Γραμματα στην Ασπα – 13

Νοσοκομείο, κύριε!

Κομοτηνή, 29-01-2016
 
Νιώθω τη καρδιά μου να διαλύεται. Θα σπάσει; Θα τρυπήσει το σώμα μου; Θα εκραγεί; Τι είναι αυτό, τώρα, τέτοια ώρα! Κρίση πανικού; Έμφραγμα; Πεθαίνω;
 
Μου ’ρχονται οι στίχοι απ’ το τραγούδι του Cem Karaca, «Ω θάνατε, έλα μου χαμογελαστός και κοίτα με στο πρόσωπο / Διότι τόσοι που τους είπα φίλους, τους αγκάλιασα και τους φίλησα / Έχουν τον ίδιο αέρα και την ίδια απατεωνιά στα πρόσωπά τους /…/ Μην αφήνεις να με βαρέσουν πισώπλατα / Ρίξε στο μέτωπό μου τη σφαίρα».
 
Σηκώνομαι. Ντύνομαι. Πάω και ξυπνάω τον πατέρα μου, για να με πάει νοσοκομείο. Τρέμω. Κρυώνω. Δεν μπορώ να αναπνεύσω. Ξαπλώνω κατευθείαν σ’ ένα κρεβάτι στις Πρώτες Βοήθειες. Καρδιογραφήματα, εξετάσεις. Νιώθω πολύ κουρασμένος. «Τι σκέφτεσαι;» με ρωτάει ο γιατρός. «Τη μελλοντική αταξική κοινωνία» του λέω, «τη μέρα που δε θα κάνεις μέρα παρά μέρα εφημερίες με μισθό πείνας, για να πληρώνει η χώρα το χρέος στους δανειστές». Ή τέλος πάντων, αυτά σκέφτομαι και δεν του απαντώ. Δε θυμάμαι.
 
Μου λέει να πάω να βγάλω μια ακτινογραφία. Πάω. Δε νιώθω δύναμη στα πόδια μου. Ο πατέρας μου κάθεται σε μια άκρη και περιμένει. Πόσο μ’ αγαπάει αυτός ο άνθρωπος! Εμένα, το μοναδικό του παιδί, που διαφωνεί τόσο πολύ μαζί του και δεν εγκρίνει σχεδόν καμιά του πράξη!
 
Πάω να βγάλω μια ακτινογραφία. Θα μου τη βγάλει ένας φίλος τελικά. Μου συμπεριφέρεται τέλεια, με βοηθάει, προσπαθεί να μου δώσει δύναμη. Έρχεται μαζί μου μέσα εκεί που με βάλαν’ να ξαπλώσω. Μου φέρνει μια κουβέρτα. Ο πατέρας μου έξω, περιμένει. Του λέω πως θα με κρατήσουν μέχρι το πρωί και να φύγει. Δε φεύγει.
 
Ξαπλώνω. Κλείνω τα μάτια. Σκέφτομαι τους στίχους του Nâzım Hikmet: «Η ζωή δεν είναι παίξε-γέλασε / πρέπει να τηνε πάρεις σοβαρά».
 
Πάω να κλείσω τα μάτια μου, ακούω φωνές. «Ήμαρτον θεέ μου» λέει η νοσοκόμα. Βρίζει το παλικάρι που τον φέρανε με σπασμένο πόδι και μύτη. «Έλεος». Τον πάνε στο χειρουργείο. Ακούω τις κραυγές του.

Πονάω. Όχι για μένα, για το παιδί. Δεν τον βλέπω, δεν τον ξέρω, μόνο τις κραυγές του ακούω. Θυμάμαι τα γραπτά του Nihat Behram, για τα βασανιστήρια της χούντας τότε στην Τουρκία. Θυμάμαι αυτά που έλεγε για το πώς ένιωθε όταν βασάνιζαν συντρόφους του δίπλα και άκουγε τις κραυγές. Θυμάμαι την ταινία «Eve Dönüş» (Επιστροφή στο σπίτι). Θυμάμαι τα γραπτά του Περικλή Κοροβέση για τα βασανιστήρια της χούντας, εδώ. Αυτά που έχω διαβάσει για τα βασανιστήρια στην Μακρόνησο.
 
Πονάω για έναν άνθρωπο που δεν ξέρω τ’ όνομά του, το πρόσωπό του, το τι είδους άνθρωπος είναι. Και σκέφτομαι πόσο περισσότερο ακόμα θα πονούσα αν τα ήξερα όλα αυτά, και αν ήταν φίλος μου, σύντροφός μου. Θέλω να κάνω ένα τσιγάρο. «Όχι» λέει ο γιατρός. Υπακούω.
 
Σκέφτομαι τους συντρόφους που πέρασαν απ’ τα βασανιστήρια της χούντας. Και δεν υπέγραψαν δηλώσεις. Στάθηκαν όρθιοι. Και τα «εγγόνια» τους που είναι βολεμένοι στα γραφεία και ξεπουλάνε κάθε τους αξία, μαζί με τα λιμάνια και αεροδρόμια της χώρας, χέρι χέρι με το παιδί του κολλητού του Παπαδόπουλου.
 
Μου ’ρχεται ένα ποίημα του Ataol Behramoğlu, που το είχα μεταφράσει: 

Πόσοι πολλοί προδότες

Με σας νομίζω ήμασταν και φίλοι
Στις φωτεινές μέρες της νιότης μας
Φτερουγίζαμε με τα όνειρα
Της μελλοντικής, όμορφης Τουρκίας
Αλλά πώς αλλάξετε έτσι απότομα
Εξαγνιστήκατε από κείνα τα όνειρα
Στα παγωμένα νερά της εγωπάθειας
Πόσοι πολλοί προδότες
 
Όχι, ίσως και να μην αλλάξατε
Ίσως αυτή ήταν η υπόστασή σας
Μόνο συμβαδίσατε με την εποχή
Ζεσταίνοντας στην κοινή φωτιά της νεολαίας
Μετά γίνατε αυτοί που ήσασταν
Βρήκατε την αληθινή σας ταυτότητα
Γίνατε υπηρέτες του τύραννου
Πόσοι πολλοί προδότες
 
Τώρα καθετί που φοράτε είναι επώνυμο
Πήρατε τη γλύκα του πλούτου
Οι φωτογραφίες σας με τζάκετ και λοιπά
Έγιναν μια μακρινή ανάμνηση του παρελθόντος
Αλλά κάθε φορά που χρειάζεται
Βάζετε ένα χεράκι στο παλιό άλμπουμ
Τις χρησιμοποιείτε για διαφήμιση
Πόσοι πολλοί προδότες
 
Ίδια αδιάντροπη αλαζονεία στις φάτσες σας
Και των ανδρών και των γυναικών
Με πιάνει αναγούλα όταν σας συναντώ
Στις οθόνες των τι-βι
Κάποιοι από σας νεοφυτεμένοι φασίστες κράχτες
Κάποιοι κωλοπετσομένες ύαινες
Λες και είναι αδερφός των βαμπίρ
Πόσοι πολλοί προδότες
 
Ήσασταν παιδιά φτωχών οικογενειών
Μεσαίων, ίσως και πλούσιων
Ήταν αρχοντάνθρωποι οι γονείς σας
Οι απλοί πολίτες της Δημοκρατίας
Εσείς από ποιες μπάσταρδες ρίζες φυτρώσατε
Ποιοι είστε, γιατί είστε έτσι
Πώς πνιγήκατε έτσι στην προδοσία
Πόσοι πολλοί προδότες
 
Θα περάσει ο χρόνος, θα γυρίσει ο τροχός
Θα γκρεμιστούν το παλάτι, τα βάσανα του τύραννου
Θα εγκαταλείψει ο αφέντης τον υπηρέτη
Όταν δε θα χρειάζεται πια υπηρέτηση
Και αν επιμένετε κιόλας λίγο
Θα φάτε την αναπόφευκτη κλοτσιά
Άιντε, επιμένετε αν έχετε κότσια
Πόσοι πολλοί προδότες
 
Απαράδεκτοι, ασπόνδυλοι
Είστε ο στόχος πλέον της κατάρας
Ούτε η κυβέρνηση που υπηρετείτε
Ούτε η ψεύτικη λάμψη της διασημότητας
Δε θα μπορέσει να σας σώσει απ’ αυτή την κατάρα
Απ’ το μίσος που φουντώνει μέσα στο λαό
Πλέον, αν όχι τίποτα άλλο, δοκιμάστε να το βουλώσετε
Πόσοι πολλοί προδότες
 
Βγαίνω έξω. Κάνω μια βόλτα. Ξαναξαπλώνω. Βάσανο. Άιντε να έρθει η ώρα να μ’ αφήσουν να φύγω. Έχουμε κοπή πίτας απόψε. Έχουμε βάλει και Δραχμή αντί για φλουρί. Έχουμε πόλεμο. Και έναν κόσμο ν’ αλλάξουμε και να λογαριαστούμε μ’ όλους τους προδότες… Μέχρι εκείνη τη μέρα, απαγορεύεται ο θάνατος!
 
Δικός σου,
ΜουΤσο

Ρόνι Μαργκούλιες

Μετάφραση: Μουσταφά Τσολάκ
 
Φύλλο
 
Αργά, χθες βράδυ, καθώς γύριζα στο σπίτι
Ένα κίτρινο φύλλο έπεσε μπροστά μου στο καλντερίμι.
Σ’ ένα βροχερό, απάνεμο καιρό, έμεινε έτσι όπως είναι
Λες και είναι ξαπλωμένο στην νεκροτράπεζα.
 
Ξέρω, ναι, είναι φυσικό αποτέλεσμα του φθινοπώρου.
Αλλά τι δουλειά έχει ένα φύλλο κάτω απ’ τα πόδια;
Παρεξήγησα την απόσταση του απ’ το κλαδί, τη μοναξιά του.
Κι όμως, πόσο απλός είναι ο θάνατος και πόσο κοντά.
 
Τέλος
 
Η πρώτη μου αγάπη και η δεύτερη, ήμουν στο εξωτερικό,
ζητώ συγγνώμη, δεν ήξερα, ήταν γαλανομάτες.
Η τρίτη πρασινομάτα. Ήταν οι πρώτοι μου έρωτες. Ήμουν νέος.
 
Δεν ήξερα. Πώς να ήξερα κιόλας, τι σημαίνει έρωτας,
η ζωή, η εγκατάλειψη και η νοσταλγία
αφού δεν τα είχα ζήσει;
 
Πέρασαν τα χρόνια μετά. Μου ήρθαν ένα ένα.
Και έμαθα: Κατάμαυρο είναι το σωστό μάτι.
Σαν έγκλημα. Σαν μετάνοια. Σαν να αργεί κανείς.
Σαν να φτάνει στο τέλος κάποιων πραγμάτων. 
 
Αντίο
 
Καθώς περνάει ο χρόνος
πόσο λίγα πράγματα απ’ αυτά που έχουμε ζήσει
μας μένουν στο μυαλό.
 
Μια γυναίκα που χωρίσαμε ένα πρωί
που ξύπνησα νωρίς το πρωί
δύο ώρες πριν την πτήση
θυμάμαι θολά:
 
Είχα σηκωθεί με το ξυπνητήρι
είχα ετοιμαστεί γρήγορα και
προσπαθούσα να φύγω αθόρυβα. Είχε ξυπνήσει
 
είχε κάτσει στην άκρη του κρεβατιού
αγουροξυπνημένη, είχαν πέσει στα γυμνά της στήθη
τα ξέπλεκά της μαλλιά,
«Αντίο» μου είχε πει, αθόρυβα.
 
Τι μου έχει μείνει στο νου σήμερα;
Τίποτα! Η απήχηση πόνου στη φωνή της
καθώς έλεγε «Αντίο»
και το ότι κοιτάζω πίσω.
 
*Ο Ρόνι Μαργκούλιες είναι ποιητής, διδάκτωρ οικονομολογίας και δημοσιογράφος.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.