Γραμματα στην Ασπα – 4

Mudanya, 28-07-2015
 
Καλή μου,
 
Τι άλλο να θέλει κανείς, που κάθεται αγκαλιά με μια γυναίκα που τον αγαπά, όσο δεν τον αγάπησε καμία, να πίνει ρακί με θέα τη θάλασσα και να ακούει τραγούδια περί έρωτα, δικαιοσύνης, ελευθερίας και εξέγερσης!
 
Ναι! Εξέγερση! Η μαγική λέξη που την πρωτοάκουσα από σένα πριν περίπου δέκα χρόνια…
 
Χθες «πεταχτήκαμε» μέχρι την Ιστάνμπουλ, και επισκέφτηκα και το περιοδικό «İnsancıl» όπου γνώρισα από κοντά έναν άνθρωπο που χρόνια τον διάβαζα και τον θαύμαζα. Έναν άνθρωπο που το όνομά του ισούται με αντίσταση και πόλεμο για την εξέγερση, για την αισθητικότητα. Τον Cengiz Gündoğdu.
 
Αυτός μου έμαθε τον αγώνα για τη μετάβαση από Homo Sapiens σε Homo Sapiens Sapiens – αλλά γι’ αυτό το πράγμα θα σου μιλήσω σ’ άλλο γράμμα.
 
Γνώρισα επίσης την ποιήτρια, την Berrin Taş, που είναι επίσης πρωταγωνίστρια σ’ αυτή τη μάχη για την εξέγερση, για την αισθητικότητα.
 
Επισκέφτηκα επίσης, έναν εξαίρετο άνθρωπο, γιατρό ακτινολόγο, που είναι ένας «δικός μας» άνθρωπος, Ροδοπίτης, ο οποίος έχει να πατήσει στα πάτρια εδάφη 30 ολόκληρα χρόνια. Έχεις ακούσει, φαντάζομαι, για το άρθρο 19 του κώδικα ιθαγένειας…
 
Καθώς πίναμε το ρακί μας με τον σύντροφο γιατρό, τη σύζυγό του και τα παιδιά του σε μια αυλή που μοσχοβολούσε γιασεμί, ο μεγάλος του γιος, μας έπαιζε ρεμπέτικα τραγούδια με το μπουζούκι του. Τραγουδήσαμε μαζί το «Πέντε χρόνια δικασμένος μέσα στο Γεντικουλέ», ο γιατρός στα τουρκικά και εγώ στα ελληνικά. Μια ιδιαίτερη χαρά καθόταν στο πρόσωπο του γιατρού, όταν άκουγε ελληνικά. Και ήθελε να μιλάμε ελληνικά για να θυμηθεί και αυτός τις λέξεις που έχει ξεχάσει.
 
Είπαμε για τα παλιά, τα «πέτρινα» χρόνια. Μου είπε τις αναμνήσεις του απ’ την ΚΝΕ και το πώς ίδρυσαν την ΚΝΕ Πόλης οι Θρακιώτες φοιτητές που σπούδαζαν εκεί, όπου αργότερα συμμετείχε και αυτός.
 
Αυτό πάει να πει να είσαι μειονότητα. Είσαι πάντα ο «επικίνδυνος», ο «αθέμιτος», ο «προδότης». Κυρίως αν είσαι και αριστερός και αγαπάς τον λαό σου. Γι’ αυτό και πάντα κυνηγηθήκαμε εμείς οι αριστεροί μειονοτικοί και όχι οι εθνικιστές – που αν δεν ήταν βαλτοί του ίδιου του κράτους, ήταν «βούτυρο στο ψωμί» του.
 
Τι ήθελα και έπιασα πάλι τον Nâzım Hikmet; Αφού μια χαρά περνούσα! Κοίτα τι γράφει πριν από δεκάδες χρόνια:
 
«Είδαμε τη φωτιά και την προδοσία.
Στα αιματηρά παζάρια των τραπεζιτών,
 πουλήσανε τη χώρα στους Γερμανούς».
 
Η χώρα μας πονάει. Υποφέρει. Περνάνε και άλλο μνημόνιο, και μάλιστα, αυτή τη φορά οι άνθρωποι που μέχρι και πριν λίγες μέρες βάδιζα μαζί τους. Μαζί τρώγαμε δακρυγόνα για να σταματήσει η καταστροφή, μαζί αντιστεκόμασταν στη λιτότητα και την φορολεηλασία. «Καλά να πάθετε, οπορτουνιστές» θα μου πεις, ξέρω, θα μου μιλάς για «λυκοσυμμαχίες» και τέτοια. Και θα διαφωνούμε έντονα. Οπότε τη σταματάω αυτή τη κουβέντα εδώ.
 
Πρέπει να εξεγερθούμε. Δε θέλω να μεταναστεύουν οι φίλοι μου, δε θέλω να αυτοκτονούν οι σύντροφοί μου, δε θέλω να πεινάνε οι ηλικιωμένοι άνθρωποι και να περιμένουνε μέσα στην εξαθλίωση τον θάνατο. Και γι’ αυτό δε πρέπει να παραιτούμαστε, πρέπει να οργανώσουμε ένα καινούργιο, ευρύ μέτωπο του λαού μας.
 
Δεν είναι ώρα για ξύλινα λόγια, πίστεψε με. Είναι ώρα για εξέγερση. Γιατί όπως έλεγε και ο Ataol Behramoğlu,
«Άκου τη φωνή μου, αγάπη μου
 Κάλλιο θάνατος παρά σκλαβιά
 Και όπου υπήρξε τέτοια καταπίεση
 Η απάντηση ήταν πάντοτε η εξέγερση».
 
Φιλιά,
ΜουΤσο


*Ο Μουσταφά Τσολάκ είναι ποιητής και μεταφραστής.

Ρόνι Μαργκούλιες**

Μετάφραση: Μουσταφά Τσολάκ 

Τα τραγούδια της λευτεριάς

Δεν έχω αμφιβολία, εγώ εκείνη τη μέρα θα τη δω.
Ίσως πολύ μετά, αλλά κατά πάσα πιθανότητα κάπως έτσι:
Σε μια τεράστια πλατεία μαζεμένη σχεδόν μια ολόκληρη μεγάλη πόλη,
τραγουδώντας επιτέλους μ’ ένα στόμα, τα τραγούδια της λευτεριάς,
θα φωνάζω κι εγώ μ’ όλη μου τη φωνή, για δύο λεπτά
 
συμμετέχοντας στο πάθος του πλήθους.
Θα ασθμαίνω, θα κρατιέμαι απ’ το μπαστούνι μου ίσως,
ή θα ακουμπήσω στον ώμο ενός συντρόφου μου,
θα ξελαρυγγίζομαι. Για πρώτη φορά δε θα βγάλω λόγο.
Δε θα πεταχτώ μπροστά. Το μετά; Τι σημασία έχει;
Θα απομακρύνομαι σιγά σιγά.
 
Και καθώς φτάσω σπίτι, ή το τελευταίο σκαλοπάτι
ή ένα τσιγάρο δε θα μπορέσει να αντέξει η καρδιά μου.
Ή ο πατέρας μου θα μου έρθει στο νου, ή η Έλσα, ή η μάνα μου,
θα κάτσω στα σκαλιά, «Αύριο» θα πω,
και σαν να εξηγώ έντονα κάτι στον Ντογάν
χωρίς να αντιληφθώ, θα πεθάνω συγκινημένος. 

Όταν θα ξανασυναντηθούμε

Όταν θα βρεθούμε μετά από χρόνια
επειδή θα είναι ασήμαντα αυτά που σήμερα δίνουμε σημασία,
θα μπορούμε να χαιρετηθούμε χωρίς να συγκινηθούμε και πολύ.
Ίσως να καθίσουμε αντικριστά και να τα λέμε σ’ ένα καφενείο.
Αυτά που ήταν να ζήσουμε θα τα ‘χουμε ζήσει
και θα ’ναι αργά γι’ αυτά που δε ζήσαμε.
Τι θα ‘χει απομείνει να πούμε ο ένας τον άλλο;
 
Εσύ θα μου μιλάς για τα παιδιά σου, προφανώς,
εγώ γι’ αυτά που ήθελα να κάνω αλλά δε κατάφερα
ότι μετά από σένα δε μοιράστηκα τα συναισθήματά μου.
Ούτε θυμός, ούτε μετάνοια θα υπάρχει στη φωνή μου.
Θα μιλάω με μια στεναχώρια που μου δίνει
το να μην μπορώ να αγαπώ πλέον ούτε κι εσένα.
 
Και εκείνη η ερώτηση που δε βγαίνει απ’ το μυαλό μου εδώ και χρόνια
(Δε θα την κάνουμε γιατί δεν έχει σημασία πια)
θα είναι στο μυαλό μας, αναμφίβολα, και εκείνη τη μέρα:
Αν δε χωρίζαμε, θα ήταν πολύ διαφορετικά;
 
Αν και το φανταζόμαστε,
δε θα το ξέρουμε.
 
** Ο Ρόνι Μαργκούλιες είναι μαρξιστής, δημοσιογράφος και ποιητής.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.