«Καληνυχτα Τουσιο»

Της Σουλτάνας Πολιτσάκη-Παπαδημητρίου*

Απ’ την πολλή χαρά μου πήδησε απ’ τα χέρια μου το λαχταριστό ρόδι που μου ’χε δώσει η γιαγιά Ευδοκία. Είχα πάει πάλι και της γέμισα το λαηνάκι απ’ «του Τραμπίδη την τουλούμπα». 

Το πρόβλημα βέβαια μου ήταν γνωστό. Ήταν απ’ αυτά που συζητιούνταν μπροστά σ’ όλα τα μέλη της οικογένειας. Ο Λεβέντης με τον Κοκκίνη είχαν παραγεράσει· τη θέση τους θα ’παιρνε ο Μαύρης —ο γιος της Σίβως, της αγελάδας μας— μαζί μ’ ένα καινούργιο βόδι που θ’ αγοράζαμε.

Το νέο που έτρεξε να μου πει η φιλάσθενη πρωτότοκη αδερφούλα μου ήταν ότι αυτό θα γινόταν «αυτές τις μέρες»· και το αναπάντεχο, ότι στη σοβαρότατη αυτή υπόθεση θα έπαιζα κι εγώ ένα ρόλο: Το βόδι θα το αγόραζε ο παππούς απ’ το διπλανό χωριουδάκι και μαζί του θα ’παιρνε και μένα για να το «χαϊντάω»!

Ήμουν παιδί μάλλον «κλειστό», δεν ένιωθα καθόλου άνετα μπροστά σε ανθρώπους που πρώτη φορά έβλεπα· κι όμως εκείνη τη φορά καθόλου δεν προβληματίστηκα. Κι αυτό, γιατί το βόδι θα το παίρναμε απ’ τον Κιουτσούκ Αλή, που μιλούσαν τουρκικά με τον παππού και γω δεν ήξερα τουρκικά κι έτσι θα γλύτωνα την κουβέντα. Κι επί πλέον, απ’ ό,τι μου είπαν, είχαν κι ένα κοριτσάκι ο Κιουτσούκ Αλής που το ’λεγαν Μελιχά, περίπου σαν κι εμένα ή σαν τη Μαρίκα μας.

Την ίδια βδομάδα, Σάββατο απομεσήμερο, ξεκινήσαμε για το χωριό της Μελιχά. Η μέρα ήταν όμορφη, γλυκιά και δροσερή και γω βάδιζα δίπλα στον παππού με τη χοντρή μαύρη φορεσιά. Κείνον τον καιρό ο παππούς για μένα ήταν η προσωποποίηση της δύναμης και της σοφίας. Και πηγαίναμε να αγοράσουμε ένα νέο βόδι! Κι ένα καλό ζευγάρι βόδια, είχα αρχίσει να καταλαβαίνω πόσο σπουδαίο ρόλο έπαιζαν στη ζωή την απλά όχι πρωτόγονη του καιρού και του τόπου μου. Μ’ αυτά ένας δυνατός νοικοκύρης όργωνε έγκαιρα και βαθιά τα χωράφια του· κι αν ήταν έξυπνος και ήξερε τι να σπείρει ή αν άκουγε και κανέναν που ήξερε πιο καλά —όπως έλεγε κι η γιαγιά—, έβγαζε πολλά γεννήματα. Η Σταμούλα, ας πούμε, ήταν φτωχοί, γιατί ο πατέρας τους έζευε ένα γερασμένο βόδι με την Τσιλέκω, την αγελάδα τους, που ’χε το ένα το κέρατο στραβό και το άλλο μισό. Αυτό ήταν μια διαπίστωσή μου άσχετα απ’ το πώς τη διατύπωνε το παιδάκι της πρώτης δημοτικού του 1945.

Λίγο πριν βγούμε απ’ το χωριό σταματήσαμε στο σπίτι του παππού Μίχου. Ο παππούς κάτι συζήτησαν με τον αδερφό του χαμηλόφωνα, πότε ελληνικά και πότε βουλγάρικα (ήταν πρόσφυγες απ’ την Ανατολική Ρωμυλία κι όποτε ήθελαν να πουν «κανένα κρυφό» από μας, μιλούσαν αυτήν τη γλώσσα), και γω το μόνο που καταλάβαινα ήταν τα ονόματα και ότι πρόκειται για κάτι σπουδαίο και μυστικό· και συνεχίσαμε το δρόμο μας.

Φορούσα το χιλιοφορεμένο υφαντό ασπροκόκκινο ριγέ φορεματάκι, που οι κόκκινες ρίγες του είχαν καταντήσει ροζ πολύ ανοιχτό και οι άσπρες κάτι απ’ το παρελθόν τους· σε κάποιο εσώρουχο τα μπαλώματα ήταν απανωτά —αλλά η γιαγιά έλεγε ότι το μπαλωμένο ρούχο είναι πιο γερό απ’ το καινούργιο, κρατάει πιο πολύ—, όμως εγώ ένιωθα πολύ πλούσια και τα τσαρουχάκια, που μου ’χε κάνει ο παππούς από το δέρμα του γουρουνιού μας, δεν «περπατούσαν» θαρρώ λιγότερο γρήγορα απ’ το ποδήλατο, το πρώτο στη ζωή κάθε παιδιού.

Κι ένα μεγάλο, ώριμο, λίγο σκασμένο, λαχταριστό ρόδι, που μου ’δωσε η μπάμπω Μίχαινα, μπήκε μες στην καρδιά μου σα σύμβολο χαράς και ευτυχίας που μου ’στελναν απ’ τη σχισμάδα του αμέτρητα λαμπερά χρυσορόδινα χαμόγελα.

Βγήκαμε απ’ το χωριό, αφήσαμε αρκετά πίσω μας τα τελευταία σπίτια και πήραμε το δρομάκι δεξιά. Βαδίζαμε ανάμεσα σε αγριοτριανταφυλλιές, βατομουριές και νεαρές φτελιές και βελανιδιές και λογής άλλους θάμνους κι ο παππούς μού έλεγε ότι κι από δω κουβαλούσε κλαριά για την Παρασκευούλα την κατσίκα μας και γω έβρισκα όμορφα ακόμη και τα φύλλα απ’ τις μελιές που ’χε αρχίσει να τα λεκιάζει το φθινόπωρο.

Δυο σκούρα βυσσινιά γυαλιστερά μπαλάκια σε μια μικρή βελανιδιά μ’ έκαναν να ξεφωνίσω: «παππού! Δυο τοπάκια!». Λύγισε το κλαδί και τα ’κοψε.
«Ένα για σένα κι ένα για τη Μελιχά» μου είπε χαμογελαστός· «ξέρεις τι καλό κοριτσάκι που είναι;» πρόσθεσε μεγαλώνοντας τη γλυκιά αγωνία, που κορυφωνόταν τη στιγμή που ο παππούς χτύπησε τη διπλή σανιδένια αυλόθυρα του Αλή.

Μας άνοιξε ο ίδιος ο νοικοκύρης, ενώ μια χανούμισσσα μ’ ένα φακιόλι στο κεφάλι και μια φαρδιά μακριά βράκα βιάστηκε να μπει στο γραφικό ισόγειο σπιτάκι. Ο Αλής κάτι έλεγε απλώνοντας το χέρι προς το χαγιάτι, ο παππούς κάτι του απαντούσε και τελικά τραβήξαμε και οι τρεις προς το μαντρί. 

Ήμουν σίγουρη ότι το νεαρό βόδι, που ήταν δεμένο απ’ τα κέρατα στη μεσιανή κολώνα του υπόστεγου, ήταν αυτό που θ’ αγοράζαμε· διαφορετικά, τέτοια εποχή και τέτοια ώρα, έπρεπε να βρίσκεται ή στο χωράφι ή στη βοσκή. Φυσικά δεν καταλάβαινα τίποτα σχεδόν απ’ όσα κουβέντιαζαν ο παππούς. Όμως μάντευα πως ο Αλής παίνευε το ζώο κι η έκφραση του παππού έλεγε πως δε χρειάζεται να του το πει· το «χαϊβάνι» το δείχνει μόνο του από μακριά.

Ήταν πραγματικά ένα ζώο εξαιρετικό. Καλοφτιαγμένο, καλοθρεμμένο και γυμνασμένο, με κάτασπρο τρίχωμα και κέρατα τέλεια: με ιδανικές διαστάσεις και σχήμα, τελείως λεία, με μια κλίση ελαφρή προς τα πλάγια και πίσω και βαλμένα με απόλυτη συμμετρία. 

Κι όταν σηκώθηκε, καθώς πλησιάζαμε, κούνησε την ουρά του μερικές φορές τόσο αρμονικά —όπως μου φάνηκε—, που μου ’δωσε την εντύπωση ότι τίναζε από πάνω του τις σκόνες ή σκουπιδάκια, που ίσως είχε, για να παρουσιαστεί μπροστά μας ευπρεπισμένο.

Οι δύο άντρες συζητούσαν κι εγώ τους παρακολουθούσα, αφού έριξα μια ματιά σ’ όλα γύρω. Είδα το σαρωμένο μαντρί, τα καθαρά παχνιά, πάνω απ’ αυτά στον τοίχο τις περιποιημένες φωλιές, μια κότα που καθόταν να γεννήσει —αργοπορημένη ή μπορεί να ξανακλωσούσε—, τις γυαλισμένες απ’ το χρόνο και τη χρήση ξύλινες κολώνες. Όλα ίδια! Όπως και στο δικό μας μαντρί! Καθαρά και ταχτοποιημένα όλα! Μόνο σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον μπορούσε να είχε μεγαλώσει αυτό το περήφανο ζώο, που με κέρδισε απ’ την πρώτη στιγμή που το είδα.

Κάποια στιγμή ο Αλής κι ο παππούς έσυραν τα χοντροπέτσουρα χέρια τους, που ’μοιαζαν σαν αδέρφια, πάνω στο σβέρκο του βοδιού, στο σημείο που «πατάει» ο ζυγός, ο Αλής κάτι είπε και χαμογέλασαν κι οι δυο, ο παππούς χτύπησε ελαφρά το βόδι έτσι όπως χτυπάν στην πλάτη έναν άνθρωπο για να του πουν «μπράβο», κι εγώ τα παρακολουθούσα όλα πολύ προσεχτικά.

Κι επειδή δεν κάτεχα τη γλώσσα που μιλούσαν, όλη μου η προσοχή βάλθηκε να μελετάει τον τόνο της φωνής τους και να διαβάζει τα πρόσωπά τους. Ευθύς αμέσως το χαμόγελο σβήστηκε απ’ τα δυο ηλιοκαμένα πρόσωπα, η φωνή του Αλή έμοιασε κάπως με παράπονο, στα μάτια του φάνηκε να πλανιέται κάποια θλίψη κι ο παππούς κατέβασε τα δικά του συλλογισμένος. Ύστερα η κουβέντα ξαναζωήρεψε και τραβήξαμε κι οι τρεις κατά το σπίτι.

Μπήκαμε στο προσηλιακό χαγιάτι όπου έβλεπαν όλα τα δωμάτια απ’ τα μικρά παράθυρα με τα παράξενα ξύλινα κάγκελα. Απ’ τη μεσαία πόρτα βγήκε μια ηλικιωμένη γυναίκα φορώντας το φερετζέ κι ένα μεγάλο σκούρο κεφαλομάντηλο τυλιγμένο με προσοχή και τέχνη έτσι που μόνο το πρόσωπο έμενε ακάλυπτο, σα μέσα σε υφασμάτινη κορνίζα. Ήταν η Κιουτσούκαλήνα πάλι. Χαιρέτησε τον παππού, κάτι ρώτησε, και οι δυο άντρες χαμογέλασαν και απάντησαν με τις ίδιες λέξεις. Κάτι είπαν ακόμη, που η γυναίκα παρακολουθούσε με πολύ ενδιαφέρον χωρίς να συμμετέχει στην κουβέντα, ύστερα ο παππούς και ο φίλος του έδωσαν μ’ όλη τους την καρδιά τα χέρια —δείγμα ότι συμφώνησαν—, κάθισαν στον ξύλινο καναπέ κι ο παππούς μ’ έβαλε κι εμένα δίπλα του, η χανούμισσα κάτι πρόσθεσε με συγκρατημένη ανακούφιση και ξαναμπήκε στο δωμάτιο.

Σχεδόν αμέσως ξαναβγήκε κρατώντας —όπως είχε μαντέψει η παιδιάστική μου επιθυμία— ένα δίσκο με κεράσματα· μαζί της κι ένα κοριτσάκι μ’ ένα ψηλό σκαμνί στα χέρια, που τ’ απόθεσε —όπως του είπε η γιαγιά του— μπροστά στους «μουσαφίρηδες». Έβαλαν επάνω το δίσκο και κάθισαν σε δυο χαμηλά σκαμνιά λοξά προς την πλευρά του Αλή και μένα τα μάτια μου πηγαινοέρχονταν αδέξια απ’ τα θαλασσιά ματάκια της Μελιχά στο πιατάκι με τα τριανταφυλλιά λουκούμια.

Πρώτος πήρε ο παππούς κι ευχήθηκε —όπως υπέθεσα— κι ύστερα έδωσε και σε μένα, ενώ η χανούμισσα, ανάμεσα σε άλλα, θα πρέπει να τον ρωτούσε και πώς με λέν’, γιατί ο παππούς είπε και το βαφτιστικό μου και το χαϊδευτικό μου,  κι αυτή, κοιτάζοντάς με το επανέλαβε και μου έλεγε με τον τρόπο της ότι πολύ της άρεσε κι ότι το δικό τους κοριτσάκι το λέν’ Μελιχά. Στη συνέχεια με ρώτησε τι κάνει η μάνα μου. Το κατάλαβα απ’ το ερωτηματικό κι απ’ τη λέξη «ανά». Απάντησε ο παππούς για λογαριασμό μου. Η γιαγιά τύλιξε με το δεξί της χέρι το κοριτσάκι και προσπάθησε να μου πει ελληνικά: «Μελιχά ανά άρρουστα! Για!», η όψη της συννέφιασε, κάτι είπε για τον παππού και για «παρά» και κοίταξε προς τον ουρανό έτσι, που εγώ ήθελα να πιστεύω ότι ευχαριστούσε το Θεό, τράβηξε πιο κοντά της το κοριτσάκι και του χάιδεψε τα μαλλιά.

Έτρωγα αργά το μυρωδάτο λουκούμι κι άκουγα την κουβέντα που μου άρεζε σαν τραγούδι εξωτικό και, καθώς κοίταζα γύρω μου, όλα, η γυναίκα που θύμιζε την καλόκαρδη γειτόνισσά μας τη θεία Μαρία τη μάνα της Κούλας, το όμορφο κοριτσάκι με τα καστανόξανθα μαλλιά, τη διάφανη επιδερμίδα και το πολύ μακρύ λουλουδάτο φορεματάκι, το μικροσκοπικό τάσι με το νερό πάνω στον τενεκεδένιο δίσκο μ’ ένα παγώνι ζωγραφισμένο στη μέση, ο ξύλινος νεροχύτης απέναντί μου —ίδιος σαν τον δικό μας— δίπλα στην ακριανή κολώνα, όλα, πρόσωπα και πράγματα, έμπαιναν στην καρδιά μου και στριμώχνονταν δίπλα στο υπέροχο βόδι, που πρώτο την είχε κατακτήσει.

Πριν το λύσει για να μας το δώσει, ο Αλής χτένισε το ζώο, χωρίς να το ’χει ανάγκη, έτσι σαν αποχαιρετισμό, κι ήταν πολύ συγκινημένος· κι όλοι τους· κι ο παππούς μου. Και γω δεν μπορώ να πω με σιγουριά ότι η χαρά χόρευε ολομόναχη μέσα μου. Εμένα μου έδωσαν μια ελαφριά και μακριά βέργα λέγοντάς μου —όπως μου εξήγησε ο παππούς— ότι δεν θα χρειαστεί καθόλου.

Η γυναίκα με το παιδί έμειναν να μας κοιτάζουν έξω δίπλα στην αυλόθυρα κι ο Αλής μας συνόδεψε λίγα μέτρα ακόμα. Προτού χαθούμε στη στροφή γύρισα και ξανακοίταξα προς τη φαρδιά σανιδένια εξώπορτα που την είχαν μαυρίσει τα χρόνια. Η Μελιχά πρέπει να έκλαιγε. Είχε χώσει το προσωπάκι της στο μαύρο φερετζέ της γιαγιάς της κι αυτή έσκυβε, τη χάιδευε και κάτι της έλεγε.

Αυτή η σκηνή, ζυμωμένη με τη γλύκα ενός λαχταριστού λουκουμιού και την πίκρα κάποιου αποχωρισμού, τυπώθηκε στο νου και στην καρδιά μου μ’ όλα τα χρώματα της φθινοπωρινής μέρας που είχε αρχίσει να σώνεται πίσω μας.

Το νεαρό ζώο ακολουθούσε τον καινούργιο του αφέντη σαν να τον γνώριζε από πριν, και γω, με τη βέργα στο χέρι —που πραγματικά δε χρειαζόταν—, είχα τώρα την ευκαιρία να καμαρώνω και το σταθερό, περήφανο κι όμορφο βάδισμά του. Και σαν το σκυλάκι που χαίρεται τ’ αφεντικά του, πήγαινα πότε απ’ τα δεξιά, πότε απ’ τ’ αριστερά του και δε χόρταινα να το χαϊδεύω με τα μάτια. Μια-δυο φορές σήκωσα τη μακριά βέργα και την άφησα να πέσει απαλά στα καπούλια του βοδιού έτσι για να το αγγίξω έστω και μ’ αυτόν τον τρόπο, κι αυτό τάχυνε απότομα το βήμα του, ο παππούς γύρισε και μας κοίταξε και χαμογέλασε κι εγώ πήγα απ’ την άλλη μεριά και ξανασήκωσα τη βέργα χωρίς να την κατεβάσω κι αυτό πάλι βιάστηκε κι γω εγκατέλειψα για μια στιγμή τη θέση μου και βρέθηκα δίπλα στον παππού.

«Πού το κατάλαβε, παππού;» ρώτησα.

«Είδε τη σκιά!» μου απάντησε. «Είδες τι έξυπνο που είναι;» και χαμογέλασε πάλι.

Ξαναπήγα στη θέση μου, πιο πολύ για να το ’χω μπροστά μου. Θαύμαζα τη δύναμη και τη νιότη που έκρυβε η κρουστή σάρκα κάτω απ’ το τεντωμένο δέρμα με το άσπρο τρίχωμα, την περηφάνεια που σπάθιζε τον αέρα με τα δυο τέλεια κέρατα, κι ήταν πολλά και ακαθόριστα όσα συνέθεταν τη μικρή μου ευτυχία.

«Αλήθεια, πώς να το ονομάσουμε; Τι όνομα του ταιριάζει;» σκέφτηκα καθώς τ’ αγκάλιαζα με τα μάτια· «η Μελιχά άραγε πως το ’λεγαν;» και βρέθηκα πάλι δίπλα στο παππού και τον ρώτησα: «παππού, πώς το λεν το βοϊδάκι μας;»

«Τοσούν!» μου απάντησε· και μ’ ένα χαμόγελο γλυκό σα μάνας πρόσθεσε: «Η Μελιχά το βάφτισε!».

Ύστερα, σ’ έναν τόνο και μ’ ένα ρυθμό, που, όπως πάντα, στα απλά και τα καθημερινά έδιναν τη γοητεία του παραμυθιού, μου είπε —με λίγα λόγια— πολλά: ότι το μοσχάρι τουρκικά λέγεται τοσούν, πως, όταν γεννήθηκε το βοϊδάκι μας, η Μελιχά ήταν σαν το Ειρηνάκι μας και πολύ το χαιρόταν το μοσχαράκι τους κι όλο «μοσχάρι μου, μοσχάρι μου» το ’λεγε και τ’ αγκάλιαζε και το χάιδευε. Και το ’λεγε τόσο γλυκά, λέει, που τελικά το «Τοσούν» έγινε όνομά του· δεν τους έκανε καρδιά, λέει, ή δε χρειάστηκε να ψάξουν για άλλο όνομα. 

Σκέφτομαι τώρα, πως δίπλα σ’ αυτούς τους λόγους ήταν μάλλον και το γεγονός ότι τ’ όμορφο εκείνο μοσχάρι είχε όλα τα γνωρίσματα του πιο τέλειου εκπροσώπου του είδους του. Η λεπτομέρεια, που με χαμόγελο είχε αρχίσει να μου περιγράφει ο παππούς, έσπρωξε στα χείλη ένα ερώτημα που ώρα τώρα μου τσιμπούσε την καρδιά: «Γιατί έκλαιγε, παππού, η Μελιχά;» ρώτησα, γιατί ήθελα κάτι ν’ ακούσω που να μετριάζει τη λύπη που γυρόφερνε τη χαρά μου.

«Δεν έκλαιγε» απάντησε ο παππούς.

Δεν χρειαζόταν να με ρωτήσει ο παππούς πότε έκλαιγε ή πώς την είδα. Ήταν κι αυτός ένα παιδί. Ένα μεγάλο παιδί. Το πιο σοφό. «Την έχουν παραχαϊδεμένη», συνέχισε. «Επειδή είναι άρρωστη η μάνα της, η καημένη η γιαγιά την παραχαϊδεύει».

Ξεροκατάπια· και το σοφό παιδί, που μάντευε τη διπλή αιτία, βιάστηκε να συμπληρώσει «… τώρα όμως, που πήραν τα λεφτά θα πάν’ σε μεγάλους γιατρούς και θα γίνει καλά η μάνα της Μελιχά. Όμως, πάνε ντε πίσω! Πάνε να χαϊντάς τον… Τούσιο μας! Τούσιο να τον λέμε λέω γω. Τώρα έγινε Έλληνας! Έτσι δεν είναι;»

«Ναι για!» συμφώνησα απλά.

Έτσι το «Τοσούν» έγινε «Τούσιος» κι εγώ έλεγα μέσα μου, πιο καλά έτσι·  να μη με κοροϊδεύουν και τα παιδάκια, που το βόδι μας θα είχε τούρκικο όνομα· και γύρισα στο πόστο μου. Και είδα τότε τον ολοστρόγγυλο ήλιο, που ετοιμαζόταν να βυθιστεί στη μελαγχολική μεγαλοπρέπεια της δύσης, και το γλυκό προσωπάκι της Μελιχά με τη διάφανη επιδερμίδα πέρασε μπροστά από τα μάτια μου τυλιγμένο στη θλίψη.

Ο ήλιος είχε μόλις δύσει όταν φτάσαμε στο σπίτι. Η Μαρίκα με την Πιπία με περίμεναν στην αμπάρα. Ήταν τόσα πολλά αυτά που είχα να πω, που δεν έλεγα τίποτα.

«Πώς το λέν’;» με ρώτησαν μ’ ένα στόμα και οι δυο, με τα μάτια να ακολουθούν το βόδι, που τ’ οδηγούσε ο παππούς στο στάβλο μας, ενώ η γιαγιά τούς υποδεχόταν με την «ταή» στα χέρια.

«Τούσιο!» απάντησα με επισημότητα και σοβαρότητα.

«Πολύ ωραίο όνομα ε;» είπε η Πιπία.

«Σαν άνθρωπος!…» διατύπωσε αδέξια, αργά και σχεδόν ψιθυριστά όπως πάντα τη σκέψη της η στοχαστική αδερφούλα μου και τραβήξαμε και τα τρία προς τ’ αλώνι.

Ανεβήκαμε στ’ αμάξι. Συνήθως, τέτοια ώρα, κοιτάζαμε προς τη δύση και προσπαθούσαμε να μαντέψουμε και ψάχναμε ανάμεσα στα χρωματιστά συννεφάκια να δούμε πίσω από ποιο άραγε να βρίσκεται ο Θοδωράκης, το αδερφάκι της Πιπίας, που έλεγε ότι θα με παντρευτεί κι είχε πεθάνει πριν από ένα χρόνο και μας είπαν τότε ότι θα πάει στον ουρανό και θα γίνει αγγελούδι.

Το πρόγραμμα απόψε άλλαζε. 

Καθίσαμε μπροστά και τα τρία και «ζέψαμε» το καινούργιο μας βόδι, το «δικό μου» με το «Μαύρη», που ήταν της Μαρίκας και «πηγαίναμε στο πανηγύρι!». Η Πιπία, με τη βουκέντρα στο χέρι, «κέντριζε» το βόδι της Μαρίκας κι έλεγε «ντεεε, Μαύρη» και γω μόνο σήκωνα τη βέργα, που δεν ήθελα να την αποχωριστώ, κι έλεγα «άααϊντε, Τούσιο!». Και φυσικά δεν παρέλειψα να μιλώ για την εξυπνάδα και τη γρηγοράδα του βοδιού μου. Ύστερα σηκωθήκαμε όρθιες πάνω στ’ αμάξι και… μετρούσαμε πόσο απέχει ο ουρανός. 

Η Πιπία έβρισκε ότι θα τον έφτανε σε οκτώ βουκέντρες και εγώ υπολόγιζα δέκα ή έντεκα βέργες· δεν μπορούσα να πω ακριβώς γιατί με μπέρδευε η βέργα μου, δεν ήταν ίσια σαν τη βουκέντρα, λύγιζε.

Ύστερα έφυγε κι η Πιπία και μείναμε τα δυο για λίγο ακόμα πάνω στ’ αμάξι. Πέρα μακριά τα βουνά τα ’καιγε λες κάποιος καημός· ένας καημός! Και στον κόλπο το μουντό, που σχημάτιζε ο ουρανός ανάμεσα στις δυο κορφές, έπλεαν κομμάτια από χαρά, κομμάτια από θλίψη ώσπου ήρθε η νύχτα και τα μάζεψε και μας είπε να πηγαίνουμε σιγά σιγά για ύπνο.

Πριν μπούμε στο σπίτι, σταθήκαμε έξω απ’ το μαντρί, και είπαμε, όπως είχαμε συμφωνήσει: «Καληνύχτα, Μαύρη», η Μαρίκα, κι εγώ «Καληνύχτα, ΤΟΥΣΙΟ!».

*Η Σουλτάνα Πολιτσάκη-Παπαδημητρίου γεννήθηκε το 1938  στην Ξυλαγανή Ροδόπης. Υπηρέτησε επί 22 χρόνια σε διάφορα σχολεία του Έβρου και της Ροδόπης ως δασκάλα (σε μερικά και ως διευθύντρια). Παράλληλα ασχολείται με τη Λαογραφία, τη Λογοτεχνία, τη Δημοσιογραφία και τα Πολιτιστικά. Για λαογραφική της εργασία της έχει απονεμηθεί έπαινος από την Ακαδημία Αθηνών. Το 1983 συμμετείχε στον πανελλήνιο λογοτεχνικό διαγωνισμό του «Παρνασσού» με το διήγημά της «Η βρατσίνκα μας» και το 1987 με το διήγημά της «Ένα ζευγάρι πέδιλα» και απέσπασε και τις δύο φορές Α΄ έπαινο. Το 1982 κυκλοφόρησε το βιβλίο της «Από το Μεγάλο Βογιαλίκι της Ανατολικής Ρωμυλίας στην Ξυλαγανή της Δυτικής Θράκης», το 1986 το βιβλίο «Αυτά δε θα τα γράψει η Ιστορία», το 1995 την πρώτη της ποιητική συλλογή «Και το φεγγάρι τ’ άφησαν μονάχο» και το 1996 την ποιητική συλλογή «ΕΥΤΥΧΩΣ, δεν έχουμε άλλη Πόλη για να πέσει». Έκτοτε, έχει κυκλοφορήσει και άλλα, με τελευταίο το βιβλίο «Εκατό δράμια σιτάρι» (εκδ. Gutenberg, 2018). 

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.