Η συνομιλια με τον Γιωργο Χειμωνα

Βασιλικής Κοντογιάννη, «Κύκλοι», Εκδόσεις Γκοβόστη, Τα Ποιητικά, 2016

Καθώς διάβαζα** τα ποιήματα της Βασιλικής Κοντογιάννη μου τράβηξε την προσοχή ένα ποίημα αφιερωμένο στον Γιώργο Χειμωνά, το ποίημα «Θεός ποταμός». Μου είχε πει και η ίδια ότι είχε αφιερώσει ένα ποίημα στον Χειμωνά, έναν συγγραφέα με τον οποίο ασχολήθηκα για πολλά χρόνια, και ομολογώ ότι ξαφνιάστηκα κάπως. Τι κοινό μπορεί να έχει η ποίηση της Κοντογιάννη με τον Χειμωνά; Γιατί άσκησε έλξη επάνω της; Τι ξύπνησε η γραφή του Χειμωνά μέσα στην ποιητική της ψυχή, όπου απαλά αντηχούν σεφερικοί τόνοι (βλ. την αφιέρωση της συλλογής: «Στον Γ. Σεφέρη για την αγάπη του»);
 
Όταν μιλάω για σεφερικό υπόστρωμα της ποίησής της, εννοώ εκείνον τον στοχαστικό, νηφάλιο, στέρεο τρόπο, που συγκρατεί το πάθος μέσα στις λέξεις, που κοιτάζει μέσα στο πηγάδι, χωρίς να πέφτει μέσα, κι ας γράφει η ποιήτρια στην ενότητα «Ποιητική»: «Αγαπώ τα ποιήματα/που είναι στρόβιλοι/ρουφήχτρες/η δίνη τους/αναπόδραστη». Εκείνον τον τρόπο που κρατάει τα φαντάσματα μακριά –το ποίημα-σκιάχτρο, που διώχνει μακριά τους φόβους, το ποίημα-φακός μέσα στο σκοτάδι: τα «θυμωμένα αισθήματα», οι «φόβοι με γυαλιστερά νύχια», «Σήμερα, ήσυχα κι ακούνητα/παλιά καημένα κουρελιασμένα σκιάχτρα/σε χωράφι με φλογερές παπαρούνες».
 
Υπάρχει ένα σκοτάδι ξορκισμένο, ξεπερασμένο. Η ποίηση έρχεται σαν επικύρωση του τέλους μιας διαδρομής μέσα από το σκοτάδι, είναι το τοπίο όπου ενώνεται το διάφανο με το συμπαγές, το γήινο με το αέρινο, το ορμητικό με το ήρεμο· το ποίημα «προχωράει σπρώχνοντας τις δυνάμεις του/βιαστικό/να φέρει στο φως τους όγκους/εκείνης της ειδικής/δικής του μόνο/φωνής. /Λεπίδες φωτός στα νερά».
 
Ο Χειμωνάς βρίσκεται στον αντίποδα της ποιητικής ηρεμίας: στην αρένα του πάθους, της τελετουργική έντασης, της διεκδίκησης των ορίων, του ελέου και του φόβου, του υψηλού δέους, της προφητικής έκρηξης.
Πού τον συνάντησε η Κοντογιάννη;
 
Ως ποιητής της πεζού λόγου ο Χειμωνάς υπερασπίζεται το άχρονο, το αρχετυπικό, το ουσιώδες, το γήινο, τη φυσικότητα του λόγου. Αντιλαμβάνεται τα κείμενά του με όρους χωρικούς και γεωμετρικούς, σωματικούς, αλλά και βοτανολογικούς: σαν μικρά φυτά που φύονται σε μια άκρη μετά την αναρρόφηση των νερών. Γράφει σε ένα δοκίμιό του:
 
Πάντοτε έχω την σωματική, την σφοδρή αίσθηση πως το κείμενό μου διαδραματίζεται ή, καλύτερα, πως γεννιέται από την αρχή ο κόσμος όλος στους ορίζοντες μιας ακατοίκητης χώρας – ακόμα πιο σπουδαίο: μιας πρώην κατοικημένης χώρας.[…] Αλλά δεν είναι μια αίσθηση αποκλειστικά χωρογνωστική. Φθάνει να γίνεται σχεδόν ακουστική. […] Θα μπορούσα ίσως να την ηχοποιήσω σαν μια βοή αδειάσματος ενός πελώριου χώρου, σαν ένα ββουουαααάπ. Τότε αδειάζει όλη η γη, σα ν’ αναρροφιέται από κρυφά πηγάδια, ρουφήχτρες, με μιαν εκκωφαντική ηχώ ωκεανού. Πρόκειται για μια απότομη δίνη, μια κοσμογονική άμπωτη. Τότε αναδύεται ο χώρος ο παρθένος, μια εξιδρωμένη ακόμα άργιλλος απέραντη κι εκεί σε μια κώχη της αρχινά να φύεται το κείμενο –ο κόσμος των ανθρώπων. Σ’ αυτή την ελάχιστη άκρια κι όλος ο τεράστιος υπόλοιπος χώρος χέρσος, αλλά έτοιμος.
 
Νομίζω ότι αυτή η αναζήτηση του αρχέγονου, του αρχετυπικού, του πρωταρχικού, η επιθυμία να οριστεί το νερό ως πρωταρχικό στοιχείο ζωής και αναγέννησης, είναι που συνδέει την Κοντογιάννη με τον Χειμωνά.
 
Διαβάζω το ποίημα της «Αρχαία μνήμη νερού»:
Αρχαία μνήμη νερού
Βαστούσε τις νύχτες τα περάσματα
Σε όνειρα λόφων
μιας άλλης παιδικής ηλικίας.
Κρουστό και στέρεο
Λεπτό νήμα διάφανο
Του νερού.
 
Ας ακούσουμε και τον Χειμωνά, ένα απόσπασμα από το αφήγημα «Οι χτίστες»:
Από το βάθος των ανθρώπων επρόβαλλαν οι οραματισμένοι. Πιο θαρραλέοι πλησίαζαν την άκρη του νερού το ψηλαφάν ευλαβικά με τις παλάμες. Το μελετούν με εκείνα τα αρχαία μάτια των τρελλών κι απάγγελναν ορισμούς για το νερό.
 
Και στο τέλος του αφηγήματος:
Πόσος χρόνος επέρασε από το νερό; Ήσυχα ρώτησε ο  κήρυκας. Έγειρε και εκοιμήθη.
 
Το ποίημα «Θεός ποταμός», που η Κοντογιάννη αφιερώνει στον Χειμωνά, «που ανάδυσε το σιωπηλό όνειρο σφηνωμένο βαθιά στον πυρήνα», δεν είναι τυχαίο ότι ανήκει στην ενότητα «Νερά».
 
Το διαβάζω:
Το νερό ανεβαίνει φουσκώνει σκεπάζει
τα περάσματα
ζωντανό σώμα γυαλιστερό
βροντά κυλώντας
τους δικούς του ήχους.
Όρθια
μπαίνω στη λαμπρή ροή
με σηκώνει πασίχαρο
γεμάτο
στέρεο
με κυματίζει ελαφρά
χορευτική κίνηση
περνά απ’ τους αστραγάλους στα γόνατα
στους μηρούς
στη λεκάνη
τεντώνομαι ν’ ακολουθήσω
με οδηγεί πυκνά
ξεκινάμε ιλιγγιώδη προέλαση
θριαμβική
μέσα από ερείπια σπιτιών
πόλεις κατακλυσμένες
δεντρολίβανα και δάφνες μισοβουλιαγμένες
ευωδιάζουν σημάδια στο πέρασμά μας
το νερό διάφανο αστράφτει κάτω
απ’ τα ανήσυχα πέλματα
τανύζει τη δύναμή τους.
Βλέπω την ορμή του
φουσκώνει και γεμίζει
Θεός ποταμός
[ζωντάνεψε τότε στο μουσείο,
απάντησε αστραπιαία στο κάλεσμα]
το στρογγυλό φιδίσιο σώμα
είμαι μέσα
μαζί με πήρε
με οδηγεί.
Το ρίγος της κίνησης
Θραύει δεσμά και κόπους.
Το ποτάμι φουσκώνει κάτω απ’ το πάτωμα
του σπιτιού
έρχεται να με συναντήσει
έρχεται να με σηκώσει
να φύγουμε
στρέφοντας τη λεία κίνηση
των υδάτινων όγκων του.
 
Στρογγυλό σώμα
Πράσινα γαλάζια νερά
Σκοτεινό πέτρινο τοπίο
Νυχτερινό.
 
Δεν είναι μόνο η παρουσία του νερού ως ζωογόνας δύναμης και ως σημείου της καταγωγής και της επιστροφής του παρελθόντος αλλά και ο τρόπος με τον οποίον συμπλέει το ανθρώπινο σώμα με το νερό, μέχρι το σημείο όπου συγκλίνει το φιδίσιο με το στρογγυλό, όπου η αντίθεση μεταξύ υγρού και στερεού αμβλύνεται και όπου η υπόγεια κίνηση του φουσκώματος κάτω από το πάτωμα του σπιτιού παρασύρει την ομιλήτρια προς τα πάνω, τη σηκώνει και την κινεί μέσα σε μια «λαμπρή ροή». Και η αίσθηση αναγέννησης, μέσα από το λείο και το ογκώδες, το διάφανο και το σκοτεινό, τα «πράσινα γαλάζια νερά», ανακαλεί τις γκρεμισμένες χώρες, τα έρημα τοπία του Χειμωνά, τις αμφίσημες Αναγεννήσεις που ξεσπούν στα κείμενά του –μέχρι την επόμενη πτώση. Αν ο Χειμωνάς ανάδυσε το «σιωπηλό όνειρο το σφηνωμένο βαθιά στον πυρήνα» των ποιητικών κυττάρων της Κοντογιάννη, και αυτή νομίζω ότι αντλεί από τη γραφή του την υποβόσκουσα ανάταση, την ανάγκη αναγέννησης, τη ζωογόνα δύναμη που κάποιες στιγμές ξεπροβάλλει στα κείμενά του μέσα από τη σκληρή επιφάνεια του τέλους –εκείνη την οραματική ορμή που τελικά εκβάλλει στο τελευταίο δημοσιευμένο του αφήγημα, τον «Εχθρό του ποιητή», με τη μορφή μιας υπόσχεσης αθανασίας.
 
Από τους «Χτίστες» του Χειμωνά το όραμα της Αναγέννησης:
Αρχίζει μια αναγέννηση. […] Η αναίτια Αναγέννηση ανασηκώνει από κάτω τους ανθρώπους σα στέψη λογχισμένων. Μια αφύσικη αναζωογόνηση θα τους διεγείρει. Εμψυχώνει αλλά μ’ έναν ακίνητο τρόπο τανύει την ψυχή τους την αραιώνει τρομαχτικά. Αλλά η μοίρα των ανθρώπων αντιστέκεται. Η φύση τους συντρίβεται κι έτσι ρημαγμένη υψώνεται. Από τη σύμφυρση τέλους κι αρχής. Από την εναντίωση των ανθρώπων γεννιέται ο εξής αιώνας οι άνθρωποι όρθιοι.  
 
Ένα άλλο σημείο όπου η Κοντογιάννη συναντά τον Χειμωνά από έναν πλάγιο δρόμο και μέσα σε ένα «σιωπηλό όνειρο» είναι το σώμα. Ο Χειμωνάς παρατηρεί τα σώματα των ανθρώπων, «πώς έγιναν τα σώματά τους τώρα, στο τέλος, που έγειραν πάνω στη σιωπή» –στον «Αδελφό» γράφει: «Άλλος τρόπος από το σώμα δεν υπάρχει. Ψυχή είναι μίμηση σπουδαίου σώματος». Το σώμα φορέας του πόνου, της λύπης, της αγωνίας, που διασχίζεται από βίαια συναισθήματα, που μεταμορφώνεται από άγνωστες κοσμογονικές δυνάμεις, που ανυψώνεται, τέλος, πάνω από τα πράγματα, για να απεικονίσει την αθανασία της ψυχής και την αιωνιότητα της ποίησης. Η Κοντογιάννη, πιο προσγειωμένη, πιο γήινη, προσανατολισμένη στην ωραιότητα της φύσης, καθώς διαθλάται μέσα από τη μνήμη του παρελθόντος και τη θέρμη της αγάπης, μοιάζει να έχει πλησιάσει αυτό που ο Χειμωνάς εναγωνίως αναζήτησε: τη «δικαιοσύνη για το σώμα» (ο τίτλος του δεύτερου ποιήματος της ενότητας «Σώμα»). Το απόσταγμα είναι η αγάπη, η κυκλική επιστροφή στο παρελθόν και στις απαρχές, η αναζήτηση της καταγωγής και της πηγής. Ο ποιητής του Χειμωνά στον «Εχθρό του ποιητή» βρίσκει τη γαλήνη μέσα από έναν ατελείωτο ή αιώνιο θάνατο που συνιστά επιστροφή στη μητρική γη, τη Μικρά Ασία. Κι εδώ θυμάμαι ένα ακόμη στοιχείο του Χειμωνά που ίσως ελκύει την Κοντογιάννη συνειδητά ή υποσυνείδητα: την σκιά της μητέρας. 
 
*Η Σοφία Βούλγαρη είναι  Επίκουρη Καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης. 
 
** Το κείμενο είναι η εισήγηση της κ.Βούλγαρη στην εκδήλωση βιβλιοπαρουσίασης της ποιητικής συλλογής της Βασιλικής Κοντογιάννη «Κύκλοι» που έγινε στο Καφέ-Μπαρ Σβούρα στην Κομοτηνή στις 8/5/2018 (Δείτε εδώ).

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.