Η cancel culture τωρα και στην Ευρωπη!

Ή μήπως δεν έφυγε πότε;

Laure Murat, «Ποιος ακυρώνει τι; Σκέψεις για την cancel culture», Γιάννης Κτενάς μτφρ., εκδ. Πόλις, Αθήνα 2022, σ. 64

«H cancel culture ελέγχει κριτικά την επίσημη ιστορία, αμφισβητεί την ιεραρχία, μας παροτρύνει να έχουμε μεγαλύτερη διαύγεια προκειμένου να κατανοήσουμε από τι θα είναι φτιαγμένο το χθες και το αύριο». Tον σπουδαίο αυτό ρόλο μιας «νέας» κουλτούρας επιχειρεί να φωτίσει με την έρευνά της η καθηγήτρια γαλλικού πολιτισμού στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας Laure Murat, στο δοκίμιό της με τίτλο «Ποιος ακυρώνει τι; Σκέψεις για την cancel culture», που κυκλοφόρησε στα ελληνικά γράμματα σε μετάφραση του Γιάννη Κτενά από τις εκδόσεις Πόλις.  Βασικό στόχος της Murat σε αυτό το πόνημα, που βασίζεται σε διάλεξη που είχε δώσει τον Αύγουστο του 2021 στη Γαλλία, είναι να κατανοήσει την ουσιαστική προβληματική πίσω από τις «κραυγές» του cancel culture, τις a priori κρίσεις και τις λήψεις του ζητουμένου, διότι, στον αντίποδα των αγανακτισμένων αντιδράσεων, πάντοτε κάτι διδασκόμαστε.

Η cancel culture ή, σε μια κατά λέξη απόδοση, η κουλτούρα της ακύρωσης, μπορεί να κυριαρχεί τα τελευταία χρόνια στα social media (στα καθ’ ημάς τη συναντήσαμε στο κίνημα #ΜeΤoo κ.α.), ωστόσο η Murat έρχεται να μας υπενθυμίσει ότι το φαινόμενο αυτό έβρισκε εφαρμογή και στην Ευρώπη του Μεσαίωνα. Χαρακτηριστικά, ήδη στα τέλη του 18ου αιώνα, η Νομοθετική Συνέλευση στη Γαλλία διέταζε την καταστροφή αγαλμάτων μνημείων που συνδέονταν με το Παλαιό Καθεστώς.

Τι είναι η cancel culture;

Η cancel culture  είναι ουσιαστικά ένας πολεμικός, υποτιμητικός όρος, μια «έκφραση της αμερικανικής Δεξιάς που υιοθετήθηκε από τους γάλλους νεοσυντηρητικούς προκειμένου να απαξιώσουν περαιτέρω τα προοδευτικά αιτήματα», σύμφωνα με τη διατύπωση του Γάλλου ιστορικού André Gunthert. Ορίζει ένα σύνολο διεκδικήσεων που προέρχονται από τη ριζοσπαστική Αριστερά και αφορούν την απτή αλλαγή των πρακτικών σε μια κοινωνία που κατηγορείται ότι διαιωνίζει μια ρατσιστική και σεξιστική κουλτούρα, η οποία αγνοεί τους καταπιεσμένους πληθυσμούς. Η κουλτούρα της ακύρωσης, κριτικό εργαλείο των μειονοτήτων που εξασκούν την ελευθερία έκφρασής τους, συνίσταται κυρίως στην αποκάλυψη θεμάτων ή πράξεων εκ μέρους προσώπων, εταιρειών ή θεσμών που κρίνονται απαράδεκτες ή προσβλητικές και στην απόσυρση κάθε υποστήριξης προς αυτά τα πρόσωπα, τις εταιρείες και τους θεσμούς, ιδίως μέσω των κοινωνικών δικτύων. Η cancel culture είναι λοιπόν πάνω απ’ όλα ένας τρόπος έκφρασης και διαμαρτυρίας, ο οποίος συντίθεται από συντονισμένους λόγους και πράξεις που αφορούν τα πολιτικά δικαιώματα: διαδήλωση, μποϊκοτάζ, προειδοποίηση (ή whistle-blowing).

Κάθε πολεμική γύρω από την cancel culture –και δεν υπήρξαν λίγες τον τελευταίο καιρό– προκαλεί θύελλα αντιδράσεων στον τύπο και τα κοινωνικά δίκτυα. Είναι ίδιον της cancel culture, αυτής της «δικτατορίας των μειοψηφιών», σύμφωνα με ορισμένους, ή του «φασισμού της άκρας Αριστεράς», σύμφωνα με τον Donald Trump, τον πιο απηνή πολέμιό της, να προκαλεί την οργισμένη αντίδραση μιας αγανακτισμένης πλειοψηφίας, που καταγγέλλει τις «διαστρεβλώσεις των αντιρατσιστών» και τη βούληση να ξαναγραφτεί η ιστορία μέσω αναχρονισμών και ηθικολογικών κρίσεων. Σε γενικές γραμμές, αυτές οι κριτικές προηγούνται κάθε συζήτησης επί του θέματος και την καθιστούν εκ των πραγμάτων σχεδόν αδύνατη.

«Εκ των υστέρων επανόρθωση εξόφθαλμων αδικιών». Δύσκολο να συνοψίσει κανείς καλύτερα σε μια φράση τα επίδικα που πυροδοτούν την πολεμική γύρω από την cancel culture. Συμπυκνώνονται σε κάθε λέξη αυτής της πρότασης. Πράγματι, δεν αισθάνεται όλος ο κόσμος την ανάγκη να «επανορθώσει» (γιατί; με ποιον τρόπο;), πόσο μάλλον να επανορθώσει τις «αδικίες» που κρίνονται ως «εξόφθαλμες» (με βάση ποια κριτήρια;) και που από ορισμένους θεωρούνται ως τυχαία περιστατικά ή ως ιστορικό fatum, και επιπλέον όλα αυτά να γίνουν «εκ των υστέρων», ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για τη διεξαγωγή μιας αναδρομικής και παραπλανητικής δίκης.

Νίκος Μπακουνάκης: «Μήπως ήρθε η ώρα να εκφράσουμε στον δημόσιο χώρο τις νέες ιστοριογραφικές και ιστορικές ανησυχίες;»

Ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Νίκος Μπακουνάκης, σε κριτική του ανάγνωση, στην ιστοσελίδα της “Lifo”, σχολιάζει για το δοκίμιο της Laure Murat: «Η ίδια υποστηρίζει ότι η cancel culture μάς δείχνει έναν τρίτο δρόμο που έχει σχέση με τους θεσμούς, ιδιαίτερα τους θεσμούς πολιτισμού, όπως τα μουσεία, με τη Δικαιοσύνη, με τη βία της εξουσίας, με την κατασκευή μεγάλων εθνικών αφηγήσεων και με τη μνημειακότητα της Ιστορίας, ιδιαίτερα όταν αυτή προσωποποιείται σε ανδριάντες, αγάλματα κ.λπ.

Το τελευταίο έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς η cancel culture εκφράστηκε με βεβηλώσεις ή βανδαλισμούς ανδριάντων ιστορικών προσώπων που σχετίζονταν με τις ρατσιστικές διακρίσεις και την αποικιοκρατία. Η πρακτική αυτή εκδηλώθηκε όχι μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες (όπου η cancel culture συνδέεται με τα κινήματα Black Lives Matter, από το 2013, και #MeToo, από το 2017) αλλά και στην Ευρώπη, ιδιαίτερα στη Βρετανία, στο Βέλγιο και στη Γαλλία. Μετά τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ στη Μινεάπολη (“I can’t breathe”), στις Ηνωμένες Πολιτείες καταστράφηκαν 100 αγάλματα ιστορικών προσωπικοτήτων που συνδέονταν με τη δουλεία. Ο βανδαλισμός ή η ανατροπή των ανδριάντων δεν συνιστά διαγραφή των ονομάτων αυτών των ιστορικών προσωπικοτήτων από την ιστορία αλλά άρνηση να τους τιμούμε, λέει η Murat. […]

Από τη στιγμή που η ιστορία έχει πλέον απαλλαγεί εδώ και καιρό από τη φιγούρα του “ήρωα”, από τη στιγμή που έχει λάβει υπόψη τις τάξεις, τις ομάδες, τα φύλα, τα τοπία, το κλίμα, την κουλτούρα, τις νοοτροπίες, το εγώ ή τη μικρο-ιστορία, από τη στιγμή που έχει καταστεί διεθνής, παγκόσμια, σφαιρική, δεν έχει έρθει πλέον η ώρα να εκφράσουμε στον δημόσιο χώρο τις νέες ιστοριογραφικές και ιστορικές ανησυχίες; Δεν είναι καιρός, αντί να μένουμε καθηλωμένοι στη λατρεία του μεγάλου ανδρός, στην υποχρεωτική αναπαράσταση του θριαμβεύοντος λευκού άντρα, να προσεγγίσουμε τον εικοστό πρώτο αιώνα με περισσότερη φαντασία; Και να επανασυνδεθούμε έτσι, έστω λίγο, με το νόημα της διαλεκτικής; Ερωτήματα και ερωτήσεις της συγγραφέως που με κανέναν τρόπο δεν είναι ρητορικά».

Η καθηγήτρια γαλλικού πολιτισμού Laure Murat

Με την κυκλοφορία του νέου της βιβλίου η Laure Murat συστήνεται και στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό. Η ίδια γεννήθηκε το 1967 στο Παρίσι και σπούδασε Ιστορία στην École des hautes études en sciences sociales, όπου και υποστήριξε τη διδακτορική της διατριβή. Έχει ασχοληθεί με την πολιτισμική ιστορία, την ιστορία της ψυχιατρικής, τις σπουδές φύλου, την queer θεωρία και με τη νεώτερη λογοτεχνία.

Σήμερα, είναι καθηγήτρια γαλλικού πολιτισμού στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Λος Άντζελες. Για τη συγγραφική της δράση έχει τιμηθεί με το βραβείο Goncourt βιογραφίας, το βραβείο κριτικής της Γαλλικής Ακαδημίας και το βραβείο Femina δοκιμίου.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.