Η επισκεψη της Κλειως

Το τέλος της Βενετοκρατίας στην Κρήτη και η έλευση των Οθωμανών

Η κρητική αναγέννηση στην Κρήτη και η πολιτισμική ευημερία των πόλεων τερματίστηκε απότομα με το ξέσπασμα του πέμπτου βενετοτουρκικού πολέμου το 1645. Η τουρκική απειλή όμως δεν ήταν κάτι καινούριο για το νησί. Ήδη τον 16ο αιώνα, με την επεκτατικότητα των Οθωμανών να βρίσκεται στο απόγειό της, το νησί είχε γνωρίσει τρεις καταστροφικές επιδρομές: την εισβολή του Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα το 1538, την επιδρομή του Νταργούτ Ρέις το 1562 και εκείνη του Ουλούτζ Αλή το 1571, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τη σχεδόν ολοκληρωτική καταστροφή και πυρπόληση της πόλης του Ρεθύμνου.

Φυσικά, η Γαληνοτάτη είχε μεριμνήσει για την ασφάλεια μιας από τις πολυτιμότερες κτήσεις της με την κατασκευή αρκετών οχυρωματικών έργων στις πόλεις των Χανίων, του Ρεθύμνου, του Χάνδακα και της Σητείας, σύμφωνα με τους νέους κανόνες της οχυρωματικής τεχνικής που απαιτούσε η χρήση της πυρίτιδας και των κανονιών. Αυτή περιλάμβανε χαμηλά και παχιά τείχη με ισχυρούς προμαχώνες και επιχωματώσεις, σχεδιασμένα έτσι ώστε να αντέχουν τις βολές του πυροβολικού. Τα περισσότερα οχυρωματικά έργα στο νησί έγιναν τον 16ο αιώνα, μετά τις καταστροφικές επιδρομές των κουρσάρων της Μπαρμπαριάς, και περιλάμβαναν την κατασκευή ενός ισχυρού φρουρίου-ακρόπολης σε κάθε πόλη, την περικύκλωση των πόλεων με τείχη, αλλά και την κατασκευή πύργων-παρατηρητηρίων κατά μήκος των ακτών. Τα έργα αυτά κατασκευάστηκαν από τους χωρικούς με τον εξαναγκασμό τους σε αγγαρεία, αλλά και από εργάτες που δούλευαν επί πληρωμή. Υπεύθυνοι για τον σχεδιασμό τους ήταν επιφανείς αρχιτέκτονες της Βενετίας, όπως οι Michele Sanmicheli, Sforza Pallavicini, Campofregoso και Savorgnian.

Μετά από την κατάκτηση της Κύπρου από τους Οθωμανούς, κατά τη διάρκεια του τέταρτου βενετοτουρκικού πολέμου το 1570-1573, και παρά τη νίκη των χριστιανών στην περίφημη ναυμαχία της Ναυπάκτου, η επιθετικότητα των Οθωμανών δεν είχε αναχαιτιστεί επαρκώς, και η Κρήτη ήταν η μόνη κτήση που διατηρούσαν οι Βενετοί στην Ανατολική Μεσόγειο πλην των Επτανήσων. Ήταν φυσικό λοιπόν οι Τούρκοι να εποφθαλμιούν το νησί το οποίο έστεκε σαν σφήνα ανάμεσα στις κτήσεις τους στο Ανατολικό Αιγαίο. Επιπλέον, η Κρήτη ήταν ευκολότερος στόχος από τη Μάλτα των Ιωαννιτών ιπποτών. Η περίοδος που είχε προηγηθεί, από την ειρήνη του 1573, ήταν η μακροβιότερη ειρηνική περίοδος στην Ανατολική Μεσόγειο, και η αυτοπεποίθηση των χριστιανών ήταν σε υψηλά επίπεδα λόγω της νίκης στη Ναύπακτο. Ο καταστροφικός τριακονταετής πόλεμος (1618-48) βρισκόταν σε εξέλιξη κρατώντας απασχολημένες τις ευρωπαϊκές δυνάμεις και ευνοώντας τους Τούρκους. Επιπροσθέτως, η Βενετία, όπως και όλες οι ιταλικές ναυτικές δημοκρατίες, είχε αποδυναμωθεί ύστερα από τη μετατόπιση του κέντρου βάρους του εμπορίου από τη Μεσόγειο στον Ατλαντικό και την άνοδο νέων ναυτικών δυνάμεων, όπως των Ισπανών, των Πορτογάλων και, σταδιακά, των Ολλανδών. Επομένως, ήταν η κατάλληλη στιγμή για να χτυπήσει τους Βενετούς ο σουλτάνος Ιμπραήμ Α΄, ο επονομαζόμενος και  «τρελός».

Η πολιορκία ξεκινά…

Η αφορμή για την τιτάνια σύγκρουση δόθηκε στις 28 Σεπτεμβρίου του 1644, όταν έξι πειρατικές γαλέρες των Ιωαννιτών ιπποτών της Μάλτας αιχμαλώτισαν ένα οθωμανικό πλοίο που κατευθυνόταν για προσκύνημα στη Μέκκα και μαζί με αυτήν και μία ευνοούμενη του σουλτάνου. Οι ιππότες βρήκαν καταφύγιο στα νότια της Κρήτης, στο λιμάνι των Καλών Λιμένων, προσφέροντας έτσι στους Οθωμανούς τη δικαιολογία που ζητούσαν για να εισβάλουν στο νησί.

Επικεφαλής των τουρκικών δυνάμεων τέθηκε ο Γιουσούφ πασάς και ο Μουράτ αγάς με 7.000 γενίτσαρους, 14.000 σπαχήδες που αποτελούσαν το ιππικό και 50.000 περίπου στρατιώτες. Τους ακολουθούσαν 7.000 σκαπανείς και 400 περίπου σκάφη, ανάμεσα στα οποία και 80 γαλέρες. Από την άλλη, η Κρήτη δεν ήταν και στην καλύτερη αμυντική κατάσταση και οι δυνάμεις των Βενετών ήταν αρκετά μικρότερες και διασπασμένες στις πόλεις της Κρήτης. Η πολιτοφυλακή αριθμούσε τις παραμονές του πολέμου μόλις 14.000 άτομα. Η πλειοψηφία του πληθυσμού στις πόλεις στήριζε τους Βενετούς, στην ύπαιθρο όμως πολλοί από τους ντόπιους τάσσονταν απροκάλυπτα με το μέρος των Οθωμανών. Ακόμη, οι Βενετοί δεν μπορούσαν να ελπίζουν αυτήν τη φορά σε συνασπισμό των Ευρωπαίων κατά των Τούρκων, όπως είχε συμβεί στον προηγούμενο πόλεμο, λόγω του Τριακονταετούς πολέμου που βρισκόταν σε εξέλιξη. Έτσι, μόνον ο Πάπας, οι Ιωαννίτες και κυρίως οι Γάλλοι βοήθησαν μερικώς τους Βενετούς σε αυτόν τον πόλεμο. Οι τελευταίοι είχαν ειρηνικές σχέσεις με τους Τούρκους παρ’ όλα αυτά διέθεσαν κάποιες δυνάμεις στους Βενετούς κυρίως στην τελευταία φάση του πολέμου.

Πρώτος στόχος των Τούρκων ορίστηκε η πόλη των Χανίων, η πολιορκία των οποίων κράτησε δύο περίπου μήνες (22/6/1645–22/8/1645). Ακολούθησε η πτώση της πόλης του Ρεθύμνου μετά από πολιορκία ενός περίπου μήνα (29/9/1646–20/10/1646). Ο Χάνδακας όμως έμελλε να αντέξει για είκοσι τέσσερα ολόκληρα χρόνια, έως το 1669, καθιστώντας την πολιορκία του ως τη μακροβιότερη της ιστορίας.

Κατά την πρώτη φάση της πολιορκίας του Χάνδακα, που διήρκεσε από το 1647 ώς το 1650, οι Οθωμανοί έχτισαν τρία φρούρια έξω από τα ισχυρά τείχη της πόλης, την οποία υπερασπιζόταν περί τους 20.000 άνδρες. Εντούτοις, η πολιορκία παρέμεινε στάσιμη ως προς τα αποτελέσματά της, παρ’ όλο που σημειώθηκαν κάποιες ναυμαχίες στον Ελλήσποντο και το Αιγαίο, με τους Βενετούς να στοχεύουν στην παρεμπόδιση του ανεφοδιασμού των Τούρκων στον Χάνδακα. 

Στη δεύτερη φάση του πολέμου, από το 1650 ώς το 1666, επικράτησε στασιμότητα και κατέφθασαν οι πρώτες γαλλικές ενισχύσεις. Στην τρίτη και τελευταία φάση του πολέμου, από το 1666 ώς το 1669, διορίζεται διοικητής του πολιορκούμενου Χάνδακα ο Φραντσέσκο Μοροζίνι, άνδρας από μεγάλη βενετική οικογένεια που επρόκειτο να διακριθεί στον επόμενο βενετοτουρκικό πόλεμο στην Πελοπόννησο. Εν τω μεταξύ, στον σουλτανικό θρόνο έχει ανέλθει ο Μεχμέτ ο Τέταρτος, ο επονομαζόμενος και  «Κυνηγός» και ο Αχμέτ Φαζίλ Κιοπρουλού στη θέση του Μεγάλου Βεζίρη. Στην αποφασιστικότητα του τελευταίου να τερματιστεί επιτέλους η πολυετής αυτή ψυχοφθόρα σύρραξη και στην επονείδιστη προδοσία του Andrea Barozzi, ενός χριστιανού εξωμότη που υπέδειξε στους Τούρκους το πιο ευάλωτο σημείο των τειχών του Χάνδακα, οφείλεται κυρίως η πτώση της πόλης στα χέρια των Οθωμανών. Υπεύθυνες για την τραγική κατάληξη βεβαίως υπήρξαν και οι δυσκολίες που αντιμετώπισε η Γαληνοτάτη μετά από τόσα χρόνια πολέμου να αναπληρώσει επαρκώς το ανθρώπινο δυναμικό και της πολιορκίας.

Ο Μοροζίνι λοιπόν, έχοντας απομείνει με μόλις 3.600 άνδρες αποφασίζει να υπογράψει την ταπεινωτική συνθήκη της παράδοσης στις 29 Σεπτεμβρίου του 1669, μετά από διαπραγματεύσεις περίπου ενός μήνα. Κατόπιν της υπογραφής, απέπλευσαν από το νησί πέντε πλοία γεμάτα με αρχειακό υλικό των Βενετών από το λιμάνι του Χάνδακα, καθώς και το σύνολο των βενετικών δυνάμεων που είχε απομείνει ζωντανό στο νησί.

Οι εναπομείναντες κάτοικοι του Χάνδακα ακολούθησαν τους Βενετούς στην εξορία, και η πόλη αποικίστηκε από τους κατακτητές. Τουρκικοί εποικισμοί έλαβαν χώρα σε όλες τις πόλεις της Κρήτης, γεννώντας έτσι τη ράτσα των περίφημων για την αγριότητά τους Τουρκοκρητικών, και οι χριστιανοί έκαναν αρκετά χρόνια να ξαναγίνουν πλειοψηφία στις πόλεις. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο πληθυσμός του νησιού, ο οποίος αριθμούσε 290.000 περίπου κατοίκους πριν τον πόλεμο, μειώθηκε στους 150.000 περίπου.

Οι Βενετοί θεώρησαν αρχικά την ήττα τους προσωρινή και κράτησαν τα μικρά φρούρια της Γραμβούσας, της Σπιναλόγκας και της Σούδας για αρκετό καιρό ακόμη, ώς το 1692 τα δύο πρώτα και ώς το 1715 τη Σούδα.

Οι Τούρκοι, από την άλλη, λόγω του φόβου τους για τυχόν βενετική εισβολή στο νησί, ακολούθησαν ήπια σχετικά θρησκευτική πολιτική και απάλλαξαν τον πληθυσμό από τη μισητή αγγαρεία στις γαλέρες. Δεν παρέλειψαν όμως να φορολογήσουν σκληρά το νησί, βυθίζοντας ακόμη περισσότερο στη φτώχεια τούς ήδη εξαθλιωμένους από τον μακροχρόνιο πόλεμο κατοίκους του νησιού. Αναμφίβολα, η Κρήτη χρειάστηκε αρκετό διάστημα για να συνέλθει από τις επιπτώσεις της καταστροφικής αυτής σύρραξης.

Η κρητική αναγέννηση τερματίστηκε απότομα, οι αστικοί θεσμοί που είχαν εισαχθεί στο νησί ξεριζώθηκαν βίαια και η πόλη του Χάνδακα κείτονταν σε ερείπια, ενώ πολλοί Κρητικοί επέλεξαν να μετοικήσουν στα βενετοκρατούμενα Επτάνησα. Οι εξισλαμισμοί στο νησί ήταν τόσοι όσοι δεν έγιναν σε κανένα άλλο μέρος της Ελλάδας που γνώρισε τουρκική κατοχή, και αυτό λόγω της μεγάλης εξαθλίωσης που επέφερε ο μακροχρόνιος πόλεμος και της πολλά υποσχόμενης καριέρας που μπορούσε να κάνει κάποιος εξισλαμισμένος στον τουρκικό στρατό.

Από την άλλη μεριά, η Κρήτη, η οποία είχε συνδυάσει επιτυχώς τον δυτικοβενετικό πολιτισμό με τη βυζαντινή παράδοση, δέχτηκε και τις επιδράσεις του οθωμανικού πολιτισμού για διακόσια εβδομήντα συναπτά έτη έως ότου ανατείλει η πολυπόθητη μέρα της ελευθερίας.

*Η Λεύκη Σαραντινού είναι φιλόλογος, ιστορικός και συγγραφέας.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.