Επικες σελιδες εθνικης εκατονταετηριδος Βαλκανικων Πολεμων (1912-2012)

Γράφει ο θεολόγος, εκκλησιαστικός ιστορικός και νομικός Ιωάννης Ελ. Σιδηράς

Από τον απαράμιλλο μέσα στην ιστορία των ανά την υφήλιο εθνών αγώνα της εθνικής παλιγγενεσίας (1821) και την εκ της τέφρας θαυμαστή ανάσταση του υπόδουλου και μαρτυρικού γένους των Ελλήνων οδηγηθήκαμε στη δημιουργία του πρώτου μικρού ελλαδικού κρατιδίου, του λεγομένου «Βασιλείου της Ελλάδος».
Παρά ταύτα όμως υπήρχε και μεγαλουργούσε εκτός Ελλάδος και μια άλλη Ελλάδα, αφού παρέμεναν έξω του εθνικού γεωγραφικού μητρικού σώματος οι καίριας και ζωτικής σημασίας περιοχές με τον ακμαίο Ελληνισμό της Ηπείρου, Μακεδονίας, Θράκης, καθώς και των νήσων του Αρχιπελάγους (Βορείου και Ανατολικού Αιγαίου), που ανέμενε την απελευθέρωση και εθνική ολοκλήρωσή του.
Οι έντονες εθνικιστικές (εθνοφυλετικές) τάσεις των Νεοτούρκων ή Νεοθωμανών σε βάρος των υπόδουλων ελληνικών πληθυσμών, η κατάργηση των προνομίων των Δωδεκανησίων από την Υψηλή Πύλη, οι προκλητικές διοικητικές αυθαιρεσίες των οθωμανικών αρχών στην Κρήτη, η κατάληψη-κατάκτηση των οθωμανοκρατούμενων Δωδεκανήσων από τους μεγαλομανείς Ιταλούς (Μάιος 1912), οι γεωστρατηγικές βλέψεις της Αυστρουγγαρίας για την Αλβανία-Βόρεια Ήπειρο-και την Θεσσαλονίκη, καθώς και οι ενδόμυχες και ακόρεστες εθνικιστικές επεκτατικές τάσεις των Βουλγάρων εξαρχικών και των Σέρβων για την ελληνική Μακεδονία, καίτοι είχε προηγηθεί η νικηφόρος υπέρ των Ελλήνων έκβαση της ενόπλου φάσεως του Μακεδονικού Αγώνος (1904-1908), όλα τα παραπάνω, συνήγειραν και αφύπνισαν την Ελλάδα να διεκδικήσει στο πλαίσιο της «Μεγάλης Ιδέας» την πραγματοποίηση του ονείρου της «Μεγάλης Ελλάδος» με την απελευθέρωση και οριστική εθνική ενσωμάτωση όλων εκείνων των αλύτρωτων περιοχών όπου από αιώνων επάλλετο ακμαία η καρδιά του Ελληνισμού.
Στο ηγετικό πολιτικό πηδάλιο της Ελλάδος κατά συγκυρία αγαθή και ευκαιρία μοναδική για τα πολιτικά και γεωστρατηγικά δεδομένα της κρίσιμης εκείνης περιόδου ευρίσκοντο δύο ισχυρές και δυναμικές προσωπικότητες με μεγαλόπνοους για το Γένος οραματισμούς, ο ακατάβλητος Αρχιστράτηγος των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων και Διάδοχος του θρόνου Κωνσταντίνος και ο ρεαλιστής και αποφασιστικός πολιτικός, ο τότε Πρωθυπουργός της Ελλάδος Ελευθέριος Βενιζέλος. Τα δύο αυτά πρόσωπα κατά την δεδομένη εκείνη χρονική περίοδο ενσάρκωσαν την εθνική ενότητα ενός ολόκληρου λαού και ενέπνευσαν τον ατρόμητο και ακατάβλητο ελληνικό στρατό να γράψει νέες χρυσές σελίδες εθνικής εποποιίας κατά τους δύο νικηφόρους Βαλκανικούς Πολέμους των ετών 1912-1913 με τους οποίους υπερδιπλασιάστηκε η εθνική γεωγραφική επικράτεια της Ελλάδος.

Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος

Το «πλήρωμα του Χρόνου» είχε έλθει, όταν ως ενιαίος συμμαχικός συνασπισμός (16/29 Μαΐου 1912) η Ελλάδα, Βουλγαρία, Σερβία και το Μαυροβούνιο εστράφησαν σε κοινό μέτωπο εναντίον της ψυχορραγούσας την περίοδο εκείνη Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι πολεμικές επιχειρήσεις και εχθροπραξίες από τις τρεις άλλες συμμαχικές δυνάμεις εναντίον των Οθωμανών είχαν προηγηθεί (Σεπτέμβριος – Οκτώβριος 1912) εκείνων της Ελλάδος, η οποία ύψωσε τα λάβαρα του νέου έπους για την απελευθέρωση και παλιγγενεσία των λεγομένων «Νέων Χωρών», την 5η Οκτωβρίου του 1912. Ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος ήταν πια γεγονός.
Ο Κωνσταντίνος Α. Βοβολίνης αναφέρει ότι ο Βασιλεύς των Ελλήνων Γεώργιος Α΄ απευθυνόμενος προς τους συμμάχους Βαλκανικούς λαούς έγραφε κατά τις παραμονές του πολέμου στο σχετικό τηλεγράφημά του: «Με τα βλέμματα προσηλωμένα εις το σύμβολον του Σταυρού, ας έχωμεν έμβλημα το: Εν τούτω Νίκα». Στο δε Βασιλικό Διάγγελμα της 5ης Οκτωβρίου 1912 ο Γεώργιος καλούσε τον ελληνικό στρατό να πολεμήσει εναντίον των Οθωμανών προκειμένου: «διά του τιμίου αυτού αίματος να αποδώση την ελευθερίαν εις τους τυραννουμένους» και εμψυχώνοντας το εθνικό φρόνημα του ελληνικού λαού έγραφε: «Αι ιεραί υποχρεώσεις προς την φιλτάτην πατρίδα, προς τους υποδούλους αδελφούς μας και προς την ανθρωπότητα επιβάλλουσιν εις το κράτος…όπως διά των όπλων θέση τέρμα εις την δυστυχίαν, ην ούτοι υφίστανται από τόσων αιώνων…επικαλούμεθα δε την αρωγήν του Υψίστου εν τω δικαιοτάτω τούτω αγώνι του πολιτισμού». Η μεγάλη ώρα για την λυτρωτική απελευθέρωση του υπόδουλου ελληνισμού είχε έλθει και οι χρυσές σελίδες της νέας εθνικής εποποιίας είχαν αρχίσει να γράφονται.
Ο ελληνικός στρατός συντρίβοντας την ασθενική αντίσταση των συνοριακών φυλακίων διέρχεται την ελληνοτουρκική μεθόριο και απελευθερώνει στις 6 Οκτωβρίου την Ελασσόνα και τη Δεσκάτη. Προελαύνει ακάθεκτος και με αυτοθυσία δίνει την αιματηρή και τελικά νικηφόρο μάχη στα στενά του Σαραντάπορου (9-10 Οκτωβρίου), η οποία υπήρξε καθοριστικής σημασίας για την έκβαση των μετέπειτα πολεμικών επιχειρήσεων στο μέτωπο και κυρίως άνοιξε το δρόμο για την απελευθέρωση της υπόδουλης Δυτικής Μακεδονίας. Για τη μάχη στο Σαραντάπορο ο πολύς ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος γράφει ότι το αίσιο αποτέλεσμα αυτής «εξέπληξε και φίλους και εχθρούς της Ελλάδος διά το ταχύ και τολμηρόν της ενεργείας» των ελληνικών στρατευμάτων.
Την επομένη τα ελληνικά στρατεύματα εισέρχονται στα Σέρβια και την 12η Οκτωβρίου στην πόλη της Κοζάνης, «τον καθαρόν και αμιγή τούτον της Μακεδονίας Παράδεισον», όπου ο Μητροπολίτης Σερβίων και Κοζάνης Φώτιος Μανιάτης (1910-1923), υποδεχόμενος τον Αρχιστράτηγο και Διάδοχο Κωνσταντίνο, και προσφωνώντας αυτόν με ανεκλάλητο ενθουσιασμό, έλεγε: «την αιδήμονα και γλυκείαν ταύτην ελληνίδα δεσμώτιδα ημετέραν πατρίδα, την επί αιώνας δουλεύουσαν εις φυλήν ξένην, αλλογενή και αλλόθρησκον, εξηγοράσατε, ουχί χρυσίω ή αργυρίω, αλλά τιμίω αίματι των υιών της ελευθέρας μητρός Ελλάδος».
Ο ζωογόνος αέρας της ελευθερίας πνέει ούριος και τα ελληνικά στρατεύματα καταλαμβάνουν τη μια μετά την άλλη τις πόλεις της Μακεδονίας για να γράψει με συγκίνηση στο «Στρατιωτικό Ημερολόγιό» του ο Φίλιππος Δραγούμης: «Πού είναι η σκιά του Παύλου να την ιδεί ελεύτερη; Τώρα εμείς θερίζουμε ό,τι έσπειρε εκείνος στο χώμα που έβαψε με το αίμα του».
Στις 13 Οκτωβρίου απελευθερώνεται η πόλη των Γρεβενών και καθώς ο ελληνικός στρατός διανοίγει τις διαβάσεις του Βερμίου στον άξονα Κοζάνη-Βέροια, τα οθωμανικά στρατεύματα υποχωρούν.
Την ίδια ημέρα, 16η Οκτωβρίου 1912, απελευθερώνονται οι πόλεις της Κατερίνης και της Βέροιας. Όταν ξημέρωνε η 16η Οκτωβρίου, ημέρα Τρίτη, ο ελληνικός στρατός εισερχόταν στην πόλη της Βέροιας και ο ήχος από τις χαρμόσυνες κωδωνοκρουσίες πλημμύριζε απ’ άκρου εις άκρον την πόλη και ενωνόταν με τις ιαχές και τους αλαλαγμούς του λαού, ο οποίος με πρωτοφανείς εκδηλώσεις ενθουσιασμού υποδεχόμενος τους ελευθερωτές του έψαλλε το «Χριστός Ανέστη» και το «Τη Υπερμάχω Στρατηγώ τα νικητήρια». Όλοι οι κάτοικοι πετούσαν και ποδοπατούσαν τα ραγιάδικα φέσια τους και με λυγμούς χαράς και ευγνωμοσύνης φιλούσαν τα ξίφη, τα υποδήματα και τα άλογα του παρελαύνοντος ελληνικού στρατού. Σε κάθε γωνιά της Πόλεως, στα σπίτια, στα καταστήματα, στις εκκλησίες και στα δημόσια κτίρια ανέμιζαν οι από ετών μέσα στα σεντούκια φυλασσόμενες ελληνικές σημαίες, ενώ, όπως γράφει ο Σπύρος Μελάς, «από τα μπαλκόνια οι Ελληνίδες δακρυσμένες μας έραιναν με λουλούδια, με κουφέτα, με ρύζι σαν γαμπρούς». Τις μεγάλες εκείνες ώρες «πολλοί δε γέροντες που ηύχοντο να ζήσουν έως ότου ιδούν το Ρωμαίϊκο, κλαίοντες ήδη από συγκίνησιν και χαράν, ατενίζουν προς τον ουρανόν ψελλίζοντες: «Νυν απολύεις τον δούλον σου Δέσποτα, ότι είδον οι οφθαλμοί μου την σημαίαν του Σταυρού».
Ο πολιός Μητροπολίτης Βεροίας Καλλίνικος Δεληκάνης με δάκρυα στα μάτια και τρεμάμενη από συγκίνηση φωνή παραδίδει την πόλη του Αγίου Αντωνίου του Νέου στον πρώτο εισελθόντα Έλληνα έφιππο λοχαγό Πέτρο Μάνο, ενώ στην όλη τελετή συμμετείχε ακόμη και ο Τούρκος Δήμαρχος της Βέροιας Χαλήλ Αλή Μπέης, ο οποίος μαζί με τους υπολοίπους Μπέηδες της πόλης είχαν αρνηθεί προηγουμένως τη βοήθειά τους προς τον Χασάν Ταχσίν Πασά, Ανώτατο Διοικητή της Θεσσαλονίκης, που είχε καταφθάσει προ ημερών στη Βέροια για να οργανώσει την τοπική άμυνα των εκεί Οθωμανών εναντίον του προελαύνοντος ελληνικού στρατού. Η επίσημη δοξολογία επί τη απελευθερώσει της πόλεως εψάλη στον ιερό Μητροπολιτικό ναό του Αγίου Αντωνίου και λίγες ημέρες αργότερα αφίχθησαν στη Βέροια και ο Διάδοχος Κωνσταντίνος με τον Βασιλέα Γεώργιο Α΄.
Την 17η Οκτωβρίου απελευθερώνεται η πόλη της Νάουσας και την επομένη (18 Οκτωβρίου) διάφορες μονάδες του ελληνικού στρατού απελευθερώνουν την Έδεσσα. Η ημέρα της ελευθερίας που ξημέρωσε για την Έδεσσα ήταν κατά το παλαιό ημερολόγιο, η ημέρα εορτής του Αγίου Λουκά του Ευαγγελιστού και έκτοτε θεωρείται προστάτης και πολιούχος της Πόλεως. Ο Μητροπολίτης Βοδενών Κωνστάντιος (1912-1922, 1924-1941), όπως ελέγετο κατά την οθωμανοκρατία η Έδεσσα, υπεδέχθη τα ελληνικά στρατεύματα και τέλεσε πανηγυρική δοξολογία επί τη απελευθερώσει της πόλεως, αφού όμως κατά τις προηγούμενες ημέρες είχε υποσχεθεί και κατά την κρίσιμη εκείνη ημέρα της απελευθερώσεως προστάτευσε τις τοπικές οθωμανικές αρχές και το σύνοικο μουσουλμανικό στοιχείο της πόλεως από κάθε απόπειρα αιματοχυσίας. Η υπόσχεση του Μητροπολίτου Κωνσταντίου και της Δημογεροντίας της «Ελληνικής Ορθοδόξου κοινότητος Εδέσσης» απετέλεσαν τα ισχυρά εχέγγυα ώστε οι οθωμανικές αρχές της πόλεως να μην προβάλουν αντίσταση στον ελληνικό στρατό, αλλά να παραδώσουν «άνευ όρων» την πόλη.
Διόλου μάλιστα τυχαία υπήρξε η ειρηνική παράδοση της Έδεσσας από τους Οθωμανούς στους Έλληνες, όταν ο μέχρι τότε Οθωμανός Δήμαρχος Αλή Ριζά υψώνοντας λευκή σημαία παρέδωσε στο Σιδηροδρομικό σταθμό την πόλη στους Χριστιανούς, καθώς η προφορική παράδοση διασώζει ότι ο τελευταίος αυτός Οθωμανός Δήμαρχος της Έδεσσας που την παρέδωσε στους Έλληνες, ήταν απόγονος του Κελ Πέτρου, του Εδεσσαίου δηλαδή εκείνου που με την προδοσία του οι Οθωμανοί είχαν καταλάβει την Έδεσσα στα τέλη του 14ου αιώνα. Μάλιστα οι Εδεσσαίοι χριστιανοί αποκαλούσαν τον Αλή Ριζά «Κελ Μιλιέτ», δηλαδή σπορά, γενιά του κασιδιάρη (Κελ), και εννοούσαν ότι ήταν απόγονος του προδότη Κελ Πέτρου (Κασιδιάρη Πέτρου).

Η απελευθέρωση των Γιαννιτσών

Την ίδια ημέρα ο ελληνικός στρατός προελαύνοντας νικηφόρα απελευθερώνει το Αμύνταιο και το Γιδά, σημερινή Αλεξάνδρεια του Ν. Ημαθίας. Ο οθωμανικός στρατός υποχωρεί και συγκεντρώνεται στην πόλη των Γιαννιτσών, την οποία επειδή οι Μουσουλμάνοι θεωρούσαν ιερή, θέλησαν να την υπερασπιστούν. Στις 18 Οκτωβρίου τα ελληνικά στρατεύματα αρχίζουν να κατευθύνονται από τη Βέροια προς το βάλτο των Γιαννιτσών, αλλά όπως καταγράφει ο Αντώνιος Κολτσίδας σε σχετική ιστορική μελέτη του, ο οθωμανικός στρατός κατά την υποχώρησή του είχε καταστρέψει σειρά γεφυρών και κυρίως τις βασικές γέφυρες των ποταμών Λουδία και Αξιού, όπως αναφέρουμε παρακάτω. Η ελληνική όμως αντίδραση υπήρξε άμεση και με την ενεργοποίηση των Ιωάννου Χρυσοχόου και Νικολάου Μπαζάκα συγκεντρώθηκαν όσα κενά βαρέλια υπήρχαν στη Βέροια και γεφυρώθηκαν πρόχειρα οι κατεστραμμένες γέφυρες.
Άξιο μνείας είναι και το γεγονός ότι σημαντική βοήθεια για την κατάληψη και την προστασία κυρίως των γεφυρών του Λουδία (Καρά Ασμάκ), του Αξιού και του Γαλλικού Ποταμού, τουλάχιστον κατ’ εκείνη την δεδομένη χρονική στιγμή, ώστε απρόσκοπτα να προωθηθούν οι ελληνικές δυνάμεις από την Βέροια προς την Αλεξάνδρεια, τα Γιαννιτσά και τελικώς στη Θεσσαλονίκη, προσέφερε ο Καπετάνιος του Ρουμλουκίου (ελληνότοπος) Θεοχάρης Κούγκας ή Γιδιώτης από την Αλεξάνδρεια, ο οποίος παρουσιάστηκε εθελοντικά στις απελευθερωτικές δυνάμεις της Βεροίας και ανέλαβε να τις οδηγήσει μέσα από την περιοχή του Ρουμλουκίου, την οποία γνώριζε άριστα από την μακροχρόνια δράση του στη Λίμνη των Γιαννιτσών.
Στην περιοχή των Γιαννιτσών, που από της πρώτης στιγμής παντί σθένει και ιερώ ζήλω υπερασπίζονταν τα οθωμανικά στρατεύματα, μετά από δύο ημέρες (19-20 Οκτωβρίου) αιματηρών και φονικών πολεμικών συγκρούσεων, ο ελληνικός στρατός καταλαμβάνει νικηφόρα την ιερή αυτή πόλη των Οθωμανών, οι οποίοι καθώς έβλεπαν την κατάρρευση του μετώπου, τρέπονταν σε φυγή και κατευθύνονταν προς τη Θεσσαλονίκη. Εύστοχα έχει γραφεί: «ότι στην κρίσιμη μάχη των Γιαννιτσών ο Χασάν Ταχσίν Πασάς ηττημένος άφησε όχι μόνο το άνθος του στρατού του αλλά και τα «κλειδιά της Θεσσαλονίκης», ενώ ο αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος μετά την αίσια έκβαση της μάχης δήλωσε: «είμαι υπερήφανος που είμαι αρχηγός ενός τέτοιου στρατού». Είναι δε γεγονός αδιαμφισβήτητο ότι η μάχη των Γιαννιτσών υπήρξε καθοριστικής σημασίας διότι άνοιξε τον δρόμο για την απελευθέρωση της Κεντρικής Μακεδονίας και έκρινε την τύχη της Θεσσαλονίκης, όπως ακριβώς η νίκη στο Σαραντάπορο επέτρεψε στον ελληνικό στρατό να καταλάβει την Δυτική Μακεδονία. Τις ημέρες εκείνες, άλλες δυνάμεις του ελληνικού στρατού απελευθερώνουν τις πόλεις της Πρέβεζας και της Νιγρίτας αντίστοιχα στις 21 και 22 Οκτωβρίου.

Η πορεία για την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης

Μετά τη νικηφόρο μάχη των Γιαννιτσών και την άτακτη φυγή του αντιπάλου όλα έδειχναν ότι ο δρόμος ήταν τελείως ανοιχτός για την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, αλλ’ όμως ο απερχόμενος οθωμανικός στρατός, ντροπιασμένος και ατιμασμένος, ως αντίδραση οργής και εγωισμού, κατά την οπισθοχώρησή του προς τη Θεσσαλονίκη προκειμένου να καθυστερήσει τον ελληνικό στρατό, κατέστρεψε σειρά γεφυρών και κυριότερα τις βασικές γέφυρες των ποταμών Λουδία, Αξιού και Γαλλικού. Οι δε Αγγελιοφόροι κατά τις κρίσιμες εκείνες ώρες ανέφεραν συνεχώς ότι η II Βουλγαρική Μεραρχία μέσω της κοιλάδος του Στρυμόνα είχε εγκατασταθεί στην ευρύτερη περιοχή του Λαγκαδά για να κατευθυνθεί προς τη Θεσσαλονίκη, με απώτερο στόχο την κατάληψη της Μακεδονικής πρωτεύουσας πριν από τους Έλληνες.
Ο ελληνικός στρατός στις 21 Οκτωβρίου απελευθερώνει την Κουλιακιά, σημερινή Χαλάστρα του Ν. Ημαθίας, αλλά είναι αδύνατον να κατευθυνθεί προς την Θεσσαλονίκη λόγω των κατεστραμμένων από τους Οθωμανούς γεφυρών και κυρίως του ποταμού Αξιού, ο οποίος ήταν αδιάβατος. Επειδή μάλιστα για την κατασκευή γεφυρών απαιτούνταν τουλάχιστον τρεις ημέρες και υλικά δεν υπήρχαν, με ορατό και άμεσο τον κίνδυνο οι Βούλγαροι από την πεδιάδα του Λαγκαδά να καταλάβουν πριν από τους Έλληνες τη Θεσσαλονίκη, η σωτήριος λύση για την κατασκευή των γεφυρών εδόθη από τους κατοίκους του Ρουμλουκίου (Ρουμ), που σημαίνει ελληνότοπος, επειδή κατά την περίοδο της οθωμανοκρατίας όλες οι πέριξ κοινότητες της συγκεκριμένης περιοχής στον κάμπο της Ημαθίας ήταν Ρωμαίικες, κατοικούνταν δηλαδή μόνο από Έλληνες χριστιανούς.
Το κάλεσμα του ελληνικού στρατού προς τους κατοίκους της περιοχής για την κατασκευή των γεφυρών εσήμανε συναγερμό για όλους. Καθοριστικής σημασίας όμως υπήρξε η συμβολή των κατοίκων της Χαλάστρας, οι οποίοι με πρωτεργάτη τον καροποιό Γεώργιο Νταλιγκάρο, από το βράδυ της 23ης και καθ’ όλη την ημέρα της 24ης Οκτωβρίου, σε λιγότερο δηλαδή από δύο ημέρες, κατασκεύασαν δύο γέφυρες με πρώτη εκείνη του Αξιού ποταμού του οποίου η διάβαση τότε ήταν ανάμεσα στη Χαλάστρα και τη Σίνδο. Υπό την καθοδήγηση του αρχιμάστορα Γιώργη Νταλιγκάρο δεκάδες εκατοντάδων ανθρώπων από τη Χαλάστρα και τις πέριξ κοινότητες του Ρουμλουκίου προσέφεραν κάθε τι ξύλινο που υπήρχε στα σπίτια, στα καταστήματα, στις αποθήκες και στο βιος τους. Μετέφεραν και παρέδωσαν με απαράμιλλο πατριωτικό φιλότιμο όλες τις πλάβες, τις βάρκες τους, τα ξύλινα βαρέλια, τις πόρτες, ακόμη και τις κάσες, τα μαδέρια, τα καρφιά, τα σφυριά, τα σκεπάρνια και τα σχοινιά. Είναι χαρακτηριστικό ότι άδειαζαν ακόμη και το κρασί από τα βαρέλια τα οποία είχαν στα παντοπωλεία, καθώς και το ζυμωμένο ψωμί από τις ξύλινες σκάφες για να εξευρεθούν τα αναγκαία υλικά και να κατασκευαστούν έγκαιρα οι γέφυρες. Οι φιλοπάτριδες και φιλότιμοι κάτοικοι της Χαλάστρας δούλευαν ακατάπαυστα μαζί με τους στρατιώτες και τους προσκόπους, και τελικώς το πρωί της 25ης Οκτωβρίου οι γέφυρες ήταν έτοιμες για την προέλαση των ελληνικών στρατευμάτων.
Τον άθλο των Χαλαστρινών επισφράγισε η συγκινητική χειρονομία του επικεφαλής Μεράρχου των ελληνικών στρατευμάτων, ο οποίος αφού ασπάσθηκε τον Γιώργη Νταλιγκάρο, του είπε με στεντόρεια φωνή: «Γεώργιε Νταλιγκάρη, άξιον τέκνον της Ελλάδος, η πατρίς σε ευγνωμονεί». Έπειτα, αφού έστρεψε το βλέμμα του προς τους Χαλαστρινούς, τους είπε: «φίλοι μου, άξιοι άνδρες της Κουλιακάς, ο στρατός σας ευχαριστεί».

Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης

Την ώρα που τα ελληνικά όπλα θριάμβευαν σε όλα τα μέτωπα, δύο ήταν τα μεγάλα οράματα, η Θεσσαλονίκη και το Μοναστήρι. Στο ηρωικό Μοναστήρι χτυπούσε από αιώνων η καρδιά του Βορείου Ελληνισμού και ιδιαίτερα του Μακεδονικού Ελληνισμού. Εκεί είχε αρχίσει ο Μακεδονικός Αγώνας και από τα αιματόβρεχτα εκείνα χώματα ακουγόταν η κραυγή του Εθνικού Προφήτου της μαρτυρικής Μακεδονίας, του Ίωνος Δραγούμη, που ήταν η ψυχή του ανυπέρβλητου εκείνου Ιερού Αγώνος στο ιστορικό Μοναστήρι: «Έλληνες, αν τρέξουμε να σώσωμε την Μακεδονίαν, η Μακεδονία θα μας σώση. Αν τρέξουμε να σώσωμε την Μακεδονίαν, εμείς θα σωθούμε».
Ο Αρχιστράτηγος και Διάδοχος Κωνσταντίνος επιθυμούσε διακαώς για λόγους στρατηγικής να ανακόψει το σχεδιασμό και την πορεία των Σέρβων προελαύνοντας με τον ελληνικό στρατό προς βορράν για να καταλάβει πρώτος το ιστορικό Μοναστήρι, αλλά ο τότε Πρωθυπουργός και Υπουργός Εθνικής Αμύνης Ελευθέριος Βενιζέλος γνωρίζοντας ότι οι Βούλγαροι είχαν ήδη καταλάβει την Καβάλα και τις Σέρρες όντες αποφασισμένοι να εισέλθουν πρώτοι και ως τροπαιούχοι στη Θεσσαλονίκη, πίεζε σθεναρώς τον Αρχιστράτηγο Κωνσταντίνο να κατευθυνθεί προς ανατολάς και να καταλάβει την Θεσσαλονίκη, την φυσική Πρωτεύουσα της Μακεδονίας, μια περιοχή με εξόχως και ιδιαζόντως στρατηγική σημασία, της οποίας η απελευθέρωση αποτελούσε προαιώνιο και διακαή πόθο του Μακεδονικού Ελληνισμού.
Προς τον σκοπό τούτο, ο Ελ. Βενιζέλος απέστειλε ένα «τηλεγράφημα- τελεσίγραφο» προς τον Διάδοχο Κωνσταντίνο, στο οποίο έγραφε: «Καθιστώ υμάς υπευθύνους διά πάσαν αναβολήν έστω και στιγμής». Η απερίφραστη αυτή «διαταγή» του διορατικού Ελ. Βενιζέλου ερμηνεύεται υπό το πρίσμα της ρεαλιστικής πολιτικής του μεγάλου αυτού πολιτικού ανδρός, ο οποίος πίστευε ότι ήταν απολύτως επιβεβλημένη η κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τον ελληνικό στρατό προκειμένου η Ελλάδα κατά την δεδομένη χρονική στιγμή να βρεθεί σε «θέση ισχύος», όταν αργότερα θα επακολουθούσε η διανομή των εδαφών από τις νικήτριες Μεγάλες Δυνάμεις.
Την ίδια στιγμή που οι Βούλγαροι είχαν στρατοπεδεύσει σε απόσταση αναπνοής έξω από τη Θεσσαλονίκη και ο ελληνικός στρατός στη περιοχή Χαρμάνκιοϊ (σημερινό Κορδελιό), στα υψώματα του Ευόσμου και στο χωριό Γέφυρα (τότε Τόψιν), όπου ο Διάδοχος Κωνσταντίνος είχε εγκαταστήσει το προσωρινό στρατηγείο του, ο Ανώτατος Διοικητής της Θεσσαλονίκης και Επικεφαλής του Γ΄ Οθωμανικού Σώματος Στρατού Χασάν Ταχσίν Πασάς διά του Επιτελάρχου του Σεφίκ Πασά διαπραγματευόταν εμπράκτως την έντιμη παράδοση της Θεσσαλονίκης στους Έλληνες θέτοντας οριστικώς φραγμό στους ενδόμυχους πόθους των Βουλγάρων για την κατάκτηση της Θεσσαλονίκης, λέγοντας την ιστορική πλέον φράση: «Από τους Έλληνες πήραμε την Θεσσαλονίκη πριν από 482 χρόνια και πάλι στους Έλληνες θα την παραδόσουμε». Μετά από 482 έτη δουλείας (1430-1912) το πλήρωμα του χρόνου είχε έλθει και, όπως γλαφυρά έχει αποτυπωθεί σε κείμενο της εποχής εκείνης: «κάποια γιαγιά με το βλέμμα γεμάτο από την ομίχλη ενός πονεμένου παρελθόντος σηκώνει το χέρι της, δείχνει πίσω από το παράθυρο προς τα πέρα, προς το λόφο, όπου χάνονται μέσα στο σκοτάδι οι πολεμίστριες του Κάστρου. –Να γιόκα μου, λέει στον εγγονό της. Εκεί πέρα. Εκεί πέρα θα φανεί ο καβαλάρης, ολόλαμπρος ο Άγιος, που βγήκε να διαφεντεύσει την πόλη του. Και τα οράματα συγχέονται με τους πόθους, πνίγονται στη νύχτα, ανακατώνονται με τις προσευχές. Οι ραγιάδες βλέπουν την σκιά του να περνάει πάνω από τα τείχη την ημέρα της γιορτής του. Είναι 26 Οκτωβρίου του έτους 1912».
Είχε ξημερώσει η 26η Οκτωβρίου, ημέρα εορτής του Μεγαλομάρτυρος Αγίου Δημητρίου, πολιούχου και προστάτου της Θεσσαλονίκης, όταν ο ελληνικός στρατός εισερχόταν θριαμβευτής και τροπαιοφόρος στην πρωτεύουσα της Μακεδονίας που γίνεται και πάλι η Συμβασιλεύουσα του Ελληνισμού. Ανήμερα του Αγίου Δημητρίου, αργά το βράδυ, υπογράφεται επίσημα και το πρωτόκολλο της «άνευ όρων» παραδόσεως της Πόλεως στον ελληνικό στρατό από τον Διοικητή Χασάν Ταχσίν Πασά και τους πληρεξούσιους απεσταλμένους αξιωματικούς του Διαδόχου Κωνσταντίνου, ήτοι τους Ιωάννη Μεταξά και Βίκτωρα Δούσμανη. Έτσι, σε δύο αράδες γράφτηκε το ιστορικό εκείνης της μεγάλης ημέρας: «Είναι η νύχτα στις 26 Οκτωβρίου 1912. Μία μοναδική νύχτα. Μέρα του Αγίου Δημητρίου. Μέρα του Μακεδόνα Πολεμιστή». Ο νικηφόρος ελληνικός στρατός εισήλθε την επομένη στην πόλη του μεγαλομάρτυρος και η σταυροφόρος γαλανόλευκη υψώθηκε στο διοικητήριο της Θεσσαλονίκης. Η επίσημη δοξολογία επί τη απελευθερώσει της Μητροπολιτικής πρωτεύουσας της Μακεδονίας έλαβε χώρα, παρόντος του Διαδόχου Κωνσταντίνου, στον ιστορικό ιερό ναό του Αγίου Μηνά χοροστατούντος του πολιού και σοφού Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης Γενναδίου Αλεξιάδη (1912-1951). Η δε είσοδος και εγκατάσταση του Βασιλέως Γεωργίου Α΄ την 29η Οκτωβρίου 1912 στην πόλη επισημοποίησε την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης και επισφράγισε την κυριαρχία της Ελλάδος στην πρωτεύουσα της Μακεδονίας. Έκτοτε η ιστορική αυτή επέτειος θεωρείται και εορτάζεται ως σύμβολο απελευθερώσεως της όλης ελληνικής Μακεδονίας.
Το συγκλονιστικό γεγονός της απελευθερώσεως της Θεσσαλονίκης κατά την ημέρα του πολιούχου αυτής Αγίου Δημητρίου εξέφρασε με την οξυπετή και ενήδονη ποιητική του δεινότητα και ο Ιωάννης Πολέμης: «Κι η σκλάβα εξύπνησε με μιάς. Πετιέται απ’το κρεβάτι, τα ξαφνιασμένα μάτια της στα κάστρα της κολλά. Όχι, δεν ήταν όνειρο. Νάτη η παρθένα, νάτη, όμορφη, γαλανόλευκη, με το Σταυρό ψηλά».
Στην ιστορική εκείνη ημέρα, άξιο μνείας είναι και το γεγονός ότι εκ των πρώτων που εισήλθε μαζί με το Διάδοχο Κωνσταντίνο στη Θεσσαλονίκη ήταν και ο τότε Αρχιμανδρίτης και μετέπειτα Μητροπολίτης Χίου Παντελεήμων Φωστίνης, ο από Καρυστίας και Σκύρου, ο οποίος κατά τους νικηφόρους Βαλκανικούς Πολέμους υπηρετούσε ως ιεροκήρυκας στις ένδοξες τάξεις του ελληνικού στρατού και εμψύχωνε τα ελληνικά στρατεύματα. Ένα από τα λιγότερο γνωστά γεγονότα είναι και το ότι ο εκκλησιαστικός αυτός άνδρας χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και χειροθετήθηκε Αρχιμανδρίτης στο Μητροπολιτικό ναό Βεροίας, στις 17 Οκτωβρίου 1912, την επομένη της απελευθερώσεως της πόλεως, από τον Μητροπολίτη Βεροίας Καλλίνικο Δεληκάνη «τη επιμόνω απαιτήσει» του Διαδόχου Κωνσταντίνου.
Στη συνέχεια οι ελληνικές δυνάμεις εστράφηκαν προς τη Δυτική και Κεντρική Μακεδονία και κατέλαβαν ισχυρά στρατηγικά ερείσματα, όπως τον Λαγκαδά, την Ελευθερούπολη, το στρατηγικής σημασίας πέρασμα Πέντε Πηγάδια Ηπείρου, το Μέτσοβο, την Σιάτιστα, την Φλώρινα και την Μακεδονομάχα Καστοριά του άλλοτε ακατάβλητου Μητροπολίτου Γερμανού Καραβαγγέλη και του υπέρμαχου μαρτυρικού μακεδονομάχου ήρωος Παύλου Μελά.
Στις 2 Νοεμβρίου 1912 το αντιτορπιλικό «θύελλα» απεβίβασε στη Δάφνη του Αγίου Όρους άγημα από 40 άνδρες για την απελευθέρωση των Καρυών και λίγο αργότερα το θωρηκτό «Αβέρωφ» και τα αντιτορπιλικά «Ιέραξ» και «Πάνθηρ» απεβίβασαν στην Αμμουλιανή της Χαλκιδικής άγημα 200 ανδρών, οι οποίοι κατέλαβαν τη διώρυγα του Ξέρξη. Έτσι απελευθερώθηκε ολόκληρο το Άγιο Όρος και υψώθηκε η Ελληνική Σημαία στις Καρυές. Δυστυχώς όμως στις 6 Νοεμβρίου ο σερβικός στρατός κατέλαβε τελικώς το ιστορικό Μοναστήρι και μυριόστομος ακούσθηκε ο αναστεναγμός των Ελλήνων: «Πάει, χάσαμε την καρδιά της Μακεδονίας».

Απελευθέρωση Ηπείρου

Την ίδια περίοδο που η Χαλκιδική και σημαντικά τμήματα των Νομών Σερρών και Καβάλας είχαν απελευθερωθεί, ο ζωογόνος αέρας της ελευθερίας είχε αρχίσει να πνέει και για την μαρτυρική εύανδρο Ήπειρο καθώς τα ελληνικά στρατεύματα απελευθερώνουν σταδιακά την Χιμάρα, την Κορυτσά, τα Ιωάννινα, την Κόνιτσα, την Πρεμετή.
Ειδικότερα, η επισφράγιση της Ελληνικής κυριαρχίας στην Ήπειρο συντελέστηκε όταν στις 21 Φεβρουαρίου 1913 απελευθερώθηκε η πρωτεύουσά της, τα Ιωάννινα, που ήταν «πρώτα στ’ άρματα, στα γρόσια και στα γράμματα». Ο αγώνας για την κατάληψη των Ιωαννίνων υπήρξε σκληρός και μακροχρόνιος. Η πρώτη επίθεση σημειώθηκε μεταξύ 29 Νοεμβρίου και 11 Δεκεμβρίου του 1912, και η δεύτερη μεταξύ 11 Δεκεμβρίου 1912 και 19 Φεβρουαρίου 1913. Η τελική επίθεση για την κατάληψη των Ιωαννίνων σημειώθηκε στις 20-21 Φεβρουαρίου 1913 και ο ελληνικός στρατός μετά από ευρεία υπερκέραση των οχυρών του Μπιζανίου, όπου το πυροβολικό ακατάπαυστα σφυροκοπούσε τις οχυρωματικές θέσεις των Οθωμανών, είχε αρχίσει να περισφίγγει ασφυκτικά τα Ιωάννινα. Την νύκτα της 20ης προς 21ην Φεβρουαρίου ο Εσσάτ Πασάς, Διοικητής του τουρκικού στρατού, ύστερα και από την αδυναμία της κυβερνήσεως του Ισμαήλ Μπέη να παράσχει δυνάμεις για την ενίσχυση της οθωμανικής φρουράς των Ιωαννίνων, απέστειλε αξιωματικούς στο ελληνικό στρατηγείο της Ηπείρου, που ήταν στο Εμίν Αγά, για να διαπραγματευθούν την παράδοση των οχυρών του Μπιζανίου και της πόλεως των Ιωαννίνων. Μετά από διαπραγματεύσεις των αντιπροσώπων των δύο πλευρών υπεγράφη η «άνευ όρων» παράδοση της πόλεως στον ελληνικό στρατό, ο οποίος εισήλθε νικηφόρος και απελευθερωτής στην πρωτεύουσα της Ηπείρου και την επομένη αφίχθη και ο Διάδοχος Κωνσταντίνος για την τέλεση της επισήμου Δοξολογίας, ενώ απ’ άκρου εις άκρον της πόλεως αντηχούσε το μυριόστομο τραγούδι : «Τα πήραμε τα Γιάννενα, μάτια πολλά το λένε, μάτια πολλά το λένε, όπου γελούν και κλαίνε».
Στις αρχές Μαρτίου άλλες στρατιωτικές μονάδες προελαύνουν προς βορράν και καταλαμβάνουν το Αργυρόκαστρο, το Δέλβινο και τους Αγίους Σαράντα, αλλά δεν συνεχίζουν την προέλασή τους προς τον Αυλώνα λόγω της εντόνου αντιδράσεως της Αυστρίας και της Ιταλίας, οι οποίες δεν επιθυμούσαν να κατέχει η Ελλάδα την είσοδο της Αδριατικής.

Πολεμικές επιχειρήσεις του στόλου

Παράλληλα όμως προς τις χερσαίες πολεμικές επιχειρήσεις του ελληνικού στρατού και ο ελληνικός στόλος είχε συνεχείς και αλλεπάλληλες νίκες. Eίναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι κατά τον απόπλου του Στόλου από το Φάληρο, τον οποίο κατευόδωσε ο ίδιος ο Βασιλεύς Γεώργιος ο Α΄, ο Πρωθυπουργός Ελ. Βενιζέλος, ο οποίος ήταν παρών στην όλη τελετή, απευθυνόμενος προς τα πληρώματα των πλοίων είπε τα εξής: «Η Πατρίς αξιοί από υμάς όχι απλώς να αποθάνητε υπέρ αυτής. Αυτό θα ήτο το ολιγώτερον. Αξιοί να νικήσετε». Τούτο κι έγινε. Υπό την ηγεσία του ναυάρχου Παύλου Κουντουριώτου ο ελληνικός στόλος οδηγήθηκε στην αθρόα απελευθέρωση των αιγαιοπελαγίτικων νήσων Σάμου, Λήμνου, Ίμβρου, Τενέδου, Σαμοθράκης, Ικαρίας, Ψαρών, Θάσου, Αγίου Ευστρατίου, Μυτιλήνης και Χίου.
Κορυφαίες στρατηγικής σημασίας ναυτικές επιχειρήσεις υπήρξαν εκείνες που αφορούσαν την ανατίναξη από τον ελληνικό στόλο της τουρκικής Κορβέτας Φετίχ Μπουλέντ στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, τη ναυμαχία της Έλλης (Ακρωτήριο του Ελλησπόντου), η οποία συνέβη στις 3 Δεκεμβρίου του 1912 με πρωταγωνιστή τον Ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη πλησίον των Στενών των Δαρδανελλίων, και ένα μήνα αργότερα, στις 5 Ιανουαρίου 1913, τη ναυμαχία της Λήμνου κατά την οποία ο υπό το θρυλικό θωρηκτό «Αβέρωφ» Ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης εδραίωσε την ελληνική κυριαρχία στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, ενώ ο τουρκικός στόλος δεν τόλμησε έκτοτε να εξέλθει από τα Στενά των Δαρδανελλίων.
Άξιο μνείας είναι το γεγονός ότι ο αρχηγός του ελληνικού στόλου, ένδοξος Ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης σε όλες εκείνες τις ιστορικές ναυμαχίες, «με την δύναμιν του Θεού έπλεε μεθ’ ορμής ακαθέκτου και με την πεποίθησιν της νίκης εναντίον του προαιωνίου εχθρού του Γένους». Στις ναυτικές πολεμικές επιχειρήσεις συμμετείχαν τόσο ο τότε Αρχιμανδρίτης Διονύσιος Δάφνος, μετέπειτα Μητροπολίτης Μονεμβασίας και Σπάρτης, ως εφημέριος της ναυαρχίδος του στόλου στο θρυλικό «Αβέρωφ», όσο και ο Αρχιμανδρίτης Ανδρέας Τριανταφύλλου, μετέπειτα Μητροπολίτης Τριφυλίας και Ολυμπίας. Κατά την απόβαση μάλιστα Ελλήνων πεζοναυτών από το θωρηκτό «Αβέρωφ» στη Μυτιλήνη, η Ιερά Μονή Λειμώνος Καλλονής Λέσβου φιλοξένησε το αρχηγείο του στρατού, όπου νοσηλεύτηκαν οι τραυματίες και η Μονή προσέφερε αφειδώς τα απαραίτητα εφόδια στις μονάδες του στρατού. Ο πρώτος νεκρός από την επαρχία Μηθύμνης υπήρξε ο μοναχός Νεόφυτος Καμένος.

Η προσφορά της Εκκλησίας στον αγώνα

Ο Κωνσταντίνος Βοβολίνης στο έργο του «Η Εκκλησία εις τον Αγώνα της Ελευθερίας» αναφέρει ότι ο τότε Αρχιμανδρίτης Διονύσιος Παπανικολόπουλος, μετέπειτα Μητροπολίτης Εδέσσης και Πέλλης, μετείχε των Βαλκανικών Πολέμων ως στρατιωτικός ιερεύς «πάντοτε παρακολουθών εκ του σύνεγγυς τους ηρωικούς μαχητάς και διά των φλογερών κηρυγμάτων και της αυτοθυσίας του εξυψών το πατριωτικόν αυτών φρόνημα». Ο ιεράρχης αυτός ως Αρχιμανδρίτης του 9ου Συντάγματος της Ελληνικής στρατιάς είχε την έμπνευση κατά την είσοδό του στη Βέροια να παραλάβει και φυλάξει ως ιστορικό κειμήλιο τη λευκή σημαία που είχαν υψώσει οι Οθωμανοί όταν εισερχόταν στην πόλη ο απελευθερωτής ελληνικός στρατός, και την παρέδωσε στις αρχές της πόλεως κατά το έτος 1952, όταν εορταζόταν η τεσσαρακοστή επέτειος από της απελευθερώσεως της Βέροιας. Ο Κωνσταντίνος Βοβολίνης αναφέρει επίσης ότι ιδιαίτερα μαχητική «…υπήρξεν και η δράσις του Επισκόπου Τρίκκης και Σταγών Ανθίμου Παντελάκη, όστις κατά τας αρχάς του πολέμου του 1912 κατήρτισε και ιδιαίτερον σώμα εκ μοναχών, αγάμων και χηρευόντων κληρικών…μετέχον εις τας επιχειρήσεις».

Υπογραφή της Συνθήκης του Λονδίνου

Το θέατρο των πολεμικών επιχειρήσεων του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου ολοκληρώθηκε με την υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης στο Λονδίνο την 17η Μαΐου 1913 ανάμεσα στην ψυχορραγούσα Οθωμανική Αυτοκρατορία και τους Βαλκανικούς Συμμάχους. Ωστόσο, ενδεικτική των απροκάλυπτων επεκτατικών διαθέσεων και βλέψεων της Βουλγαρίας για τη Μακεδονία υπήρξε η τακτική της βουλγαρικής αντιπροσωπείας στις διπλωματικές διαπραγματεύσεις, η οποία απαραμείωτα προέβαλε τις ακραίες εθνικιστικές διεκδικήσεις και τους προκλητικούς όρους της που συνοψίζονταν στη φράση «Την Θεσσαλονίκη ή πόλεμος». Αμετάκλητη όμως υπήρξε εξ αρχής και η απόφαση της Ελλάδος να κρατήσει πάση θυσία τη Θεσσαλονίκη και τη Μακεδονία έναντι των αδηφάγων μεγαλοϊδεατικών σχεδιασμών της Βουλγαρίας. Τούτο συμβόλιζε και η από της πρώτης στιγμής μόνιμη εγκατάσταση του Βασιλέως Γεωργίου Α΄ στη Θεσσαλονίκη, ο οποίος όμως δολοφονήθηκε το Μάρτιο του 1913 και στο θρόνο ανήλθε ο Κωνσταντίνος.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι κατά την τελευταία ημέρα της παραμονής του στο Λονδίνο για τις εργασίες της ομώνυμης συνδιασκέψεως που καθόρισε το τέλος του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου, ο Ελευθέριος Βενιζέλος δήλωσε προς τον αρχηγό της βουλγαρικής αποστολής τα εξής: «Ουδεμία κυβέρνησις εν Ελλάδι, ουδείς Βασιλεύς, θα ευρίσκετο διά να δεχθή να παραιτηθή της Θεσσαλονίκης, ειμή μόνον ατυχούς πολέμου. Διά τούτον… αν εις το σημείον αυτόν δεν είναι δυνατή η κατευθείαν συννενόησις, επιβάλλεται προσφυγή εις διαιτησίαν προς αποφυγήν του αίσχους του πολέμου των συμμάχων μεταξύ των…». Η σαφής αυτή δήλωση του Ελ. Βενιζέλου συνοψίζει και τον κύριο λόγο της προσφυγής της Ελλάδος στον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο.

Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος

Μετά την υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης οι συνεχείς προκλήσεις των Βουλγάρων σε βάρος της Ελλάδος και της Σερβίας διαμόρφωσαν τις ευνοϊκές προϋποθέσεις για την οργάνωση κοινού πολεμικού μετώπου των δύο κρατών εναντίον της Βουλγαρίας, το οποίο επισφραγίστηκε όταν στις 19 Μαΐου 1913 υπεγράφη στη Θεσσαλονίκη η Συνθήκη της Ελληνοσερβικής Συμμαχίας.
Η έκρηξη του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου επισυνέβη στις 16 Ιουνίου 1913, όταν οι Βούλγαροι άρχισαν αιφνιδιαστική επίθεση κατά μήκος του μετώπου της ελληνοσερβικής διατάξεως και κυρίως στη Γευγελή και τη Νιγρίτα. Ο ελληνικός στρατός με αλλεπάλληλες σκληρές μάχες απελευθέρωσε σταδιακά και τις υπόλοιπες πόλεις της Μακεδονίας και της Δυτικής Θράκης γράφοντας και πάλι χρυσές σελίδες εθνικής εποποιίας.
Τα ελληνικά στρατεύματα, μετά τριήμερο σκληρό αγώνα με τη λόγχη, κατενίκησαν τις βουλγαρικές δυνάμεις στο Κιλκίς και στο Λαχανά. Η περιφανής και αιματηρή αυτή μάχη είχε αποφασιστική σημασία για την τελική έκβαση του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου. Στη φονική μάχη του Λαχανά (1913) σκοτώθηκε και ο κατά το 1905 διατελέσας Ηγούμενος της Ιεράς Μονής του Αρχαγγέλου Μιχαήλ (πλησίον της άλλοτε ονομαζομένης κοινότητος Όσσιανης της Ιεράς Μητροπόλεως Εδέσσης και Πέλλης), Ιερομόναχος και Ανθυπασπιστής του ελληνικού στρατού Μιχαήλ Αναγνωστάκος, γνωστός και ως «Καπετάν Ματαπάς» ή με το ψευδώνυμο «Παπαχρήστος», ο οποίος κατά τα προηγούμενα έτη υπήρξε ο ακατάβλητος ρασοφόρος Μακεδονομάχος αγωνιστής στο βάλτο των Γιαννιτσών και στον Όλυμπο.
Η μια τροπαιοφόρος νίκη ακολουθούσε την άλλη και η σταυροφόρος γαλανόλευκη υψωνόταν αγέρωχα από τα νικηφόρα ελληνικά στρατεύματα στη Δοϊράνη, στο Μπέλες (οροσειρά της Κερκίνης), στην Στρώμνιτσα και στην Καβάλα, η οποία απελευθερώθηκε δια θαλάσσης όταν τα αντιτορπιλικά του ελληνικού στόλου απεβίβασαν αγήματα στον λιμένα της πόλεως.
Η πόλη του Σιδηροκάστρου προ της απελευθερώσεώς της από τα ελληνικά στρατεύματα υπέστη την εθνικιστική μανία των Βουλγάρων, οι οποίοι πριν υποχωρήσουν λεηλάτησαν την πόλη και κατέσφαξαν τον Μητροπολίτη Μελενίκου Κωνσταντίνο Ασημιάδη (1912-1913) μαζί με άλλους 100 προκρίτους αυτής. Η μαρτυρική πόλη των Σερρών προ της απελευθερώσεως αυτής, στις 28 Ιουνίου 1913, πλήρωσε βαρύτατο τίμημα σε ανθρώπινες ζωές, όταν οι Βουλγαροεξαρχικοί πριν εγκαταλείψουν την πόλη δολοφόνησαν 17 εγκαθείρκτους αθώους πολίτες και δεκάδες άλλους κατοίκους αυτής.

Η απελευθέρωση των Σερρών

Ο μαρτυρικός Μητροπολίτης Σερρών Απόστολος Χριστοδούλου (1909-1917), ο από Βεροίας, βλέποντας τότε το αδύνατο της περαιτέρω άμυνας υπό των Ελλήνων πολιτοφυλάκων εζήτησε με αγωνιώδες τηλεγράφημά του προς τον Βασιλέα Κωνσταντίνο την επίσπευση της προελάσεως του ελληνικού στρατού και την κατάληψη της πόλεως, διαμηνύοντας τα εξής: «Η πόλις των Σερρών εγκαταλειφθείσα από ημερών παρά των Βουλγαρικών στρατιωτικών και πολιτικών αρχών διωκήθη υπό του Μητροπολίτου, αλλά πολυάριθμοι Βούλγαροι Κομιτατζήδες της περιφερείας προσβάλλουν έκτοτε την πόλιν επί σκοπώ λεηλασίας και πυρπολήσεως. Οι πολίται αμύνονται και απωθούσι τας επιθέσεις. Αλλά φόβος μέγας υπάρχει μήπως εξαντληθώσιν επί τέλους και τότε η Ελληνικωτάτη αυτή πόλις θα μεταβληθή εις ερείπια. Η πόλις ολόκληρος υποβάλλει εις την Υ. Μ. την θερμήν παράκλησιν, ίνα ευαρεστουμένη διατάξη την επίσπευσιν της καταλήψεώς της».
Παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειες του Μητροπολίτου Αποστόλου, οι Βούλγαροι Κομιτατζήδες αφού ολοκλήρωσαν το έργο της πλήρους λεηλασίας των ελληνικών περιουσιών, παρέδωσαν την πόλη των Σερρών στις φλόγες, όπως ακριβώς είχε συμβεί προ ολίγων ημερών και με την πόλη της Νιγρίτας. Οι Σέρρες έγιναν παρανάλωμα του πυρός, όπως όριζε η σαφής διαταγή του Γενικού Βουλγαρικού Επιτελείου: «εάν αι Σέρραι ήθελε φανή ότι εχάνοντο διά τους Βουλγάρους, αύται έπρεπε να καταστραφούν».
Όταν την 28η Ιουνίου 1913 ο ελληνικός στρατός εισήλθε στην ερειπωμένη πόλη και κατέλαβε αυτήν, εν ονόματι του Βασιλέως των Ελλήνων Κωνσταντίνου, ο Συνταγματάρχης Σωτήλης εξέδωσε την ακόλουθη προκήρυξη: «Εν ονόματι του Βασιλέως των Ελλήνων Κωνσταντίνου, απελευθερώ τας Σέρρας από του ζυγού των βαρβάρων και ειδεχθών επιδρομέων, καταλαμβάνω την πόλιν, προσκαλώ δε πάντας τους κατοίκους, ανεξαρτήτως φυλής, γλώσσης και θρησκεύματος, να επανέλθωσιν εις τας ειρηνικάς ασχολίας των, βέβαιοι όντες ότι υπό το σκήπτρον της Α.Μ. του Βασιλέως μας και υπό την προστασίαν του ανδρείου αυτού στρατού, θέλουσιν απολαμβάνει και απολύτου ισονομίας και εξασφαλίσεως τιμής και περιουσίας. Ζήτω ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος ο Μέγας, ζήτω ο λαός των Σερρών».

Απελευθέρωση Δράμας και Κομοτηνής

Οι Βουλγαροεξαρχικοί συνεχίζοντας το καταστροφικό έργο τους και παρά τις άοκνες και σθεναρές προσπάθειες του Μητροπολίτου Δράμας Αγαθαγγέλου (1910-1922), πριν εγκαταλείψουν την πόλη της Δράμας προέβησαν σε ανάλογες, όπως και στις Σέρρες, λεηλασίες και βανδαλισμούς. Κατέκαυσαν την κωμόπολη Δοξάτο της Δράμας και κατέσφαξαν περισσοτέρους από 3.000 κατοίκους, κυρίως γυναικόπαιδα. Ο ελληνικός στρατός την 1η Ιουλίου 1913 εισήλθε ως απελευθερωτής στη Δράμα μετά από σφοδρή μάχη, ενώ οι Βούλγαροι υποχωρώντας προς τα ανατολικά και βόρεια προέβαιναν σε πρωτοφανείς βανδαλισμούς και βαρβαρότητες.
Ακάθεκτος ο ελληνικός στρατός στη συνέχεια απελευθέρωσε το Κάτω Νευροκόπι και κατέλαβε τα στενά της Κρέσνας μέσα στο βουλγαρικό έδαφος. Τα αντιτορπιλικά «Σπέτσαι», «Ύδρα» και «Ασπίς» στις 12 Ιουλίου 1913 απεβίβασαν αγήματα του ελληνικού στόλου και απελευθέρωσαν το Δεδέ-Αγάτς, σημερινή Αλεξανδρούπολη, και την ίδια ημέρα ο ελληνικός στρατός κατέλαβε την Ξάνθη.
Η τελευταία πόλη που απελευθερώθηκε κατά τον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο ήταν η Κομοτηνή (Γκιουμουλτζίνα), όταν στις 14 Ιουλίου 1913 ο ελληνικός στρατός εισήλθε στην πρωτεύουσα της σημερινής Θράκης, γενόμενος δεκτός με απερίγραπτο ενθουσιασμό από Χριστιανούς και Μουσουλμάνους. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό το γεγονός ότι ο Μουφτής της Κομοτηνής την ημέρα εκείνη ανέπεμψε ευχαριστηρίους ευχές για την απελευθέρωση της Κομοτηνής από τους Βουλγάρους και απέστειλε εξ ονόματος της μουσουλμανικής μειονότητος ενθέρμων ευχαριστιών και αφοσιώσεως τηλεγράφημα προς τον Βασιλέα των Ελλήνων Κωνσταντίνο για την απελευθέρωση και λύτρωση της Κομοτηνής και εν γένει της Θράκης από τον δυσβάστακτο βουλγαρικό ζυγό.

Υπογραφή της Συνθήκης του Βουκουρεστίου

Ο Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος έληξε με την υπογραφή της Συνθήκης του Βουκουρεστίου (28 Ιουλίου/10 Αυγούστου 1913) , η οποία παραχωρούσε στην Ελλάδα τα εδάφη που εκτείνονταν από την κορυφογραμμή του Όρους Κερκίνη (Μπέλες) μέχρι τις εκβολές του ποταμού Νέστου και επεφύλασσε για την πολύπαθη Δυτική Θράκη άλλα επτά οδυνηρά έτη στυγνής βουλγαρικής κατοχής (1913-1919), οπότε τον Οκτώβριο του 1919 απελευθερώθηκε ο Νομός Ξάνθης και την 14η Μαΐου 1920 ενσωματώθηκαν οριστικώς οι Νομοί Ροδόπης και Έβρου στο εθνικό γεωγραφικό σώμα της ελληνικής επικράτειας.
Το ίδιο όμως δε συνέβη και με τη μαρτυρική Βόρεια Ήπειρο για την τύχη της οποίας η Ελλάδα ευρέθη ενώπιον του ωμού εκβιασμού των Μεγάλων Δυνάμεων, οι οποίες επέβαλαν το δίλημμα της ελληνικής κυριαρχίας ανάμεσα στα νησιά του Αιγαίου και την Βόρεια Ήπειρο. Τελικώς, οι δυνάμεις της Entente απαίτησαν την αποχώρηση των ελληνικών στρατευμάτων και παρεχώρησαν την Βόρεια Ήπειρο στο νεοσύστατο κράτος της Αλβανίας με αποτέλεσμα να στερηθεί ο από αιώνων ακραιφνής και ακμαίος Βορειοηπειρωτικός Ελληνισμός την εθνική ενσωμάτωσή του στην επικράτεια της μητέρας Ελλάδος.
Με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου διπλασιάστηκε η γεωγραφική επικράτεια και ο πληθυσμός του Ελληνικού Κράτους, το οποίο έπειτα από αρκετές δεκαετίες επέτυχε σε μεγάλο βαθμό την εθνική εδαφική ολοκλήρωσή του παρά το γεγονός ότι ένα μεγάλο μέρος του ελληνισμού είτε παρέμενε ακόμη υπό τον τουρκικό ζυγό είτε είχε ενσωματωθεί στην επικράτεια άλλων όμορων εθνικών κρατών, όπως συνέβη με τον Ελληνισμό του Μοναστηρίου και της Βορείου Ηπείρου.
Το έπος των Βαλκανικών Πολέμων δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την μελλοντική πραγματοποίηση του ονείρου της «Μεγάλης Ιδέας» και την ενσωμάτωση του αλύτρωτου ελληνισμού στην επικράτεια της «Μεγάλης Ελλάδος». Η εθνική εποποιία των νικηφόρων Βαλκανικών Πολέμων απέδειξε με απόλυτο ρεαλισμό ότι η έμπρακτη και αρραγής εθνική ενότητα αρχόντων και αρχομένων, κλήρου και λαού, ελληνικού στρατού και ελληνικού στόλου, κατά τις κρίσιμες ώρες του εθνικού αγώνος έδωσαν σάρκα και οστά στην από αιώνων κυοφορούμενη μέσα στις καρδιές των υποδούλων και αλύτρωτων Ελλήνων «Μεγάλη Ιδέα» με την εθνική παλιγγενεσία της Ηπείρου, της Μακεδονίας και των νήσων του Αιγαίου Πελάγους.
Ο Βασιλεύς των Ελλήνων Κωνσταντίνος, μετά την υπογραφή της Συνθήκης του Βουκουρεστίου, ευρισκόμενος στο Λιβούνοβο απέστειλε την υπό ημερομηνία 26 Ιουλίου 1913 τελευταία «Διαταγή» του «Προς τον Στρατόν και τον Στόλον», στην οποία εν είδει διαγγέλματος μεταξύ άλλων ανέφερε: «Αξιωματικοί, Υπαξιωματικοί, Στρατιώται και Ναύται, Σεις είσθε οι εργάται της μεγαλυνθείσης ταύτης Νέας Ελλάδος. Το αίμα σας, οι κόποι σας, οι αγώνες σας, αι στερήσεις σας, η ανδρεία σας και η καρτερία σας έκαμαν την πατρίδα μας μεγάλην. Όχι δε μόνον μεγάλην, αλλά και τιμημένην και σεβαστήν και ένδοξον εις όλον τον κόσμον.
Λυπούμαι διότι πολλοί, πάμπολλοι, από τους ανδρείους μαχητάς Μου δεν θα ακούσωσι τους λόγους Μου τούτους, αλλά το αίμά των δεν εχύθη επί ματαίω. Αιωνία η μνήμη των πεσόντων ηρώων μας. Εις σας δε τους επιζώντας εκφράζω τον θαυμασμόν Μου διά τα κατορθώματά σας και την υπερηφάνειάν Μου διότι ηγούμαι τοιούτου στρατού και τοιούτου στόλου. Διέταξα όπως μετάλλια δοθώσιν εις πάντας τους μετασχόντας των δύο πολέμων, αλλά υπέρ παν μετάλλιον και υπέρ πάσαν αμοιβήν είμαι βέβαιος ότι εις την καρδίαν εκάστου προέχει, ως αρίστη αμοιβή, το συναίσθημα ότι έκαμε την Ελλάδα Μεγάλην.
Αλλά το έργον μας δεν ετελείωσε. Πρέπει η Ελλάς να γείνη ισχυρά, ισχυροτάτη. Θα εργασθώ ανενδότως διά τον σκοπόν αυτόν. Όσοι μείνετε υπό τας σημαίας θα Με συντρέξητε με την αυτήν αφοσίωσιν, όπως και εις τα πεδία των μαχών.
Όσοι δε επιστρέψετε εις τον οίκον σας, μαζύ με το αίσθημα της υπερηφανείας διά τους θριάμβους σας, να μεταφέρητε και να διαδώσητε την άκαμπτον απόφασιν όλων μας να κάνωμεν Ελλάδα πολεμικώς ισχυροτάτην, σεβαστήν εις τους φίλους της και τρομεράν εις τους εχθρούς της. Ζήτω ο Ελληνικός Στρατός. Ζήτω ο Ελληνικός Στόλος. Κωνσταντίνος Β».

Επέτειος εθνικής Εκατονταετηρίδος ελευθέρας Ηπείρου, Μακεδονίας, Θράκης και νήσων του Αιγαίου Πελάγους. Επέτειος Ηρώων και Μαρτύρων, κληρικών και λαϊκών, επωνύμων και αγνώστων, μαρτυρικώς πεσόντων υπέρ πίστεως, πατρίδος και ελευθερίας. Ο δε τύμβος των ιερών αυτών οστέων, καθώς γράφει ο αοίδιμος και περισπούδαστος Μητροπολίτης Σερβίων και Κοζάνης Διονύσιος (Ψαριανός), «φυλάσσει της πατρίδος τα όρια και το τίμιον αίμα των αρδεύει της ελευθερίας ημών το δένδρον». Εκατονταετηρίδα εθνικής εποποιίας και επέτειος αιωνίου μνημοσύνης για όλους εκείνους που από τα χείλη τους όρκος βαρύς ακουγόταν, καθώς γράφει ο Κωστής Παλαμάς: «Ορκίζομαι σ’ Εσέ, τους Διγενείς, που γεννάς. Θα νικήσω ή θα πεθάνω». Και ενίκησαν…

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.