Φιλογενεις και μεγατιμοι ευεργετες του Ν. Ροδοπης

Με αφορμή την ημέρα μνήμης και τιμής των μεγάλων εθνικών ευεργετών (30η Σεπτεμβρίου)

Κατά την περίοδο της οθωμανοκρατίας, όταν μόνο η Ορθόδοξη Εκκλησία, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αποτελούσε την κιβωτό της σωτηρίας και επιβιώσεως του γένους σε καιρούς χαλεπούς, άρχισε να κάνει την εμφάνισή του και ένας ακόμη παράγοντας ελπίδας για τους υπόδουλους ρωμιούς.
Ο νέος αυτός ελπιδοφόρος παράγοντας ήταν οι εύποροι Έλληνες ιδιώτες, οι οποίοι κατά καιρούς έθεταν τον πλούτο τους, που είχαν εργασθεί σκληρά για να τον αποκτήσουν, στην υπηρεσία της Εκκλησίας, της φιλανθρωπίας υπέρ των υπόδουλων ρωμιών και φυσικά στα μεγάλα έργα υποδομών, όπως σχολεία, εκκλησίες, νοσοκομεία και λοιπά ευαγή φιλανθρωπικά ιδρύματα.

Ευεργέτες Κομοτηνής

Στον τότε Καζά Γκιουμουλτζίνας πολλοί υπήρξαν οι εύποροι άνδρες, οι οποίοι προσέφεραν τον πλούτο τους στην υπηρεσία του γένους και του θρακιώτικου λαού της γενέτειράς τους. Στην Κομοτηνή ο Ηπειρώτης στην καταγωγή Χατζηκωνσταντής Ζωίδης ανήγειρε το 1882 στη δεύτερη χριστιανική συνοικία της Γκιουμουλτζίνης, στην συνοικία του Αγίου Γεωργίου, το δεύτερο νηπιαγωγείο της πόλεως. Το πρώτο δημοτικό σχολείο της πόλεως που ευρίσκετο στην παλαιά και πρώτη χριστιανική συνοικία της Παναγίας (Βαρώσι) ανηγέρθη από τον ευεργέτη Γ. Νικολάου, ο οποίος προς τον σκοπό τούτο είχε προσφέρει και το αναγκαίο οικόπεδο. Ο Γ. Νικολάου που διαβιούσε στην Κωνσταντινούπολη και εκοιμήθη το 1903 είχε κληροδοτήσει με την διαθήκη του επ’ ονόματι της μητροπόλεως Μαρωνείας δύο ακίνητα στην περιοχή του Επταπυργίου της Κωνσταντινουπόλεως προκειμένου από τα εισπραττόμενα χρήματα των ενοικίων να επιτυγχάνεται η απρόσκοπτη και εύρυθμη λειτουργία των εκπαιδευτηρίων του Καζά Γκιουμουλτζίνας και κυρίως της Μαρώνειας.

Οι δύο αδελφοί Κούλογλου, ο Κλεάνθης και ο Δούκας, οι οποίοι εδραστηριοποιούντο επιχειρηματικά στην Οδησσό, κατά το έτος 1898 αγόρασαν και προσέφεραν για το μητροπολιτικό κωδωνοστάσιο της Κομοτηνής την 450 οκάδων καμπάνα, η οποία σώζεται μέχρι και σήμερα. Οι ίδιοι προσέφεραν στον μητροπολιτικό ναό (Παναγία) της Κομοτηνής αργυρά μανουάλια μοναδικής τεχνοτροπίας και καλαίσθητους πολυελαίους, που όμως έχουν αντικατασταθεί από σύγχρονους.

Ο μεγαλύτερος από τους ευεργέτες της Κομοτηνής είναι αναμφισβήτητα ο Νέστωρ Τσανακλής, ο οποίος παραμένει μέχρι και σήμερα ο μόνος Κομοτηναίος στην καταγωγή που ανήκει στην κατηγορία των αρχόντων οφφικιάλων του Οικουμενικού Πατριαρχείου από το οποίο τιμήθηκε με οφφίκιο.

Ο Νέστωρ Τσανακλής προσέφερε κατ’ έτος 200 χρυσές λίρες για την απρόσκοπτη και εύρυθμη λειτουργία των ελληνικών εκπαιδευτηρίων της Κομοτηνής, καθώς και ένα σεβαστό ποσό για την προικοδότηση των απόρων κορασίδων της πόλεως. Είναι εκείνος που προσέφερε την πατρική του οικία στην οποία λειτούργησε το ελληνικό παρθεναγωγείο στη συνοικία (Βαρώσι) της Παναγίας και το μικρό οικόπεδο για την ανέγερση του μητροπολιτικού κωδωνοστασίου, αν και η πληροφορία αυτή δεν είναι απολύτως εξακριβωμένη.

Η μεγαλύτερη όμως προσφορά του Νέστορος Τσανακλή στην γενέτειρά του, την Κομοτηνή, είναι η αγορά του οικοπέδου και η εξ ολοκλήρου χρηματοδότηση για την ανέγερση της εξαταξίου αστικής σχολής αρρένων, η οποία προς τιμήν του ονομάστηκε «Τσανάκλειος Σχολή». Η σχολή αυτή κτίζεται το 1906 και ολοκληρώνεται το 1907.

Σύγχρονοι μεγάλοι ευεργέτες της Κομοτηνής

Από τους σύγχρονους μεγάλους ευεργέτες της Κομοτηνής θα πρέπει να συγκαταριθμηθεί και ο συμβολαιογράφος Νικόλαος Παπανικολάου, ο οποίος ανήγειρε και το ομώνυμο ίδρυμα (1988/1991). Άξιο ιδιαιτέρας μνείας είναι και το όνομα του Κωνσταντίνου Σισμάνογλου (+1951), ο οποίος αν και δεν ήταν Κομοτηναίος στην καταγωγή, εντούτοις λόγω της προσωπικής του φιλίας με τον τότε επιφανή μητροπολίτη Μαρωνείας Άνθιμο Σαρρίδη (1922-1938) ανήγειρε το πρώτο νοσοκομείο του Ν. Ροδόπης, το λεγόμενο «Σισμανόγλειο».
Μεγάλη υπήρξε επίσης η προσφορά στην πόλη της Κομοτηνής και ιδιαίτερα στη μητρόπολη Μαρωνείας και των οικογενειών Τριαρίδη και Ιωακειμίδη.

Ευεργέτες της Μαρώνειας


Στην Μαρώνεια οι τα πρώτα φέροντες ευεργέτες είναι οι δραστηριοποιούμενοι επιχειρηματικά στο εξωτερικό (Κωνσταντινούπολη, Αλεξάνδρεια) αδελφοί Χατζέα, τα τέσσερα εύπορα αδέλφια, τα οποία ανήγειραν τις καλύβες στην παραλιακή ζώνη και είχαν ορίσει ότι από τα ενοίκια θα ενισχύονταν οικονομικά τα σχολεία, οι δύο εκκλησίες και οι άπορες κορασίδες της Μαρώνειας και μάλιστα για τις τελευταίες προσέφεραν ετήσιο χρηματικό ποσό για την προικοδότησή τους. Τα δε χρήματα από τα ενοίκια του πανδοχείου που διατηρούσαν οι αδελφοί Χατζέα στην Κομοτηνή, είχαν ορίσει να διατίθενται για την απρόσκοπτη λειτουργία των εκπαδευτηρίων και των απόρων αγοριών και κοριτσιών της Μαρώνειας.

Το 1907 οι αδελφοί Χατζέα προσέφεραν μεγάλο χρηματικό ποσό για την αγορά του οικοπέδου και την ανέγερση της πρώτης εξαταξίου αστικής σχολής αρρένων, η οποία λειτούργησε το έτος 1908 και σήμερα στεγάζει το δημοτικό σχολείο Μαρώνειας.

Ο Σταμάτης Ταβανιώτης, ο οποίος διαβιούσε στην Οδησσό, ανήγειρε το 1911 το πρώτο κωδωνοστάσιο της Μαρώνειας και προσέφερε ως δωρεά του 250 οκάδων υψηλής ποιότητος κώδωνα που σώζεται στο παρακείμενο του κωδωνοστασίου μικρό παρεκκλήσιο του Αγίου Βασιλείου.

Μεγάλες υπήρξαν οι δωρεές του Παναγιώτου Ζηρίνη (ή Τζιρίνη), ο οποίος μεγαλουργούσε επιχειρηματικά στη Σμύρνη και το 1903 με την διαθήκη του προσέφερε όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία του στη Μαρώνεια υπέρ των δύο ενοριακών ναών και των εκπαιδευτηρίων της γενέτειράς του Μαρωνείας. Ο δε Προεστόπουλος, που είναι ενταφιασμένος στη Μαρώνεια, υπήρξε εκείνος που αγόρασε το αγροτεμάχιο για να διαμορφωθεί το υπάρχον κοιμητήριο, ενώ ένας από τους υιούς Λεονταρίδη ανήγειρε την σωζόμενη μέχρι και σήμερα στην Αλεξανδρούπολη «Λεονταρίδειο Αστική Σχολή», η οποία σήμερα στεγάζει το εκκλησιαστικό μουσείο της ιεράς μητροπόλεως Αλεξανδρουπόλεως.

Ευεργέτες οικισμών υπαίθρου

Οι επιφανείς Ηπειρώτες κάτοικοι Κομοτηνής Σκυτέρης και Τελωνίδης αγόρασαν στην αρχή του 20ου αιώνα το γνωστό Κιρ – Τσιφλίκι, όπου και η περιοχή του Φατήρ Γιακά, στην οποία ευρέθη η θαυματουργός και ιστορική παλαίφατη εικόνα της Παναγίας Φανερωμένης. Αργότερα, το μεγάλο αυτό αγροτεμάχιο οι Τελωνίδης και Σκουτέρης το προσέφεραν ως δωρεά στον μητροπολιτικό ναό Κομοτηνής και σήμερα, αφού πέρασε στην ιδιοκτησία του δημοσίου, αποτελεί τον αμπελουργικό σταθμό της Αιγείρου.

Από δε τις ενορίες της υπαίθρου σημαντική υπήρξε η προσφορά του Χατζηθανάση για την ανέγερση κατά τα έτη 1848/ 1849 της πρώτης ενοριακής εκκλησίας του Αγίου Αθανασίου Κοσμίου.

Όλοι οι παραπάνω καταγεγραμμένοι και πολλοί άλλοι μικρότεροι ευεργέτες, αφιερωτές και δωρητές του Καζά Γκιουμουλτζίνης κατά τα χαλεπά έτη κυρίως της οθωμανοκρατίας, αλλά και μετά το 1920, εστάθησαν στο ύψος των περιστάσεων και διέθεσαν τον οικονομικό τους πλούτο για την πραγματοποίηση έργων κοινής ωφελείας υπέρ του λαού και της γενέτειράς τους.

Βιβλιογραφία: Βλ. 1) Ιωάννου Ελ. Σιδηρά, Ο μητροπολίτης Μαρωνείας Νικόλαος Σακκόπουλος και η εποχή του, περιοδικό «Ενδοχώρα», 85 (2003) 53-62. 2) Του ιδίου, Η φιλεκπαιδευτική και φιλοπρόοδος προσφορά και δράση των μητροπολιτών Μαρωνείας από το 1860 μέχρι και σήμερα, στον αφιερωματικό τόμο «Θράκιος», Κομοτηνή 2006, σς. 255-285. 3)Ανέκδοτα έγγραφα πατριαρχικού αρχειοφυλακίου.

Τσανάκλειος και Χατζέιος Σχολή Αρρένων

 

Άξιες ιδιαίτερης μνείας είναι οι δύο πολύ σημαντικές πρωτοβουλίες της τοπικής εκκλησίας αναφορικά με τα εκπαιδευτικά πράγματα στην Κομοτηνή και τη Μαρώνεια κατά την πρώτη δεκαετία του 20ού αι. Πρόκειται για την ανέγερση, κατά τα έτη 1906 – 1908, της νέας εξαταξίου Αστικής Σχολής από τους αδελφούς Π. Χατζέα στην Μαρώνεια και παράλληλα, κατά τα έτη 1906 – 1907, της αντιστοίχου εξαταξίου Αστικής Σχολής από το μεγάλο ευεργέτη Νέστορα Τσανακλή στην Κομοτηνή, η οποία πρωτολειτούργησε κατά το έτος 1908. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις, η τοπική εκκλησία, στο πρόσωπο του τότε φιλόμουσου και φιλοπρόοδου μητροπολίτου Μαρωνείας Νικολάου Σακκόπουλου (1902 – 1914), ανέλαβε την πρωτοβουλία να ανεύρει από τους ομογενείς του εξωτερικού, τους εύπορους και φιλοπάτριδες εκείνους άνδρες, που ήταν γόνοι θρακικών οικογενειών του Ν. Ροδόπης, και να τους πείσει να αναδειχθούν σε μεγάλους ευεργέτες του τόπου τους, προσφέροντας τα αναγκαία χρηματικά ποσά για την εκ θεμελίων ανέγερση των παραπάνω εξαταξίων Αστικών Σχολών, που ήταν απολύτως απαραίτητες για την πληρέστερη και αρτιότερη εκπαίδευση των Ελληνοπαίδων στην Κομοτηνή και την Μαρώνεια.

Ο γενικός επιθεωρητής των ελληνικών σχολείων Μακεδονίας και Θράκης Δ. Σάρρος, ο οποίος ευρέθη στην πόλη της Γκιουμουλτζίνας ένα έτος (1905) πριν από την έναρξη των εργασιών ανεγέρσεως της νέας αστικής σχολής, αναφερόμενος στη δωρεά του Κομοτηναίου Ν. Τσανακλή, γράφει σε σχετική έκθεσή του, ότι: «Ο εκ Γκιουμουλτζίνης καταγόμενος ονομαστός καπνεργοστασιάρχης Τσανακλής, εκτός των 200 λιρών, ας στέλλει ετησίως, κατέθεσε και 3.500 λίρας δια την ανίδρυσιν νέας σχολής, υπέρ ης περιμένεται οσημέραι η έκδοσις του αναγκαίου φιρμανίου, κτισθέντος μέχρι τούδε μόνον του μεγαλοπρεπούς λιθίνου περιβόλου αυτής, δι’ όν αδαπανήθησαν υπερπεντακόσιαι λίραι».

Πρέπει να αναφερθεί, ότι στη Μαρώνεια ήδη από το δεύτερο ήμισυ του 19ου αι. ιδρύθηκαν και εξελίχθηκαν σταδιακά (1865 – 1908), κατά την εσωτερική λειτουργική οργάνωση και ονομασία τους, στεγασμένα σε δύο κτίρια, τα παρακάτω ελληνικά εκπαιδευτήρια: ένα νηπιαγωγείο, ένα «ελληνικό» σχολείο, ένα αλληλοδιδακτικό, ένα δημοτικό, ένα αρρεναγωγείο (αστική σχολή ή σχολαρχείο) και ένα παρθεναγωγείο. Τα δύο αυτά κτίρια, στα οποία εστεγάσθηκαν και λειτούργησαν τα παραπάνω σχολεία, εκτός του κτιρίου της εξαταξίου Αστικής Σχολής των αδελφών Π. Χατζέα, στο οποίο στεγάζεται και λειτουργεί μέχρι και σήμερα το δημοτικό σχολείο της Μαρώνειας, δεν σώζονται στις μέρες μας.

Στην πόλη της Κομοτηνής μαρτυρείται ότι ήδη από τις αρχές του έτους 1880 και επί της αρχιερατείας του μητροπολίτου Μαρωνείας Ιερωνύμου Γοργία (1877 – 1885) είχε ιδρυθεί και λειτουργούσε επτατάξια «Αστική Σχολή Αρρένων», το λεγόμενο «Σχολαρχείον», με τέσσερις τάξεις στοιχειώδους εκπαιδεύσεως και τρεις τάξεις μέσης εκπαιδεύσεως, η οποία εστεγάζετο σε σωζόμενο μέχρι και σήμερα οίκημα, το οποίο είχε παραχωρήσει ως δωρεά, κατά το έτος 1880, ο ευεργέτης της Κομοτηνής Δημήτριος Σίντος για την εκπαίδευση των αρρένων και των δύο τότε χριστιανικών κοινοτήτων της Γκιουμουλτζίνας.

Όταν ολοκληρώθηκε η ανέγερση του νέου κτιρίου, η παλαιά αστική σχολή Αρρένων μετεφέρθη οριστικά στο Τσανάκλειο μέγαρο (1908 – 1909), ενώ στο οίκημα του ευεργέτου Δημητρίου Σίντου εστεγάσθη το παράρτημα του Κεντρικού Ελληνικού Παρθεναγωγείου Γκιουμουλτζίνας για τις εκπαιδευτικές ανάγκες των θηλέων της ενορίας του Αγίου Γεωργίου, το οποίο μέχρι τότε εστεγάζετο και λειτουργούσε στο απέναντι του 1ου νηπιαγωγείου κτίριο της οδού Βενιζέλου, όπου μετά την απελευθέρωση λειτούργησαν διαδοχικά το 1ο δημοτικό σχολείο, η δημόσια εμπορική σχολή και το οικονομικό γυμνάσιο. Στο σημείο αυτό άξια μνείας είναι και η μαρτυρία που έχουμε από ανέκδοτο έγγραφο της πατριαρχικής αλληλογραφίας, σύμφωνα με το οποίο, κατά το έτος 1887, ο οικουμενικός Πατριάρχης Διονύσιος ο Ε’ (1887 – 1891) απέστειλε στο μητροπολίτη Μαρωνείας Κωνσταντίνο Βαφείδη (1885 – 1888) το εκδοθέν από την Υψηλή Πύλη αυτοκρατορικό φιρμάνιο για την ανέγερση οικοδομής, στην οποία θα εστεγάζετο το κεντρικό παρθεναγωγείο Γκιουμουλτζίνας, που όμως δεν κατέστη δυνατό να ανεγερθεί, λόγω της παντελούς ελλείψεως την περίοδο εκείνη των αναγκαίων προς το σκοπό τούτο οικονομικών πόρων.

Τα κατάλληλα και οικονομικά εύπορα πρόσωπα, τελικώς, ευρέθησαν και την μεν αστική σχολή Μαρωνείας ανήγειραν οι εκ Μαρωνείας καταγόμενοι, αλλά διαβιούντες στην Κωνσταντινούπολη, μεγαλοεπιχειρηματίες αδελφοί Π. Χατζέα, την δε Αστική Σχολή Κομοτηνής ανήγειρε ο Κομοτηναίος μεγαλοκαπνοβιομήχανος Νέστωρ Τσανακλής, ο οποίος επί πολλά έτη εδραστηριοποιείτο εμπορικά και επιχειρηματικά στην Αίγυπτο.

Η άγνωστη όμως μέχρι σήμερα πλευρά στην όλη προσπάθεια της ανεγέρσεως των δύο αυτών Αστικών Σχολών έγκειται στο γεγονός ότι ο μητροπολίτης Νικόλαος ήταν εκείνος, ο οποίος, αφού αρχικώς εξασφάλισε την εκκλησιαστική άδεια ανεγέρσεως των δύο σχολών από μέρους του Οικουμενικού Πατριαρχείου και τα χρήματα από τους παραπάνω Θράκες ευεργέτες, κατοίκους του εξωτερικού, στη συνέχεια δραστηριοποιήθηκε έντονα και εκινήθη δυναμικά, ώσπου στο τέλος δια της παρεμβάσεως και του Οικουμενικού Πατριαρχείου επέτυχε να λάβει από την Υψηλή Πύλη και το αρμόδιο υπουργείο τα σχετικά αυτοκρατορικά φιρμάνια και τα υπουργικά ιστιλάμια για την ανέγερση των δύο αστικών σχολών.

Η προσφορά της τοπικής εκκλησίας

Στο σημείο αυτό, χάριν της ιστορίας, αξίζει να αναφερθεί ότι, όπως πληροφορούμεθα από τα ανέκδοτα έγγραφα της πατριαρχικής αλληλογραφίας, παρόμοιο αίτημα για την ανέγερση, μάλιστα, δύο νέων Αστικών Σχολών στην Κομοτηνή, τόσο στη χριστιανική συνοικία της Παναγίας (Βαρώσι), όσο και σε εκείνη του Αγίου Γεωργίου (Άνω Μαχαλάς), είχαν υποβάλει και οι προκάτοχοι του μητροπολίτου Μαρωνείας Νικολάου, Κωνσταντίνος Βαφείδης (1885 – 1888) και Ιωακείμ Βαλασιάδης (1894 – 1900), το οποίο, παρόλο που και τις δύο φορές είχε γίνει δεκτό από την Υψηλή Πύλη και το αρμόδιο υπουργείο και παρά τις επίμονες προσπάθειες των δύο παραπάνω μητροπολιτών, ωστόσο δεν κατέστη τότε δυνατό να υλοποιηθεί, λόγω της παντελούς ελλείψεως των αναγκαίων προς το σκοπό τούτο οικονομικών πόρων.

Αλλά και ο μητροπολίτης Νικόλαος είχε υποβάλει παρόμοιο αίτημα κατά το 1905, ένα έτος δηλαδή πριν ο Νέστωρ Τσανακλής αποφασίσει να προσφέρει τα χρήματα για την ανέγερση της Αστικής Σχολής στην Κομοτηνή, το οποίο αν και τότε είχε γίνει δεκτό από την Υψηλή Πύλη και το αρμόδιο υπουργείο, που είχε αποστείλει υπηρεσιακώς δια του Οικουμενικού Πατριαρχείου και το σχετικό υπουργικό ιστιλάμιο (έγγραφη απόφαση χορηγήσεως αδείας) στο μητροπολίτη Νικόλαο, εντούτοις οι εργασίες ανεγέρσεως της αστικής σχολής ανεβλήθησαν, προσωρινώς, ελλείψει και πάλι των αναγκαίων οικονομικών πόρων.

Όταν ολοκληρώθηκε η ανέγερση και των δύο Αστικών Σχολών, ύστερα και από το σχετικό αίτημα του μητροπολίτου Νικολάου, οι δύο μεγάλοι ευεργέτες αδελφοί Π. Χατζέα και ο Ν. Τσανακλής απεφάσισαν να προσφέρουν κατ’ έτος ένα σεβαστό χρηματικό ποσό, τόσο για την αντιμετώπιση των μεγάλων ετήσιων οικονομικών λειτουργικών αναγκών των δύο νέων σχολών (π.χ. μισθοδοσία διδακτικού προσωπικού, κτιριακές επισκευές, αγορά βιβλίων κ.ά.), όσο και για την καθιέρωση ετήσιων εκπαιδευτικών υποτροφιών στους αριστούχους μαθητές και μαθήτριες, που επιθυμούσαν να συνεχίσουν τις σπουδές τους στα ανώτερα και ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα των μεγάλων αστικών κέντρων. Ένα ποσό από τις ετήσιες εισφορές των δύο μεγάλων ευεργετών η τοπική εκκλησία προσέφερε ως ενίσχυση και στους απόρους μαθητές και μαθήτριες, που είχαν βέβαια τις ικανότητες, αλλά όχι και την οικονομική ευχέρεια, να περατώσουν, έστω και τη βασική εκπαίδευσή τους.

Ο μητροπολίτης Νικόλαος ως ελάχιστο αντίδωρο στη μεγάλη δωρεά και γενναιόδωρη χορηγία των μεγατίμων Μαρωνιτών ευεργετών αδελφών Π. Χατζέα και προκειμένου να τιμήσει εμπράκτως την φιλοπάτριδα και φιλεκπαιδευτική χειρονομία τους, κατόπιν και της δικής τους προσωπικής επιθυμίας, εισηγήθηκε εγγράφως στην κοινοτική δημογεροντία της Μαρώνειας να ανακηρυχθούν «Μεγάλοι ευεργέτες» της κοινότητάς τους και να δοθούν, τιμής ένεκεν, τα ονόματά τους στη νεοαναγερθείσα Αστική Σχολή, όπως ακριβώς συνέβη λίγο αργότερα και με τον ευεργέτη Νέστορα Τσανακλή, του οποίου το όνομα ανεγράφη στη νεοανεγερθείσα Αστική Σχολή Κομοτηνής. Οι δημογέροντες της κοινότητος απεδέχθησαν τη σχετική πρόταση και υπόδειξη του μητροπολίτου Νικολάου και στη συνέχεια, αφού ανεκήρυξαν ομοφώνως τους αδελφούς Π. Χατζέα ως «Μεγάλους ευεργέτες» της Μαρώνειας, απεφάσισαν να αναγραφούν τα ονόματα των φιλοπάτριδων και φιλόμουσων συμπολιτών τους υπεράνω της κεντρικής εισόδου της Αστικής Σχολής, όπου μέχρι και σήμερα υπάρχει αναγεγραμμένο μόνον το επίθετό τους.

Σημείωση: βλ. για περισσότερα στοιχεία. Ιωάννου Ελ. Σιδηρά, Η πολιτισμική και πνευματική προσφορά της τοπικής Εκκλησίας στην Κομοτηνή και το νομό Ροδόπης από το 1860 μέχρι σήμερα, τόμος πρακτικών Εταιρείας Παιδαγωγικών Επιστημών Κομοτηνής, Κομοτηνή 2006.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.