Γιαννης Παγκοζιδης, μουσικος, ερευνητης «Ειναι η εποχη που “τις παραδοσεις μας δεν τις ζουμε αλλα τις υποδυομαστε”»

Η σχέση του νεοέλληνα με τον λαϊκό πολιτισμό - «H φολκλορική τυποποίηση της λαϊκής παράδοσης ουσιαστικά αποξενώνει και απομακρύνει τον ίδιο το λαό από αυτήν»

Η σχέση του νεοέλληνα με την παράδοση αποτελούσε πάντα μια ιδιόμορφη σχέση. Σχεδόν όλοι μας έχουμε βρεθεί σε κάποιο χορευτικό συγκρότημα παραδοσιακών χορών ή σε κάποιο πανηγύρι σε μια προσπάθεια να βρούμε τις ρίζες μας. Έχουμε όμως άραγε αναρωτηθεί αν όντως έτσι ήταν τα πράγματα και κατά το παρελθόν; Μήπως προσλαμβάνουμε σήμερα την παράδοση μας μέσα από παραμορφωτικούς φακούς;
 
Με αφορμή τις εκδηλώσεις για τα Ελευθέρια της Θράκης που πραγματοποιήθηκαν στην πόλη μας να ρίχνουν αυλαία για άλλη μια χρονιά και τα χορευτικά συγκροτήματα παραδοσιακών συλλόγων της πόλης μας να «παρελαύνουν» για άλλη μια χρονιά από την κεντρική σκηνή των Ελευθερίων, ο «ΠτΘ» προσπαθώντας να απαντήσει σε αυτά τα ερωτήματα συνομίλησε με τον κ. Γιάννη Παγκοζίδη, μέλος του συγκροτήματος «Λαλητάδες της Ροδόπης». Επιλογή διόλου τυχαία αφού ο κ. Γιάννης Παγκοζίδης ασχολείται επί πολλές δεκαετίες με θέματα λαϊκού πολιτισμού, συνειδητά, με θέση και άποψη, προσπαθώντας να υπηρετήσει ένα άλλο είδος παράδοσης, μακριά από τα πρότυπα που έχουν επικρατήσει στις μέρες μας.
 
Η συνομιλία μας ξεκίνησε από το πλούσιο, ομολογουμένως, και αξιοζήλευτο, βιογραφικό των «Λαλητάδων», ένα από τα ελάχιστα τοπικά συγκροτήματα παραδοσιακής μουσικής και το μοναδικό που έχει καταφέρει να ξεπεράσει τα όρια της Ροδόπης. Η κουβέντα μας όμως γρήγορα περιστάφηκε γύρω από ευρύτερα θέματα λαϊκού πολιτισμού και κατά πόσο βιώνουν σήμερα και δημιουργούν λαϊκό πολιτισμό οι νεοέλληνες. «Ζούμε την εποχή όπου υποδυόμαστε και δεν ζούμε την παράδοση μας» θα δηλώσει χαρακτηριστικά ο κ. Παγκοζίδης εκφράζοντας τις ενστάσεις του για το πως αντιμετωπίζουμε και αναπαράγουμε την παράδοση στις μέρες μας κάνοντας παράλληλα λόγο για ανάγκη αλλαγής νοοτροπίας όλων μας.
 
Γιάννης Παγκοζίδης όμως με θέση και άποψη, ελπίζοντας πως η συζήτηση μας θα αποτελεί την αφορμή για να ανοίξει μια ευρύτερη κουβέντα στην τοπική κοινωνία, και όχι μόνο, γύρω από θέματα διαχείρισης και αντιμετώπισης του λαϊκού μας πολιτισμού…

Η ιστορία των Λαλητάδων της Ροδόπης

ΠτΘ: Πώς δημιουργήθηκε το συγκρότημα των Λαλητάδων;
Γ.Π.:
Επειδή είμαι και ο εμπνευστής του, μπορώ να σας πληροφορήσω εν συντομία την «ιστορία» μας. Κατ’ αρχήν δεν βρεθήκαμε ξαφνικά και είπαμε «δεν κάνουμε κι ένα συγκρότημα;» Προϋπήρχε μια σχέση μεταξύ μας προτού ακόμη «πιάσουμε τα όργανα». Είμαστε γνωστοί και φίλοι από παιδιά. Εγώ, ο Σούλης Μουσμουλίδης και ο Κυριάκος Πετράς είμαστε και ίδια ηλικία. Ο αδελφός μου Γιώργος Παγκοζίδης είναι το νεώτερο μέλος της παρέας. Προτού όμως γίνουμε και μουσική παρέα ο καθένας μας είχε τη δική του ιστορία με τη μουσική, μέσα από την οικογένειά του. Ο Σούλης έπαιζε από μικρός ακορντεόν, μετά ασχολήθηκε με το λαούτο. Ο Κυριάκος ξεκίνησε με κιθάρα και ο πατέρας του έπαιζε νεότερος βιολί. Ο πατέρας μας Κωνσταντίνος έπαιζε ποντιακή λύρα και ακορντεόν.
Εγώ δραστηριοποιούμαι στον τοπικό ποντιακό σύλλογο και τα βιωματικά ακούσματα δεν άργησαν να με επηρεάσουν στο να ασχοληθώ εκτός από τον χορό με την ποντιακή λύρα και τα κρουστά. Ο πατέρας μας ως στέλεχος του συλλόγου, αλλά και ως ανήσυχος άνθρωπος ήταν μέσα στα πολιτιστικά πράγματα της εποχής, στα γλέντια, στους χορούς, στα πανηγύρια. Εμείς ακολουθούσαμε. Έτσι είχαμε την ευκαιρία, στην αρχή εγώ σαν μεγαλύτερος και στη συνέχεια κι ο αδελφός μου ο Γιώργος, να γνωρίσουμε όλους τους παλιούς καλούς πόντιους λυράρηδες και τραγουδιστές, όπως ο Γώγος Πετρίδης, ο Γιωργούλης Κουγιουμτζίδης, ο Κωστίκας Τσακαλίδης, ο Χρύσανθος Θεοδωρίδης, ο Παναγιώτης Ασλανίδης κ.α. Πολλά γλέντια, που εκείνη την εποχή ήταν και πιο ανθρώπινα, οικογενειακά, με φαγητό και παρέες. Μάλιστα τους ανωτέρω είχαμε την ευκαιρία να τους γνωρίσουμε και από κοντά λόγω της ιδιότητας του πατέρα μας, που ήταν και καλός κατασκευαστής της ποντιακής λύρας κι έτσι ερχόταν σε επαφή μαζί τους συχνότερα, λόγω του ενδιαφέροντός τους για να δουν ή να πάρουν κάποιο όργανο. Η παράδοση στην κατασκευή ποντιακών λυρών συνεχίζεται στην οικογένεια από τον ξάδελφό μας Γιάννη Παγκοζίδη του Χαραλάμπους. Σε αυτά τα γλέντια λοιπόν εμείς πολλές φορές ήμασταν το «ξεκούρασμα» που λέμε αυτών των μεγάλων λαϊκών οργανοπαικτών. Δηλαδή προς το τέλος της βραδιάς, αν ήθελαν να ξεκουραστούν λίγο, παίζαμε κι εμείς μαζί τους. Ξεκίνησα λοιπόν με την ποντιακή λύρα και τα κρουστά. Στη συνέχεια κι αφού ανέλαβα το τμήμα του συλλόγου Καππαδοκών της Κομοτηνής, ήρθα σε επαφή και τις μουσικές της υπόλοιπης Μικρασίας κι έτσι το ούτι ήταν η φυσική συνέχεια της ενασχόλησής μου με αυτές τις μουσικές, οι οποίες να σημειώσω ότι είναι πολύ κοντινές για όσους γνωρίζουν, και δεν «κουράστηκα» καθόλου. Την ίδια πορεία ακολουθεί και ο αδελφός μου Γιώργος, παίζοντας κρουστά, αλλά ασχολούμενος και με άλλα είδη μουσικής, παίζει πιάνο και κάνει ανάλογες σπουδές στη μουσική.
Στη συνέχεια, μετά τις σπουδές μας και το στρατό, διατηρούμε τις σχέσεις, με ταυτόχρονη ατομική ενασχόληση του καθενός με τη μουσική χωρίς ακόμη να υπάρχει η ανάγκη της δημιουργίας ενός μουσικού συγκροτήματος. Ενώ με τον Σούλη Μουσμουλίδη μας ένωνε η παιδική φιλία, με τον Κυριάκο Πετρά η γνωριμία μας έγινε αργότερα, μετά το 1980, όταν τυχαία ήρθε στο κατάστημά μου και είδε ένα video, από τη Δόρα Στράτου και με αναγνώρισε στους συμμετέχοντες. Μου είπε ότι παίζει κιθάρα, του λέω ότι αν έπαιζε βιολί κάτι θα γίνει. Τότε μου φέρνει ένα βιολί του πατέρα του χαλασμένο, για να το δώσουμε στον ξάδελφό μου Γιάννη, κατασκευαστή οργάνων, να το επισκευάσει .Ήταν η αρχή. Οι «ανάγκες» του συλλόγου Καππαδοκών άλλωστε απαιτούσαν κι άλλα όργανα. Έτσι ξεκινάμε την παρέα και τις πρόβες.
 
ΠτΘ: Πότε λαμβάνει χώρα η επίσημη πρώτη των Λαλητάδων;
Γ.Π.:
Τότε αρχίζει η ιστορία των Λαλητάδων. Μέχρι το 1980 δεν υπήρχε στην Κομοτηνή ένα συγκρότημα που να παίζει τη λεγόμενη παραδοσιακή μουσική. Αν θέλετε δεν υπήρχε γιατί δεν το ήθελε το κατεστημένο σύστημα των συλλόγων, των παλαιότερων και των υπευθύνων τους. Με λίγα λόγια ενώ υπήρχαν και τότε τοπικοί λαϊκοί οργανοπαίκτες (να σημειώσω ότι είναι σε εξέλιξη παράλληλη σχετική έρευνά μου),δεν τους προσέγγιζε κανείς υπεύθυνος και τις ανάγκες κάλυπταν «ξένα» συγκροτήματα, φερμένα μόνον για τις ανάγκες κάποιας χορευτικής επίδειξης (το ίδιο επιχειρείται και σήμερα, άγνωστο για ποιους λόγους, ή μάλλον για λόγους που θα προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε παρακάτω). Εγώ έχοντας αυτή την ανησυχία και αντιλαμβανόμενος την κατάσταση προσπαθούσα να βρω λύσεις με ανθρώπους της περιοχής. Αρχίζουμε λοιπόν τις σχετικές πρόβες για τις ανάγκες των συλλόγων που ήμουν υπεύθυνος κι έτσι παίζουμε μαζί από τότε, «εξυπηρετώντας» στην αρχή τις ανάγκες των χορευτικών συγκροτημάτων, κατάσταση, που όπως είναι φυσικό δεν μπορούσε να λειτουργήσει σε εμάς ,και να μας καλύπτει, γιατί είχαμε διαφορετικές ανησυχίες.
Παράλληλα η δημιουργία του συλλόγου νέων επιστημόνων Κομοτηνής (σημερινή πολιτιστική κίνηση Κομοτηνής), με τα μουσικά σχήματα που αρχίζουν και αναπτύσσονται σε αυτόν τον σύλλογο, ενώνουν πολλούς ανήσυχους ταλαντούχους μουσικούς της περιοχής. Έτσι ενώνουν και τον Κυριάκο με τον Σούλη και εμάς, σε συναυλίες σε μια εποχή δυναμικής ανόδου του πολιτιστικού επιπέδου του νομού.
Αργότερα κι ενώ συνεχίζαμε, γνωρίζω μέσα από τις εκπομπές μου στην κρατική ραδιοφωνία, τον Χρόνη Αηδονίδη από κοντά τη δεκαετία του 1980 και σε συζητήσεις μαζί του διαπιστώνω την «αδυναμία» έλλειψης μουσικού συγκροτήματος στην περιοχή που να μπορεί να «καλύπτει» γλέντια σε πανηγύρια, συναυλίες κλπ σε ολόκληρη την βόρεια Ελλάδα και όχι μόνο. Δεν είναι υπερβολή. Το αναφέρω κι αυτό γιατί, όσοι γνωρίζουν καλά την ιστορία της μουσικής παράδοσης των τελευταίων χρόνων, γνωρίζουν ότι η πρώτη προσπάθεια οργανωμένης «εξαγωγής» από τη Θράκη της μουσικής της έγινε με την εμφάνιση της μεγάλης μουσικής οικογένειας Δοϊτσίδη από την Καρωτή Διδυμοτείχου Έβρου που «μετακόμισε» στην Αθήνα, χωρίς να χάσει την επαφή της με τη Θράκη και τις κρατικές ραδιοφωνικές εκπομπές, από το 1960 νομίζω, με τον Σίμωνα Καρά, όπου όμως για τα Θρακιώτικα τραγούδια «χρησιμοποιούνται» καλοί μουσικοί από τον μεγάλο κορβανά που έχει συσσωρευτεί στην Αθήνα –για επιβίωση, όπως είναι φυσικό γιατί εκεί υπήρχε πλέον η ανάγκη -, πλην όμως δεν ήταν Θρακιώτες. Ο Αηδονίδης κι αυτός μένει μόνιμα στην Αθήνα και τραγουδά με διάφορα μουσικά σχήματα των Αθηνών τα Θρακιώτικα τραγούδια του τόπου του. Τότε του αναφέρω ότι εμείς εδώ στην Κομοτηνή -η παρέα μου- έχουμε τη δυνατότητα να καλύψουμε αυτές τις ανάγκες. Φυσικά στην αρχή ήταν διστακτικός γιατί δεν μας γνώριζε και τότε ανέλαβα την πρωτοβουλία να συγκεντρώσω το μουσικό –τραγουδιστικό ρεπερτόριο του Αηδονίδη, και με τη δική του βοήθεια φυσικά, ούτως ώστε να αρχίσουμε να το μαθαίνουμε .Ο ενθουσιασμός μας ήταν μεγάλος, αλλά σημαντικότερη ήταν η ικανοποίηση του Αηδονίδη για τις δυνατότητές μας. Έτσι αρχίζει ακόμη ένα μουσικό ταξίδι παράλληλο με το δικό μας, αυτό της συνοδείας του Χρόνη Αηδονίδη σε δεκάδες πανηγύρια, γλέντια και συναυλίες στην Ελλάδα και το εξωτερικό για πολλά χρόνια. Σε αυτή τη φάση έχουμε στο συγκρότημά μας και τον Νίκο Αλβανόπουλο, κλαριντζή από τον Έβρο.

«Η σημαντικότερη αναγνώριση για εμάς είναι η ικανοποίηση που «δίνουμε» στον κόσμο»

ΠτΘ: Τι σας άφησε αυτή η συνεργασία;
Γ.Π.:
Οι εμπειρίες που αποκομίζουμε είναι μεγάλες, με αποτέλεσμα να «προσθέτουμε» συνεχώς μουσικά χρώματα στο ρεπερτόριό μας. Οι ανησυχίες μας οδηγούν σε νέες αναζητήσεις κι έτσι δημιουργείται η «μουσική ταυτότητά» μας η οποία αναγνωρίζεται από όλους τους σχετικούς με τα πράγματα. Τότε δημιουργείται και η ανάγκη να αποκτήσουμε έναν τίτλο, που μετά κάποιες αναζητήσεις καταλήξαμε στο «Λαλητάδες» ή «Λαλητάδες της Ροδόπης». Όμως η σημαντικότερη αναγνώριση για εμάς είναι η ικανοποίηση που «δίνουμε» στον κόσμο που συμμετέχει στα διάφορα πανηγύρια γάμους, χορούς και γλέντια, και την εισπράττουμε. Ξέρετε αυτή είναι και η ουσία του «ρόλου» του λαϊκού οργανοπαίκτη.


Όλα αυτά τα χρόνια έχουμε «οργώσει» την Ελλάδα και αρκετές χώρες στο εξωτερικό, παίζοντας και διαδίδοντας εκτός από τις μουσικές μας και το όνομα της Ροδόπης, της Κομοτηνής. Φροντίζουμε δηλαδή μέσω της μουσικής και του πολιτισμού να προβάλλουμε, την Ελλάδα και ειδικά τον τόπο μας. Κάτι πολύ σημαντικό, το οποίο δυστυχώς αναγνωρίζεται μόνον όταν υπάρχει ανάγκη για κάτι τέτοιο. Θέλω να πω ότι ενώ υπάρχει αυτή η εμπειρία από εμάς και «μεγάλη αναγνωρισιμότητα», σε όλο τον σχετικό καλλιτεχνικό χώρο, αυτό δεν το «εκμεταλλεύεται» επαρκώς το πολιτιστικό τοπικό σύστημα, παρά μόνον για τις «ανάγκες» των χορευτικών συλλόγων. Κάποιες φορές εκπροσωπήσαμε τον τόπο, με το υπουργείο πολιτισμού. Γνωρίζετε εσείς πολλά «πολιτιστικά προϊόντα», με ποιοτικά χαρακτηριστικά, της περιοχής που θα μπορούσαν να «εξαχθούν»; Να έχουν «ταυτότητα», να αναγνωρίζονται; Υπάρχει μάλλον «αδυναμία» αντίληψης, ή «φόβος και ανασφάλεια αναγνώρισης». Παράλληλα συμμετέχουμε και σε πολλές δισκογραφικές παραγωγές. 

«Αν και φαίνεται να έχει ολοκληρωθεί ένας μεγάλος πρώτος κύκλος, στην πραγματικότητα έχουμε να δώσουμε πολλά περισσότερα ακόμη»

ΠτΘ: Οι Λαλητάδες ανέδειξαν όμως και πολλούς νεότερους μουσικούς.
Γ.Π.:
Οι Λαλητάδες έγιναν η αφορμή να ασχοληθούν πολλοί νεότεροι, όχι μόνο της περιοχής, με τη λεγόμενη παραδοσιακή μουσική και μάλιστα να διαπρέπουν, και που στα πρώτα τους βήματα ήμασταν αυτοί που τους «αγκαλιάσαμε» και τους δώσαμε τα πρώτα εφόδια. Οι: Μάνος Κουτσαγγελίδης και Γιώργος Ψάλτης ή ο Κώστας Φόρτσας είναι μερικοί από αυτούς. Επίσης θα πρέπει να αναφέρω και τον Χασάν Ουζούνογλου ή Σόλ Χασάν όπως ήταν γνωστότερος, τον λαϊκό κλαριντζή από τον οικισμό Ηφαίστου της πόλης μας (δυστυχώς δεν είναι πια στη ζωή, τον χάσαμε πριν λίγα χρόνια, νέο) που είναι ένα ακόμη παράδειγμα το πώς αντιμετωπίζεται από το «άσχετο σύστημα» η λαϊκή μουσική. Ενώ λοιπόν, ο Χασάν ήταν πολύ καλός οργανοπαίκτης, το σύστημα δεν τον «είχε πάρει χαμπάρι» είτε γιατί δεν έχει την μουσική αντίληψη, είτε λόγω της τσιγκάνικης καταγωγής του. Εμείς από τη στιγμή που τον ακούσαμε, τον «καλέσαμε» στην παρέα μας και αυτός δέχθηκε αμέσως να παίζει μαζί μας, γιατί του δινόταν η ευκαιρία να ξεδιπλώσει τις μεγάλες μουσικές δυνατότητές του, γιατί μέχρι τότε το ρεπερτόριό του περιοριζόταν. Μαζί μας βρήκε το «μουσικό βήμα» του και τον είχαμε στην παρέα μας για πολλά χρόνια και με ταξίδια στο εξωτερικό. Κάναμε και παρέα, με πολλά μουχαμπέτια κλπ. Ακόμη και μουσικοί από την ευρύτερη περιοχή της Βόρειας Ελλάδας συνεργάστηκαν μαζί μας και απέκτησαν τις σχετικές εμπειρίες προτού δημιουργήσουν τα «δικά» τους συγκροτήματα. Χωρίς υπερβολή, μπορούμε να πούμε ότι ήμασταν η βάση για αυτό, το «σκαλοπάτι» τους και από τα πρώτα μουσικά συγκροτήματα στη Βόρεια Ελλάδα τα τελευταία χρόνια.
Ο δε «δικός» μας Κυριάκος Πετράς, ένα από τα καλύτερα λαϊκά βιολιά, είναι περιζήτητος παντού. Επέλεξε να αφοσιωθεί στη μουσική του, είναι βασικό μέλος και του μουσικού σχήματος «Εν χορδαίς», από «μεταγραφή», έχοντας ταξιδέψει σε όλο τον πλανήτη μεταφέροντας αλλά και «φέρνοντας» μουσικά χρώματα συνεργαζόμενος με αντίστοιχους μουσικούς από όλο τον κόσμο. Μετά από κάθε ταξίδι του «γευόμαστε» εμείς πρώτοι τις νέες μουσικές εμπειρίες του.
Αν και φαίνεται να έχει ολοκληρωθεί ένας μεγάλος πρώτος κύκλος, στην πραγματικότητα έχουμε να δώσουμε πολλά περισσότερα ακόμη, μέσα από δράσεις, διδασκαλία και παραγωγές, αρκεί να μας εμπιστευθούν και να προωθούν τις προτάσεις πού έχουμε καταθέσει «δια εμού» πολλές φορές, σε διάφορους τοπικούς φορείς, αλλά δυστυχώς παραμένουν στα συρτάρια των «αρμοδίων». 

«Ο κόσμος σήμερα παρακολουθεί μια διαστρεβλωμένη εικόνα της «ταλαιπωρημένης» παράδοσης με υπαιτιότητα των ίδιων, που έχουν τις τύχες της διαχείρισής της»

ΠτΘ: Είστε ένας καλλιτέχνης που ασχολείται επισταμένως με την παράδοση. Πώς κρίνετε όλη αυτή τη μεταστροφή και τελικά αποστροφή της σύγχρονης Ελλάδας σε κάθε τι το παραδοσιακό;
Γ.Π.:
Το ερώτημά σας ανοίγει ένα τεράστιο θέμα, για το οποίο αποφεύγουμε να ασχοληθούμε οι νεοέλληνες .Προσωπικά με απασχολεί, τόσο που είναι και το θέμα της κύριας έρευνάς μου τα τελευταία τριάντα χρόνια και κάποτε πιστεύω να ανακοινωθεί και εκδοτικά. Πιστεύω ότι είναι θέμα «διαχείρισης», γιατί κατά τα άλλα οι προθέσεις όλων όσων ασχολούνται είναι αγνές και προς τον «σκοπό διάσωσης και διατήρησης της παράδοσης». Θα προσπαθήσω λοιπόν να το αναλύσω όσο μπορώ συντομότερα και απλά.
Για να γίνω ποιο κατανοητός, θα πρέπει να εξηγήσω από την αρχή τις έννοιες που χρησιμοποιώ. Με τις έννοιες λαϊκός πολιτισμός, λαϊκός χορός, λαϊκή μουσική, λαϊκή παράδοση εννοώ τον πολιτισμό που αναπτύχθηκε και «χρησιμοποιείται» από τους λαούς και θεωρείται κοινός και για τους πολλούς και τον διαχωρίζω από τον «επώνυμο έντεχνο». Επίσης πολλές λέξεις είναι εντός εισαγωγικών, γιατί θα χρειαζόταν περισσότερος χρόνος να αναλυθούν.
Διανύοντας τα περισσότερα χρόνια της ζωής μου μέσα σε αυτό το «σύστημα», όπως το αποκαλώ, μπορώ με σιγουριά να έχω ολοκληρωμένη άποψη, τεκμηριωμένη μέσα από τη βιωματική καταγραφή της κατάστασης. Τα θέματα αυτά συζητιούνται σε κάποια σχετικά συνέδρια, αλλά σε αυτά δεν συμμετέχουν αυτοί που πρέπει, δηλαδή οι σημερινοί διαχειριστές της παράδοσης. Πρόσφατο παράδειγμα στο συνέδριο λαογραφίας που έγινε στο Πανεπιστήμιό μας, τον Οκτώβριο 2013 στην Κομοτηνή, και απουσίαζαν οι πολιτιστικοί σύλλογοι, πλην ελαχίστων, αλλά και οι αρμόδιοι φορείς (Δήμος κλπ). Ακόμη και σε αυτό το ειδικό συνέδριο, προσωπικά απογοητεύτηκα, γιατί περίμενα περισσότερα, όσον αφορά τη θεματολογία για τη διαχείριση της παράδοσης, από τους σχετικούς επιστήμονες.
Κατ’ αρχήν θα πρέπει να οριοθετηθεί το τι σημαίνει παράδοση. Με βάση τα λεξικά, γενικά, είναι αυτό που παραλαμβάνεται από μία γενιά και συνεχίζεται σε επόμενη γενιά. Είτε είναι π.χ. το σφάξιμο του κόκορα σε νέα θεμελίωση οικοδομών, είτε η ονοματοδοσία του πρώτου παιδιού της οικογένειας να είναι από τον άνδρα, είτε οι αιματηρές ταυρομαχίες στην Ισπανία. Δε σημαίνει ότι όλες οι παραδόσεις είναι «σωστές» και θα πρέπει να συνεχίζονται. Όμως ας μη πλατειάσουμε το θέμα. Ας περιοριστούμε στην παράδοση που αφορά το λαϊκό πολιτισμό και ακόμη πιο ειδικά στη μουσικοχορευτική παράδοση.


Στην καθημερινότητα ο περισσότερος κόσμος σήμερα, που δεν προβληματίζεται ιδιαίτερα για το θέμα, πιστεύει ότι αυτό που συμβαίνει στους χορευτικούς συλλόγους και «παρακολουθεί» στις σχετικές «παραστάσεις» είναι η πραγματική, αυθεντική παράδοση των προγόνων του. Στην πραγματικότητα όμως «παρακολουθεί» αμέτοχος -τονίζω τις προηγούμενες λέξεις και θα εξηγήσω παρακάτω γιατί- την παράδοση των «χορευτικών συγκροτημάτων» και όχι την πραγματική. Μία διαστρεβλωμένη εικόνα αυτής της «ταλαιπωρημένης» παράδοσης με υπαιτιότητα των ίδιων, που έχουν τις τύχες της διαχείρισής της. Είμαστε «παγιδευμένοι» μέσα σε αυτό το σύστημα, οι περισσότεροι χωρίς τη θέλησή μας. Θα προσπαθήσω να δώσω μια σύντομη απλοϊκή «εξήγηση» των διαφόρων «φάσεων» και «εξέλιξης» που «πέρασε» αυτή η παράδοση στην προσπάθεια να μπορέσουμε να κατανοήσουμε τη σημερινή κατάσταση, ούτως ώστε –αν μπορέσουμε- να επαναπροσδιορίσουμε τη σχέση μας με το λαϊκό μας πολιτισμό, που είναι και το ζητούμενο για μένα, και να αλλάξουμε τα πράγματα.
Προτού φτάσουμε στο «σημερινό μοντέλο» διαχείρισης της μουσικοχορευτικής παράδοσης η σχέση του λαού ήταν βιωματική, συμμετοχική, μέσα από την οικογένεια, τα λαϊκά πανηγύρια, ονομαστικές γιορτές, αρραβώνες, γάμους, βαπτίσεις κ.α. Ήταν πρωτίστως διασκέδαση, ανάπαυλα από τις δύσκολες ώρες δουλειάς. Εκτός από τις γιορτές, κάθε Κυριακή, στα χωριά έβγαιναν όλοι, μικροί και μεγάλοι, χόρευαν και τραγουδούσαν, ήταν ανάγκη, και αφορούσε όλους, τονίζω όλους, χωρίς αποκλεισμούς. Την περίοδο αυτή δεν υπήρχε ο «κίνδυνος» της συνέχειας του λαϊκού πολιτισμού, γιατί ήταν προσαρμοσμένος στον τρόπο ζωής του λαού, και οι όποιες «αλλαγές» ή «μεταλλάξεις» του γινόντουσαν μέσα από τη φυσιολογική συνέχεια και εξέλιξη της κοινωνίας, από τους φυσικούς συνεχιστές, χωρίς παρεμβάσεις «αρμοδίων», και όπως αντιλαμβάνεστε οι όποιοι σύλλογοι που υπήρχαν, ήταν αθλητικοί, θεατρικοί ή μουσικές μπάντες με σύγχρονα όργανα, χωρίς να υπάρχουν «χορευτικά συγκροτήματα». 

«Από τις αρχές του 20ου αιώνα η νέα τάξη μορφωμένων θεωρεί απαρχαιωμένα πολλά στοιχειά του λαϊκού πολιτισμού φτάνοντας μέχρι και την πλήρη απαξίωσή τους»

ΠτΘ: Τι συνέβη όμως και άλλαξαν τα πράγματα;
Γ.Π.:
Αυτά συμβαίνουν μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα. Από τις αρχές του 20ου και λόγω μιας σειράς από καταστάσεις, όπως η εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση, η συσσώρευση πληθυσμού προς τα αστικά κέντρα, η σταδιακή μόρφωση όλο και περισσότερων νεοελλήνων, η φυσιολογική βιομηχανική ανάπτυξη και άλλοι πολλοί παράγοντες, αρχίζει η απαξίωση πολλών στοιχείων του λαϊκού πολιτισμού, κυρίως από τη νέα διαμορφούμενη τάξη των μορφωμένων, η οποία θεωρεί πολλά στοιχεία του λαϊκού πολιτισμού και από τα βασικά στέρεα στοιχεία του, τη μουσική και το χορό, ως απαρχαιωμένα, χωριάτικα, φτάνοντας μέχρι και την πλήρη απαξίωσή τους, και με ταυτόχρονη «εισαγωγή» των νέων «ευρωπαϊκών» στοιχείων, ως απαραίτητων για την «πρόοδο» των νεοελλήνων και τον «ζητούμενο εξευρωπαϊσμό» του.
Είναι η εποχή που η Ελλάδα πέρασε γρήγορα και βίαια από τη ζωή στο χωριό και στην ύπαιθρο, στη ζωή στις πολυκατοικίες και στην πόλη (ένδειξη προόδου), από το μουλάρι στο αυτοκίνητο και από το λαϊκό πανηγύρι στη νεοπλουτίστικη «επιδειξιμανή βακχεία του σκυλάδικου», για να χρησιμοποιήσω επί λέξει την άποψη του Δ. Κούρτοβικ.
Βέβαια έχουν δημιουργηθεί σοβαρά ιδρύματα από την αρχή του 20ου αιώνα, από ανθρώπους που έχουν την ευαισθησία, έχουν αντιληφτεί την ανάγκη και την αξία των καταγραφών και τα οποία συλλέγουν υλικό από το λαϊκό πολιτισμό μας, όπως η Ακαδημία Αθηνών με το κέντρο Λαογραφίας, το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών Μέλπως Μερλιέ, η Επιτροπή Ποντιακών Μελετών, ο σύλλογος προς διάδοση της εθνικής μουσικής Σίμωνος Καρά, και αργότερα, το Λύκειο των Ελληνίδων Αθηνών, το Πελοποννησιακό Λαογραφικό ίδρυμα, το σωματείο Ελληνικών χορών Δόρας Στράτου και άλλα ιδρύματα, αλλά και άτομα που είχαν τη σχετική ευαισθησία, που δεν είναι τόσο γνωστά, όμως έχουν διασώσει σημαντικά αρχεία. 

«Αντί οι φορείς και οι τοπικοί σύλλογοι να επικεντρωθούν στην έρευνα-καταγραφή των όποιων στοιχείων έχουν απομείνει, περιορίζονται στη δημιουργία “χορευτικών συνόλων, συγκροτημάτων”»

ΠτΘ: Και φτάνουμε στο σήμερα όπου τελικά τι συμβαίνει;
Γ.Π.:
Έτσι αυτή η παράδοση σιγά σιγά «χάνει» τη βιωματική της λειτουργία και αρχίζει να «τυποποιείται» και να «διασώζεται» από πολιτιστικούς συλλόγους που δημιουργούνται κατά εκατοντάδες σε όλη την Ελλάδα και στο εξωτερικό με τους μετανάστες.
Σε αυτό το διάστημα συντελείται, κατά τη γνώμη μου, το μεγαλύτερο «ολίσθημα» προς το μοντέλο που «καθιερώθηκε» και τελικά «επιβλήθηκε» μέχρι τις μέρες μας. Αντί οι φορείς και οι τοπικοί σύλλογοι να επικεντρωθούν στην έρευνα-καταγραφή των όποιων στοιχείων έχουν απομείνει, να οργανώνουν και να υποστηρίζουν τα λαϊκά-θρησκευτικά πανηγύρια με την συμμετοχή όλων, ούτως ώστε να συνεχισθεί με τον ίδιο «βιωματικό» τρόπο η παράδοση, περιορίζονται στη δημιουργία «χορευτικών συνόλων, συγκροτημάτων». Δηλαδή ασχολούνται οι λίγοι, οι «ειδικοί» ή οι «εκλεκτοί», βάζουν στο περιθώριο τον λαό και θέτουν ως προτεραιότητα να αγοράζουν από βιοτεχνίες «παραδοσιακές ψευδοφορεσιές», αφού τις πρωτότυπες φορεσιές που υπήρχαν στα σεντούκια τους ήδη τις είχαν πουλήσει σε πλανόδιους έξυπνους εμπόρους ,που τις μεταπουλούσαν ακριβά σε συλλέκτες και μουσεία, από διαφορετικές περιοχές της Ελλάδας, για να «εμπλουτίσουν» το βεστιάριό τους, να προσλαμβάνουν «χοροδιδασκάλους» με γνώσεις ανάλογες με μεγάλο ρεπερτόριο, ούτως ώστε να είναι «ανταγωνιστικοί» σε σχέση με έναν άλλον παρόμοιο σύλλογο. Οι περισσότεροι από αυτούς τους ανθρώπους μαθαίνουν τους χορούς από διάφορα βίντεο από έναν άλλο σύλλογο. Πρωτεργάτες στην καθιέρωση αυτού του μοντέλου είναι οι μεγάλοι τέτοιοι φορείς και σύλλογοι των Αθηνών και της Θεσσαλονίκης και γενικά των μεγάλων αστικών κέντρων. Εύκολα κατόπιν τους μιμούνται σε όλη την Ελλάδα, οι τοπικοί πολιτιστικοί σύλλογοι που δημιουργούνται, χωρίς ουσιαστικό λόγο και μιμούμενοι ο ένας τον άλλον. Έτσι σταδιακά μειώνονται τα πανηγύρια με τη καθολική λαϊκή συμμετοχή και καθιερώνονται «μεγάλες», κατ’ αυτούς που τις διοργανώνουν, χορευτικές παραστάσεις, με τη συμμετοχή μόνον των «επίλεκτων» μελών αυτών των χορευτικών συγκροτημάτων. Προσκαλούνται μουσικά συγκροτήματα που έχουν μεγάλο ρεπερτόριο, γίνονται πρόβες, ενοικιάζονται «ψευδοφορεσιές», ξοδεύονται πολλά χρήματα από τις σχετικές επιδοτήσεις κλπ. Πίσω από αυτό το μοντέλο συντηρούνται οικονομικά πολλές σχετικές συντεχνίες. Είναι η εποχή που «τις παραδόσεις μας δεν τις ζούμε αλλά τις υποδυόμαστε».
Όλα αυτά όμως γίνονται ερήμην του λαού, που παγιδευμένος παρακολουθεί αμέτοχος. Ευτυχώς όμως ακόμη υπάρχουν ελάχιστοι οι οποίοι αντιστέκονται. Τα τελευταία χρόνια δραστηριοποιούνται σε αυτούς τους συλλόγους όλο και περισσότεροι άνθρωποι, μέσης ηλικίας, άνδρες, αλλά κυρίως γυναίκες. Οι λόγοι που δραστηριοποιούνται είναι πολλοί και διαφορετικοί για τον καθένα. Άλλοι για να «περνούν την ώρα», άλλοι για να γυμνάζεται το σώμα. Να σημειώσουμε ότι στους περισσότερους συλλόγους προσφέρονται αυτές οι ώρες «δωρεάν», ή με μια ελάχιστη συνδρομή η οποία δίδεται πολλές φορές και χωρίς να είναι υποχρεωτική. Άλλοι γιατί τώρα αισθάνθηκαν αυτήν την ανάγκη να γνωρίσουν την τοπική τους μουσικοχορευτική παράδοση, ενώ στα νεότερά τους χρόνια την είχαν μέσα στο ίδιο τους το σπίτι αλλά την απαξίωναν ως «χωριάτικη». 

«Μεγάλη ευθύνη έχουν και όλοι οι σχετικοί φορείς, που “καλούνται” να οργανώσουν εκδηλώσεις, χωρίς να έχει αναπτυχθεί ποτέ ο προβληματισμός, αν είναι “σωστές”»

ΠτΘ: Δεν είναι υποκριτικό αυτό;
Γ.Π.:
Ναι, θεωρώ λίγο «προσχηματικό», «υποκριτικό» (με εξαιρέσεις) το τωρινό «ενδιαφέρον» της νεοελληνικής «αστικής τάξης», όταν προσπαθεί να διοργανώσει εκδηλώσεις για την ελληνική παράδοση, ενώ ήταν αυτή πρώτη που «φρόντισε» να «εξασθενήσει» και να «αλλοιωθεί». Θα αναφέρω ένα παράδειγμα, για να γίνω ποιο κατανοητός. Πριν αρκετά χρόνια βρεθήκαμε με τους Λαλητάδες στη Μακεδονία για να παίξουμε σε εκδήλωση, με τη συμμετοχή στελεχών πολιτιστικών συλλόγων. Μάθαμε ότι θα συμμετείχε και άλλη ορχήστρα με τον μεγάλο λαϊκό κλαριντζή Θανάση Σέρκο από την Γουμένισα Κιλκίς τόπο που «βγάζει» πολλούς και καλούς οργανοπαίκτες. Εμείς επειδή γνωρίζαμε την αξία του συγκεκριμένου οργανοπαίκτη θέλαμε να τον ακούσουμε, όμως τα στελέχη του συλλόγου μας είπανε «τι αυτούς τους γύ…ς θέλετε να ακούσετε;». Όχι πολλά χρόνια αργότερα οι ίδιοι άνθρωποι συνωστίζονταν σε κέντρο διασκέδασης να ακούσουν τον Θανάση Σέρκο, γιατί τον «φιλοξενούσε» στην ορχήστρα της η Ελευθερία Αρβανιτάκη.
Επίσης μεγάλη ευθύνη έχουν και όλοι οι σχετικοί φορείς (Δήμοι, πολιτιστικοί οργανισμοί, κλπ) που «καλούνται» να οργανώσουν εκδηλώσεις, χωρίς να έχει αναπτυχθεί ποτέ ο προβληματισμός, αν είναι «σωστές». Προσωπικά έχω εκδηλώσει πολλάκις στους εκάστοτε «αρμοδίους» τις απόψεις μου, φαίνεται να συμφωνούν, όμως δεν τολμούν να κάνουν το βήμα «βελτίωσης» και τις τομές που απαιτούνται, φοβούμενοι τις πιθανές αρνητικές αντιδράσεις που θα προκληθούν. Όμως θα πρέπει έστω και αργά να γίνουν οι ειλικρινείς συζητήσεις με τους εμπλεκομένους και να αποφασίσουμε πως θα πρέπει να διαχειριστούμε στο εξής αυτό το μεγάλο θέμα. 

«Ο Έλληνας γλεντάει με το σώμα και την καρδιά και όχι με τα μάτια»

ΠτΘ: Έχουν ευθύνη και τα ΜΜΕ όμως σε αυτή την κατάσταση…
Γ.Π.:
Ακόμη μεγάλη ευθύνη φέρουν και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Τις περισσότερες φορές «καλύπτουν» με ρεπορτάζ τέτοιες εκδηλώσεις μόνο όταν συμμετέχουν οι «αστέρες» του συστήματος ή με επιφανειακό τρόπο, θεωρώντας ότι αυτό κου κυριαρχεί είναι και το σωστό. Λέει π.χ ένα «παραδοσιακό» τραγούδι η μεγάλη μας ηθοποιός Ειρήνη Παππά ή ο Γιώργος Νταλάρας και γίνεται χαμός. Ξέρετε πόσοι «Νταλάρες» υπάρχουν στον λαϊκό κόσμο και δεν ασχολείται κανένας; Οι «καλύτερες» φωνές είναι ανάμεσα στο λαό, αλλά δεν μπορεί να τους «αξιολογήσει» το σύστημα γιατί δεν γνωρίζει ή αν ανακαλύψουν κάποιον, τον αντιμετωπίζουν και τον προσεγγίζουν με εσφαλμένο τρόπο, κλασικό παράδειγμα ο Σόλων Λέκας από τη Μυτιλήνη. Και για να μην παρεξηγηθώ, οι προαναφερόμενοι τρέφουν τεράστια εκτίμηση στους λαϊκούς καλλιτέχνες και τους σέβονται. Εγώ θέλω να δώσω απλώς ένα παράδειγμα για την αντιμετώπιση των ΜΜΕ. Προβάλλουν π.χ. την τάδε μουσικοχορευτική εκδήλωση-παράσταση με τους πολλούς χορευτές, τις τάδε φορεσιές, χωρίς να προβληματιστούν για την ουσία και τα παρεπόμενα μιας τέτοιας εκδήλωσης.
 
Ο Έλληνας γλεντάει με το σώμα και την καρδιά και όχι με τα μάτια. Με λίγα λόγια «η φολκλορική τυποποίηση της λαϊκής παράδοσης ουσιαστικά αποξενώνει και απομακρύνει τον ίδιο το λαό από αυτήν». 

«Φαίνεται πλέον καθαρά ότι το μοντέλο αυτό δεν μπορεί να συνεχισθεί και έχει τελματώσει»

ΠτΘ: Αυτό το μοντέλο που προαναφέρατε μπορεί να συνεχίσει να λειτουργεί κατ’ αυτόν τον τρόπο;
Γ.Π.:
Ενώ από την δεκαετία του 1970 και μετά άνθιζε το ανωτέρω μοντέλο διαχείρισης της παράδοσης, συνεπικουρούμενο και από τους διοργανωτές φορείς (Δήμοι, Νομαρχίες κλπ), στις μέρες μας φαίνεται πλέον καθαρά ότι το μοντέλο αυτό δεν μπορεί να συνεχισθεί και έχει τελματώσει. Οι λόγοι είναι πολλοί αλλά κυρίως επειδή το όλο εγχείρημα στηριζόταν σε λάθος βάση, ο λαϊκός-παραδοσιακός χορός και μουσική, χωρίς τη συμμετοχή του λαού δεν μπορεί να υπάρξει αλλά και γιατί οι «λίγοι εκλεκτοί» έγιναν διαχειριστές της παράδοσης.
Επιπλέον λόγω του μεγάλου οικονομικού κόστους των χορευτικών παραστάσεων, της σημερινής οικονομικής κατάστασης της χώρας και της έλλειψης των σχετικών επιδοτήσεων, καθίσταται απαγορευτικό το εγχείρημα. Δεν μπορεί να υποστηριχθεί ηθικά ούτε και από τους εμπνευστές του, οι περισσότεροι των οποίων το έχουν αντιληφθεί, όμως δεν τολμούν να το παραδεχθούν, γιατί φοβούνται, εσφαλμένα, ότι θα χάσουν το προνόμιο της αποκλειστικής διαχείρισης της παράδοσης. Ακόμη στο μυαλό τους είναι πώς να προβληθεί η ατομική τους δημιουργία και επίδειξη, με τα διάφορα φεστιβάλ. Αντιθέτως, θα μπορούσε π.χ. με τα τεράστια ποσά που δαπανούνται για αυτά τα ανούσια φεστιβάλ ,να χρησιμοποιηθούν για να επιδοτηθεί μία τοπική έρευνα-καταγραφή ή κάποια έκδοση, με τη συμμετοχή των ίδιων συντελεστών και η μεγάλη αυτή ενέργεια που υπάρχει σε αυτά τα στελέχη να διοχετευθεί σε ουσιώδεις τομείς.
 
Άλλοι δεν έχουν αντιληφθεί τι συμβαίνει, ξεκινούν τώρα την ενασχόλησή τους, κυριαρχεί ο ενθουσιασμός της συμμετοχής, δεν προβληματίζονται, βρίσκουν έτοιμο υλικό, παγιδευμένοι συνεχίζουν το ίδιο μοντέλο, ώσπου μετά από χρόνια, που είναι και θα είναι αργά, μπορεί να αντιληφθούν την πραγματικότητα.
Φυσικά και δεν απαξιώνω την προσπάθεια όλων αυτών των ανθρώπων και των συλλόγων που ασχολούνται με την παράδοση, που πολλές φορές χαρακτηριζόμαστε και ως «γραφικοί». Πολλοί σύλλογοι και άτομα έχουν παράξει σημαντικό έργο προς την σωστή κατεύθυνση. Εγώ αναφέρομαι στο μοντέλο που κυριαρχεί. 

«Τα περισσότερα νεοπαραδοσιακά δημιουργήματα, κατά τη γνώμη μου, είναι για “πέταμα”»

ΠτΘ: Υπάρχει παραδοσιακή δημιουργία σήμερα;
Γ.Π.:
Άλλο ένα τεράστιο θέμα που είναι δύσκολο να αναλυθεί. Οι σημερινοί νεοέλληνες θεωρούμε το υπάρχον λαϊκό-παραδοσιακό μουσικοχορευτικό ρεπερτόριο στάσιμο και προσπαθούμε να το διατηρήσουμε ως είναι και μάλιστα είμαστε «αυστηροί» σε αυτό. Θεωρητικά η «παραδοσιακή δημιουργία» σταμάτησε μετά την επανάσταση του 1821 και για τους πρόσφυγες μετά τον ερχομό τους στην Ελλάδα, το 1922. Έως τότε υπήρχαν οι συνθήκες που «ανάγκαζαν» τον λαό να εκφραστεί και μέσα από τα λαϊκά τραγούδια. Να «πλάθει» τραγούδια, για να διηγηθεί είτε διάφορα ιστορικά γεγονότα,τοπικές ιστορίες, ερωτικά πάθη, φυσικά φαινόμενα κλπ. Μέσα από την προφορική διάδοση από γενιά σε γενιά και από στόμα σε στόμα. Αυτό συνέβαινε και συμβαίνει όσο μια παράδοση είναι ζωντανή. Είναι τεράστιος ο κατάλογος των διασωθέντων τέτοιων τραγουδιών μέχρι σήμερα και άλλος τόσος ο κατάλογος των μη διασωθέντων. Πρακτικά όμως σε αυτή τη μορφή δημιουργίας και διάδοσης υπεισέρχεται και ο προσωπικός παράγοντας, που μπορεί να «αλλάζει» κάπως τα πράγματα όπως είναι φυσικό να συμβαίνει όσο παραμένει αυτή η παράδοση ζωντανή. Γι’ αυτό έχουμε και διαφορές π.χ σε κάποια ακριτικά τραγούδια, με το ίδιο θέμα, αλλά από διαφορετική περιοχή του Ελληνισμού. Η εκφορά του λόγου, το διαφορετικό τοπικό γλωσσικό ιδίωμα, η διαφορετική μουσική είναι μερικοί μόνο από τους παράγοντες που παίζουν ρόλο. Αυτό συμβαίνει ακόμη και σήμερα, που αυτή η παράδοση αν και αναπαράγεται «στείρα», υπάρχει διαφορά να πει π.χ. ένα θρακιώτικο τραγούδι ένας Ηπειρώτης τραγουδιστής ή οργανοπαίκτης.


Αυτό όμως είναι διαφορετικό θέμα από αυτό που συνέβη και συμβαίνει με το λεγόμενο νέο «δημοτικό» τραγούδι τα τελευταία πενήντα περίπου χρόνια, μέχρι σήμερα. Εκτός από την «αναπαραγωγή» γνωστών δημοτικών τραγουδιών σε διάφορα γλέντια, πανηγύρια κλπ από τις διάφορες μουσικές κομπανίες και τραγουδιστές, για λόγους «επαγγελματικούς» και της αναγκαστικής επικαιροποιημένης παραμονής στο σχετικό στερέωμα, άρχισαν να «συνθέτονται» νέες δημιουργίες από τους νέους «διαχειριστές». Τα περισσότερα από αυτά τα δημιουργήματα, κατά τη γνώμη μου, είναι για «πέταμα». Δημιουργήθηκαν «πρόχειρα». Αφορούν ένα ακροατήριο περιορισμένο και με «ασθενές» μουσικό κριτήριο. Ίσως υπάρχει μια διαφοροποίηση στα κρητικά τραγούδια, που φαίνεται να συνεχίζεται κάποια μουσική παράδοση με τις μαντινάδες κλπ.
Εδώ συμβαίνει άλλη μια διαστρέβλωση. Οι περισσότεροι νέοι που συμμετέχουν στα γλέντια και στους χορούς «παίρνουν» ότι τους «δώσεις» και είναι τα αθώα θύματα μιας «διαστρεβλωμένης» συνέχισης της παράδοσης. Αυτό συμβαίνει με ευθύνη και των «νεοκαλλιτεχνών» που συνειδητά «πλασάρουν» και «μουσικά σκουπίδια». Μέχρι τώρα σπάνια δημιουργούνται νέες συνθέσεις οι οποίες να γίνονται αποδεκτές από ένα μεγαλύτερο ακροατήριο. Ο λόγος είναι απλός. Στη σημερινή εποχή ένας νέος μουσικός-καλλιτέχνης δύσκολα μπορεί «δημιουργήσει» συνθέσεις, αν βασισθεί μόνον στα «παλιά υλικά». Πολλές φορές δεν έχουν να του «πουν» και τίποτα, ιδίως οι στοίχοι. Θα πρέπει να «προσθέσει» όπως είναι λογικό και τα δικά του σημερινά. Αν μιλάμε λοιπόν για νέα «παραδοσιακή ελληνική μουσική δημιουργία», αυτός που θα το επιχειρήσει, με σκοπό βέβαια πάντα να εκφράσει ένα μεγάλο ακροατήριο, θα πρέπει να έχει γερές βάσεις και γνώση της λεγόμενης ελληνικής παραδοσιακής μουσικής. Μετά μπορεί να πατήσει σε αυτές τις βάσεις και να δημιουργήσει νέα ακούσματα-συνθέσεις που να «αναγνωρίζονται» ως κάποια συνέχεια.
Θα παρατηρείτε ίσως τέτοιες προσπάθειες στη σύγχρονη δισκογραφία, οι περισσότερες όμως δεν έχουν την προσδοκώμενη επιτυχία, γιατί δεν υπάρχουν οι βάσεις που προανέφερα. Παραδείγματα αρκετά στο να χρησιμοποιούνται σε νέες συνθέσεις π.χ παραδοσιακά όργανα, λύρες ποντιακές, κρητικές ή γκάιντες, με τρόπο όμως που περισσότερο «προσβάλλουν», παρά προβάλλουν την ελληνική μουσική. Υπάρχουν αρκετοί νέοι συνθέτες που, αφού έκαναν έναν μεγάλο κύκλο αναζητώντας την μουσική ταυτότητά τους και αφού πέρασαν από άλλα είδη μουσικής, ανακαλύπτουν έστω και αργά τις ρίζες τους και προσπαθούν να εκφραστούν μέσα από δημιουργίες που έχουν στοιχεία «ελληνικής μουσικής» και να έχουν επιτυχή πρόσβαση στο νεανικό ακροατήριο, όπως ο Παντελής Θαλασσινός.
Παράλληλα, πιο ταλαντούχοι ‘Έλληνες συνθέτες-δημιουργοί ,όπως ο Χατζιδάκις, ο Μαρκόπουλος ή ο νεότερος Διονύσης Σαββόπουλος μας έχουν δώσει δείγματα μιας τέτοιας τέχνης, που θα μπορούσε να εκφράσει τους νεοέλληνες. 

«Εθνική πολιτιστική πολιτική ευτυχώς δεν υπήρξε ποτέ»

ΠτΘ: Πιστεύετε ότι η δημιουργία μιας ενιαίας πολιτικής πάνω στο θέμα της παράδοσης θα βοηθούσε την κατάσταση;
Γ.Π.:
Εθνική πολιτιστική πολιτική δεν υπήρξε ποτέ – προσθέτω ευτυχώς. Αν αναλάμβαναν αυτή την πολιτική πολιτικοί με εθνικιστική ή με μία πιο «ανοιχτή» αλλά εξ’ ίσου επικίνδυνη διάθεση, τότε τα πράγματα θα ήταν ίσως χειρότερα.
Βέβαια θα πρέπει να αναφερθεί εδώ η αρνητική αντιμετώπιση που είχε η μουσικοχορευτική παράδοση όλων των προσφύγων που εντάχτηκαν δύσκολα στην νεοελληνική κατεστημένη κοινωνία μετά το 1922. Για πολλά χρόνια «κυριαρχούσαν» το τσάμικο και το καλαματιανό, ως μοναδικοί αντιπροσωπευτικοί ελληνικοί χοροί.
Λέγοντας επικίνδυνη εθνικιστική πολιτιστική πολιτική αναφέρομαι στην πολιτική που ασκήθηκε στα Βαλκάνια και στα άλλα λεγόμενα ανατολικά κράτη, με την ισοπέδωση –ξεκαθάρισμα της ράτσας και του λαϊκού πολιτισμού και να φαίνεται προς τα έξω ένα συγκεκριμένο –τυποποιημένο, φτιαγμένο-φολκλορικό προϊόν. Θα έχετε παρακολουθήσει παραστάσεις τέτοιων μουσικοχορευτικών συγκροτημάτων, που «εντυπωσιάζουν». Όμως αυτό που παρουσιάζεται δεν έχει καμιά σχέση με τη λαϊκή μουσικοχορευτική τους παράδοση.
Φυσικά δεν αναφέρομαι στα γνωστά π.χ μπαλέτα μπολσόι, μπεριόσκα κλπ. Εκεί δημιουργήθηκαν νέα έργα. Δεν είναι παραδοσιακοί χοροί του τόπου τους, αλλά μεταλλαγμένα, πολλές φορές υψηλής τεχνικής και καλλιτεχνικής, αντικειμενικά, αξίας έργα, όπου σπουδαγμένοι χορογράφοι, σκηνοθέτες, συνθέτες, σκηνογράφοι, εμπνεύστηκαν από την παράδοσή τους και συνέθεσαν ένα νέο θεατροποιημένο καλλιτεχνικό έργο που καλούμαστε να παρακολουθήσουμε και να το κρίνουμε ή οι δικοί μας Έλληνες άνθρωποι του πνεύματος και της τέχνης όπως ο Σκαλκώτας, ο Τσαρούχης, ο Χατζιδάκις και άλλοι που σεβάστηκαν την παράδοση, πάτησαν σε αυτήν και δημιούργησαν νέα σύγχρονα έργα που εύκολα αναγνωρίζονται ως ελληνικά.
Στην Ελλάδα δεν μπορεί και δεν πρέπει να υπάρξει «εθνική πολιτιστική πολιτική »με την έννοια που προανέφερα. Δεν μπορεί να υπάρξει «αστυνόμευση» της παράδοσης. Απλά πρέπει να αλλάξει το μοντέλο διαχείρισης. Υπάρχουν τόσα πολλά μουσικοχορευτικά μοτίβα, όλα τόσο όμορφα αλλά και διαφορετικά.
Αν και αργά έχουν δημιουργηθεί κάποιες σχολές στα Πανεπιστήμια, με ειδικότητες παραδοσιακών χορών και παραδοσιακής μουσικής, πιστεύω όμως ότι βρίσκονται σε λάθος κατεύθυνση, προσαρμοζόμενες στο μοντέλο που κυριαρχεί και δεν τολμούν τη μεγάλη τομή που απαιτείται, και μάλλον επιβάλλεται, να γίνει πρώτα από αυτές τις σχολές, γιατί έχουν και μεγάλη ευθύνη. 

«Δεν υπάρχει λόγος να «αναβιώνεται πρόχειρα»και σε κάθε περίπτωση «έξω» από τον τόπο και τον τρόπο που προϋπήρχε κάποιο έθιμο, αφού δεν μπορεί πλέον να «λειτουργήσει» στη σημερινή κοινωνία»

 
ΠτΘ: Σήμερα βλέπουμε πως η παράδοση σε πολλά δρώμενα που γίνονται αντιμετωπίζεται σαν κάτι φολκλορικό, σαν ένα τυποποιημένο πράγμα. Συμφωνείτε;
Γ.Π.:
Φυσικά δεν συμφωνώ. Αυτό προσπαθούμε να εξηγήσουμε εδώ. «Το μοντέλο διαχείρισης» που συζητάμε, αναπόφευκτα πέφτει στην παγίδα του φολκλορισμού. Όταν π.χ στα Ελευθέρια της Θράκης «πρέπει» να συμμετέχουν όλα τα χορευτικά συγκροτήματα σε συγκεκριμένες μέρες και ώρες, αρχίζουν οι «διαπραγματεύσεις» των υπεύθυνων των συλλόγων με τους υπεύθυνους του Δήμου, για να γίνει κάποιο πρόγραμμα. Τότε αρχίζει, ακόμη και «ανταγωνισμός» μεταξύ των συγκροτημάτων για την «καλύτερη μέρα και σειρά», με τον καθένα να «διεκδικεί», λόγω της «ανωτερότητάς» του, το «καλύτερο» για τον εαυτόν του, αδιαφορώντας για τα προβλήματα που δημιουργούνται. Επειδή συμμετέχω ανελλιπώς τα τελευταία πενήντα χρόνια με διάφορες ιδιότητες, έχω γίνει μάρτυρας καταστάσεων που δεν μπορούν να περιγραφούν εδώ και δεν έχουν φυσικά καμιά σχέση με την «παράδοση» που όλοι προσπαθούν να «υπηρετήσουν».
Επίσης από τη στιγμή που κάποιο έθιμο έχει «καταργηθεί» με την ευθύνη όπως προανέφερα των στελεχών των πολιτιστικών συλλόγων, αλλά τελικά και την συνευθύνη του λαού, δεν υπάρχει λόγος να «αναβιώνεται πρόχειρα»και σε κάθε περίπτωση «έξω» από τον τόπο και τον τρόπο που προϋπήρχε, αφού δεν μπορεί πλέον να «λειτουργήσει» στη σημερινή κοινωνία. Θα μπορούσε όμως τα μηνύματα που κουβαλά να «διοχετευθούν» στο λαό μέσω π.χ. μιας επαγγελματικής θεατρικής παράστασης.
Εδώ θα αναφέρω ακόμη ένα παράδειγμα. Θα γνωρίζετε τα συγκροτήματα των περιστρεφόμενων δερβίσηδων που μας έρχονται από την Τουρκία. Είναι κατά τη γνώμη μου το ποιο χαρακτηριστικό παράδειγμα «διαστρέβλωσης». Για όσους γνωρίζουν οι δερβίσηδες είναι η γνήσια έκφραση του ισλαμικού μυστικισμού, που μέσα από μια χορική ιεροτελεστία αιώνων επιδιώκουν να εξαγνίσουν την ανθρώπινη ψυχή. Κοινός στόχος των διαφορετικών σούφικων ταγμάτων των Δερβίσηδων και υπέρτατη επιθυμία, είναι η ένωσή τους με τον Αγαπημένο (Θεό) και το σεμά, ο στροβιλιστικός αυτός χορός, αποτελεί το βασικό όχημα για την πραγμάτωση του στόχου τους. Πρόκειται λοιπόν για ένα πνευματικό κίνημα που γεννήθηκε μέσα στο Ισλάμ, αλλά που έχει επιρροές από τον βουδισμό και τον χριστιανισμό. Υπάρχουν και σήμερα, κυρίως στην Τουρκία, τεκέδες που οι σημερινοί εκφραστές του τάγματος σούφι τελούν ιεροτελεστικά τα ανωτέρω και φυσικά «απαγορεύονται» οι θεατές. Είναι σαν να θέλεις να προσευχηθείς μόνος και αυτό να αποτελεί «θέαμα» για κάποιους και μάλιστα, στη συγκεκριμένη περίπτωση, να πληρώνεις και ακριβό εισιτήριο. 

«Μπορούμε όσοι διαχειριζόμαστε την παράδοση σήμερα, μέσα από ειλικρινή συζήτηση, να αλλάξουμε το μοντέλο διαχείρισης»

ΠτΘ: Υπάρχει ελπίδα για την παράδοση σήμερα; Μπορεί η παράδοση να γίνει και παραλαβή για τις επόμενες γενιές;
Γ.Π.:
Όσον αφορά στη μουσικοχορευτική παράδοση, ήδη συντελείται η «μετάδοση» και «παραλαβή» για τις επόμενες γενιές. ‘Όπως προαναφέρω όμως με «εσφαλμένο» και «διαστρεβλωμένο» τρόπο. Κατά τη γνώμη μου μόνον με τη βιωματική σχέση του νεοέλληνα και όχι με το μοντέλο που περιγράφουμε σε αυτή τη συζήτηση. Και φυσικά όχι με «εθνικιστικές» πρακτικές και φοβίες.
Ούτε η αστικοποίηση ούτε ο εξευρωπαϊσμός ούτε η «ξενομανία» απειλούν την ελληνική ταυτότητα τόσο, όσο θέλουν να πιστεύουν οι ξενόφοβοι και οι συνωμοσιολάγνοι. Πολύ περισσότερο κακό της κάνουν εκείνοι που γυρίζουν τις θετικές όψεις της ελληνικής πολιτιστικής φυσιογνωμίας σε αρνητικές, κάτι που μπορεί να συμβεί και συμβαίνει άλλωστε με τα ιδιαίτερα ψυχολογικά γνωρίσματα των περισσότερων λαών.
 
Μπορούμε όσοι διαχειριζόμαστε την παράδοση σήμερα, μέσα από ειλικρινή συζήτηση, να αλλάξουμε το μοντέλο διαχείρισης. Επιμένω σε αυτό και προσπάθησα με λίγα λόγια να περιγράψω την κατάσταση. Μένει στον κάθε έναν προσωπικά να το αντιληφθεί, να σκεφθεί που οδηγούνται τα πράγματα και μετά όλοι μαζί να επαναπροσδιορίσουμε τη σχέση μας με το λαϊκό πολιτισμό.
 
*Το παρόν αποτελεί προϊόν πνευματικής ιδιοκτησίας και υπόκειται στο νόμο περί πνευματικών δικαιωμάτων

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.