Η μεταπολεμικη Ελλαδα «απο χαμηλα» στο «Γκαγκαριν» του Πετρου Τατσοπουλου (+Gallery)

«Πληθωρική» σε περιεχόμενο αλλά και παρουσίες η παρουσίαση του νέου του βιβλίου με τίτλο «Γκαγκάριν: Ο κόσμος από χαμηλά»

Μια πολύ ευχάριστη  έκπληξη επιφύλασσε η παρουσίαση του νέου βιβλίου του συγγραφέα Πέτρου Τατσόπουλου «Γκαγκάριν: Ο κόσμος από χαμηλά» στην Κομοτηνή, η οποία πραγματοποιήθηκε το απόγευμα της Τετάρτης, 1 Φεβρουαρίου, στον χώρο του Δημοκριτείου Βιβλιοπωλείου.

Η έκπληξη αυτή συνίσταται στην «κατάρρευση» της παγιωμένης αντίληψης – εικόνας που πολλοί εκ των παρευρισκομένων, αλλά ενδεχομένως και μερίδα των συμπολιτών μας που δεν παραβρέθηκαν,  είχαν για τον καλεσμένο συγγραφέα κ. Τατσόπουλο. Εικόνα που έχει σχηματιστεί στο μυαλό πολλών, όχι μέσα από την 40ετή πορεία του στα συγγραφικά μονοπάτια της χώρας μας, αλλά από την πολιτική του σταδιοδρομία, και τα όσα αυτή έφερε μαζί της, από το 2012 και έπειτα.

Μία αληθινή έκπληξη για όσους τουλάχιστον δεν γνώριζαν, στον βαθμό τουλάχιστον που γνωρίζουν την πολιτική του σταδιοδρομία, την έως τώρα συγγραφική του πορεία, παρά το γεγονός ότι  ο ίδιος μετρά ήδη 19 βιβλία, «είκοσι παρά ένα» όπως ο ίδιος επιλέγει να λέει, και το ότι  έχει χαρακτηριστεί ως ένας εκ των σημαντικών σύγχρονων Ελλήνων συγγραφέων.

Μεταξύ Όργουελ και Χάξλευ  και μ’ έναν «ωκεανό χολής»

Ο συγγραφέας Πέτρος Τατσόπουλος, ένας άλλος Πέτρος Τατσόπουλος από αυτόν που ενδεχομένως αναμέναμε να δούμε, ήρθε λοιπόν στην Κομοτηνή, αναφερόμενος στο προσφάτως εκδοθέν, no fiction novel,   «Γκαγκάριν», αλλά  και  στον «ωκεανό χολής», όπως είπε ο ίδιος,  που εισέπραξε  από τα social media, σε μια εποχή δυστοπίας, όπου μεταξύ των δυστοπιών  που περιγράφουν οι Όργουελ  και Χάξλευ, η πρώτη με την παντελή σιωπή και τον πλήρη έλεγχο, και η δεύτερη με την πλήρη απελευθέρωση της πληροφορίας,  επικράτησε  δυστυχώς η  δεύτερη, η δυστοπία του Άλντους Χάξλεϋ.

«Υπήρχαν δύο κορυφαίοι δυστοπικά μυθιστορήματα του 20ού αιώνα, διαφορετικά ως προς τον τρόπο που οι συγγραφείς τους οραματίστηκαν το μέλλον. Το πρώτο είναι το «1984» του Τζορτζ Όργουελ, όπου περιέγραφε έναν κόσμο στον οποίο η  κάνουλα των πληροφοριών θα είναι κλειστή, δεν θα μαθαίνουμε τίποτα. Το δεύτερο και αυτό που επικράτησε εν τέλει, είναι το «ο Γενναίος νέος κόσμος» του Αλντους Χάξλεϊ στο οποίο έλεγε ακριβώς το αντίθετο, ότι θα ανοίξουν όλες τις κάνουλες των πληροφοριών και θα πνίξουν τα σημαντικά. Ο κόσμος δεν θα αναγνωρίζει το σημαντικό από το ασήμαντο» είπε χαρακτηριστικά  ερωτηθείς από την γράφουσα  – που είχε αναλάβει την διενέργεια της συνέντευξης εν είδει παρουσίασης – σε σχέση με τα όσα έχουν συνδεθεί με το όνομά του από την έναρξη της ενασχόλησής του με την πολιτική και έπειτα.

«Οι ψευδείς ειδήσεις σήμερα, μέσω του διαδικτύου είναι πανδημία» συνέχισε τονίζοντας πως «ο νεοέλληνας διακατέχεται από έναν ασύμμετρο με την παιδεία του σήμερα τσαμπουκά, έναν πνευματικό νεοπλουτισμό που χαρακτηρίζεται από εκρηκτικό θράσος, αλλά και άγνοια στο να έχει γνώμη για τα πάντα ακόμα και αν δεν γνωρίζει».
 

Ενας ανασφαλής έφηβος νάρκισσος και ο Αντώνης Σαμαράκης

Η ερώτηση αυτή αποτέλεσε μία εκ των τελευταίων της ζωντανής συνέντευξης που πραγματοποιήθηκε με τον ίδιο ωστόσο να αφήνει στην άκρη την ανατρεπτική δημόσια εικόνα του για να προχωρήσει με αυτή του συγγραφέα. Από αυτή του άλλωστε την ιδιότητα ξεκίνησε – και σε αυτή παρέμεινε-  κληθείς να αφηγηθεί ο ίδιος την έως τώρα πορεία  του στη ζωή και στη λογοτεχνία. Περιγράφοντας με ιδιαίτερο χιούμορ τη συγγραφική του πορεία, αρχής γενομένης από την συνάντησή του σε ηλικία 14 ετών, και ήδη ασκούμενου στη συγγραφή, «ανασφαλούς νάρκισσου» τότε, όπως αυτοχαρακτηρίστηκε, με τον Αντώνη Σαμαράκη, ο οποίος πρωτίστως του έμαθε πως η πρώτη δουλειά του συγγραφέα είναι να σκίζει σελίδες, δίνοντας του τότε την ώθηση να συνεχίσει, εξελισσόμενος ωστόσο ως όφειλε, για να φτάσει στην έκδοση των πρώτων του έργων.

Ένας πολύ διαβασμένος άνθρωπος, με τεράστιο αφηγηματικό ταλέντο, που διαφάνηκε από τις αναφορές του στα κεφάλαια του βιβλίου κατά την διάρκεια της παρουσίασης και για τις οποίες «απίθανες τυχαιότητες» προσώπων και καταστάσεων θα διαβάσετε παρακάτω.

Βιβλίο φόρος τιμής στον κινηματογραφιστή και ιδιοκτήτη του ιστορικού χώρου πολιτισμού “Gagarin205”  Νίκο Τριανταφυλλίδη

Με τον ίδιο να εξηγεί την «καταχώρηση» του «Γκαγκάριν: Ο κόσμος από χαμηλά» στην κατηγορία των “non fiction novel”  που εφορμάται από την καταγραφή της «ανεπίσημης» ιστορίας των τελευταίων 70 χρόνων της Ελλάδας μέσα από τις αληθινές «διαπλοκές» ανθρώπων, που το ευρύ κοινό αγνοεί, και τις οποίες ο ίδιος κατέγραψε μέσα από αφηγήσεις του σπουδαίου κινηματογραφιστή και ιδιοκτήτη του ιστορικού χώρου πολιτισμού “Gagarin205”  Νίκου Τριανταφυλλίδη – στον οποίο το βιβλίο αποτελεί φόρο τιμής, – τον πατέρα του  Χάρρυ Κλύνν, και την 6χρονη έρευνά του σε «λαϊκά» περιοδικά της εποχής.

Πρωτοπόροι στην τηλεχαύνωση

Μια παρουσίαση «πληθωρική» τόσο ως προς το περιεχόμενο αλλά και τις παρουσίες που καταγράφηκαν, μεταξύ των οποίων, η πρώην πρόεδρος του ΔΗΠΕΘΕ  Μαρία Μαλαμίδου, μέλη της ομάδας ανάγνωσης της ΧΕΝ, ήτοι η Άννα Βεκίνη, η Νίκη Αντωνιάδη κ.ά,  η κ.Ιωακειμίδου , μέλη  της ομάδας φιλαναγνωσίας της Λέσχης Κομοτηναίων, οι  φιλόλογοι κ. Μάινα και Σοφία Σουβατζόγλου, οι συγγραφείς  Λεύκη Σαραντινού και  Φωτεινή Ναούμ,  καθώς και πολλοί  ακόμη νέοι, φοιτητές και μη, στην ηλικιακή ομάδα των 16-24 ετών, όπως ανέφερε ο συγγραφέας, που είναι και η κρίσιμη αναγνωστική ομάδα στην οποία στηρίζεται η συνέχεια του πολιτισμού της ανάγνωσης. «Παρόλο που»,  όπως είπε, «ένας στους δυο έλληνες δεν διαβάζει κανένα βιβλίο στη διάρκεια ενός χρόνου, η δε χώρα μας ποζάρει στις πρώτες θέσεις μεταξύ εκείνων των χωρών στις οποίες  ελλείπει η αναγνωστική παράδοση», ενώ αντιθέτως «κατέχει ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά τηλεθέασης με τέσσερις ώρες και είκοσι λεπτά καθημερινής τηλεχαύνωσης!!!».  

Οι απίθανες τυχαιότητες του «Γκαγκάριν»

Μια από τις καλές ερωτήσεις του κοινού, που παρακολούθησε τον ταλαντούχο και ως αφηγητή Πέτρο Τατσόπουλο να ομιλεί ο ίδιος παρουσιάζοντας το «Γκαγκάριν», ήταν αυτή του πώς συμπλέκονται Χατζιδάκις και Φλωρινιώτης, τσόντα, Γκουσγκούνης και Εμπειρίκος.

Ο συγγραφέας απάντησε εστιάζοντας σε δυο σημεία:

1ον ότι δεν υπάρχει σήμερα ούτε υπήρχε τη δεκαετία του ’60 και μετά μια μόνον Ελλάδα, και στον τομέα του πολιτισμού όπου όλα τότε συνέπλεαν και σήμερα εξακολουθούν να συμπλέουν. Εξ ου και Χατζιδάκις, Φλωρινιώτης, Λέκκας αλλά και Βίσση, εξ ου και  Ελληνική Δημοκρατική Αριστερά αλλά και Αλέξανδρος Λυκουρέζος και πολλά άλλα παραδείγματα στα οποία αναφέρθηκε ο συγγραφέας.

2ον Στο φιλοσοφικό έργο «Τύχη και αναγκαιότητα» του Ζακ Μονό, των εκδόσεων Ράππα, βασικός πυρήνας του οποίου είναι τα απρόοπτα συναπαντήματα που περιγράφει και ο συγγραφέας στο «Γκαγκάριν», με αποτέλεσμα κάποιοι να ξαφνιάζονται πώς η Τίνα Σπάθη ή ο Τέρης Χρυσός ή η Τζούλια Αλεξανδράτου γίνονται πρωταγωνιστές σε ένα βιβλίο ενός καλού συγγραφέα.

Με την αφορμή του συνομιλίας με τον Πέτρο Τατσόπουλο για τον «Γκαγκάριν», ανάμεσα στα άλλα διαβάσματά μας για την κριτική του αποτίμηση, αποδελτιώσαμε και τον σχολιασμό του Στέφανου Τσιτσόπουλου από την “Αthens Voice”, το οποίο και φιλοξενούμε κατωτέρω, γιατί απαντά με λιτό και ουσιαστικό τρόπο, στην τελευταία αυτή απορία των συμμετεχόντων στην παρουσίαση, η οποία υπήρξε στην αρχή και δική μας.  

 

«Μια εμβληματική και πανοραμική λεξιπλασία περί του ελληνικού πολιτισμού»

Του Στέφανου Τσιτσόπουλου

[…]

«Το «Γκαγκάριν»  με τέσσερις λέξεις είναι «ένα συγκινητικά μεστό βιβλίο». Για τον Νίκο Τριανταφυλλίδη. Εκ πρώτης, ένας φόρος τιμής στο αδικοχαμένο αγόρι. Μα και για τον πολιτισμό τον υψηλό του σαλονιού και του Μπετόβεν, κάργα αστικό κομιλφό και ζεσουί δεξιοί αριστοκρατί ντε Αθηνί, κόντρα με το καλτ, την τρασιά και τον Σουγκλάκο aka «Χόμπι μου ο βιασμός» και άλλα ωραία που φιλοξένησε ο εκλιπών -τι κωλολέξη- τότε σε εκείνα τα μυθικά φεστιβάλ που διοργάνωνε.

Αλλά και για τον Χάρυ Κλυνν. Τον πατέρα του. Και τα τσαμούρια της Καλαμαρίας που τον γέννησαν, τα βαριετέ του κονφερασιέ Οικονομίδη που τον ανακάλυψε, την Αμερική αργότερα και το «Πατάτες, πάρτε, κυρίες μου, πατάτες», ή τον Χαράλαμπο Τραμπάκουλα που τα τσίταρε στο γκράντε σουξέ του όλη η Ελλάδα. Μια σχέση πατέρα και γιου, δομημένη μονίμως πάνω στην τρυφερά βάνδαλη στοργή, αμφισβήτηση μα και την αμηχανία. Την κόντρα τους έως ότου «σκοτωθεί» το πρότυπο και χωρίσουν οι δρόμοι, ώστε και οι δυο να μπορέσουν να αναπνεύσουν και να μην αλληλοεξοντωθούν με τη μέθοδο του αλληλοστραγγαλισμού λόγω αγάπης.

Ένα συναρπαστικό non fiction novel στήνει ο Τατσόπουλος στο «Γκαγκάριν – ο κόσμος από χαμηλά». Αν και νομίζω -με το συμπάθιο- πως το ταγκ θα ήταν πιο εύστοχο αν περιείχε και το «υψηλά». Η Ελλάδα από τα υψηλά στα χαμηλά. Από τον Χατζιδάκι, και τον Φλωρινιώτη, και τον Κάρολο Κουν, και τον Μάρκο Βαμβακάρη, και την Τσιτσιολίνα, τη Σωτηρία Μπέλου, τον Τσιτσάνη και τη Ζωή Λάσκαρη. Τον Τάκη Χορν και τον Κώστα Καραμανλή, τον Σοβιετικό κοσμοναύτη Γιούρι Γκαγκάριν και την επίσκεψή του εννιά μήνες μετά την περιστροφή του γύρω από τη γη στην Ελλάδα της εποχής εκείνης. Το τιμημένο ΚΚΕ αλλά και τα τσοντάδικα της δικτατορίας, που πριν μπουν όμως για να θερίσουν το χειροκρότημα, πρώτα ο Μπρους Λι και μετά ο Γκουσγκούνης, (σήμερα έργα δυο και μετά πάρε… τα τρία μου) πρόλαβαν στα Δεκεμβριανά να τα γαζώσουν σφαίρες και δάκρυα από τους βασανισμούς τον ΟΠΛΑτζήδων στους δεξιούς και των ταγματασφαλιτών στους «κομμουνιστοσυμμορίτας», μερικές γειτονιές παραδίπλα. Στη χώρα που ως αποδείχτηκε στα Δεκεμβριανά κάθε πόλος είχε και το σινεμά-θέατρο βασανισμού, στη χώρα που ο Ανδρέας Εμπειρίκος κι ο Κώστας Καραγιάννης μπορεί να συνομίλησαν μεταξύ «Μεγάλου Ανατολικού» και «Αμαρτωλής Αθήνας», όμως τα φυλάκια, τα όρια, η αποδοχή και η περιφρούρηση των συνόρων μεταξύ ποιοτικού και χαμερπούς παραμένουν ακόμα αυστηρά και περιφραγμένα.

Στρατόπεδα πολιτισμού, βιλαέτια κουλτούρας, με άγρυπνους φρουρούς τα κόμματα, τους κριτικούς και μερικούς σοβαροφανείς διανοούμενους να προασπίζονται τις διαχωριστικές γραμμές τους. Αυτά κατάργησε εμπράκτως και δια βίου ο Τριανταφυλλίδης και μέσω της διαδρομής του, όπως τη διηγείται ο Πέτρος Τατσόπουλος, που τον συνέδεε φιλία με τον εκλιπόντα -τι γαμημένη κακή και απάνθρωπη λέξη- βρίσκει την ευκαιρία να παραδώσει μια πραγματεία, αν το θέλεις. Ένα δοκίμιο θέλεις; Μια μυθιστορηματική τεχνικά αφήγηση περί του ελληνικού παράδοξου. Όπου το υψηλό και το ταπεινό συνδιαλέγονται, επικοινωνούν, συνευρίσκονται, όμως στο τέλος, όταν έρχεται η ώρα του λογαριασμού, ο καθένας πληρώνει τα δικά του. Λες και δεν κάθισαν στο ίδιο τραπέζι. Γιατί υποκριτικά καμώνονται πως δεν γνωρίζονται και σιγά μην κάθισαν και τα γλέντησαν μαζί. Η Τίνα Σπάθη και η Κατίνα Παξινού, το Τρίτο Πρόγραμμα και ο ραδιοσταθμός της βιντεοταινίας όπου ο Ψάλτης ούρλιαζε από μικροφώνου «πολύ κωλόπαιδο ο Κυριάκος, Κούλα». Λες και δεν εξέπεμψαν στην ίδια χώρα, αλλά από κάπου αλλού ο καθένας.

Με μια απολαυστική, σκαμπρόζικη, ανατρεπτικά λοξή μα και ταυτόχρονα βέρα ευθύβολη γραφή, μελετώντας, ερευνώντας, διασταυρώνοντας και παραθέτοντας γνήσια περιστατικά, γεγονότα και συμβάντα, ο Τατσόπουλος μέσω όλων των παραπάνω πρωταγωνιστών, στήνει μια εμβληματική και πανοραμική λεξιπλασία περί του ελληνικού πολιτισμού. Στο τραγούδι, στο σινεμά, στη λογοτεχνία, στον Κουμανταρέα και τον Screamin’ Jay Hawkins, στην κυριλέ πλατεία Κολωνακίου και τα καταφρονεμένα Λιόσια, στον «Μαγικό Αυλό» και το «GB Corner» του Βρετάνια, όπου ο Μάνος και η Μελίνα έστηναν την επόμενη σκηνή, ως το «Gagarin 205», που η Τζένη Χειλουδάκη ή ο Τέρης Χρυσός ξεσήκωσαν απενοχοποιημένοι και καθαγιασμένοι από αυτόν τον γνήσιο αισθηματία Νίκο Τριανταφυλλίδη τα πλήθη, ο Πετράν τιμά και τα πρώτα και τα ύστερα. Όλα δηλαδή αυτά που μας διέπλασαν με μουσική ωδείου μα και πεζοδρομίου. Με Σιλβέστερ εκ Χόλιγουντ Σταλόνε αλλά και Τέλη, πορνοστάρ εκ Νέας Σμύρνης, συνονόματο Σταλόνε.

Απόλαυσα το βιβλίο αυτό και σας προκαλώ να το ζήσετε κι εσείς. Γιατί ρέουν ιστορίες, ψυχισμοί, πεντάγραμμα, ανεκδοτολογία, δημιουργοί, στραπάτσα, φάρσες, φάτσες, έργα και εικόνες με έναν τρόπο γάργαρο μα και δομημένα σοφά ως προς τα φλασμπάκ, τα ζενερίκ και τα gods eye πλάνα που χρησιμοποιεί ο Τατσόπουλος για να συγγράψει την ιστορία του. Αυθαίρετα μεν αλλά και επηρεασμένος από το κλίμα, την ένταση, το πάθος και τη συγκίνηση για τον Νίκο Τριανταφυλλίδη, αγαπητέ Πέτρο συγγραφέα, αλλά και Χατζόπουλε εκδότη, επιτρέψτε μου να βανδαλίσω υστερόγραφα. Λοιπόν και για όσους δεν κατάλαβαν, έχουμε εδώ ένα βιβλίο για τον ελληνικό πολιτισμό, που τεκμηριώνει πως από το «διώξε τη λύπη, παλικάρι» έως και το «Παλαμάρι του βαρκάρη», ένα πακέτο άφιλτρα και μια φιάλη ουίσκι ήταν, είναι και θα είναι ο δρόμος!»

Πηγή: “Αthens Voice”

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.