Γαρυφαλλια Θεοδωριδου, Συνεπιμελητρια του τομου «Απο το Αραρατ στον Ολυμπο. Θεματα Αρμενικης Λαογραφιας» «Οι Αρμενιοι ειναι ο χρονιος δικος μας “αλλος”»

«Μέχρι τώρα δεν υπήρχαν επιστημονικές μελέτες στην ελληνική περί θεμάτων αρμενικής λαογραφίας»

Οι Έλληνες στο διάβα των αιώνων συνυπήρξαν με διάφορους λαούς, με ορισμένους δε από αυτούς ακολούθησαν κατά καιρούς την ίδια πορεία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι Αρμένιοι, οι οποίοι, στο πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, είχαν στα χέρια τους, όπως οι Έλληνες και οι Εβραίοι, το εμπόριο και ανέπτυξαν μια εξαιρετική κινητικότητα μέσα σε αυτή. Μέχρι σήμερα συμβιώνουμε με τους Αρμενίους στον ελλαδικό χώρο και ιδιαίτερα στη Θράκη. Κατά κύριο λόγο Αρμένιοι ζουν στις μέρες μας σε Ξάνθη και Κομοτηνή, αλλά και στην Αλεξανδρούπολη, την Ορεστιάδα, το Διδυμότειχο.
 
Εντούτοις, παραμένουν για εμάς, σε μεγάλο βαθμό, άγνωστοι, είναι κατ’ ουσίαν ο «δικός μας “άλλος”». Μία προσπάθεια λοιπόν για να γνωρίσουμε καλύτερα τους Αρμενίους και να κατανοήσουμε τις πτυχές της καθημερινότητάς τους και της ιστορικής πορείας τους (εντός και εκτός ελλαδικού χώρου) αποτελεί ο επιστημονικός τόμος «Από το Αραράτ στον Όλυμπο. Θέματα αρμενικής Λαογραφίας».
 
Ένας τόμος και μία προσπάθεια που εκκινούν από τη Θράκη, την περιοχή της ετερογένειας και της πολυπολιτισμικότητας, και δη από το τμήμα Γλώσσας, Φιλολογίας και Πολιτισμού Παρευξεινίων Χωρών του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου. Ένας τόμος συλλογικός, του οποίου την επιστημονική επιμέλεια φέρουν δύο διδάσκοντες στο Τμήμα, ήτοι ο Αναπληρωτής Καθηγητής Λαογραφίας κ. Μανόλης Γ. Σέργης, ο Επίκουρος Καθηγητής Εθνογραφίας κ. Ελευθέριος Κ. Χαρατσίδης, και η υποψήφια Διδάκτωρ Λαογραφίας κ. Γαρυφαλλιά Γ. Θεοδωρίδου, η οποία διδάσκει επίσης στο εν λόγω Τμήμα κατόπιν προσκλήσεώς της από τη Γ.Σ. Οι τρεις τους συνεπιμελούνται και επίσης συνδράμουν τον συλλογικό τόμο με ατομικές τους εργασίες. Αυτός περιλαμβάνει συνολικά είκοσι εννέα (29) μελέτες – είκοσι (20) ελλήνων επιστημόνων και εννέα (9) αρμενίων συναδέλφων τους. Οι Αρμένιοι ανήκουν στο Ινστιτούτο Αρχαιολογίας και Εθνογραφίας της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών της Δημοκρατίας της Αρμενίας, η οποία εδρεύει στο Ερεβάν.
 
Η κ. Θεοδωρίδου μίλησε στην Τζένη Κατσαρή-Βαφειάδη για το περιεχόμενο και τους σκοπούς του τόμου, ήτοι την καταγραφή των όσων άπτονται «του λαϊκού πολιτισμού της Αρμενίας και του λαϊκού αρμενικού πολιτισμού που αναπτύχθηκε στον ελλαδικό χώρο», την απόδοση δηλαδή ζητημάτων του παραδοσιακού και σύγχρονου βίου των Αρμενίων, ιδωμένων ωστόσο εντός του απαραίτητου ιστορικού πλαισίου, αλλά και για την εν γένει φιλοδοξία του Τμήματος να συμπεριλάβει εντός των μελετών του «όχι μόνο χώρες όπως η Ρωσία και η Τουρκία, αλλά και μικρότερες, όπως η Αρμενία και η Γεωργία».
 
Κίνητρο για τη συγγραφή του τόμου, υπήρξε, κατά την κ. Θεοδωρίδου, η απουσία αντίστοιχων επιστημονικών ελληνικών μελετών περί τα αρμενικά λαογραφικά ζητήματα, και για τον λόγο αυτό, πραγματεύεται θέματα από τον ευρύτερο λαϊκό πολιτισμό των Αρμενίων. Ζητήματα εθιμικά, τελετουργικά, θρησκευτικά, υλικού και συμβολικού βίου π.χ. αγροτικής οικονομίας, ενδύματος, τατουάζ και ενσώματων τεχνικών διαχείρισής του, λαϊκής αρχιτεκτονικής, μουσικής, λαϊκής λογοτεχνίας, μύθων, παραδόσεων, επών, παραμυθιών, κοινωνικών και συμβολικών αναπαραστάσεων. Ζητήματα αρχειακής Λαογραφίας, απογραφών, πινάκων, προσωπικών μαρτυριών, ιστορικών στοιχείων εν γένει, συχνά δε και μέσα από το πρίσμα της επιτόπιας έρευνας. Σκοπός του τόμου ήταν να αποδώσει όψεις του λαϊκού πολιτισμού της Αρμενίας που αναπτύχθηκε στον αρμενικό αλλά και στον ελλαδικό χώρο.
 
Ενας τόμος πολύτιμος  τελικά τόσο για μας, τους εντοπίους,  που μας παρέχει τη δυνατότητα να εντρυφήσουμε και να κατανοήσουμε καλύτερα τον πολιτισμό των συμπολιτών αρμενίων που ζουν κοντά μας, τις μικρές έστω διαφορές που συνωθούνται στην καθημερινότητά μας, όσο και για όλους εν τέλει τους ομιλούντες την ελληνική, αλλά και τους ασκούμενους στη γνώση της  πολιτισμικής ιστορίας των λαών, έτσι ώστε όλοι συγγνωστά πλέον να συμβάλουν στην ενδυνάμωση της φιλίας των δυο λαών, ελλήνων και αρμενίων, που αναθερμάνθηκε αλλά και εμπλουτίστηκε τελευταία με την επίσκεψη στη χώρα μας του  προέδρου της αρμενικής δημοκρατίας κ. Σερζ Σαρκισιάν.
 
Γαρυφαλλιά Θεοδωρίδου όμως… 

«Με αυτόν τον τόμο η αρμενική Λαογραφία εισάγεται και διδάσκεται πλέον στο ελληνικό Πανεπιστήμιο»

ΠτΘ: κ. Θεοδωρίδου, σε τι αναφέρεται ο τίτλος «Από το Αραράτ στον Όλυμπο» και σε τι, εν τέλει, αποσκοπεί ο τόμος;
Γ.Θ.:
Αναφέρεται στα δύο βουνά-σύμβολα για τον αρμενικό και τον ελληνικό λαό αντίστοιχα διότι, σύμφωνα με την παράδοση των δύο λαών, τα όρη αυτά αποτελούν τους άξονες που ενώνουν τον ουρανό με τη γη και ανάγονται σε συμβολικό κέντρο του κόσμου. Τα σύμβολα ταυτοποιούν έναν από τους στόχους του τόμου: να αποδώσει τη μετακίνηση ενός λαού φερέοικου –μια εύστοχη λέξη που σημασιοδοτεί «εκείνον ο οποίος κουβαλά το σπίτι του στην πλάτη του» –, μεταφέρεται κατά τη διάρκεια αιώνων. Οι Αρμένιοι είναι ένας «κοσμο-λαός μακράς διάρκειας» κατά τη φράση του Μισέλ Μπρυνώ, που μετακινούνται σε απέραντους χώρους, εγκαθίστανται, ενσωματώνονται και επαναμετακινούνται. Επίσης,  συνυπάρχουν μακροχρόνια με τον ελληνικό λαό σε μια αέναη κίνηση από την «πατρίδα» στην Ελλάδα και αντίστροφα. Σημειωτέον ότι το 1947-48 μεγάλο μέρος των Αρμενίων της Ελλάδας παλιννόστησε οριστικά στη σοβιετική Αρμενία.
 
Στόχο του τόμου αποτελεί ακόμη να εντοπίσει όψεις της αρμενικής ταυτότητας μέσα από συστήματα του υλικού και του συμβολικού βίου, τη μυθολογούσα συνείδηση, και την αρχειακή μελέτη με όρους «συνομιλίας» προς ανάδειξη ιστορικών, λαογραφικών και ανθρωπολογικών δεδομένων εν γένει, μελετάται ό,τι άπτεται του λαϊκού πολιτισμού της Αρμενίας και του λαϊκού αρμενικού πολιτισμού που αναπτύχθηκε στον ελλαδικό χώρο σε συγχρονικό και διαχρονικό επίπεδο. Διότι οι Αρμένιοι είναι ένας λαός, με τον οποίο συνυπήρξαμε σε γεωγραφική απόσταση ή και απόλυτη εγγύτητα στη χρονική βαθμίδα της αργόσυρτης διάρκειας. Είναι ο «χρόνια δικός μας άλλος».
 
Βέβαια ας τονίσω ότι κατά το παρελθόν έγιναν σχετικές με αυτούς λαογραφικές καταγραφές, εκδόθηκαν λογοτεχνικά βιβλία, ταξιδιωτικές εντυπώσεις, οδοιπορικά και παραμύθια, αλλά επρόκειτο για τη ματιά του απλού λογίου ανθρώπου. Δεν υπήρξε επιστημονική λαογραφική εργασία περί των Αρμενίων στα ελληνικά πανεπιστήμια και αυτός ο τόμος είναι μια πρώτη προσπάθεια, μία πρόκληση και μία πρόσκληση προκειμένου να ακολουθήσει περαιτέρω έρευνα, μελέτη και τεκμηρίωση. Εν κατακλείδι, με αυτόν τον τόμο η αρμενική Λαογραφία εισάγεται και διδάσκεται πλέον στο ελληνικό Πανεπιστήμιο από τους καθηγητές κ.κ. Σέργη και Χαρατσίδη. 

«Θεωρώ πραγματικά πολύ σημαντικό το ότι η προσπάθεια ξεκινάει από το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο, από τη Θράκη, την περιοχή της ετερογένειας και της συνύπαρξης»

ΠτΘ: Μία προσπάθεια, βεβαίως, για την οποία έχουμε την τιμή να ξεκινάει από το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο.
Γ.Θ.:
Θεωρώ πραγματικά πολύ σημαντικό το γεγονός ότι η προσπάθεια ξεκινάει από το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο, διότι βρίσκεται στη Θράκη, μια περιοχή «ετερογένειας» και συνύπαρξης εθνοτικών ομάδων, όπου οι ταυτότητες αλληλοσυμπληρώνονται και όπου, εν σχέσει με τις μνήμες της τοπικής ιστορίας, οι άνθρωποι παράγουν, στην αργόσυρτη ιστορική διάρκεια, έναν πολιτισμό πολυποίκιλο και πολύπλευρο, εμβιούν σε μια καθημερινή βιωματική πρακτική σεβασμού και «ανοχής του “άλλου”». Εξάλλου, ο χώρος παριστάνει υλικά, πρακτικά, ιδεολογικά, συμβολικά την κοινωνία και την οργάνωσή της, τον πολιτισμό, συνεπώς από φυσικό, γεωγραφικό περιβάλλον, μετασχηματίζεται σε τοπίο, τόπο, τόπο μας και ιστορία, επομένως φέρει πλούσια ταξινομική και σημασιολογική χρήση.
 
Όλες αυτές τις «διαχωριστικές» – οριοθετικές γραμμές περί «ημών» και «άλλων» έχουμε έναν θαυμαστό τρόπο να τις διαχειριζόμαστε. Επομένως, ένα Πανεπιστήμιο, το οποίο δρα σε έναν τέτοιο χώρο, οφείλει να στραφεί προς όλους όσοι συναπαρτίζουν τον τόπο. Και, μάλιστα, με τη γνωστή μας μέθοδο, της επιτόπιας έρευνας, όπου οι άνθρωποι μιλούν για τα γεγονότα που συνέβησαν και συνθέτουν τη συλλογική τους μνήμη.
        
Η λαογραφική προσέγγιση εντοπίζει το τμηματικό μοντέλο της συλλογικής ταυτότητας (segmemtation) που σημαίνει ότι η ταυτότητα κάθε ομάδας προσλαμβάνεται αντιθετικά και συμπληρωματικά με την ταυτότητα της γείτονος. Η αλληλεξάρτηση επιβάλλει το συσχετισμό του «εαυτού» με τον σημαίνοντα «άλλο» προς διαμόρφωση του «εμείς».
 
Επιπλέον, ο τόμος είναι προσανατολισμένος προς την μελέτη της καθημερινότητας των ανθρώπων. Εν σχέσει με την επίσημη ιστορία καταγράφουμε την πορεία των λαών και, με τη βοήθεια της Προφορικής Ιστορίας, οι άνθρωποι γίνονται δρώντα υποκείμενα, αναδεικνύονται, μιλούν οι σιωπές. Άρα, αφηγούμαστε τη ζωή, ανακατασκευάζουμε τη μνήμη πρόσωπο με πρόσωπο. Πού θα μπορούσε αυτό να γίνει καλύτερα απ’ ό,τι στη Θράκη; Με τη μέθοδο αυτή μπορούμε να προσεγγίζουμε την ιστορία ολιστικά. 

«Οι Αρμένιοι και οι Έλληνες ήταν έμποροι που πορεύονταν και συνυπήρχαν πλάι πλάι, είχαν στα χέρια τους κομμάτια της ιστορίας και υπέστησαν κατά καιρούς τις ίδιες ιστορικές συγκυρίες»

ΠτΘ: Όταν είδαμε και φυλλομετρήσαμε τον τόμο γοητευτήκαμε από την επάρκειά του. Συνεργάζεστε και με Αρμένιους επιστήμονες. Από ποια πανεπιστήμια προέρχονται και πώς προέκυψε η συνεργασία σας;
Γ.Θ.:
Είναι ένας τόμος 783 σελίδων και περιλαμβάνει συνολικά 29 εργασίες Ελλήνων και Αρμενίων συναδέλφων. Οι εννέα προέρχονται από το Ινστιτούτο Αρχαιολογίας και Εθνογραφίας της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών της Δημοκρατίας της Αρμενίας, που εδρεύει στο Ερεβάν. Εν αρχή επρόκειτο για μια ιδέα των κ.κ. Σέργη και Χαρατσίδη. Ο κ. Χαρατσίδης, ως συνεπιμελητής, είχε ιδιαίτερη σχέση με τον χώρο που προανέφερα – διότι μεγάλωσε εκεί –, είχε δεσμούς με το ίδρυμα και εξαιρετικές επαφές. Επίσης, λόγω του προσανατολισμού του Τμήματός μας, φιλοδοξία μας είναι να συμπεριλαμβάνουμε στις μελέτες όχι μόνο τον πολιτισμό γεωγραφικά μεγάλων χωρών, όπως π.χ. Ρωσία, Τουρκία, αλλά και μικρότερες, όπως Αρμενία και Γεωργία. Ήταν λοιπόν μία πρόκληση, καθώς, όπως είπα, δεν είχαμε βρει αντίστοιχη επιστημονική ελληνική λαογραφική μελέτη επί αρμενικών θεμάτων. Είναι η πρώτη φορά…
 
ΠτΘ: Με τους Αρμενίους, εξάλλου, έχουμε ιστορικούς δεσμούς  βιωμάτων μέσω κοινών συγκυριών…
Γ.Θ.:
Θα αναφερθώ στην εποχή των millet. Οι Έλληνες, κατά τη διάρκεια αιώνων, όπως και οι Εβραίοι και οι Αρμένιοι, αποτελούσαν εθνότητες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι οποίες ήλεγχαν το εμπόριο και είχαν μια εξαιρετική κινητικότητα μέσα σε αυτή. Οπότε η αρμενική παρουσία είναι έντονη στον ελλαδικό χώρο, αν και μεταξύ του 15ου και του 18ου αιώνα, οι ιστορικές αναφορές είναι ολιγάριθμες. Πολλαπλασιάζονται όμως μεταξύ του 19ου και του πρώτου μισού του 20ού αιώνα.
 
Παραδείγματος χάριν, μεταξύ 1881 και 1883, στον επονομαζόμενο τότε Καζά της Γκιουμουλτζίνας, στον οποίο υπάγεται και η Ξάνθη, καταγράφονται 322 Αρμένιοι. Το 1907, στην Ξάνθη, σύμφωνα με απογραφή, αναφέρονται 115 Αρμένιοι. Εννοείται ότι μετά το 1922 – στην προσφυγική πληθυσμιακή έκρηξη – το κύμα συμπαρασύρει επίσης την αρμενική παρουσία. Αρμένιοι και Έλληνες έμποροι λοιπόν συνυπάρχουν, μεταφέρουν στα χέρια τους κομμάτια της ιστορίας και, βέβαια νιώθουν κατά καιρούς τα ίδια ιστορικά βιώματα. 

«Έχουμε γίνει ένα παγκόσμιο χωριό, όπου μέσα του συνυπάρχουν όλοι πλάι σε όλους, σε μια απόλυτη διασπορικότητα»

ΠτΘ: Ο τόμος περιέχει και μια εξαιρετική Εισαγωγή, καθώς σε αυτή επιτέλους ξεκαθαρίζονται όροι που χρησιμοποιούμε και αφορούν και στα καθ’ ημάς, όπως «διασπορά» και «διασπορική συμπεριφορά» και πως αυτοί έχουν γίνει αντικείμενα της επιστήμης.
Γ.Θ.:
Θα ήθελα να επεκτείνω την ερώτησή σας, να περάσω μέσα από τα Περιεχόμενα για να φτάσω στην Εισαγωγή. Όταν μπούμε στο κυρίως μέρος του τόμου, θα συναντήσουμε μελέτες περί ζητημάτων θρησκευτικών (όπως για τις θρησκευτικές λειτουργίες των Αρμενίων της Κομοτηνής), περί ζητημάτων εθιμικών και λαϊκής λατρείας, τα οποία απαντώνται σε όλο τον βαλκανικό χώρο –γνωρίζετε ότι μιλούμε για έναν ενιαίο βαλκανικό πολιτισμό∙ περί ζητημάτων αγροτικής οικονομίας (φερ’ ειπείν για τον κύκλο του κρασιού και το συμβολισμό του)∙ περί ενσώματης ενδυμασίας (καθώς το τατουάζ εκλαμβάνεται ως ενσώματο ένδυμα και έτσι θίγεται ένα πολύ λεπτό ζήτημα, αυτό το τραύματος και της τραυματικής μνήμης με έμφυλες μάλιστα προεκτάσεις). Περί ζητημάτων λαϊκής αρχιτεκτονικής (όπως επί παραδείγματι οι σταυρόπετρες, αυτό το εξαιρετικό δείγμα συνύπαρξης της πρακτικής σκοπιμότητας με την αρμενική τέχνη, με θαυμαστές παραστάσεις και έντονο συμβολισμό, ιερό/κοσμικό). Περί μουσικής, λαϊκής λογοτεχνίας, μύθων, παραδόσεων, παραμυθιών – αυτών που ονομάζουμε «μνημεία του λόγου» στη Λαογραφία. Αραράτ σημαίνει για όλους μας το βουνό στο οποίο προσάραξε η κιβωτός του Νώε, για τους Αρμενίους αποτελεί το κατεξοχήν σημείο αναφοράς και σύμβολο, συνεπώς, στη μυθολογία και τη γενεαλογία τους, έχει εξαιρετική σημασιολογικά φόρτιση. Σε παρουσιαζόμενες στον τόμο παραδόσεις ο πρίγκιπας Αρτάβασδος συναντάται με τον βυζαντινό βασιλέα Μαυρίκιο, στους μύθους ο Αρμένιος Μχέρ ταυτίζεται με τον  Γεωργιανό επικό ήρωα Αμιρανί, τον Έλληνα Προμηθέα ή τον Ιρανό Ζαχάκ. Όλα αυτά λειτουργούν πολύ δελεαστικά ως αφορμή στο να γνωρίσουμε εις βάθος έναν λαό. Οι παραδόσεις εξάλλου, αξιολογότατες πολιτισμικές ιστορίες είναι μια ακόμη ιδιαίτερη ευκαιρία προσέγγισης του ιστορικού πολιτισμού των Αρμενίων. Για παράδειγμα, η αρμενική παραλλαγή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, μας αποκαλύπτει ότι μια παράδοση διαδίδεται διά της Μικράς Ασίας και της Μεσοποταμίας, μέσω του «δικού μας» ψευδο-Καλλισθένους, και εμπεριέχει πολιτισμικές παραστάσεις και αναπαραστάσεις μορφοποιημένες, τυποιημένες και πολυταξιδεμένες στα καλούπια της συλλογικής μνήμης. Παρόμοια, οι μελέτες για τα παραμύθια, τα παραδοσιακά τραγούδια (ακόμη και συγκριτικές των δύο λαών) αποκαλύπτουν όλο το εύρος μιας πλούσιας και ανεξάντλητης λαογραφικής πηγής.
 
Έρχομαι τώρα στην Εισαγωγή μας, όπου προσπαθούμε να προσεγγίσουμε «νεωτερικούς» όρους του τύπου: «διασπορά», «παγκόσμια διασπορά», «μεταναστευτική διασπορά», «διασπορική κοινότητα», «διασπορικότητα», «εθνοπολιτισμική ταυτότητα», «μνήμη», «ανάμνηση», «ρητορική επιστροφής στη μητέρα πατρίδα, πραγματική ή φαντασιακή». Τι σημαίνει να είσαι Αρμένιος με τρεις πατρίδες; Τα διλήμματα, οι συγκρουσιακές σχέσεις, οι εντάσεις και οι τριβές, η ενσωμάτωση, το ανήκειν, οι αναμνηστήριες τελετουργίες, η κοινή εθνοτική ταυτότητα, οι αντιφατικές τάσεις του ύστερου νεωτερικού κόσμου – από την μια η πολιτισμική ομογενοποίηση, από την άλλη η καταφυγή στον τοπικισμό, τον φονταμενταλισμό κλπ -, ο ρόλος των παγκοσμίων διασπορών «εκ του μακρόθεν» στην εθνοτική κοινότητα είναι μερικά από τα ζητήματα που αναπτύσσονται στο θεωρητικό μέρος της εισαγωγής.
 
Υπενθυμίζω ότι οι Έλληνες, οι Αρμένιοι, οι Εβραίοι είναι λαοί της ιστορικής διασποράς. Από εκεί και εξής διασπορά εντοπίζουμε στους Αφρικανούς, στην Αμερική, διεπαρμένοι επιπλέον λαοί είναι οι Κινέζοι, οι Ινδοί κ.ά. Ζούμε σε ένα παγκόσμιο χωριό, όπου μέσα του συνυπάρχουν όλοι πλάι σε όλους, σε μια απόλυτη διασπορικότητα. Μέλημά μας ήταν να προσεγγίσουμε εν πρώτοις τη σημασία του όρου, στο πλαίσιο της «μετανεωτερικότητας» και «αποεδαφοποίησης» των πολιτισμών – είναι όροι που έχουν πολυσυζητηθεί –, όπου γίνεται πολύς λόγος για πολιτισμική «υβριδικότητα», συμπλοκή των ταυτοτήτων κλπ.
 
Στην περίπτωση των Αρμενίων οι αιτίες της διασποράς είναι πολλές. Ομοίως και οι αναπαραστάσεις περί πατρίδας, πραγματικής ή φαντασιακής. 

«Μέχρι σήμερα, έχουμε μάθει να μιλάμε με αριθμούς· η δική μας η θέαση είναι  διαφορετική, ανάστροφη»

ΠτΘ: Στον τόμο μιλάτε επίσης και για τη «σιωπή της ιστορίας».
Γ.Θ.:
Εφόσον μιλούμε για λαούς –και προσωπικά μιλώ για  «ιστορία με ονοματεπώνυμο»–, δεν μπορούμε παρά να μιλάμε για «σιωπές». Έχουμε μάθει, στην επίσημη ιστορία, να μετρούμε χιλιάδες ψυχές: είτε κατοίκους, είτε ανθρώπους στις οικονομικές ενασχολήσεις τους, είτε όσους έχουν πληγεί από τα «μεγάλα» κοινωνικά, πολιτικά και πολεμικά  γεγονότα της ιστορίας. Δυστυχώς έχουμε μάθει να μιλάμε με αριθμούς.  Η δική μας η θέαση είναι διαφορετική, ανάστροφη. Εμείς ερευνούμε το πρόσωπο. Ο απλός κόσμος, ο «αχθοφόρος», ο οποίος έχει έρθει πρόσφυγας στην Ξάνθη, μεταξύ του 1922 και του 1947, έχει καταγραφεί με την οικογένειά του στις ονομαστικές καταστάσεις προσφύγων, εγκατεστημένων προσωρινά στην Ξάνθη, ως οικογενειακή μερίδα.
 
Έρχεται η ώρα του να μας «μιλήσει». Φέρει τη φωτογραφία του στο Αρχείο «Ονομαστικές Καταστάσεις Προσφύγων προσωρινά εγκατεστημένων στην Ξάνθη μεταξύ του 1922-1947», η οποία περνά «ως συνομιλητής» στο ταξίδι μας μέσα στον τόμο. Βάσει της Οπτικής Λαογραφίας παρουσιάζονται οι ιστορίες της πόλης και της Θράκης εν γένει. Είναι οι ατομικές ιστορίες που συνθέτουν την εικόνα του πολιτισμού μέσα από τον πολιτισμό των εικόνων. Είναι ένα άριστα αξιοποιήσιμο μέσον πέρα από τα στενά όρια της κειμενικότητας, για να προσεγγίσουμε ό,τι μπορούμε να φανταστούμε. Στην προκειμένη περίπτωση, μελέτησα – και είναι ακόμα εν εξελίξει η μελέτη – τον «κατακερματισμό», τη «θραυσματοποίηση» του χώρου που ο πρόσφυγας φέρει ως εμπειρία στην ατομική του αλλά και στη συλλογική ιστορία: περάσματα, όρια, μεταθέσεις σε ενδιάμεσες ζώνες, μετατοπίσεις καθιστούν την Ξάνθη του Μεσοπολέμου έναν χώρο υποδοχής «υπό όρους». Για παράδειγμα, εντοπίζουμε ζευγάρια που καταφθάνουν μετά το 1922 στη Θράκη και ο άντρας κατάγεται από τα Άδανα, η σύζυγος από την Κωνσταντινούπολη, το πρώτο τους παιδί γεννήθηκε στη Ραιδεστό, το δεύτερο στην Αλεξανδρούπολη κλπ. Οπότε μπορούμε να βγάλουμε πολλά συμπεράσματα σχετικά με την ταυτότητα που φέρει ένας  πολυμετακινούμενος άνθρωπος.
 
Κατά δεύτερον, έχουμε τη δυνατότητα να μελετήσουμε την οικιακή ομάδα, το οικογενειακό σώμα, το οποίο κινείται προσαρμοσμένο εξαιρετικά ευέλικτα στην χωρική μετατόπιση και στην ιστορική συγκυρία (μικρός αριθμός παιδιών, προστατευόμενα μέλη για να αντιμετωπιστούν οι καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης π.χ. χήρες, ορφανά κλπ).
 
Εν συνεχεία, είναι δυνατόν να ερευνήσουμε τον τρόπο, με τον οποίο πραγματώνεται η ενσωμάτωση των Αρμενίων ως προσφύγων στο νέο τους θρακικό περιβάλλον, δηλαδή αν αυτή συμβαίνει συναινετικά ή συγκρουσιακά. Επιπλέον να μελετήσουμε την οργάνωση του οίκου τους. Τελικά, να καταλήξουμε στην «αναδημιουργία» της αρχικής εικόνας της συνοίκησης  με στόχο τον εντοπισμό της αρμενικής εγκατάστασης στην πόλη με έναν συνδυασμό μεταβλητών που επίσης αναδεικνύουν την εσωτερική διαστρωμάτωση της κοινότητας (οδοί κατοικιών, επαγγελματικές οικονομικοκοινωνικές συνθήκες). Στην περίπτωση της Ξάνθης η χωρική εγκατάσταση συντελέστηκε σε κύκλους γύρω από την αρμενική εκκλησία και γύρω από τα αρμενικά εμπορικά καταστήματα της αγοράς.
 
Τέλος, ακόμη και η ενδυμασία και το βλέμμα μπορούν να μας μιλήσουν. Τα ρούχα τους είναι πρόωρα αστικοποιημένα, δεν υπάρχουν παρά ελάχιστα εξαρτήματα παραδοσιακής φορεσιάς, που σημαίνει ότι αυτοί οι άνθρωποι ήταν ήδη σε διαδικασία μετακίνησης πριν φτάσουν στη Θράκη.
 
ΠτΘ: Είναι τόσο όμορφο το ότι τελικά αναγνωρίζουμε τη γενιά μας.
Γ.Θ.:
Σας μίλησα για το βλέμμα της ιστορίας, μιας ιστορίας με ονοματεπώνυμο. Με πρόσωπο, «προσωπικής», κατ' αναλογία με την «ατομική». Ο αναγνώστης, ο ιστορικός, ο ανθρωπολόγος, ο λαογράφος, ο κοινωνιολόγος, οφείλει να μελετά το βλέμμα,  για να πετύχει ίσως την «επανασυγκόλληση των θραυσμάτων της ιστορίας». Όλα γίνονται συναρτήσει των ιστορικών συγκυριών, αλλά την τελική επιλογή πολλές φορές φέρει ο άνθρωπος, το πρόσωπο. Μέσα στο cd rom που συνοδεύει τον τόμο, περιλαμβάνονται ακριβώς αυτά τα στοιχεία – βάσει πινάκων και χαρτών – των ανθρώπων, του αχθοφόρου Καραμπέτ ή της δασκάλας του πιάνου Αλτουνιάν, αυτής της ανώνυμης που όμως ήταν η πρώτη δασκάλα πιάνου του επώνυμου Χατζιδάκι. Οι άνθρωποι πέρασαν και άφησαν  το στίγμα τους στον χώρο και στην ιστορία.

«Η σύγχρονη λαογραφία είναι πάρα πολύ «ανοιχτή» πλέον ως επιστήμη στη συνεργασία της με τις συγγενείς επιστήμες, την ανθρωπολογία, την κοινωνιολογία, την ιστορία, την κοινωνική ψυχολογία»

Η σύγχρονη Λαογραφία έχει κάνει προ πολλού τα ανοίγματά της. Δεν είναι η Λαογραφία, η οποία κατά καιρούς έχει κριθεί υπερβολικά άδικα, διότι στις συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες του 19ου αι. –οι επιστήμες, εξάλλου, είναι κοινωνικά προϊόντα των ιστορικών εποχών–, ανέλαβε, στην προεπιστημονική της φάση ακόμη ευρισκόμενη, να υπηρετήσει έναν συγκεκριμένο εθνικό σκοπό, αυτόν της απόδειξης της ιστορικής συνέχειας του ελληνικού πολιτισμού. Η Σύγχρονη Λαογραφία και μάλιστα η κατεύθυνση της Αστικής –ο τόμος, σε μεγάλο βαθμό, αναφέρεται σε τρεις αρμενικές κοινότητες των αντιστοίχων πόλεων της Θράκης–, είναι προ πολλού «ανοιχτή» στη συνεργασία με τις συγγενείς επιστήμες, την ανθρωπολογία, την εθνολογία, την κοινωνιολογία και την ιστορία που διαμορφώνει το μελετώμενο εκάστοτε πλαίσιο. Οι αναφερθείσες ανθρωπιστικές επιστήμες χρησιμοποιούν τα ίδια μεθοδολογικά εργαλεία, κοινή θεωρητική κατάρτιση και αναλυτικά ερμηνευτικά μοντέλα, και σε μεγάλο βαθμό κοινή θέαση του φαινομένου «πολιτισμός». 

«Οι Αρμένιοι της Ξάνθης με αγκαλιάσανε και θαύμασα το μέγεθος της ποιότητας των ανθρωπίνων σχέσεων και του πολιτισμού τους, επειδή πλέον το γνώρισα»

Μεγάλωσα πλάι στους Αρμενίους αλλά ήταν και για μένα ο δικός μου «άγνωστος». Όπως αναπτύσσουμε και στον τόμο, επειδή ο λαός αυτός έζησε χρόνια διεσπαρμένος, όφειλε, για λόγους συνοχής και ταυτότητας της ομάδας, να έχει ενότητα και περιχαράκωση. Η γλώσσα, η θρησκεία, η ιστορία του και η ενδογαμία απετέλεσαν τα σημεία συσπείρωσής του και ενίσχυσης της ενδο-ομαδικότητας. Θυμάμαι από παιδί τους αρμενίους μικρεμπόρους στην πόλη μου, οι οποίοι συνυπήρχαν δίπλα μας, αλλά δεν γνωρίζαμε τίποτε άλλο. Όταν ξεκίνησα λοιπόν την έρευνά μου, προσέγγισα την Αρμενική Κοινότητα της Ξάνθης, εξαιρετικό αρωγό στην εργασία μας μέχρι αυτή τη στιγμή. Ήταν όντως πολύ γοητευτικό γεγονός ως πρόκληση για τη μελέτη μιας σειράς ζητημάτων, τα οποία ακόμη είναι υπό έρευνα. Τα έθιμά τους, ερωτήματα του τύπου για ποιον λόγο «αυτοί οι άλλοι» γιόρταζαν τα Χριστούγεννα ανήμερα των δικών μας Θεοφανείων, η περιβόητη αρμενική κουζίνα – που αναδείξαμε μάλλον τα τελευταία χρόνια, με την όλη στροφή προς το ethnic –, οι ταυτότητές τους, οι τελετές μνήμης κλπ. Με αγκαλιάσανε και θαύμασα το μέγεθος της ποιότητας των ανθρωπίνων σχέσεων και του πολιτισμού τους, επειδή πλέον το γνώρισα.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.