Η ευχη της κυρα-Ανθουλας

«Καλό Πάσχα! Καλή Λαμπρή!» έδινε από ‘δω κι από κει ευχές η κυρα-Ανθούλα. Κι ας ήταν ακόμα Γενάρης, γδάρτης αληθινός, ντάλα καλοκαίρι ή φθινόπωρο που τρυγούσανε σταφύλια. «Καλά κρασιά…» της αποκρίνονταν και κόβονταν στα γέλια όλοι. Δεν είχε, βλέπεις, τα λογικά της. Ήτανε γυναίκα πειραγμένη.

Ο γιος της έλειπε χρόνια στην Αμερική, μοναχογιός με τ’ όνομα του μακαρίτη: Χριστόφορο, τον είχαν πει. Της έγραφε ο Χριστόφορος γράμματα για χρόνια: «εάν ερωτάς δια την καλήν μου υγείαν…» το ίδιο κατεβατό. Και στο τέλος πριν την υπογραφή του, «θα έρθω τη Λαμπρή!» της έλεγε. Τα λόγια του η κυρα-Ανθούλα τα μετρούσε για χρυσό. Έτσι κι αλλιώς, ό,τι πολύτιμο ήταν δικό του.

Έτυχε ο Χριστόφορος να ξενιτευτεί τη μέρα που έριχναν το ανάθεμα στον Βενιζέλο και, παρόλο που η κυρά Ανθούλα δεν εγνώριζε από βασιλείς, πρώτη έλαβε τον λίθον, εκείνο το πρωί. Ανέβηκε στο ύψωμα και βρόντησε την πέτρα στον σωρό με τέτοια δύναμη, που τους άφησε άφωνους όλους. Η δική της φωνή αντιθέτως ακούστηκε βαθιά, λες και άδειαζε πηγάδι. «Δικαιολογημένα», είπανε όλοι. Ο μοναχογιός της, ο Χριστόφορος, μόλις της είχε φύγει. Ήταν ό,τι είχε απομείνει από τον μακαρίτη, τον άντρα της. Τον είχε χάσει στη θάλασσα, τις μέρες που περίμενε να γεννήσει τον γιο της. Χήρα στα είκοσι, άλλο δεν ήξερε μέχρι τότε η Ανθούλα, παρά να περνάει πάνω από τη ζωή, όπως περνάμε από το κέντημα τη βελόνα· δεν ήξερε πως θα της μπήγονταν στο δάχτυλο, μια μέρα, πως θα καρφωνόταν η βελόνα στο νύχι της βαθιά, να το μαυρίσει. Με τέτοια σταυροβελονιά γέννησε τον γιο της.

Κι επειδή η γέννα αυτή της σφράγισε τον πόνο, έκανε η Ανθούλα τη ζωή της γιορτή – ποτέ κανένας στο χωριό δεν τη θυμότανε θλιμμένη. Στη βρύση ή στον δρόμο που τη συναντούσανε, ήταν πάντα πρόσχαρη και γελαστή. «Έχει τον γιο της», έλεγαν, «ο γιος τής δίνει παρηγοριά», δώρο ζωής γι’ αυτήν και αντίδωρο. Αλλά οι πιο κακόβουλοι, «τι ανάγκη έχει, μήπως δεν της άφησε τη σύνταξή του ο μακαρίτης…» Που ψέμα κι αυτό δεν ήτανε.

Αλλά ακόμα κι αν είχε σύνταξη η Ανθούλα, δεν εμπόδισε αυτό τον Χριστόφορο να ξενιτευτεί. Καλά το είχε καταλάβει αυτή από τις πρώτες φορές που τον κράτησε στην αγκαλιά της σφιχτά σφιχτά μήπως της πέσει –«αχ» έκανε το μωρό, λες κι είχε κοντέψει να πνιγεί. Ποιος ξέρει, μπορεί ο Χριστόφορος να κράτησε το πνίξιμο εκείνο στο μυαλό του. Δεν το ξεχνούσε, δεν θα την ξεχνούσε· σε κάθε γράμμα του η υπόσχεση ξαναγύριζε, «θα έρθω, μάνα, τη Λαμπρή να κάνουμε μαζί Πασχαλιά» και δώστου τα γλυκά και τα κεράσματα, «περιμένω τον γιο μου, απ’ την Αμερική», έλεγε με περηφάνια η κυρά Ανθούλα σε όσους της κάνανε επίσκεψη και μετά αδιάκριτα στον καθένα· σε κάθε σχόλη και ασχολία, τη νύχτα ή τη μέρα. «Καλό Πάσχα, καλή Λαμπρή», νύχτα και μέρα, άμα την πετύχαινες στον δρόμο, καθημερινή.

Αλλά επειδή ο Θεός είναι θεός και το ψέμα δεν το θέλει, αξιώθηκε κάποτε κι ο γιος της να έρθει. Ήταν μια χρονιά με γλυκό χειμώνα που είχε ποτίσει την άνοιξη νέκταρ· αδιάφορο. Από το νέκταρ αυτό η Ανθούλα δεν μπορούσε να πιει, γριά μεγάλη πλέον. Κάθισαν οι συγχωριανοί και γράψανε στον Χριστόφορο γράμμα: «έλα», του είπανε, «η μάνα σου δεν θα τη βγάλει τη Λαμπρή». Κι ο γιος φοβισμένος αποφάσισε τέλος πάντων κι αυτός να γυρίσει για να την προλάβει. Ο ψίθυρος διαδόθηκε από στόμα σε στόμα, έγινε λόγος και κραυγή. Τι κι αν έγινε· το βογκητό της μάνας του, στο κρεβάτι, δεν μπορούσε να το σκεπάσει. Φύσαγε ένας άνεμος μαλακός, απαλοχέρης, όταν παρουσιάστηκε ο Χριστόφορος στην αυλή. Η γύρη πότιζε τον αέρα μέλι. Οι άνθρωποι, που ήταν απ’ έξω μαζεμένοι, παραμερίσανε και ανοίξανε ανάμεσά τους ένα αυλάκι τόσο βαθύ, όσο είχε ανοίξει παλιά ο Μωυσής τη θάλασσα· άλλο μέτρο δεν είχαν να μετρήσουν μια τέτοια στιγμή. Ο Χριστόφορος πέρασε ανάμεσά τους, ναυαγισμένος. Τα μάτια του βασίλεψαν, μια μυρωδιά νυχτολούλουδο τον πρόφτασε από την αγκαλιά της – πώς του ‘ρθε τώρα το νυχτολούλουδο, ντάλα μεσημέρι, δεν το κατάλαβε. Έσκυψε, προχώρησε μέσα στο σπίτι.

Έδειχνε ωραίος, η ξενιτιά τού είχε χαρίσει μεγαλείο και πυγμή, αν και λιγάκι μεγαλωμένος. Αξύριστος από τον δρόμο. Τι πείραζε, η μάνα του που τον περίμενε, θα τον λαχταρούσε αμέσως… Πλησίασε το κρεβάτι, τής άπλωσε το χέρι. Η κυρά Ανθούλα κράταγε τα βλέφαρα κλειστά. Και προτού προλάβει εκείνος να πει κουβέντα, ανοίγει τα μάτια της και τον κοιτάει. Στέκονται έτσι για μια στιγμή.

 «Eγώ είμαι, μάνα» μουρμούρισε ο Χριστόφορος στα χαμένα. Η κυρά Ανθούλα τον κοίταζε με μάτι σκοτεινό. «Δεν με γνωρίζεις;» της ξαναείπε και έκανε να της πιάσει το χέρι. Αυτή το τράβηξε πεισμωμένα.

 «Έννοια σου και ξέρω εγώ τον γιο μου», του αποκρίθηκε, «δεν είσαι ο γιος μου εσύ».

Γράμματα και σημάδια του κορμιού ή του μυαλού δεν μέτρησαν καθόλου και «σκύψε λιγάκι να σου πω… άμα τον δεις, τον γιο μου, να του πεις…»

 «Τόσο της σάλεψε της κακομοίρας, που ούτε τον γιο της δεν γνωρίζει πια», είπανε τότε μερικοί, σίγουροι πως η  κυρά Ανθούλα έπαθε ό,τι έπαθε από την μεγάλη της αγάπη. Μα κει που έφτανε η ώρα της κι έτρεξε η Πολυξένη, η γειτόνισσα, για να της παραδώσει την εικόνα να ξεψυχήσει με αυτή, το μάτι της γριάς άστραψε ακαριαία. «Ο γιος μου…» ψέλλισε και τους έδειξε, στην εικόνα της Παναγίας που κρατούσε τον Χριστό, έδειξε με το δάχτυλο το βρέφος. Ένα χαμόγελο ευτυχίας χάραξε το στόμα της και έφυγε έτσι μαλακά με το χαμόγελο αυτό.

Όλοι από γύρω κάνανε τον σταυρό τους. «Ποιος ξέρει, ίσως και να τον αναγνώρισε τον γιο της, τελικά», είπε τότε κάποιος. Μονάχα ο Χριστόφορος στεκόταν σιωπηλός. Τη στιγμή που ξεπροβόδιζε τη μάνα του στον τάφο, τα μάτια του από τα δάκρια είχαν στεγνώσει. Η Ανάσταση του γιου είχε τελειώσει. Καμιά ευχή δεν έμενε να πει η Ανθούλα πια.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Η Μαγδαληνή Θωμά γεννήθηκε στον Βόλο, το 1964. Είναι φιλόλογος (Δρ. Αφηγηματολογίας). Έχει διδάξει νεοελληνική γλώσσα στα Τ. Μ. Γλώσσας του Μπορντώ και της Λίλλης, στο Liceo Classico “Marco Foscarini” της Βενετίας και στο Κέντρο Γλωσσών του πανεπιστημίου του Tartu. Έχει δημοσιεύσει τα μυθιστορήματα: Ο πόνος είναι μοναχικό ζώο, (Γαβριηλίδης 2014), Θα ερχόσουν μαζί μου στη Νορβηγία; (Βακχικόν 2015), Μες στη νύχτα του κόσμου (Βακχικόν 2018) και τις μεταφράσεις: Ανθολογία εσθονικής ποίησης «…απ’ τον αμίλητο καιρό» (Βακχικόν 2018), Anton Hansen Tammsaare Ο θάνατος του παππού και άλλες εσθονικές ιστορίες (Οροπέδιο 2019), Jüri Talvet Ακόμα και η βροχή έχει ψυχή (Οροπέδιο 2021). Διηγήματα και λογοτεχνικές κριτικές της έχουν δημοσιευτεί στα περιοδικά Παρέμβαση, Οροπέδιο, Το κοράλλι και στα ηλεκτρονικά Vakxikon, Fractal, Φρέαρ και Culture Book.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.