Γραμματα στην Ασπα – 8

Η συνήθεια και ο φόβος

Κομοτηνή, 17-10-2015
 
Καλή μου,
 
Οι άνθρωποι, έχουν δύο μεγάλες αλυσίδες: τη συνήθεια και τον φόβο. Αυτά τα δύο είναι αλληλένδετα και το ένα προκαλεί το άλλο. Όσο πολύ συνηθίζεις, τόσο πολύ φοβάσαι να μην χάσεις αυτά που έχεις συνηθίσει. Και όσο πολύ φοβάσαι, τόσο πολύ συνηθίζεις τον φόβο.
 
Καθημερινά ζούμε μ’ αυτές τις αλυσίδες. Έχουμε χτίσει κάτι: μια οικογένεια, ένα σπίτι, φίλους, δουλειά, μύθους• και νομίζουμε πως δε μπορούμε να ζήσουμε χωρίς αυτά. Φοβόμαστε να μην τα χάσουμε. Είμαστε εθισμένοι απ’ αυτά – όσο και ο Τσίπρας απ’ την «ευρωίνη».
 
Ταυτόχρονα, όσο πολύ φοβόμαστε να τα χάσουμε, τόσο πολύ εθιζόμαστε απ’ αυτά. Ένας φαύλος κύκλος! Και αυτό, μας κάνει ανθρωπάκια καθημερινά. Τυπικούς Homo Sapiens.
 
«Ο άνθρωπος φοβάται αυτό που δεν ξέρει» μου ‘λεγε ένας γέρος ποιητής. «Αν ήξερες δεν θα φοβόσουν».
 
Εμφανίστηκε ο Λέων προχθές, μετά από πολύ καιρό. Ήρθε την ώρα που διάβαζα John Molyneux. Μου έφερε ένα βιβλίο του Salman Rushdie («Οι Σατανικοί Στίχοι») που του ‘χα ζητήσει μαζί με το βιβλίο της Rosa Luxemburg που του ‘χα δανείσει. Τα είπαμε λίγο. Είπε τις διαφωνίες του με την ΛαΕ, άσκησε σκληρή κριτική στον προεκλογικό πολιτικό μου λόγο, δεν του άρεσαν τα τελευταία μου ποιήματα και μου είπε να δουλέψω λίγο πιο σκληρά.
 
Τον πήρα μετά και πήγαμε στο «στέκι» που συχνάζουμε με τα παιδιά. Εκεί που πίναμε τα τσίπουρα μας, μιλήσαμε για τη μετατροπή του ανθρώπου από Homo Sapiens σε Homo Sapiens Sapiens. Υποσχέθηκε ότι θα μου φέρει βιβλία του Αισχύλου. Ομολόγησε πως και αυτός έχει κουραστεί και δεν μπορεί να παρακολουθεί την παγκόσμια λογοτεχνία.
 
Μετά το δεύτερο τσίπουρο άρχισα να μιλάω εγώ και είπα: Το «άγνωστο» είναι τρομακτικό για τα ανθρωπάκια. Συνηθίζουν στη φωλιά τους και δεν θέλουν να «ανοιχτούν» και πολύ. Προσπαθούν να είναι ευτυχισμένοι έτσι –ενώ το ξέρουν και οι ίδιοι πως δεν είναι.
 
Για παράδειγμα: Ζουν εδώ, Ελλάδα• έχουν το σπιτάκι τους, πληρώνουν ΕΝΦΙΑ –νοίκι δηλαδή στο δικό τους σπιτάκι–, πληρώνουν το χαράτσι της ΔΕΗ, πληρώνουν νερό –που κανονικά πρέπει να είναι δωρεάν– και όλα αυτά ενώ είναι άνεργοι. Και δεν σκέφτονται να αντισταθούν, να εξεγερθούν διεκδικώντας το αυτονόητο. Κι αυτό επειδή φοβούνται να μην τους κόψουν το ρεύμα, να μην τους πάρουν το σπίτι –και με τη λογική ας πεινάσουμε αλλά να πληρώσουμε και ο θεός βοηθός!
 
Ή: Είναι παντρεμένοι. Δυστυχισμένοι. Τσακώνονται κάθε μέρα. Δε κάνουν σεξ. Και πάνω σ’ αυτό, εκεί που ψάχνουν την ευτυχία «αλλού», ερωτεύονται κάποιο άλλο άτομο. Αλλά δε χωρίζουν. Έχουν χτίσει οικογένεια, έχουν παιδιά, τα βράδια γυρνάνε σπίτι σαν να μην συνέβη τίποτα. Φοβούνται για το τι θα πει «ο κόσμος».
 
Με λίγα λόγια, οι φόβοι μας και οι συνήθειες μας, μας οδηγούν στη δυστυχία και στο να βάζουν «οι άλλοι» τους «όρους» για τη δικιά μας τη ζωή. Η λεγόμενη «κοινωνία», δηλαδή ο λεγόμενος «κόσμος», που λες και δεν έχει τα δικά του προβλήματα, όλο κάθεται και ασχολείται μαζί μας!
 
Ο Λέων, συμφώνησε μαζί μου –πράγμα που το κάνει σπάνια, ίσως και να έφταιγε το τσίπουρο που ήταν δυνατό. Παραγγείλαμε μια μπύρα, για «να το σβήσουμε». Την ώρα εκείνη έπαιζε στο μαγαζί τραγούδια απ’ τον Αγάθωνα…
 
Κοντολογίς, σήμερα που είναι επέτειος, καλό είναι να θυμηθούμε τους συντρόφους που πριν από 98 χρόνια νίκησαν τον φόβο και τις συνήθειες τους και διεκδίκησαν έναν κόσμο καλύτερο (άσχετα που ήρθε μετά ο «πατερούλης» και τα έκανε σαν τα μουστάκια του!). Εμείς, πότε;
 
Φιλιά,
ΜουΤσο

Ρόνι Μαργκούλιες*

Μετάφραση: Μουσταφά Τσολάκ

Τα μάτια μου

 
Μπροστά μου βότκα λεμόνι, στο χέρι το βιβλίο μου,
άραξα στο μπαρ, περιμένω την Έλσα.
 
Δε ξέρει ότι την περιμένω, δεν την έψαξα για τρία χρόνια,
δεν ήμουν δίπλα της στις πιο σημαντικές στιγμές της ζωής της.
 
Ποιος ξέρει πού είναι τώρα. Είναι στην Αγγλία ακόμα;
Μήπως γύρισε στην Ελλάδα;
 
Μπροστά μου βότκα λεμόνι, περιμένω την Έλσα.
Κι αν όχι σε τούτο το μπαρ, θα έρθει, το ξέρω.
 
Όπως είναι στο νου μου, οι μέρες που ήμασταν μαζί
έτσι και το μέλλον μας είναι μπροστά απ’ τα μάτι μου.
 
Σηκώνω το κεφάλι πού και πού και βλέπω απ’ το παράθυρο,
μεγάλωσαν οι μέρες, το ηλιοβασίλεμα φέγγει.
 
Κολλάνε στην πινακίδα της απέναντι οδού τα μάτια μου
και μετά καθώς ξανακοιτάω το βιβλίο μου
 
συνειδητοποιώ πως δε μπόρεσα να διαβάσω τ’ όνομα της οδού.
Ξανασηκώνω το κεφάλι και βλέπω με προσοχή αυτή τη φορά.
 
Μόνο όταν μισοκλείνω τα μάτια μου παίρνουν σχήμα τα γράμματα.
Οδός “Methuselah”.
 
Και με μια αναπάντεχη σαφήνεια ξέρω απότομα:
Μάλλον πολύ σύντομα, δε θα μπορώ να βλέπω μακρινά, όπως παλιά.

Κάθε έρωτας στην εποχή μας

Να διυλίσω τη ζωή μου απ’ τις λεπτομέρειες
και να πω: Εγώ την Έλσα πολύ την αγάπησα.
Αυτό. Μια πόρτα μισοάνοιξε με λίγα λόγια:
Είδαμε πώς μπορεί να είναι εφικτός ο έρωτας
σ’ έναν άλλο κόσμο, σε μια άλλη εποχή.
Ξαναέκλεισε η πόρτα, σιγανά.
 
Να μην δίνω έμφαση εκτενώς,
να πω: Εγώ την Έλσα πολύ την αγάπησα.
Τόσο. Εκεί που ο έρωτας εξοστρακίζει τους άλλους,
εκεί που ο σεβντάς βιώνεται μεταξύ των δύο
όσο μπορούσε να αγαπήσει κάποιος κάποιον άλλο,
τόσο μπόρεσα να αγαπήσω και εγώ.
 
Να πω, σ’ έναν τέτοιο κόσμο,
έτσι όπως είναι οι ανθρώπινες σχέσεις
δε μπορούσαμε να αγαπήσουμε διαφορετικά, ούτως ή άλλως.
Κι αν δεν ακούει πλέον η Έλσα τα λόγια
τι σημασία μπορούν να έχουν αυτά που λέω.
Συμπερασματικά, ηττηθήκαμε.
 
Να πω με μια μελίρρυτη φωνή:
Απ’ την αρχή είναι ηττημένος ο κάθε έρωτας στην εποχή μας.
Ηττηθήκαμε και εμείς όπως όλοι.
Να μην στασιάζω, να το θεωρώ φυσιολογικό
και να καταφέρω να μην κλαίω.
Να μην κλαίω.
 
Να πω: μια μέρα θ’ αλλάξουν όλα,
θα φύγει ο έρωτας απ’ το μονοπώλιο των ατόμων.
Τι θα αλλάξει για μας; Τι θα αλλάξει;
Απ’ την αρχή είναι ηττημένος ο κάθε έρωτας στην εποχή μας.
Και τα παιδιά της εποχής μας, η Έλσα και εγώ,
ηττηθήκαμε όπως όλοι. 

*Ο Ρόνι Μαργκούλιες είναι δημοσιογράφος και ποιητής

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.