Γραμματα στην Ασπα – 16

Μια βραδιά σαν «όλες τις βραδιές»

Κομοτηνή, 03-03-16
 
Καλή μου,
 
Οι δυστυχισμένοι άνθρωποι, δε λογαριάζουν το αύριο. Αν και θα το μετανιώσουν αυτό που θα κάνουν, το πρωί σαν ξυπνήσουν, θέλουν να ξεφύγουν ώρεςώρες.
Τσίπουρο. Τσιγάρα. Μ’ αγκαλιάζει η μοναξιά μου. Η μπάντα παίζει ένα τραγούδι για την εργατική τάξη. Μπροστά μου εφημερίδες, περιοδικά, βιβλία που «ανοίγουν ένα παράθυρο» για έναν καλύτερο κόσμο.
Μα εγώ είμαι μόνος. Εγκαταλειμμένος. Αδέσποτος. Δε χτυπάει καν το τηλέφωνό μου – αν εξαιρέσουμε τις κλίσεις της μάνας μου. Μ’ έχουν εγκαταλείψει όλοι οι άνθρωποι που βασίστηκα.
Η πανέμορφη κοπέλα απέναντι, μου κλείνει μάτι. Θέλει –προφανώς– να παίξουμε το πιο «γνωστό» και «απαγορευμένο» παιχνίδι. Δεν έχω κέφια. Σκέφτομαι τους συντρόφους στη Συρία, στο Ιράκ, στην Παλαιστίνη. Κοιτάζω για αρκετά λεπτά μια φωτογραφία με την πρόσφυγα μάνα με το παιδί της αγκαλιά.
Σηκώνω κεφάλι. Συνεχίζει να με κοιτά. Χαμογελάω. Παίρνει το ποτήρι της και έρχεται. (Όχι, μη το κάνεις αυτό!)
«Καλησπέρα.»
«Καλησπέρα.»
«Πώς πάει;»
«Θα νικήσουμε!»
Σωπαίνουμε. Κοιτάζω τα καταπράσινά της μάτια. Και η αναπόφευκτη στιγμή:
«Και να σου πω ρε φίλε, ποιος νομίζεις ότι είσαι;»
«Ένα αδέσποτο δίποδο.»
«Και τότε, γιατί τόσος εγωισμός;»
Βαρετή κουβέντα. Δε μ’ ενδιαφέρει το πώς δείχνω προς τα έξω. Δε θέλω να εξομολογηθώ σε κανέναν και καμία. Δε θέλω να γίνω ο «αγαπητός». Αλλά θαυμάζω το θάρρος της.
«Δε ξέρω από πού έβγαλες αυτό το συμπέρασμα. Στην υγειά μας!»
«Έτσι συμπεριφέρεσαι σ’ όλες;»
Δεύτερο φάουλ. Θα γίνω πρόστυχος.
«Θες να πηδηχτούμε; Ή έχεις να κάνουμε κουβέντα για το σωστό τρόπο συμπεριφοράς προς το αντίθετο φύλο;»
Σηκώνεται και φεύγει. «Μπράβο μαλάκα» ψιθυρίζω, «ευγενέστατος ήσουν!» Παραγγέλλω άλλο τσίπουρο. Ξανακοιτάω τη φωτογραφία. Σκέφτομαι τους συντρόφους που πεθαίνουν στη Συρία. Τα βάζω με τον Θεό. Ξαναέρχεται η κοπέλα.
«Λοιπόν, πιες το ποτό σου και πάμε.»
«Πού;»
«Μη ρωτάς πολλά!»
Χαμογελάω. Σκέφτομαι μήπως «κάποιοι» για να μάθουν πληροφορίες για μένα χρησιμοποιούν τις γυναίκες, ποντάροντας στο «αδύναμό» μου σημείο. Μετά τη ξανακοιτάζω. Όχι, είναι πανέμορφη για να είναι «ασφ-αλίτισσα». Φεύγουμε. Πάμε σπίτι της. Ένα «επιθετικό» φιλί στο λαιμό.
«Έι, στο παιχνίδι βάζω εγώ τους όρους»
«Προφυλακτικό;»
«Ευχαριστώ, αλλά δεν θα πάρω, είμαι Τούρκος!»
«Και τι πάει να πει αυτό;»
«Είπα, τους όρους βάζω εγώ!»
Δε θυμάμαι αναλυτικά τα μετά. Μπερδευτήκαν τα κορμιά μας. Ιδρώτας. Βρομόλογα. Τσιγάρο. Το μόνο που θυμάμαι είναι τα μάτια της. Και το σημείωμα που άφησα πάνω στο τραπέζι της, φεύγοντας: «Ο κομμουνισμός δεν είναι να μοιράζεσαι μόνο το κορμί αλλά και τα τσιγάρα σου. Σου παίρνω δύο τσιγάρα. Και σ’ ευχαριστώ για την υπέροχη νύχτα».
Πώς να την λέγανε άραγε;
 
Δικός σου,
ΜουΤσο

Νεβζάτ Τσελίκ 

Μετάφραση: Μουσταφά Τσολάκ


Οι δύο προϋποθέσεις της αντίρρησης

Το ότι δεν είμαστε πολλοί είναι σίγουρο
δεν ήμαστε στην πλευρά με τους πολλούς
δεν θα ήμαστε στην πλευρά με τους πολλούς
στην Τουρκία θα είμαστε Κούρδοι
στους Κούρδους Αρμένιοι
στους Αρμένιους Ασσύριοι
θα πάμε στη Γερμανία και θα ήμαστε Τούρκοι
στην Ολλανδία Σουριναμέζοι
στη Γαλλία Αλγερινοί
στο Ιράν Αζέροι
στην Αμερική κατάμαυροι νέγροι
και στους νέγρους που πολλαπλασιάζονται οπωσδήποτε ερυθρόδερμοι
στο Ισραήλ Παλαιστίνιοι
απέναντι στο σκύλο γάτα
απέναντι στη γάτα πουλί
απέναντι στο πουλί έντομο
οι διαιτητές θα υποστηρίζουν πάντα την αντίπαλη ομάδα
και εμείς θα ολοκληρώνουμε πάντα με επτά άτομα τον αγώνα
από τα λουλούδια θα ήμαστε καμέλια
και θα ήμαστε στην πλευρά του λειψού μας χεριού
στα αριστερά
αυτή είναι η πρώτη προϋπόθεση της αντίρρησης
 
και στα αριστερά θα ήμαστε λίγοι
διότι καθώς πολλαπλασιάζουμε την επανάσταση
θα μειωθούμε ταχέως για μια άλλη επανάσταση
και αυτή είναι η δεύτερη προϋπόθεση της αντίρρησης. 

Αττίλα Ιλχάν

Μετάφραση: Μουσταφά Τσολάκ


Το ποίημα του τρίτου προσώπου

Όταν ακουμπούσαν τα μάτια σου τα μάτια μου
γινόταν η καταστροφή μου, έκλαιγα
δε μ’ αγαπούσες το ήξερα
αγαπούσες έναν άλλον τ’ άκουγα
ένα αγόρι αδύνατο σαν στέκα
ένας ανεπρόκοπος κατά την άποψή μου
μπροστά μου όποτε τον έβλεπα
φοβόμουν πως θα τον σκοτώσω
γινόταν η καταστροφή μου, έκλαιγα.
 
όποτε περνούσα απ’ τη μάτσκα
στο λιμάνι υπήρχαν καράβια πάντα
τα δέντρα χαμογελούσαν σαν πουλιά
ένας αγέρας μου ταξίδευε το νου
άναβες ένα τσιγάρο αθόρυβα
έκαιγες τις άκρες των δάχτυλων μου
χαμήλωνες τις βλεφαρίδες σου και κοίταζες
κρύωνα ανατρίχιαζα
γινόταν η καταστροφή μου, έκλαιγα.
 
τα βράδια τελείωναν σαν ένα μυθιστόρημα
η jezabel ξάπλωνε μες στα αίματα
από το λιμάνι έφευγε ένα καράβι
εσύ σηκωνόσουν και πήγαινες σ’ αυτόν
πήγαινες με το χρώμα προσώπου σου σαν κερί
και έμενες ως το πρωί
ήταν ένας ανεπρόκοπος κατά την άποψή μου
όταν χαμογελούσε έμοιαζε κηδεία
και κυρίως όταν σ’ αγκάλιαζε
γινόταν η καταστροφή μου, έκλαιγα. 

Τζαχίτ Κουλεμπί 

Μετάφραση: Μουσταφά Τσολάκ


Ιστάνμπουλ

Τα καμιόνια κουβαλούσαν πεπόνια

Και εγώ συνέχεια αυτήν σκεφτόμουν
Τα καμιόνια κουβαλούσαν πεπόνια
Και εγώ συνέχεια αυτήν σκεφτόμουν
Στο σπίτι μας στη Νίξαρ
Ήμουν ελεύθερος σαν ένα μικρό σπουργίτι.
 
Μετά άλλαξε ο κόσμος
Άλλο νερό, άλλος αγέρας, άλλη γη
Μετά άλλαξε ο κόσμος
Άλλο νερό, άλλος αγέρας, άλλη γη
Πόσο γρήγορα πέρασαν οι εποχές
Λησμονιά, λησμονιά, λησμονιά.
 
Κατάλαβα πλέον πως η πόλη πια είναι διαφορετική
Όλοι με ξεγέλασαν κι έφυγαν
Κατάλαβα πλέον πως η πόλη πια είναι διαφορετική
Όλοι με ξεγέλασαν κι έφυγαν
Τα καμιόνια κουβαλάν πεπόνια και πάλι
Αλλά το τραγούδι μέσα μου έχει τελειώσει.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.