Εαλω η Πολις – Επαρθεν η Ρωμανια

Τα εθναρχικά προνόμια του Μωάμεθ Β΄ Πορθητού προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη Γεννάδιο Β΄ Σχολάριο

Γράφει ο θεολόγος-εκκλησιαστικός ιστορικός-νομικός, Ιωάννης Ελ. Σιδηράς

Το φθινόπωρο του 1448, όταν απεβίωσε ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Ιωάννης Η΄ Παλαιολόγος (Οκτώβριος), διάδοχός του ορίσθηκε ο αδελφός του Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος, Δεσπότης του Μορέως, ο οποίος εστέφθη στον Μυστρά (6 Ιανουαρίου) και έγινε δεκτός «παρά πάντων ασπασίως» στην Κωνσταντινούπολη. Από την άλλη πλευρά όταν απέθανε το φθινόπωρο του 1451 ο Τούρκος σουλτάνος Μουράτ Β΄, διάδοχός του ανεκηρύχθη στην Αδριανούπολη ο γιος του Μωάμεθ Β΄ ο λεγόμενος Πορθητής (1451-1481). Αυτός όταν ανήλθε στον θρόνο, ήταν ήδη κατειλημμένος από μια ακατάσχετη επιθυμία να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη. Μάλιστα, τόση ήταν η μανιώδης επιθυμία του να καταλάβει την Βασιλεύουσα των πόλεων, την Πόλη της Υπερμάχου κυρίας Θεοτόκου, που σύμφωνα με τη μαρτυρία βυζαντινού ιστορικού, ο Μωάμεθ «… οίκοι διάγων ουκ εδίδου ανάπαυσιν τοις βλεφάροις, αλλά και εν νυκτί και ημέρα την πάσαν φροντίδα της πόλεως είχε, πως αυτήν λάβοι, πως κύριος αυτής γένοιτο…».

Μελετώντας προσεκτικά το πέριξ της βασιλευούσης πεδίο, ο Μωάμεθ αναζητούσε τις συμβουλές ακόμη και Ελλήνων αυτομόλων, προκειμένου να οργανωθεί κατάλληλα για να επιτύχει την κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως.

Έτσι, την άνοιξη του 1452 ο Μωάμεθ έκανε το πρώτο βήμα του και κατασκεύασε ένα καινούργιο φρούριο στην ευρωπαϊκή πλευρά του Βοσπόρου, το οποίο εφοδίασε με κανόνι για να διακόψει από ξηράς και θαλάσσης κάθε είδους βοήθεια προς την Βασιλεύουσα. Οι βυζαντινοί ενίσχυαν τα χερσαία και θαλάσσια τείχη τους, έσκαβαν τάφρους, επιδιόρθωναν τους πύργους και ήταν έτοιμοι να αποθάνουν για την πόλη του Θεού, την πόλη της Παναγίας μας.

Στις 2 Απριλίου 1453 οι Βυζαντινοί έκλεισαν με την τεράστια αλυσίδα τους την είσοδο του Κερατίου κόλπου, με την οποία εμπόδιζαν τα πλοία του Μωάμεθ να εισέλθουν στο εσωτερικό του Βοσπόρου και να πλησιάζουν βομβαρδίζοντας τα τείχη της Πόλεως. Τελικώς στις 5-7 Απριλίου 1453 άρχισε η πολιορκία της Κωνσταντινουπόλεως και η επίθεση του πεζικού και του πυροβολικού του Μωάμεθ, ο οποίος διέθετε άνω των 150.000 στρατό, ενώ οι βυζαντινοί μόνο 4.000 ή 5.000 υπερασπιστές.

Ο Μωάμεθ είχε επίσης στη διάθεσή του το πρώτο πραγματικό πυροβολικό στην ιστορία, ένα βαρύ πυροβόλο από έναν Ούγγρο αποστάτη, τον Ουρβανό, με το οποίο εβομβάρδιζε συνεχώς τα τείχη της πόλεως. Με το στρατήγημα της μεταφοράς τουρκικών πλοίων επάνω από την ξηρά κατόρθωσε να ακινητοποιήσει τον ελληνικό στόλο στο Κωνσταντινοπολίτικο λιμάνι του Κερατίου Κόλπου, πίσω από την μεγάλη αμυντική αλυσίδα που ήταν δεμένη κατά πλάτος του στομίου του λιμανιού. Ο βομβαρδισμός ήταν συνεχής και ανηλεής και είχε εξαντλήσει τους υπερασπιστές της Πόλεως, οι οποίοι έσπευδαν κάθε νύχτα να επισκευάζουν τις βλάβες των τειχών.

Κατά την 21η Μαΐου, εορτή των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, ο Μωάμεθ απέστειλε στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Παλαιολόγο πρέσβεις με την πρότασή του να του παραδώσει την Πόλη με αντάλλαγμα την ελευθερία και την περιουσία του ιδίου και των αρχόντων του. Ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος απέρριψε αμέσως την πρόταση του Μωάμεθ και του έδωσε μια απάντηση η οποία εγράφη με χρυσά γράμματα, όχι μόνο στην ελληνική αλλά και στην παγκόσμια ιστορία. Η απάντηση του αυτοκράτορα ήταν η εξής: «Το δε την πόλιν σοι δούναι ούτ’ εμόν εστί ούτ’ άλλου των κατοικούντων εν ταύτη. Κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών».

Το διήμερο 25-26 Μαϊου συνέβησαν διάφορα εντυπωσιακά δυσοίωνα: Η πάνλευκος νεφέλη, η οποία από της πρώτης ημέρας της πολιορκίας εκάλυπτε ολόκληρη την πόλη, είχε πια εξαφανισθεί. Αλλά και κατά την λιτάνευσή της έπεσε στο έδαφος η εικόνα της Παναγίας «… και τούτο παρά δόξαν γεγονός φρίκην τε πολλήν και αγωνίαν μεγίστην και φόβος πάσιν ενέβαλεν. Επί πλέον την ίδια ημέρα ξέσπασε μεγάλη νεροποντή με βροντές, αστραπές και χαλάζι, ενώ την επομένη «…νέφος βαθύ την πόλιν πάσαν περιεκάλυψε από πρωίας βαθείας έως εσπέρας…».

Όταν ο Μωάμεθ διέταξε γενική επίθεση των στρατευμάτων του εναντίον των υπερασπιστών της πόλεως, μια ημέρα πριν από την κατάληψή της, οι Έλληνες αναμένοντας την επίθεση, την νύκτα πριν από το θάνατο της πρωτεύουσάς τους, συγκεντρώθηκαν στο ναό της Του Θεού Σοφίας, της Μεγάλης Εκκλησίας, για την τελευταία Θεία λειτουργία. Ήταν η τελευταία χριστιανική λειτουργία στην ωραιότερη καθεδρική εκκλησία της Χριστιανοσύνης, «μια νεκρώσιμη λειτουργία προ της τελευταίας αγωνίας της αυτοκρατορίας», όπως την εχαρακτήρισε ένας ιστορικός. Ο δε βυζαντινός ιστορικός Σφραντζής έγραφε αργότερα ότι «ακόμη και ένας άνθρωπος από πέτρα δεν θα μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά του εκείνη τη νύκτα». Ο αυτοκράτωρ ζήτησε συγχώρεση των χριστιανών, εκοινώνησε των αχράντων μυστηρίων, τους ασπάσθηκε όλους και κατευθύνθηκε προς τα τείχη.

Η τελική γενική επίθεση των Οθωμανών άρχισε στις τρεις τη νύκτα, ενώ κατ’ άλλους στην μία μετά τα μεσάνυχτα, δηλαδή στις 7 το πρωί κατά το σημερινό ημερολόγιο, της Τρίτης 29 Μαΐου 1453. Ο κύριος στόχος ήταν η Πύλη του Αγίου Ρωμανού, αλλά οι υπερασπιστές της Πόλεως, είχαν καταφέρει ν’ αποκρούσουν τις επιθέσεις. Τελικώς, ο Μωάμεθ με τους πολεμιστές του όρμησε στην εξασθενημένη πύλη και εισήλθαν από την Κερκόπορτα και την πύλη του Χαρισίου. Σύμφωνα δε με κάποιες ανεπιβεβαίωτες μαρτυρίες αναφέρεται ότι εκείνοι που άνοιξαν την Κερκόπορτα ήταν Εβραίοι, οι οποίοι ζούσαν εντός των τειχών της πόλεως.

Την στιγμή της εισόδου των Οθωμανών στην πόλη ο αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος ΙΑ΄ ο Παλαιολόγος απέθανε πολεμώντας αλλά το σώμα του δεν ανευρέθηκε ποτέ. Έτσι εγεννήθη από το λαό και ο μύθος του μαρμαρωμένου Βασιλέως που θα αναστηθεί κάποτε, η διακοπείσα θεία λειτουργία θα συνεχισθεί, εκείνος θα κοινωνήσει των αχράντων μυστηρίων και θα απελευθερώσει και πάλι την πόλη του.

Όταν οι Οθωμανοί εισήλθαν στην Βασιλεύουσα επεκράτησε πανικός, λεηλασίες, αγριότητα, βιαιοπραγίες, σφαγές, καταστροφές. Οι Οθωμανοί επί τρεις ημέρες, σύμφωνα με την υπόσχεση που τους είχε δώσει ο κατακτητής Μωάμεθ, λεηλατούσαν και συγκέντρωναν λάφυρα. Όλες οι εκκλησίες εσυλήθησαν, ιερές εικόνες εκάησαν και πολλά πολύτιμα αρχαία ελληνικά χειρόγραφα και έγγραφα κατεστράφησαν. Στη συνέχεια ο Μωάμεθ διέταξε επίσημα την διακοπή των βιαιοπραγιών και εισήλθε έφιππος στον ιερό Ναό της Του Θεού Σοφίας, όπου προσευχήθηκε στον Αλλάχ, ευχαριστώντας τον για την νίκη του. Διέταξε να επιχρισθούν όλα τα ψηφιδωτά και οι τοιχογραφίες και μετέτρεψε την Εκκλησία – Σύμβολο της χριστιανοσύνης σε τέμενος.

Όταν όμως ο Μωάμεθ άρχισε να περπατά στους δρόμους της πάλαι ποτέ ενδόξου Κωνσταντινουπόλεως αντίκρυσε την ερημιά, την καταστροφή και το θάνατο. Αποφάσισε λοιπόν να αναστήσει την πόλη και έδωσε διαταγή να εξέλθουν από τις κρυψώνες τους οι ολίγοι εναπομείναντες Έλληνες τους οποίους με απόφασή του δεν επρόκειτο να τους βλάψει κανένας από το στρατό του. Γνωρίζοντας ο ίδιος την προσωπικότητα, το ήθος και τη μόρφωση του Γενναδίου Σχολαρίου, αποφάσισε να τον καλέσει στην Κωνσταντινούπολη για να εκλεγεί Πατριάρχης. Ο Μωάμεθ πίστευε ορθά ότι η εκλογή Πατριάρχου θα έδινε θάρρος στους Έλληνες να επαναπατρισθούν και να επανεγκατασταθούν στην Κωνσταντινούπολη.

Επίσης, στην «Πατριαρχική ιστορία» αναφέρεται ότι, όταν ο Σουλτάνος Μωάμεθ ο Β΄ εισήλθε ως κατακτητής και θριαμβευτής στην Πόλη, μη γνωρίζοντας ότι δεν υπήρχε Πατριάρχης στην Κωνσταντινούπολη, απόρησε και εκνευρίσθη επειδή ο Πατριάρχης δεν τον υποδέχθηκε και δεν τον προσκύνησε ως Βασιλέα. Όταν όμως πληροφορήθηκε ότι ο πατριαρχικός θρόνος της Κωνσταντινουπόλεως εχήρευε, είπε στους προύχοντες και τους κληρικούς της Πόλεως να εκλέξουν αμέσως Πατριάρχη.

Ο Γεννάδιος, όπως αναφέρουν οι πηγές, την επομένη ημέρα της αλώσεως, συνελήφθη και μεταφέρθηκε ως αιχμάλωτος στην Αδρανούπολη όπου ετέθη στην υπηρεσία ενός πλουσίου Οθωμανού ο οποίος τον εκτιμούσε πολύ. Επειδή όμως ο Πορθητής είχε πληροφορηθεί για το μεγαλείο του Γενναδίου, ήθελε διακαώς να τον εγνωρίσει και γι’ αυτό όρισε απεσταλμένους για να τον εντοπίσουν. Εκείνοι τον ανεκάλυψαν, τον απελευθέρωσαν και τον παρουσίασαν στον Σουλτάνο. Όταν ο νεαρός Σουλτάνος, ήταν μόλις 23 ετών, συνάντησε τον Γεννάδιο και συνομίλησε μαζί του, εθαύμασε την σοφία, την σύνεση, τις γνώσεις και τις αρετές του ανδρός. Δια τούτο ο Μωάμεθ «…τιμά δε και δώροις αυτόν (τον Γεννάδιον) φιλοτίμοις τε και εντίμοις…»

Ο Γεννάδιος, ο οποίος τα προηγούμενα έτη είχε καρεί μοναχός, εξελέγη Πατριάρχης στον Ιερό Ναό των Δώδεκα Αποστόλων, αφού βεβαίως είχε προηγηθεί η αθρόα εις τους τρεις βαθμούς της Ιερωσύνης χειροτονία αυτού. Μετά, λοιπόν, από τη χειροτονία, οι αρχιερείς, οι κληρικοί και οι τα πρώτα φέροντες Έλληνες άρχοντες, ύστερα από πρόσκληση του Σουλτάνου, συνόδευσαν τον νέο Πατριάρχη στα ανάκτορα. Εκεί ο Σουλτάνος τον υπεδέχθη με τιμές, συνομίλησε μαζί του και όταν επρόκειτο ν’ αναχωρήσει ο Γεννάδιος, ο Μωάμεθ του έδωσε ως δώρο μια ράβδο. Μάλιστα, τον συνόδευσε μέχρι την αυλή και διέταξε να συνοδεύσουν τον Γεννάδιο οι άρχοντες των ανακτόρων του. Τα δε λόγια που είπε ο Μωάμεθ στον Πατριάρχη Γεννάδιο ήταν τα εξής: «Πατριάρχευε επ’ ευτυχία και έχε την φιλίαν ημών, εν οις θέλεις, έχων πάντα τα σα προνόμια, ως και οι προ σου Πατριάρχαι είχον. Έχε δε και τον ναόν των Αγίων Αποστόλων εις κατοικίαν σην…»

Τα δε θρησκευτικά, διοικητικά και δικαστικά προνόμια που παρεχώρησε ο Σουλτάνος Μωάμεθ Β΄ Πορθητής στον Πατριάρχη Γεννάδιο Σχολάριο, ήταν τα παρακάτω:
1) Αναγνωρίσθηκε ο Πατριαρχικός θρόνος της Κωνσταντινουπόλεως
2) Οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, χωρίς διάκριση καταγωγής, εθεωρήθηκαν «έθνος» (millet), με την θρησκευτική έννοια, και ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως εθεωρήθη ως «εθνάρχης – Γενάρχης» (millet basi), δηλαδή αρχηγός της θρησκευτικής αυτής κοινότητος με πολιτική όμως διάσταση.
3) Αναγνωρίσθηκε η θρησκευτική ελευθερία των χριστιανών, καθώς και η διατήρηση των ηθών και των εθίμων τους.
4) Η θρησκευτική κοινότητα των Ρωμιών είχε αυτονομία όχι μόνο στον θρησκευτικό τομέα, αλλά και στον οικογενειακό, στον κοινωνικό και στον εκπαιδευτικό.
5) Η δικαιοδοσία του Πατριάρχου επεκτεινόταν τώρα, όχι μόνον επί των εκκλησιαστικών ή πνευματικών ζητημάτων, αλλά και επί των διοικητικών και δικαστικών. Είχε στη δικαιοδοσία του τα θέματα των γάμων, των διαζυγίων, των κληρονομιών και κληροδοτημάτων. Δίκαζε τους κληρικούς και τους λαϊκούς και διατηρούσε φυλακές.
6) Ο Πατριάρχης και οι αρχιερείς ήταν απαλλαγμένοι από φόρους.
7) Ο Πατριάρχης είχε το δικαίωμα να φορολογεί τους λαϊκούς και κληρικούς.
8) Ο Οικουμενικός Πατριάρχης ήταν υπεύθυνος έναντι της Υψηλής Πύλης για τους Ορθόδοξους Χριστιανούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και αντιπροσώπευε στην Υψηλή Πύλη και τους άλλους Ορθόδοξους Πατριάρχες της Ανατολής οι οποίοι ήταν υπόδουλοι του Σουλτάνου, δηλαδή τους Πατριάρχες Αντιοχείας, Αλεξάνδρειας και Ιεροσολύμων
9) Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως φρόντιζε μέσω των κληρικών για την ησυχία και την τάξη των Ορθόδοξων Χριστιανών.
10) Η Εκκλησία είχε την ανέγερση, την επισκευή, την επίβλεψη και την συντήρηση των εκκλησιών και των μοναστηριών.
11) Η Εκκλησία είχε το δικαίωμα να ιδρύει, να διατηρεί και να διοικεί, χωρίς ξένες παρεμβάσεις, δικά της δημόσια εκπαιδευτήρια για την μόρφωση και την εκπαίδευση των χριστιανοπαίδων, καθώς επίσης και φιλανθρωπικά ιδρύματα (νοσοκομεία, ορφανοτροφεία, γηροκομεία κ.ά) για τις κοινωνικές ανάγκες των Χριστιανών.

Υπ’ αυτές λοιπόν τις συνθήκες άρχισε για το γένος και το Οικουμενικό Πατριαρχείο μια νέα ιστορική πορεία μέσα στα όρια ενός αλλόθρησκου και αλλογενούς κράτους. Βέβαια, τα παραπάνω προνόμια τα οποία εδόθησαν από τον Πορθητή και ήταν καθοριστικής σημασίας και για την Εκκλησία και για το γένος παραβιάστησαν πολλές φορές από τους διαδόχους του σουλτάνους. Παρ’ όλα ταύτα, όσο αποθαρρυντικές και εξαντλητικές και αν ήταν οι παραβιάσεις αυτές, ωστόσο δεν φαίνεται να αποσκοπούσαν τουλάχιστον άμεσα στην ριζική κατάλυση, εκτός από μεμονωμένες μια – δυο περιπτώσεις, της θρησκευτικής ελευθερίας και της Εκκλησίας Κωνταντινουπόλεως ως θρησκευτικού κέντρου και ως οργανωμένου διοικητικού συστήματος. Έτσι, το Οικουμενικό Πατριαρχείο συνέχισε την πορεία, την ιστορία, το έργο και την Οικουμενική αποστολή του μέσα βέβαια από αντίξοες και επικίνδυνες καταστάσεις, που όμως με την βοήθεια του Θεού κατάφερνε να ξεπερνά τους σκοπέλους του ιστορικού γίγνεσθαι εντός της καταπιεστικής μουσουλμανικής – οθωμανικής διακυβερνήσεως. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο ως «Κιβωτός» έσωσε το γένος, την ρωμιοσύνη, την Ορθοδοξία.

 

Εφέτος ήδη συμπληρώθηκαν 558 έτη από της αποφράδος εκείνης ημέρας, της 29ης Μαΐου 1453, όταν επάτησε το μιαρό πόδι του χριστομάχου Μωάμεθ Β΄ Πορθητού την Αγία Πόλη της Θεοτόκου και δυστυχώς μέχρι και σήμερα το Οικουμενικό μας Πατριαρχείο, Η Μητέρα Εκκλησία πασών των Ορθοδόξων Εκκλησιών, βρίσκεται υπό καθεστώς καταπιεστικό. Εμείς δεν λησμονούμε, δεν πρέπει να λησμονούμε .

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.