«H πρωτοτυπια του βιβλιου συνισταται στο οτι βλεπει τη μικρη εικονα μεσα στη μεγαλη εικονα∙ πραγματευεται τη διαπερατοτητα της ελληνικης ιστοριας απο την ευρωπαικη και την παγκοσμια ιστορια»

«Για “τον ελληνικό 20ό αιώνα” του Αντώνη Λιάκου»

Ακολουθεί η εισήγηση της κ. Ελεονώρας Ναξίδου στην διαδικτυακή εκδήλωση, που διοργάνωσε το Εργαστήριο Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας του ΤΙΕ/ΔΠΘ, παρουσίασης του βιβλίου του Αντώνη Λιάκου «Ο Ελληνικός 20ος Αιώνας».
 
Μπορείτε να βρείτε το ρεπορτάζ της παρουσίασης, και τις εισηγήσεις των άλλων συμμετεχόντων, εδώ.

Ελεονώρα Ναξίδου όμως…

Θα ήθελα καταρχήν να ευχαριστήσω τον ομότιμο καθηγητή κ. Λιάκο για την τιμή που μας έκανε να συμμετάσχει στις δραστηριότητες του Εργαστηρίου Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας του Τμήματός μας και να ξεκινήσω καταθέτοντας μια προσωπική μου εμπειρία. Η πρώτη μου επαφή με τον κ. Λιάκο ήταν, όταν, πολλά χρόνια πριν, παρακολούθησα ως φοιτήτρια το μάθημα που έκανε στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας στο Α.Π.Θ. Η αλήθεια είναι ότι δεν θυμάμαι ποιο ήταν το περιεχόμενο του μαθήματος θυμάμαι όμως ότι τότε είχα την αίσθηση ότι ο καθηγητής Λιάκος μας έλεγε κάπως διαφορετικά πράγματα από ό,τι οι υπόλοιποι καθηγητές μας. Στην πορεία βέβαια αντιλήφθηκα ότι επρόκειτο για μια νεωτερική ματιά στην ιστορία.
 
Αυτή ακριβώς τη νεωτερική ματιά προσφέρει και το βιβλίο για το οποίο θα συζητήσουμε σήμερα. Πράγματι, όταν κάποιος το πάρει στα χέρια του είναι πιθανόν να αναρωτηθεί τι καινούριο έχει να προσφέρει, όταν έχουν ήδη γραφτεί πολλά βιβλία για τη νεότερη και σύγχρονη ελληνική ιστορία. Την απάντηση τη δίνει ο ίδιος ο συγγραφέας εξαρχής και με απόλυτα σαφή τρόπο.  «Ο ελληνικός 20ός αιώνας» δεν αποτελεί απλή παράθεση πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών γεγονότων. Αντιθέτως επιχειρεί μια ιστορική ανασύνθεση του ατομικού και του συλλογικού βιώματος, στην οποία το συλλογικό βίωμα συνδιαλέγεται συνεχώς με το ατομικό.
 
Υπάρχει όμως και μια δεύτερη εξίσου σημαντική συμβολή. Το βιβλίο αναδεικνύει την καθοριστική αλληλεπίδραση του ελληνικού 20ού αιώνα με τον ευρωπαϊκό και τον διεθνή 20ό αιώνα. Εγγράφεται δηλαδή ο ελληνικός 20ός αιώνας ως μια δυναμική συνιστώσα του ευρωπαϊκού 20ού αιώνα, και του βαλκανικού, με τον οποίο βρίσκεται σε συνεχή αλληλεπίδραση. Για να το διατυπώσω με τα λόγια του ίδιου του συγγραφέα: η πρωτοτυπία του βιβλίου συνίσταται στο ότι βλέπει τη μικρή εικόνα μέσα στη μεγάλη εικόνα, πραγματεύεται τη διαπερατότητα της ελληνικής ιστορίας από την ευρωπαϊκή και την παγκόσμια ιστορία.
 
Στη συνέχεια θα επικεντρωθώ σε ένα μόνο θέμα εν είδει παραδείγματος για να δείξω τη συμβολή του βιβλίου και να θέσω έναν προβληματισμό για τη συζήτηση που θα ακολουθήσει, ένα θέμα που άπτεται και των δικών μου ερευνητικών ενδιαφερόντων, που αφορά δηλαδή τα Βαλκάνια. Πρόκειται για τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει το βιβλίο τους Βαλκανικούς Πολέμους και τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Καταρχήν ο συγγραφέας αναθεωρεί τη στερεοτυπική πλέον αντίληψη ότι τα Βαλκάνια ήταν η πυριταδαποθήκη της Ευρώπης, επισημαίνοντας ότι οι Βαλκανικοί Πόλεμοι ήταν στην πραγματικότητα μέρος της ίδιας καταιγίδας, της ίδιας σεισμικής δόνησης που συντάραξε ολόκληρη την Ευρώπη, ένα από τα πολλά επεισόδια που προκάλεσε στο σύνολο της Γηραιάς Ηπείρου η επικράτηση των ιδεολογικών ρευμάτων της νεωτερικότητας, τα οποία είθισται να αποκαλούμε με τον γενικό όρο Διαφωτισμός, δηλαδή ο εθνικισμός, ο ρομαντισμός, ο φιλελευθερισμός, σε συνδυασμό με τις κοινωνικο-πολιτικές αλλαγές, οι οποίες συνδέονται άρρηκτα με τις νέες αυτές ιδέες. Σ’ αυτό το πλαίσιο κατέρρευσε το απολυταρχικό μοντέλο διακυβέρνησης,  διαλύθηκαν οι χερσαίες αυτοκρατορίες, εκδηλώθηκαν εθνικά κινήματα για απαλλαγή από την ξένη κυριαρχία, και αναδιοργανώθηκε ο πολιτικός χάρτης της Ευρώπης
 
Συγχρόνως όμως ο συγγραφέας δεν αρκείται στη απλή αφήγηση των πολιτικών και στρατιωτικών γεγονότων της εποχής των Βαλκανικών Πολέμων, αλλά εστιάζει στις επιπτώσεις που αυτά προκάλεσαν στον ανθρώπινο παράγοντα, κάτι που συνήθως παραβλέπεται. Έτσι το βιβλίο δεν αντιμετωπίζει τη βία ως μια ενοχλητική εξαίρεση, αλλά την αντιλαμβάνεται ως άμεση απόρροια του πολέμου και ως πρακτική διαχείρισης πληθυσμών. Στρέφει δηλαδή το ενδιαφέρον στην ανθρώπινη υπόσταση των πρωταγωνιστών και μάλιστα όχι των πολιτικών και κοινωνικών ελίτ, αλλά αυτών που συνήθως αποκαλούμε με τον όρο λαός, των αφανών ηρώων της καθημερινότητας.
 
Κλείνοντας θα ήθελα να θέσω στον συγγραφέα τα εξής ερωτήματα προς συζήτηση. Γράφοντας για το βουλγαρικό εθνικό κίνημα του 19ου  αιώνα προσπάθησα να το εντάξω στα ευρωπαϊκά και τα βαλκανικά του συμφραζόμενα. Χρησιμοποίησα μάλιστα τη διατύπωση η «ευρωπαϊκότητα» εντός της βουλγαρικής «βαλκανικότητας». Μπορούμε να πούμε το ίδιο και για την ελληνική περίπτωση; Και σε συνέχεια αυτού: Πόσο Βαλκάνιοι είναι ή αισθάνονται ότι είναι οι Έλληνες;.**
 
 
*Η Ελεονώρα Ναξίδου είναι Επίκουρη Καθηγήτρια Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας της Νοτιοανατολικής Ευρώπης στο ΤΙΕ/ ΔΠΘ. Το κείμενο είναι η ομιλία της στη διαδικτυακή εκδήλωση παρουσίασης του βιβλίου του Aντώνη Λιάκου  «Ο ελληνικός 20ός αιώνας», εκδ. Πόλις, Αθήνα 2019, που διοργανώθηκε την Πέμπτη 21 Ιανουαρίου από το Εργαστήριο Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας του ΤΙΕ/ΔΠΘ.
 
**Τα ερωτήματα επιλέξαμε να παρατεθούν γιατί μεταφέρουν στοιχεία από τους ιστορικούς προβληματισμούς των ημερών μας.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.