Η ουρα του «γκουτζιου» και τα χαιρετισματα του «χρεους»

Μικρός θυμάμαι, κάναμε συχνές επισκέψεις στο φτωχικό του Γκαϊντατζή. Ήταν καλές φιλενάδες η μάνα μας η Ντόλη και η Αντωνία του Γκαϊντατζή. Στην αυλή τους είχαν ένα άσπρο σκύλο, το Γκούτζιο, με κομμένη σχεδόν ολόκληρη την ουρά.

Ο μπάρμπα Χρήστος ο σύζυγος της Αντωνίας, απίθανος τύπος, καλός οργανοπαίχτης-γκαϊντατζής, ήρεμος χαρακτήρας, απόφευγε τις δύσκολες αγροτικές δουλειές, ήταν πότης, όπως οι περισσότεροι Μεσσουνιώτες, αλλά προπαντός ήταν πανέξυπνος και ετοιμόλογος.

Ετοιμαζόταν λοιπόν να φύγει για το καφενείο, την ώρα που μπήκαμε στο μικρό δωματιάκι, που από το μικρό παράθυρο φαινόταν το εγκαταλειμμένο σπίτι του Παλά Μπουγιούκ και η κυρά Αντωνία  τον παρακαλούσε ικετευτικά, λέγοντας:

-Χρήστου, σύ παρακαού, μην πίνς, ούλου πιουμένους έρισει που του μαγαζί. Μην πίνς και ιγώ δα κάμου ότι χαλεύς, σύ παρακαού!!!!

Κοίταξε χαμογελαστά ο μπάρμπα Χρήστος τη λατρευτή του Αντωνία και απάντησε ερωτηματικά:

-Αντουνία, αλήθεια λές, δα κάμς ότι χαλεύου;

-Ναι, απάντησε χαρούμενη, ότι χαλεύς, μόνο μην πίνς πουλύ, πιεί λίγου τζιάναμ.

-Τότε ιναίκα, ιά να πίνου ΄που λίγου ή να σταματήσου να πίνου, χαλεύου να δέ(σ)εις κόμπου, τ΄νουρούδα τ΄γκούτζιου.

Και έφυγε χαμογελαστός, χωρίς άλλη κουβέντα για το καφενείο.

Σύξυλε, για άλλη μια φορά η κυρά Αντωνία. Ήταν αδύνατο, πώς να δεθεί κόμπο η ελάχιστη ουρά του κολοβού σκύλου.

Πόσες φορές και πόσα παρακάλια, αλλά πάντα είχε έτοιμη την απάντηση και την δικαιολογία.

Πώς να σταματήσει να κάνει το κέφι του, ήταν ακατόρθωτο, μάλλον και αδιανόητο για έναν άνδρα, σαν κ΄ αυτόν.

Δεν θα σταματούσε τα κρασάκια, ακόμη κι αν η Αντωνία κατόρθωνε, με μαγικό τρόπο, να δέσει κόμπο την κολοβή ουρά του «γκούτζιου».

Ο μπάρμπα Χρήστος όρθιος, την άνοιξη του 1963, παρέα με τον πατέρα μας Χρήστο, επίσης μάστορα, ατενίζει το φακό της φωτογραφικής μηχανής, χτίζοντας το καινούργιο μας σπίτι. Θυμάμαι ότι κάθε λίγο και λιγάκι κατέβαινε από τη σκαλωσιά και πήγαινε στην ίζβα (υπόγειο) της αποθήκης, στο παλιό μας σπίτι, όπου άνοιγε προσεκτικά την κάνουλα από τη μπόμπα (μεγάλο βαρέλι), γέμιζε το μαστραπά κοκκινέλι, για να δροσιστεί και να ξεδιψάσει από την καλοκαιρινή κάψα.

Εκτός από καλός γκαϊντατζής, ο μπάρμπα Χρήστος ήταν και άριστος κτίστης. Σαν κτίστης είχε μεγάλη ζήτηση τόσο στη Μεσσούνη, όσο και στα άλλα κοντινά χωριά.

 Όταν δούλευε στα γειτονικά χωριά, κάθε μεσημέρι επισκεπτόταν το καφενείο του χωριού για κολατσιό και απαραίτητα για κανένα ποτό. Ο καφετζής έγραφε στο τεφτέρι τα ούζα και τα κρασιά, μετά την υπόσχεση του μπάρμπα Χρήστου ότι θα ξοφλήσει το χρέος, όταν τελειώσει το χτίσιμο και πληρωθεί από το αφεντικό. Έντιμος ήταν, δουλευταράς ήταν, φιλότιμος ήταν, μερακλής ήταν,  μπεσαλής ήταν, ήταν όμως πολύτεκνος και ένας φτωχός μεροκαματιάρης. Πού να πρωτοφτάσει το μεροκάματο;

Η δουλειά τελείωνε, πληρωνόταν τα μεροκάματα, οι υποχρεώσεις έτρεχαν, τι να κάνει ο φουκαράς, εξαφανιζόταν αφήνοντας χρέος, για να δώσει και στο χέρι της κυρά Αντωνίας κανένα κατοστάρικο, ώστε να πορέψει τα απολύτως απαραίτητα του σπιτιού.

Όταν ο καφετζής αντάμωνε με κανένα χωριανό μας, ρωτούσε για την υγεία του Γκαϊτατζή, έστελνε τα χαιρετίσματα  και τον παρακαλούσε να περάσει καμιά μέρα από το καφενείο, να πιούν κανένα κρασί.

Εισπράττοντας ο μπάρμπα Χρήστος τα μεροκάματα από κάποια άλλη δουλειά, που έκανε σε άλλο χωριό, άφηνε απλήρωτο εκείνο το καφενείο και περνούσε από το καφενείο του προηγούμενου χωριού, ξοφλούσε τα οφειλόμενα, πίνοντας και τα κερασμένα κρασάκια.

Έτσι κυλούσε, φτωχικά, ανέμελα, όμορφα και μερακλίδικα, η ζωή.

Κάποιες φορές οι δουλειές πήγαιναν καλά, ήταν πολλές και καλοπληρωμένες, εισέπραττε ο μπάρμπα Χρήστος αρκετά μεροκάματα, οπότε και το χρέος στο καφενείο ξοφλούσε και στην Αντωνία έδινε κάτι παραπάνω.

Τότε όμως, όταν πήγαινε και ερχόταν στο καφενείο του Λεωνίδα στο χωριό, κανένας δεν του έφερνε χαιρετίσματα των καφετζήδων από τα κοντινά χωριά, όποτε κάποια μέρα είπε, σοβαρά και αποφασισμένος, στην παρέα του:

Αααα……., δεν είναι δλειά αυτή, άμα χρουστάς ρουτούν ιά  τ΄νυγειάς, συ στέλν χιριτίματα, συ καϊτιρούν να πάς, κι άμα πάς συ κιρνούν κι κάνα κρασί.

Που τώρα κ΄ύστιρα, έχου δεν έχου παράδις, δ΄ αφίνου χρέους, ιά νάχου αξία, να μη στέλν χιριτίσματα, να παρακαούν του Θιό να μ΄έχει καουά.

Μένα να μ΄άκουτι, άμα δεν χρουστάς ούλ  σ΄ αστουχούν.

Το είπε και το έκανε. Κανείς πλέον δεν τον ξεχνούσε. Άφηνε το μικροχρέος του για ανάμνηση στους καφετζήδες και επειδή το χρέος δεν ξεχνιέται, δεν ξεχνούσαν και τον Γκαϊντατζή.

Μέχρι σήμερα δεν ξεχάστηκε ο μπάρμπα Χρήστος από κανέναν που τον γνώρισε, ήταν αξεπέραστος και έμεινε αξέχαστος για τα  πανέξυπνα και θυμόσοφα μασάλια του.

Έπρεπε να περάσουν πολλά χρόνια για να μάθω το πραγματικό του όνομα, Χρήστος Ρουκούδης του Πασχάλη. Το Γκαϊντατζής ήταν παρατσούκλι, που υπερίσχυε και συνοδεύει, τόσο τα άξια παιδιά του, όσο και τα εγγόνια του, τα Γκαϊντατζούδια.

Σημ: Γκούτζιους = γκούτζιος (ο), προφέρεται γκούτζιους, κολοβός, χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό.(παρδαλή λέξη)

Αύγουστος 2022

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.