέας που θέλει τους Έλληνες κατοίκους μιας χώρας όχι «β’ διαλογής, επαρχιακής και μίζερης», αλλά έναν λαό που εφόσον έχει τη δύναμη και τη θέληση, όπως ο Καζαντζάκης αποδεικνύει, μπορούμε να φτάσουμε στα πέρατα της οικουμένης.

Βαγγέλης Ραπτόπουλος όμως…

«Το μεγαλείο του Καζαντζάκη ήταν ότι δεν τον χώνευε και δεν τον καταλάβαινε κανείς»

ΠτΘ: κ. Ραπτόπουλε, το 33ο βιβλίο σας με τίτλο «Ανέγγιχτη» είναι βασισμένο και εμπνευσμένο από τη ζωή και το έργο του Οικουμενικού, όπως τον ονομάζετε και εσείς, Έλληνα, του Νίκου Καζαντζάκη. Ειδωμένο ωστόσο μέσα από τη σκοπιά της πρώτης του γυναίκας Γαλάτειας, της μυθιστορηματικής σας Μελίνας αλλιώς…

Β.Ρ.: Ο τίτλος του βιβλίου «Ανέγγιχτη» αφορά στην πρώτη γυναίκα του Νίκου Καζαντζάκη, τη Γαλάτεια Καζαντζάκη η οποία τον κατηγορούσε ότι την είχε αφήσει ανέγγιχτη, διότι ο ασκητισμός του επεκτεινόταν και σε ερωτικό ασκητισμό. Έλεγαν βέβαια ότι ήταν ανίκανος, θέμα που στη δεκαετία του ‘60 μαινόταν. Πάρα πολύς κόσμος το συζητούσε, εφημερίδες γράφανε σχετικά και μόλις τα τελευταία χρόνια έχει κοπάσει. Παρόλο που στις ημέρες μας ακούγεται «γαργαλιστικό» και σκανδαλιστικό, μόνο αυτό δεν είναι γιατί άπτεται βαθύτατα της κοσμοθεωρίας και των θεμάτων που βασάνιζαν τον Καζαντζάκη.

Σε μια πρώτη όψη αν πει κανείς ότι ένα βιβλίο έχει να κάνει με την ερωτική του ζωή ή τις κατηγορίες της γυναίκας του ότι δεν την άγγιζε ή ότι ήταν ανίκανος, και επί της ευκαιρίας συζητάμε για όλες τις γυναίκες που δέσποζαν στη ζωή του, ένα από τα δίπολα που  βασάνιζαν τον Καζαντζάκη είναι γνωστό ότι είναι η σάρκα και το πνεύμα. Ο ασκητισμός ήταν γι’ αυτόν μια μέθοδος που ξεκινά από την Ανατολή για να φτάσει σε αυτό που λέγεται «θέωση» σε θρησκευτικό επίπεδο, να «αγιάσει» κατά κάποιον τρόπο ασκητεύοντας. Στον ασκητισμό υπήρχε σαφώς και ο ερωτικός ασκητισμός. Αυτό έχει δώσει λαβή για πολλές παρεξηγήσεις, γιατί ο Καζαντζάκης δεν έγινε ούτε Άγιος, ούτε μοναχός. Δυστυχώς ο πολύς κόσμος – γιατί έχει πλατύ κοινό που αγκάλιασε τα μυθιστορήματά του, είναι άλλωστε ο πιο δημοφιλής Έλληνας συγγραφέας παγκοσμίως – τον αντιμετωπίζει ότι είναι είτε με τη μια μεριά του διπόλου, είτε με την άλλη, είτε με τη σάρκα είτε με το πνεύμα. Και φυσικά θεωρούν ότι υπερνικά το πνεύμα και ότι καταπίεζε τη σάρκα. Γεγονός που δεν είναι αλήθεια, διότι ο Καζαντζάκης είναι «μεγάλος» γιατί σε ό,τι δίπολο τον βασάνιζε, εξίσου αυθεντικά στρεφόταν και προς τη μια και προς την άλλη πλευρά. Ο Ζορμπάς, ο οποίος επίσης έχει καλλιεργήσει μια τέτοια θεωρία – γιατί ο Ζορμπάς είναι ο «ζωικός» χαρακτήρας που του λέει ότι αν δεν κοιμηθείς με μια γυναίκα που είναι ερωτευμένη μαζί σου αυτό είναι αμαρτία ή όταν η χήρα προσκαλεί τον συγγραφέα ήρωα του Ζορμπά ερωτικά στο κρεβάτι της και αυτός διστάζει και αρνείται, εκεί ο κόσμος ταυτίζει τον Καζαντζάκη με αυτήν την πλευρά, και τον Ζορμπά με την άλλη. Στην πραγματικότητα όμως ο Καζαντζάκης είναι και Ζορμπάς και συγγραφέας. Οι συγγραφείς είναι όλα τα πρόσωπα που δημιουργούν, όχι μόνο το ένα. Μάλιστα ο ίδιος ο Καζαντζάκης γράφει «έφαγα τη ζωή μου κυνηγώντας άσαρκες ιδέες, και στην πραγματικότητα ο Θεός της ράτσας μου (των Ελλήνων δηλαδή), ήταν ο Θεός Έπαφος, δηλαδή της αφής. Και οι δύο αυτές πλευρές θίγουν όλον αυτόν τον στοχασμό και το έργο του.

Αυτό που φαίνεται γαργαλιστικό απλώς εδώ, πάει σε πολύ μεγάλο βάθος, φιλοσοφικό, κοσμοθεωρητικό, στοχαστικό, ακόμα και θρησκευτικό. Αυτά τα δύο ζητήματα είναι πανταχού παρόντα για τον Καζαντζάκη. Σκεφτείτε ότι το μεγαλείο του έγκειται στο ότι η παρεξήγηση αυτή συνεχιζόταν σε όλα τα επίπεδα. Στα χρόνια που ζούσε τον κυνηγούσαν και οι αριστεροί και οι δεξιοί. Το μεγαλείο του ήταν ότι δεν τον χώνευε και δεν τον καταλάβαινε κανείς. Οι δεξιοί τον λέγανε το «κόκκινο φίδι» και πήγαιναν στη Στοκχόλμη απαιτώντας να μην του δώσουν Νόμπελ, γιατί διαφθείρει τους νέους και τους κάνει κομμουνιστές και οι κομμουνιστές τον κατηγορούσαν ότι είναι μεταφυσικός, θρησκευόμενος και Χριστιανός. Όλοι ήταν εναντίον του.

ΠτΘ: Αυτό το δίπολο διατρέχει το βιβλίο και τον μυθιστορηματικό σας ήρωα τον Αλέξανδρο Καστρινάκη, μέσα βέβαια από την αφήγηση της Γαλάτειας, της μυθιστορηματικής Μελίνας Αλεξίου. Γιατί επιλέξατε να πείτε την ιστορία από την σκοπιά μιας γυναίκας;

Β.Ρ.: Είχα ξεκινήσει να γράφω το βιβλίο αρκετά χρόνια πριν και το άφησα και φυσικά τότε δεν το έγραφα από τη μεριά της Γαλάτειας. Η αλήθεια είναι ότι όταν συνέλαβα την ιδέα ότι θα το πω από τη μεριά της, αυτό μου έλυσε τα χέρια. Αλλά ακόμα και αυτό το βιβλίο, έχει να κάνει με τη δική μου αφηγηματική φύση, είναι όμως σε πολύ μεγάλο βαθμό ντοκουμενταρισμένο, και μάλιστα όχι μόνο με πραγματικά περιστατικά και γράμματα, αλλά και με «θραύσματα» από το έργο του που μεταγράφω στην σημερινή γλώσσα και όχι στην Καζαντζακική διάλεκτο. Ο μεγάλος μου κόπος ήταν πώς θα ενοποιήσω όλο αυτό το υλικό και πώς θα παρασύρω τον αναγνώστη να το διαβάσει σαν να είναι μια απλή ενιαία ιστορία και απ’ ό,τι καταλαβαίνω από τις αντιδράσεις των αναγνωστών φαίνεται να το έχω πετύχει. Κι αυτό μέσα από τη Γαλάτεια, η οποία δεν ήταν μόνο μια σπουδαία ποιήτρια. Θα αναφέρω απλώς ότι ένας σπουδαίος της στίχος «εικόνα σου είμαι κοινωνία και σου μοιάζω» έχει περάσει στο στόμα των νεοελλήνων δίχως να ξέρουν σε ποια ανήκει. Η μεγαλύτερη επιτυχία ενός ποιητή είναι αυτή, το να βάλει στο στόμα των ανθρώπων έναν στίχο που δεν ξέρουν καλά καλά από πού προέρχεται. Εκτός λοιπόν του ότι ήταν μια ποιήτρια ικανότατη, ήταν μια φεμινίστρια από τα πρώτα της χρόνια και με δράση. Κούρεψε τα μαλλιά της κοντά, φορούσε παντελόνια, ειδικά στο Ηράκλειο του 1910-1911 είχε προκαλέσει σκάνδαλο. Κι όμως ήταν μια γυναίκα που είχε τέτοιον ανεκπλήρωτο έρωτα με τον Καζαντζάκη που του είπε πως για να του δώσει διαζύγιο θα κρατήσει το όνομά του. Σε αυτό ακριβώς το σημείο ένιωσα ότι αποτελεί μια πολύ καλή πρώτη ύλη για την αφήγηση. Μια γυναίκα πικραμένη, που έχει υπάρξει εν αδίκω απέναντι στον πρώτο της άνδρα, που μετανιώνει και γράφει όλο αυτό το βιβλίο, που έγραψα εγώ υποδυόμενος τη Γαλάτεια, προσπαθώντας να επανορθώσει.

«Το βιβλίο στο μεγαλύτερο κομμάτι του είναι αυστηρά ντοκουμενταρισμένο»

ΠτΘ: Το κάνετε όμως «συγκεκαλλυμένα» αλλάζοντας τόσο τα ονόματα των πρωταγωνιστών, αλλά και των υπολοίπων προσώπων, των βιβλίων κ.ο.κ. Γιατί;

Β.Ρ.: Υπήρχαν πολλοί λόγοι. Ο πρώτος λόγω του γεγονότος ότι θα μπορούσα να έχω ακόμα και προβλήματα με τη δικαιοσύνη, ωστόσο και πάλι ο λόγος είναι βαθύτερος. Από τη στιγμή που για την ερωτική ζωή αυτού του μεγάλου συγγραφέα δεν ξέρουμε πράγματα, θεώρησα ότι υπήρχε ένα περιθώριο να γράψω τη δική μου άποψη. Για παράδειγμα χρησιμοποιώ ένα γράμμα προς την Γαλάτεια στο οποίο εγώ προσθέτω ένα φιλί ή ένα τσαλακωμένο σεντόνι. Αυτήν την ελάχιστη «παραχάραξη» που έχω κάνει θεωρούσα ότι πρέπει να την πω με τον δικό μου τρόπο και σίγουρα όχι να υποστηρίζω πως το έγραψε ο Καζαντζάκης δεδομένου ότι δεν είναι δικό του. Αυτή η λογική εμένα μου έλυνε τα χέρια να γράψω και κάποια άλλα ονόματα. Πέραν αυτού κατά 80, 90, 95%, 98% το βιβλίο είναι αυστηρά ντοκουμενταρισμένο.

«Η λογοτεχνία μας κάνει ανθρώπους»

ΠτΘ: Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον το γεγονός ότι η δική σας μυθιστορηματική Γαλάτεια, η Μελίνα στο τέλος συγχωρεί τον Καζαντζάκη και λέει μάλιστα ότι θα μπορούσε να υπερασπίσει τόσο τη σάρκα όσο και το πνεύμα, λέει δηλαδή ότι τα πάντα θα πρέπει να εστιάζουν στο μέτρο…

Β.Ρ.: Αυτός νομίζω ότι είναι και ο ρόλος της λογοτεχνίας. Αντιγράφω αυτήν την παράδοση, που ξεκινά, αν θέλετε, από τον Όμηρο. Μη ξεχνάμε ότι ο Αχιλλέας στην «Ιλιάδα», πάει στον Πρίαμο του δείχνει συμπόνοια και του δίνει το πτώμα του γιού του. Αυτό αποτελεί καταστατική συνθήκη για τη λογοτεχνία. Η λογοτεχνία μας κάνει ανθρώπους. Είμαστε λίγο κτήνη, η λογοτεχνία είναι κάτι πολύ υψηλό επειδή ακριβώς μας ωθεί και καλλιεργεί αυτή την πλευρά μας, που είναι πιο υψιπετής, πιο συγχωρητική, πιο βαθιά ανθρώπινη.

«Ο Καζαντζάκης με ώθησε στο να θέλω να γίνω συγγραφέας»

ΠτΘ: Μέσα από το βιβλίο αυτό βλέπουμε και τη διαμόρφωση του Καζαντζάκη, τον ρόλο που έπαιξε ο πατέρας του, ή ο Σικελιανός, τα μοναστήρια, βλέπουμε την αγάπη του για τον ελληνικό πολιτισμό, τις σπουδές στο εξωτερικό, δηλαδή τα ζητήματα κοσμοθεωρίας και ιδεών που τον απασχόλησαν…

Β.Ρ.: Εγώ είμαι βαθιά ερωτευμένος με τον Καζαντζάκη και του οφείλω το ότι έγραψα. Μπορεί να μην φαίνεται σε πολλά μου έργα αλλά νομίζω ότι ο Καζαντζάκης με ώθησε στο να θέλω να γίνω συγγραφέας. Πάντα τον διάβαζα και τον ξαναδιάβαζα στη ζωή μου, επομένως με έναν τρόπο ένοιωθα ότι του το χρωστούσα και το χρωστούσα και στον εαυτό μου. Όταν έγραφα αυτά τα κομμάτια, που περιγράφουν για παράδειγμα τη ζωή του στο Βερολίνο, μου έκανε εντύπωση η φτώχεια που υπήρχε. Σήμερα στο μυαλό μας η Γερμανία είναι ευρωπαϊκή πρωτεύουσα με κάποια σχετική πολυτέλεια ή τουλάχιστον έχει κάποια χρήματα. Όταν βλέπουμε στις ιστορίες αυτές τη φτώχεια που επικρατούσε, την έσχατη ένδεια, βλέπουμε και τέτοιες όψεις, στον βαθμό και τον τρόπο που τον διαμόρφωσαν. Ξέρετε ο Καζαντζάκης έγινε κομμουνιστής σε μεγάλο βαθμό ζώντας εκεί. Βλέπουμε πολλές δε πλευρές και της Κεντρικής Ευρώπης. Με έναν τρόπο, αυτό το βιβλίο το έγραψα γιατί νοιώθω ότι η πραγματικότητα, η κοινωνική, πολιτική, οικονομική που μας περιβάλει αυτή τη στιγμή είναι ασφυχτική, είναι βαθύτατα απογοητευτική. Ο κόσμος έχει απογοητευτεί και έχει κλειστεί στο καβούκι του και αυτό δεν είναι καθόλου υγιές φαινόμενο.

«Οι Έλληνες είμαστε τόσο αδιάφοροι και απληροφόρητοι και κατά βάθος δεν έχουμε συναίσθηση του πραγματικού μεγέθους του Καζαντζάκη»

ΠτΘ: Είναι αυτό που βαφτίζετε στον επίλογο του βιβλίου «συλλογική αυτοαπέχθεια»;

Β.Ρ.: Ας πούμε ναι, γιατί νοιώθω ότι οι άνθρωποι με την παραμικρή ευκαιρία σιχαίνονται την Ελλάδα. Οι Έλληνες βρίζουν την Ελλάδα και τους εαυτούς τους. Δεν αντέχουν τους εαυτούς τους. Αυτό ονομάζω αυτοαπέχθεια και είναι πολύ νοσηρό φαινόμενο. Ένοιωσα λοιπόν την ανάγκη να μιλήσω για έναν Οικουμενικό Έλληνα, το μέγεθος και τη σημαντικότητα του οποίου στο εξωτερικό, πραγματικά δεν ξέρω αν οι άνθρωποι στην Ελλάδα το καταλαβαίνουν. Είναι ο άνθρωπος πάνω στα γραπτά του οποίου το Χόλιγουντ έκανε ταινία. Διάβαζα μάλιστα πριν από λίγα χρόνια ότι μετά τον «Τελευταίο Πειρασμό», ξεκίνησε ένα ρεύμα να γράφουν σπουδαίοι συγγραφείς για τη ζωή του Χριστού. Μέχρι τον Καζαντζάκη είχαμε ηθικά αναγνώσματα όπως το «Ο Μεγάλος Ψαράς» του Lloyd Douglas. Στα πιο σύγχρονα δε ο Νταν Μπράουν με τον «Κώδικα Ντα Βίντσι» δήλωνε στις συνεντεύξεις του ότι εμπνεύστηκε την ιστορία με τη Μαγδαληνή από τον Καζαντζάκη. Η Διεθνής Εταιρεία Φίλων Νίκου Καζαντζάκη έχει παραρτήματα σε 130 χώρες τα οποία είναι σε δράση,κάνουν μεταφράσεις κ.ο.κ.. Την ίδια ώρα οι Έλληνες είμαστε τόσο αδιάφοροι και απληροφόρητοι και κατά βάθος δεν έχουμε συναίσθηση του πραγματικού του μεγέθους. Κι υπό αυτήν την έννοια τον «ξανασταυρώνουμε» αιωνίως. Οι Έλληνες λογοτέχνες με τους οποίους έχω συναναστραφεί όλη μου τη ζωή, σχεδόν 40 χρόνια είμαι σε αυτόν τον χώρο, στην πλειοψηφία τους τον απεχθάνονται και δεν το ξέρει πολύς κόσμος γιατί δεν το λένε. Νομίζω ότι πίσω από αυτό κρύβεται ένα πολύ μεγάλο σύμπλεγμα. Αν δεν τα έχεις βρει με τον εαυτό σου και δεν έχεις συναίσθηση του μεγέθους σου, όταν «πλησιάσεις» τον Καζαντζάκη καίγεσαι. Δεν μπορείς να αντέξεις ότι ο άλλος είναι κάτι τόσο το φωτεινό, το δημοφιλές, το γνωστό με τέτοια λάμψη που ακτινοβολεί στο εξωτερικό. Είμαστε μία χώρα δε που οι πολιτικοί της, σχεδόν στην πλειοψηφία τους, είναι ακαλλιέργητοι και θλιβεροί. Είναι χαρακτηριστικό ότι πήγαν και ονόμασαν το μεγαλύτερο αεροδρόμιο της χώρας «Ελευθέριος Βενιζέλος», δίνοντάς του το όνομα ενός συναδέλφου τους τον οποίον στο εξωτερικό δεν γνωρίζει κανείς. Ένα διεθνές αεροδρόμιο έπρεπε να ονομάζεται Νίκος Καζαντζάκης, Μαρία Κάλλας. Θα έπρεπε να έχει το όνομα ενός διεθνή, ενός Οικουμενικού Έλληνα. Όμως ζούμε σε αυτήν εδώ την χώρα της «φαιδράς πορτοκαλέας», που γίνονται αυτά τα πράγματα. Ο άνθρωπος αυτός υπέστη τόσες διώξεις και τόσο κυνηγητό όσο ζούσε, που είναι αδιανόητο το τι έχει συμβεί.

«Ο Καζαντζάκης, προφανώς και λόγω όλων αυτών των διώξεων που υπέστη, είχε καταλήξει σε μια θεωρία ενός «ηρωικού μηδενισμού»

ΠτΘ: Πιστεύετε ωστόσο ότι μια «δικαίωση» θα ήταν κάτι το οποίο θα επιδίωκε ο Νίκος Καζαντζάκης στο πλαίσιο όλης αυτής της προσπάθειάς του προς την «θέωση»;

Β.Ρ.: Ο Καζαντζάκης, προφανώς και λόγω όλων αυτών των διώξεων που υπέστη, είχε καταλήξει σε μια θεωρία ενός «ηρωικού μηδενισμού». Μπορεί δηλαδή να είχε φτάσει σε ένα σημείο που να έλεγε καλύτερα να μην με καταλαβαίνουν για να μην σταματώ και να μη εφησυχάζω. Αλλά στην πράξη, είναι απαράδεκτο, το γεγονός ότι αντί να παίρνουμε θάρρος και δύναμη από αυτόν τον άνθρωπο, όχι για να τον μιμηθούμε αλλά για να εμπνευστούμε από τα όσα έκανε, γίνεται ό,τι γίνεται. Ενώ ο απλός κόσμος τον λάτρεψε και τον διάβασε, στην πράξη το κράτος, η κοινωνία δεν έχουν τοποθετηθεί όπως πρέπει, χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Καζαντζάκης στην εκπαίδευση που δεν υπάρχει. Ακόμα και το γεγονός ότι του χρόνου θα είναι έτος Καζαντζάκη, αυτό θα γίνει περισσότερο πρόσχημα για να βάλουμε ένα δεκάρικο στους πανηγυρικούς και να κάνουμε και μερικές εκδηλώσεις κτλ. και θα πάμε παρακάτω.

 «Μακάρι με αυτό το βιβλίο να μεταδώσω σε κάποιον Έλληνα ότι δεν είμαστε παραπεταμένοι σε μία χώρα β’ διαλογής, επαρχιακή και μίζερη»

ΠτΘ: Εδώ όμως τελικά δικαιώνεται και η παρρησία και η τόλμη του συγγραφέα, που δίνει ένα νεότερο πορτρέτο του Καζαντζάκη, σε μυθιστορηματική πάντα μορφή, καθιστώντας τον εκ νέου μια παγκόσμια οικεία προσωπικότητα.

Β.Ρ.: Θα ήμουν ευτυχής όχι απλώς αν ωθήσω κάποιον αναγνώστη μου να ξαναγυρίσει ή να πάει για πρώτη φορά στον Καζαντζάκη, αλλά και αν εμπνεύσω σε κάποιον να στραφεί στον Καζαντζάκη, να προσπαθήσει να ανακαλύψει όλο αυτό το μεγαλείο και το μέγεθος της διάνοιας. Μακάρι με αυτό το βιβλίο να μεταδώσω σε κάποιον Έλληνα την αίσθηση που είχα εγώ «πλησιάζοντας» το φαινόμενο Καζαντζάκη ότι δεν είμαστε παραπεταμένοι σε μία χώρα – στην οποία πολλά συνηγορούν προς αυτήν την κατεύθυνση – β’ διαλογής, επαρχιακή και μίζερη, αλλά αν έχουμε τη δύναμη και τη θέληση, όπως ο Καζαντζάκης αποδεικνύει μπορούμε να φτάσουμε στα πέρατα της οικουμένης. Κοινώς να μεταδώσω ότι δεν είμαστε οι πνευματικοί «νάνοι», de facto και εξορισμού.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.