Γ.Λασκαρακης: «Βασικος μου στοχος κατα τη συγγραφη ηταν η ιστορια να μην γραφεται και αναφερεται σαν εργο, αλλα να βγαινει μεσα απο τις ζωες των ανθρωπων οπως τις εζησαν»

Με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου «Κυνηγημένοι από την Ιστορία»

«Είναι μια πρόκληση για μένα η συνέχεια του βιβλίου γιατί νομίζω ότι το χρωστώ όχι μόνο στο πάθος μου να γράψω, αλλά κυρίως στην μνήμη αυτών των ανθρώπων»

Για την συγγραφή του βιβλίου του «Κυνηγημένοι από την Ιστορία» που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις «Επίκεντρο»  μίλησε στο «Ράδιο Παρατηρητής 94fm» του πρώην εκδότη της Εφημερίδας «Η Γνώμη» της Αλεξανδρούπολης Γιάννης Λασκαράκης.

Ο λόγος για ένα συγκλονιστικό ιστορικό μυθιστόρημα βασισμένο σε αληθινά γεγονότα και μάλιστα με «πρωταγωνιστές» τους παππούδες του συγγραφέα, δια μέσου των ζωών των οποίων ο συγγραφέας παραθέτει πιστά τα ιστορικά γεγονότα της εποχής που σχετίζονται με πραγματικές ιστορίες ανθρώπων σε μια ταραγμένη περίοδο της ελληνικής ιστορίας από το 1885 έως το 1925.

Ένα βιβλίο η συγγραφή του οποίου αποτέλεσε ιδιαίτερο «στοίχημα» για τον συγγραφέα, καθώς, όπως εξήγησε, βασικό ζητούμενό του από την αρχή ήταν η ισορροπία μεταξύ της ιστορίας και της μυθοπλασίας που υπάρχουν στις σελίδες του, όπου όπως εξήγησε και η μυθοπλασία ενυπάρχει δια μέσου των πραγματικών δεδομένων των ζωών των προγόνων του.

Ένα βιβλίο η συνέχεια του οποίου όπως τόνισε ο συγγραφέας θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη τόσο ως αποτέλεσμα της αγάπης του ίδιου για την συγγραφή αλλά πολύ περισσότερο ως φόρος τιμής στους ήρωες που το «γέννησαν».

Ο λόγος στον ίδιο…

ΠτΘ: κ. Λασκαράκη το νέο σας συγγραφικό δημιούργημα, «ξεφεύγει» από την πολύπειρη δημοσιογραφική σας πένα, αποτυπώνοντας πλέον ένα ιστορικό μυθιστόρημα υπό τον τίτλο «Κυνηγημένοι από την ιστορία». Παρά την μυθιστορηματική του χροιά η «σφραγγίδα» σας ως εκδότης δεν λείπει καθώς καταγράφετε πιστά όλο τα ιστορικά γεγονότα της εποχής στην οποία αυτό διαδραματίζεται.  Πείτε μας λίγα λόγια για το βιβλίο σας.

Γ.Λ.: Το βιβλίο αναφέρεται σε μία ταραγμένη περίοδο της ελληνικής ιστορίας, τα τριάντα χρόνια του 1885 έως το 1925 περίπου. Είναι μια εποχή οπού η Ελλάδα υπέστη μεγάλα γεγονότα που σημάδεψαν την πορεία της χώρας και την σημαδεύουν ακόμα και σήμερα. Κατά την διάρκεια αυτών των χρόνων είχαμε πολέμους, είχαμε ατυχείς διαδικασίες μέσα στην χώρα, εθνικό διχασμό, τα πάθη του εθνικισμού που μας οδήγησαν σε τραγωδίες, όπως ο πόλεμος του 1897, είχαμε βαλκανικούς πολέμους, τον μεγάλο πόλεμο, την εκστρατεία προς την Άγκυρα που μας οδήγησε στην μεγάλη καταστροφή κ.α. που στο σύνολό τους δεν ήταν ανεξάρτητα από την πορεία που έχει το έθνος. Παράλληλα όμως είχαμε και μεγάλα «γεγονότα», όπως είναι και η λογοτεχνία, που άνθισαν εκείνη την εποχή. Υπήρξε άλλωστε μια παράξενη σχέση ανάμεσα στα δύο αυτά ρεύματα, το πολεμικό που «μεγάλωσε» τη χώρα και το λογοτεχνικό που μαζί με το διπλωματικό δώσανε πνοή τόσο στην πολιτική, όσο και στην οικονομία και τις επιστήμες της χώρας.

«Στους Έλληνες αρέσουν οι πολύ έντονες “αποχρώσεις”, όπως ο ηρωισμός, η προδοσία και αδυνατούμε να δούμε τις ενδιάμεσες “αποχρώσεις” που όμως αποτελούν το κύριο σώμα της ιστορίας»

ΠτΘ: Διαβάζοντας το βιβλίο αλλά και πολλές από τις κριτικές που έχουν γραφτεί γι’ αυτό η πλειοψηφία συμφωνεί στην πολύ σύντομη περιγραφή του βιβλίου που λέει « τι θα γινόταν αν κάποιες επιλογές, πολιτικών και όχι μόνο, προσώπων της εποχής ήταν διαφορετικές». Σας βρίσκει σύμφωνο η ανάγνωση αυτή;

Γ.Λ.: Το πώς θα μπορούσε να ήτανε η ιστορία αν μερικές επιλογές των ηγετών εκείνης της περιόδου είχαν γίνει διαφορετικά υπήρξε πάντα στο μυαλό μου. Κι αυτό γιατί υπήρχαν πολλές και διαφορετικές συνθήκες που συνέτειναν σε αυτό. Στην τότε Οθωμανική Αυτοκρατορία, υπήρχε ένα ρεύμα, υπήρχε ένας μεγάλος αριθμός Ελλήνων που ζούσαν με άνεση, είχαν θέσεις ευθύνης στον κρατικό μηχανισμό, ήταν ακόμα και Βεζίρηδες,  είχαν «καταλάβει» υψηλές θέσεις στα σοβαρότερα Υπουργεία, ήταν διπλωμάτες και πολλοί κυριαρχούσαν στο εμπόριο, τη ναυτιλία, την οικονομία. Αξίζει μόνο να σας αναφέρω ότι οι ελληνικές τράπεζες αποτελούσαν τον βασικό χρηματοδότη του Σουλτάνου, ο οποίος ήταν εξαρτημένος από τους Έλληνες εκείνης της εποχής.

Ακριβώς για τον λόγο αυτό δυο εμπνευσμένοι άνθρωποι ο Ίων Δραγούμης και ο Αθανάσιος Σουλιώτης, με το ψευδώνυμο Νικολαΐδης, συνέλαβαν μια νέα «μεγάλη ιδέα» αυτή της πολυεθνικής αυτοκρατορίας, στην οποία θα συμμετείχαν όλοι οι Ρωμιοί αλλά και όλες οι άλλες Εθνότητες. Μια πολυεθνική αυτοκρατορία όπου θα είχαν όλοι τα ίδια δικαιώματα,  το δικαίωμα και τον σεβασμό σε διαφορετικές θρησκείες, θα ήταν αποκεντρωμένοι θα διοικούνταν από δημοκρατικές δυνάμεις κ.α. και μάλιστα υπήρχαν και πολλοί Τούρκοι οι οποίοι ήταν σύμφωνοι με αυτό το σχέδιο. Ένας από αυτούς ήταν ο πρίγκιπας Σαμπαχεντίν, τον οποίο ελάχιστοι γνωρίζουμε στην χωρά μας, γιατί κανείς δεν μας έμαθε αυτές τις προσωπικότητες στην ιστορία μας.

Εμάς μας αρέσει να περνάμε στον κόσμο και στα παιδιά μας μια μίζερη αντίληψη ότι ήμασταν ραγιάδες, σκλάβοι, ότι πεινούσαμε, όμως αυτό είναι τελείως ψέμα. Ο παππούς μου, μου άφησε ένα ημερολόγιο στο οποίο περιγράφει την ζωή τους, τις γεννήσεις, τις βαφτίσεις, τους γάμους, τα σκάνδαλα, τα πάντα. Αν διαβάσει κανείς τώρα τα στοιχεία αυτά θα νομίσει ότι πρόκειται για κάποιο ελληνικό χωριό. Ως Έλληνες μας γοητεύει η εξαίρεση. Μας αρέσουν οι πολύ έντονες «αποχρώσεις», όπως ο ηρωισμός, η προδοσία, και αδυνατούμε να δούμε τις ενδιάμεσες «αποχρώσεις» που όμως αποτελούν το κύριο σώμα της ιστορίας. Αυτή τη καθημερινότητα και τη κοινωνική μεγαλοσύνη των ανθρώπων μας. Και αυτό το κάνουμε γιατί εξυπηρετεί το εθνικό αφήγημα μια κατατρεγμένης και αδίκως ταλαιπωρημένης Ελλάδας, ενώ ό,τι κακό συνέβη στην χώρα συνέβη πάντα από δικά μας λάθη. Όπως το τεράστιο λάθος του Ελευθέριου Βενιζέλου που πήγε να καταλάβει την Σμύρνη και αποτέλεσε μία από τις τραγικές στιγμές της ιστορίας που, αν δεν είχε γίνει, ίσως να είχαμε άλλη πορεία σήμερα.

«Η ιστορία όμως δεν γράφεται με το “αν”…»

ΠτΘ: Άρα πρόκειται και για ένα μυθιστόρημα με πολιτικό «αποτύπωμα» που τολμά να δείξει  ενδεχομένως πολιτικά πρόσωπα και ευρύτερα ηγέτες εκείνης της εποχής και συγκεκριμένα οι επιλογές τους οδήγησαν σε μια άλλη από αυτή που θα μπορούσαμε να έχουμε σήμερα χώρα.

Γ.Λ.: Το πιο τραγικό κατά την άποψή μου είναι ότι εδώ, στην μικρή Ελλάδα, με το 1,5 εκατομμύριο κατοίκων την εποχή εκείνη, πολιτευόμασταν, αγνοώντας τα πέντε εκατομμύρια Ελλήνων που διαβιούσαν εκεί. Αγνοήσαμε το μέλλον αυτών των ανθρώπων που θα μπορούσαν να είχαν τεράστιες και μεγάλες κοινότητες στην σημερινή Τουρκία οι οποίες μάλιστα να αποτελούν έναν ισχυρό οικονομικό και πολιτικό παράγοντα για την χώρα. Αυτή όμως είναι μια άλλη ανάγνωση. Είναι αυτό που λέμε «αν δεν είχε γίνει αυτό». Η ιστορία όμως δεν γράφεται με το «αν» γράφεται με αυτό που συνέβη και αυτό που συνέβη είναι αυτό που έγινε. Και πάλι όμως τα γεγονότα δεν είναι γνωστά. Όπως λέει και η φιλόσοφος Χάννα Άρεντ ποτέ τα γεγονότα δεν είναι όπως τα ξέρουμε. Και δεν μπορούμε να ξέρουμε γιατί υπάρχουν περιπτώσεις που χάθηκαν αρχεία, καταστράφηκαν βιβλιοθήκες, έχουν πεθάνει οι αυτόπτες μάρτυρες και επομένως όλα αυτά δημιουργούν την ιστορία που ξέρουμε.

«Η “μυθοπλασία” πρέπει να είναι πάντα σε ισορροπία με την ιστορία»

ΠτΘ: Καταφέρνετε όμως, και αυτό αποτελεί νομίζω χαρακτηριστικό της δημοσιογραφικής και εκδοτικής σας εμπειρίας, να σκιαγραφήσετε και να αποτυπώσετε όλη την κοινωνία της τότε εποχής. Την καθημερινότητα, τα έθιμα, τα σπίτια, τους αρραβώνες…

Γ.Λ.: Αυτό αποτέλεσε και το μεγάλο μου πρόβλημα σε ό,τι αφορά την συγγραφή του βιβλίου, το να καταφέρω να ισορροπήσω ανάμεσα στην ιστορία και την μυθοπλασία. Η μυθοπλασία που στην συγκεκριμένη περίπτωση ήταν οι ζωές κάποιον ανθρώπων που τους παρέσυρε η θύελλα της ιστορίας, των πολέμων, των διωγμών και των ξεριζωμών. Από τη μία μέρα στην άλλη αλλάζαν κατοικίες, τόπους μετεγκατάστασης κ.ο.κ. Εγώ προσωπικά πιστεύω ότι αυτή ακριβώς η «μυθοπλασία» πρέπει να είναι πάντα σε ισορροπία με την ιστορία. Η ιστορία να μην γράφεται και αναφέρεται σαν έργο, αλλά να βγαίνει μέσα από τις ζωές των ανθρώπων όπως την έζησαν οι ίδιοι. Αυτός ήταν και ένας βασικός μου στόχος στο βιβλίο και επιτρέψτε μου να πω ότι σε κάποιον τουλάχιστον βαθμό το κατάφερα.

ΠτΘ: Μας δίνετε να καταλάβουμε ότι έχετε στα χέρια σας πλούσιο ιστορικό υλικό από την οικογένειά σας. Αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι θα υπάρξει και συνέχεια στο συγγραφικό σας έργο;

Γ.Λ.:  Κι όμως έχω ελάχιστα πράγματα από το αρχείο και κλαίω και οδύρομαι που όταν ζούσαν οι άνθρωποι αυτοί και τους έζησα δεν τους ρώτησα να μάθω για την ζωή τους. Μόνο στα τελευταία χρόνια ζωής του πατέρα μου του ζήτησα να γράψει και όντως έγραψε περίπου 100 σελίδες από τη ζωή του, από τότε που γεννήθηκε μέχρι περίπου τις δεκαετίες του ’50 – ’60. Αυτό το υλικό υπάρχει ακόμα και είναι αυτό που σκέφτομαι να αξιοποιήσω στο δεύτερο βιβλίο που θα είναι η συνέχεια του πρώτου. Είναι μια πρόκληση για μένα η συνέχεια του βιβλίου γιατί νομίζω ότι το χρωστώ όχι μόνο στο πάθος μου να γράψω, αλλά κυρίως στην μνήμη αυτών των ανθρώπων.

«Είμαστε δίπλα έχουμε κοινά συμφέροντα, έχουμε κοινές επιδιώξεις, αξίες και συμφέροντα»

ΠτΘ: Θα σταματήσουμε ποτέ θεωρείτε να γράφουμε «εθνικά αφηγήματα» και να πηγαίνουμε τελικά στα πραγματικά ιστορικά γεγονότα. Και σας το ρωτάω γιατί και σήμερα το γνωρίζεται πολύ καλύτερά από εμένα ακόμα και στις σχέσεις για παράδειγμα μεταξύ των δύο χωρών Ελλάδας – Τουρκίας παραδοσιακά ακούμε συνέχεια τα ίδια και τα ίδια…

Γ.Λ.: Νομίζω ότι η ιστορία γράφεται από σοβαρούς ιστορικούς. Υπάρχουν άνθρωποι που γράφουν ιστορία όχι με βάση τις δικές τους οπτικές και με βάση ίσως και τις ιδεοληψίες τους αλλά γράφουν με ντοκουμέντα και με ιστορικές πηγές ακαταμάχητες. Εγώ  γράφοντας το βιβλίο σε αυτούς τους ιστορικούς απευθύνθηκα και όχι μονό Έλληνες ακόμα και Τούρκους ακόμα και ξένους. Νομίζω ότι αυτή η ιστορία υπάρχει. Εμείς διδάσκουμε αυτό που λέμε δημόσια ιστορία στα παιδιά μας. Όλοι οι λαοί θέλουν να μάθουν στα παιδία τους για μία χώρα που είναι μεγάλη που είναι καλή αλλά ως εκεί. Δεν πρέπει αυτά τα ζητήματα να επηρεάζουν την σύγχρονη πολιτική μας.

Εγώ νομίζω ότι με την  Τουρκία οι σχέσεις μας πρέπει να είναι καλές, να είναι σχέσεις συνεργασίας, να είναι ο μεγαλύτερος σύμμαχος και συνεργάτης στην περιοχή μας, γιατί έχουμε πολλά κοινά έχουμε κοινή ιστορία και έχουμε αν θέλετε και κοινές ρίζες. Ξέρετε πόσοι τούρκοι είναι έλληνες που εξισλαμίστηκαν και το ανάποδο, πόσοι έλληνες είναι τούρκοι που εκχριστιανίστηκαν; Είμαστε απόγονοι του Βυζάντιου και οι δύο. Η Οθωμανική αυτοκρατορία έχει αντιγράψει σχεδόν όλη τη δομή της εξουσίας του Βυζαντίου. Είμαστε δίπλα έχουμε κοινά συμφέροντα, έχουμε κοινές επιδιώξεις, αξίες και συμφέροντα. Ας τα δούνε λοιπόν οι πολιτικοί μας αυτά. Ειδικά για εμάς εδώ στη Θράκη θα είναι θείο δώρο μια τέτοια συνεργασία. Θα είμαστε η περιοχή που θα έχει δίπλα της 40 εκατομμύρια καταναλωτές και τουρίστες. Όλοι αυτοί άμα έρθουν στην Θράκη μια φορά ο καθένας τελειώσαμε θα αλλάξει η ζωή μας. Το βλέπουμε ήδη στις καλές εποχές πως τα ξενοδοχεία μας γεμίζουν από τουρίστες που έρχονται και πληρώνουν και 60 ευρώ το άτομο και θέλουν τόσο πολύ να έρθουν στην Ελλάδα και να περάσουν τις διακοπές τους. Η δικιά τους αντίληψη για εμάς είναι διαφορετική. Μας αγαπούν. Οι άνθρωποι αυτοί ίσως είναι και λιγάκι σαν τους νεόπλουτους που ζηλεύουν αυτούς, που είναι ευγενείς, που έχουνε καταγωγή, που έχουνε πίσω τους μια μακρά ιστορία. Αυτό όμως πρέπει να το αξιοποιήσουμε.

Και να πούμε και κάτι άλλο που εγώ το έχω μεγάλο καημό. Γύρισα όλη την Τουρκία και όλα τα πεδία των μαχών, τις μάχες που έγιναν γύρω από την Σμύρνη, το Σαγγάριο. Οι Τούρκοι έχουν στήσει μνημεία για τους νεκρούς τους  γεμάτα κλέος. Από σεβασμό δεν λένε ο εχθρός και εν πάση περίπτωση ούτε μια πλάκα υπάρχει για τους 50.000 περίπου φαντάρους και όλους τους άλλους άμαχους που σκοτώθηκαν και τα κόκκαλα τους ούτε θαφτήκαν και έμειναν εκεί σε ξένη γη. Στην Καλλίπολη οι Νεοζηλανδοί και οι Αυστραλοί έχουν τεράστιο μνημείο για τους νεκρούς του δικού τους πολέμου. Και λέω λοιπόν γιατί να μην κάτσουν οι ηγέτες να φτιάξουν ένα κοινό μνημείο για τους νεκρούς και των δυο λαών; Θα είναι αυτό ίσως μια αρχή για μια καλύτερη σχέση για τις δυο χώρες άλλα να αναπαυθούν και οι ψυχές των φαντάρων των δύο χωρών.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.