Γραμματα στην Ασπα – 9

Γενέθλια 

Κομοτηνή, 16-11-2015
 
Καλή μου,
 
Χθες έκλεισα τα 27 μου χρόνια. Πολλές ευχές απ’ τα σόσιαλ μίντια, λίγα τηλέφωνα. Η πρώτη που μου ευχήθηκε ήταν η Ελευθερίτσα. Μου πήρε και πάστα με κεράκι. Τα παιδιά απ’ το «Σπασμένο Τζαμί», επίσης, μου ‘φτιαξαν τούρτα με το λογότυπο της Λαϊκής Ενότητας (όταν τους πρήζεις όλη την ώρα με τα πολιτικά, λογικό είναι!) που έγραφε από πάνω «Χρόνια πολλά, σύντεχνε» (ο όρος που αλληλοαποκαλούμαστε με τον Ζαρίφα). Να’ ναι καλά όλοι τους.
 
Δεν με θυμήθηκε καμία απ’ τις γυναίκες που πέρασαν απ’ τη ζωή μου (με μία μόνο εξαίρεση, η οποία βρίσκεται στο εξωτερικό και μου ευχήθηκε μέσω facebook, με τα καλύτερα λόγια). Ή αν με θυμήθηκαν, δεν έκαναν τον κόπο να μου στείλουν έστω ένα μήνυμα. Ας είναι καλά και αυτές…
 
Καθώς ξύπνησα το πρωί και έφτιαξα καφέ (3×3) και άναψα ένα τσιγάρο, σκέφτηκα: 27 ολόκληρα χρόνια. Τι έκανα στη ζωή; Τι έπραξα; Τι έκανα για μένα; Τι έκανα για τους άλλους; Τι έκανα για την ανθρωπότητα; Τι έκανα για τις γυναίκες που αγάπησα;
 
Τρόμαξα απ’ τις απαντήσεις και δραπέτευσα.
 
Άνοιξα τον υπολογιστή. Μπήκα να «τσεκάρω» τα e-mail. Ο Ρόνι μου ‘στειλε την καινούργια του ποιητική συλλογή -σε ηλεκτρονική μορφή– η οποία θα κυκλοφορήσει στο νέο έτος. Και εκεί που διάβαζα τα καινούργια του ποιήματα και τον καμάρωνα, πέτυχα ένα ποίημα, που ήταν γραμμένο για τα γενέθλια της Έλσας. Έλεγε ο Ρόνι, πως, η Έλσα που γιορτάζει σήμερα, όπου και αν βρίσκεται, τον θυμήθηκε σίγουρα…
 
Εγώ, δεν είμαι τόσο σίγουρος για σένα. Αλλά αν θες να ξέρεις, εγώ κάθε 27 Φλεβάρη, όπου και να βρίσκομαι, πίνω και ένα ποτήρι στην υγειά σου. Και σου λέω χρόνια πολλά, σιγανά, και με κοιτάνε όλοι γύρω, νομίζοντας πως παραμιλάω απ’ τη σούρα.
 
Ανοίγω το ραδιόφωνο. Παίζει τον αγαπημένο μου Ahmet Kaya: «Έβγαινες απ’ τη βροχή και ερχόσουνα/ έσκυβα το κεφάλι μου/ ήμουν άνεργος, το’ ξερες,/ ήμουν απελπισμένος, το ‘ξερες/ και παρ’ όλα αυτά μ’ αγαπούσες».
 
Ahmet Kaya και Νίκος Παπάζογλου. Δύο καλλιτέχνες που άκουγα κάθε μέρα, απ’ τη μέρα που έφυγες απ’ αυτή τη πόλη. «Βομβαρδίζανε τις πόλεις κάθε βράδυ/ εμείς κάναμε έρωτα/ μην είσαι τόσο αχάριστη/ μη φεύγεις σαν να είναι παρελθόν όλα αυτά/ άσε με να μπλεχτώ στα πόδια σου/ μην φεύγεις πατώντας με όπως την αμμουδιά». Ή «Πώς μπορώ να ξεχάσω τα λυτά της μαλλιά»…
 
Ξέρω, είμαι μελαγχολικός σήμερα, και μέσα στην απελπισία. Όπως και τότε. Άνεργος και άφραγκος. Όπως και τότε. Συνεχίζω όμως να σ’ αγαπώ, να σου γράφω, να μιλώ για σένα. Όπως και τότε.
 
Αλλά είμαι σίγουρος πως κάποια μέρα θα τελειώσουν όλα αυτά. Είμαι σίγουρος πως θα ξανασυναντηθούμε και δε θα ξαναχωρίσουμε ποτέ. Όπως είμαι σίγουρος ότι μια μέρα θα γίνει η πλάση κόκκινη, θα νικήσουμε τους κακούς ανθρώπους, θα τραγουδάμε τραγούδια της λευτεριάς, θα περπατάμε ελεύθερα σ’ όλα τα σοκάκια της χώρας, θα πάμε χέρι χέρι στο θέατρο, θα μιλάμε χωρίς μίσος με όμορφα λόγια. Θα ‘χουμε ψωμί και τριαντάφυλλα. Αυτή η μέρα θα έρθει.
 
Μέχρι τότε, να προσπαθήσεις να είσαι καλά, να διαβάζεις όσο πιο πολύ γίνεται, να χαμογελάς και να ονειρεύεσαι.
 
Σε φιλώ,
ΜουΤσο 

Ρόνι Μαργκούλιες*

Μετάφραση: Μουσταφά Τσολάκ 

Αυτοί που χωρίζουν

Πρέπει να κλαίνε αυτοί που χωρίζουν, μετά τον χωρισμό.
Διότι ο κάθε χωρισμός είναι η απόδειξη
της διάψευσης και πάλι
εκείνης της ατελείωτης αναζήτησής μας.
Αξίζει να κλαίει κανείς.
Αξίζει να κλαίει κανείς.
 
Επειδή αν και ξέρουμε πως δε θα βρούμε
την αγάπη που αναζητούμε
νομίζουμε πως τη βρήκαμε καμιά φορά –άνθρωποι ήμαστε–
και όσο βαθύ είναι το σφάλμα μας
με όση σιγουριά ήμαστε σίγουροι πως την βρήκαμε
τόσο πολύ αξίζει να κλαίμε.
 
Διότι νομίζουμε πως θα νικήσουμε τη μοναξιά
νομίζουμε ότι υπάρχει κάποιο άτομο κάπου,
που με την αγάπη του θα ακυρώσει
όλες τις μικρές και μεγάλες μας ήττες.
Και αφού αποδειχθεί ότι πάλι δεν το βρήκαμε,
αξίζει να κλαίμε.
 
Δεν ήταν αυτό το άτομο που χωρίσαμε,
δεν υπήρχε ένα τέτοιο άτομο –
δεν έχει σημασία, αξίζει να κλαίμε·
ακόμα λίγο χωρίς αγάπη,
λίγο ακόμα πιο δύσκολη θα είναι η ζωή.
Πρέπει να κλαίνε αυτοί που χωρίζουν, μετά το χωρισμό. 

Μια μέρα

Θα ‘ρθει η μέρα, ξέρω, όταν θα ξυπνώ το πρωί
δε θα’ ναι στο μυαλό μου η Έλσα.
Δε θα την έχω δει στο όνειρό μου το βράδυ,
δε θα ξεκινάω τη μέρα μ’ αυτήν
 
δε θα σκέφτομαι κάθε βράδυ πως πέρασε «άλλη μια μέρα χωρίς αυτήν».
Πιστεύω ατελείωτα στον χρόνο. Και αυτό θα περάσει. Θα γίνω καλά.
Άλλες γυναίκες θα πάρει το μάτι μου.
 
Μετά, αν και δε μπορώ να το φανταστώ τώρα, θα ερωτευτώ πάλι.
Αλλά φοβάμαι πως αυτός ο φόβος δε θα φύγει από μέσα μου ποτέ,
ακόμα και μετά από κάποια ηλικία
και καθώς όλα θα μου φαίνονται ασήμαντα:
 
Η Έλσα πώς είναι; Είναι καλά;
Θυμάται πώς φωτοβολούσαν τα μάτια μου,
όταν αυτή ήταν είκοσι δυο και εγώ είκοσι πέντε; 

Ο φόβος

Μια γυναίκα που πλέον δεν την αγαπάς
Πόσο δύσκολο είναι να θυμάσαι
Το πόσο την αγάπησες κάποτε.
 
Πόσο λίγα σημάδια αφήνει στον άνθρωπο ο έρωτας!
 
Υπάρχουν στιγμιότυπα βέβαια
Θυμάσαι μια ιδιαίτερη στιγμή
Μια ατάκα που μοιραστήκατε κρυφά
 
Μια χιονισμένη χειμωνιάτικη μέρα, σ’ ένα ζεστό δωμάτιο.
 
Αλλά δεν είναι ο ίδιος ο έρωτας
Μια αντικειμενική στιγμή είναι αυτό που θυμάσαι:
Λες και έγινες μάρτυρας τυχαία
 
Στο να κάνουν έρωτα δυο ξένα άτομα.
 
Δεν είναι ότι δε μένει τίποτα
Πίσω από μια γυναίκα που αγάπησες πολύ:
Με ένα αβέβαιο αίσθημα ήττας
 
Ο φόβος του να μην ξαναϋπάρχει. 

Το μπουκάλι

Λες και ήταν μια τελετή
κάθε μπουκάλι που μοιραζόμασταν
επιβεβαίωνε τη σχέση μας.
 
Λες και μνημονεύονται σε κάθε ποτήρι
εκείνα τα σταφύλια που είχαμε φάει σ’ ένα αμπέλι
εκείνο το καλοκαίρι που γνωριστήκαμε, στην Κρήτη.
 
Και τώρα, όποιος και να είναι δίπλα μου
κάθε μπουκάλι κρασιού που έρχεται στο τραπέζι μου
το πίνουμε μαζί με την Έλσα.
 
Σαν να είναι ένα σπασμένο μπουκάλι
το μισό του σε μένα, τ’ άλλο του μισό σ’ αυτήν:
Μοιραζόμαστε τα κοφτερά του άκρα.
 
*Ο Ρόνι Μαργκούλιες είναι ποιητής και δημοσιογράφος.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.