Χειμωνιατικα βραδια στη Μεσσουνη του πενηντα

Όταν έπιανε ο χειμώνας στη Μεσσούνη και σταματούσαν οι δουλειές στα χωράφια, οι ώρες της νύχτας ήταν ατελείωτες, γι΄ αυτό οι μικροσυνάξεις γειτόνων, φίλων και συγγενών στα σπίτια, μετά το ηλιοβασίλεμα, προσκαλεσμένοι ή συνήθως απρόσκλητοι, ήταν τακτική συνήθεια.
 
Οι σοβαρές συζητήσεις των ανδρών, με κρασάκι από τις κάβες που είχαν όλα τα σπίτια, τα κουτσομπολιά των γυναικών, που συνήθως δούλευαν και κάποιο εργόχειρο με το λιγοστό φως της γκαζόλαμπας, ήταν ευχάριστα διαλείμματα στην κρύα και μονότονη χειμωνιάτικη καθημερινότητα.
 
Ένα τέτοιουβράδ, η λέλιου (θεία), Παναϊώτινα, η μπάμπω (μαμή) του χωριού, είπι στους άντρα τ΄ς
 
-Παναϊώτη, μας φώναξι η Πασχάλνα να πάμιπόψι του βράδ στου σπίτς να χουρατέψουμι, να πιράσι η βραδιά.
 
Νουρίς νουρίς τάισαν τ΄ αρνίθια, του γρούν, που κόμα δεν τόσφαξαν, η νταής η Παναϊώτς ξιάρσι του μαντρί, πότσισ΄ιούαδις, σ΄τάισι, σ΄άρμιξι, σάλτσι λίγου κι του μουσχάρι να βιζάξ, έσβισι κι του καντήλ στου ντάμ, ξέπλινι μι λίγου νιαρό τα χέρια τ, καθάρσι τα λαστιχένια τ΄τα παπούτσια, έφαουαν φασούλια μι τ΄ναρμιά κι κίνσανιά του σπίττ΄ίτουνατ΄ς τ΄Πασχάλη, βαστούντας ατα χέρια, η νταής η Παναϊώτς του κιχριμπαρένιουτ΄του κουμπουλόι και η Παναϊώτινα, του κουβάρι, σ΄βιλόνες και το μισουφκιασμένουτσιαράπ.
 
Καλισπέρσαν σ΄ ιτών, η σόμπα έκιει,  κ΄ έκατσαν απάνσ΄ν ψάθα, οι άντρις στα σκαμνούδια κι οι υναίκις στα μαξιλαρούδια.
Έφερι η Πασχάλνα νιά κανάτα κρασί κι δυο μαστραπούδια, πήρι τ΄ ρόκατς κι δυο τρεις τούπιςμαλί, κ΄ αρχίνσαν του μουχαμπέτ.
 
Είπαν ιά τουνκιρό, που έκαμνειπουλύ κρυάδα, είπαν για του κρασί που φέτους ήταν πουλύ κι καουό, ιάτουν αστυνόμου που έβγαλι νόμου να κάψν τα τσιαλιά απού σ΄αυλές κι να βάλν σύρματα, είπαν ότι η χουρουφύλακας γράφτιιά σ΄κουπριές αμάπουλί ώρα μασάλι ψανιάτ΄φασαρίαστουν άου του μαχαουά. Να ντέ, πιόςέφτιγι, η πατέρας ή η ιός, η πιθιρά ή η νύφ. Να ντε, πουδάρθκαν η Ιάντσιους μι του ιό τ  του Δήμου, κι ύστερα η Δήμους έφκια πού του σπίτ κι τώρα κοιμούντι στου Γκόγκου, τουν πιθιρό τ.
 
Είπαν αυτά κ΄ άουαπουά, η σόμπα έκιει, ήπιαν οι άντρεις λίγου κρασί, αμά λίγου λίγου η νταής η Πασχάλς, ακούμσει, σ΄γουνία, στου ντουβάρ, βάισι του κιφάλκι αρχίνσει να ζυάζ. Κι η λέλιου η Πασχάλνα, απόμκιμι τ΄ρόκασ΄μέσ, μι του ένα του χέρ στου δράχτ κι τ΄άου στου ράμα, ζύγιασι λίγου, έκλισι τα μάτια, κατέβασι του κιφάλ μπρουστά κι που λίγου-που λίγου ακούμσι τα χέρια τςσ΄νπιστίρκα,σταμάτσι να γνέθ. Πουκοιμίθκαν, που λίγου που λίγου κι οι δυο, ρουχάλζανχεμ.
Κοιτάθκαν, ξανακοιτάχταν η Παναϊώτς και η υναίκα τ, μπίτσι του κρασί, μπίτσι του κουβάρ, ίγκαν τα τσιαράπια, έσβισι η σόμπα, σκώθκαν κι μι του ουσούλ, άνξαντ΄ν πόρτα κι έφκανιά του σπίτς.
 
Τ΄ν άλλη τ΄μέρα, σαμπάλια σαμπάλια, η νταής η Παναϊώτς, έβγαλι τα ιουάδια να τα πάει στου ιουαδάρ, που τα μάζουνι μπρουστά σ΄Ιανάκ του πηγάδ, είδιαπού του παραθύρ τ΄ λάμπα να καίει, τουν νταή τουνΠασχάλ στου σκαμνί, νταϊακουμένου σ΄ γουνία, τ΄ λέλιου Πασχάλνα, μι τ΄ρόκα στου ζνάρ, μι τα χέρια σ΄νπιστίρκα, μι κατεβασμένου του κιφάλμπρουστά, οι τούπις του μαλίσ΄ν ψάθα, να κοιμούντι, όπως σ΄αύκαν..
Άνξειτ΄ν πόρτα η Παναϊώτς, κι φώναξι:
-Άϊντι ε Πασάλ, άϊντι, ξημέρουσι.
-Α καουάΠαναϊώτ, είπι μες στου καουότουν ύπνου τ΄ η Πασχάλς. Δα φύβγτι, άϊντικαλνύχτα,μεις δα κοιμθούμι. Ηλέλιου η Πασχάλνα ούτι κουνίθκι.
Άϊντι, άϊντιιιιιιι!!!!! είπι η νταής η Παναϊώτς, κι σ΄άφκι να χουρτασ΄ντουνύπνουτς.
 
Για αυτούς που δεν είναι μυημένοι στο Μεσσουνιώτικο-Σιναπλιώτικο γλωσσάρι, ακολουθεί πιστή ερμηνεία του παραπάνω κειμένου.
 
Ένα τέτοιο βράδυ, η Παναγιώταινα (γυναίκα του Παναγιώτη), η μαμή του χωριού, είπε στον άντρα της.
-Παναγιώτη, μας κάλεσε η Πασχάλαινα (γυναίκα του Πασχάλη), να πάμε απόψε στο σπίτι τους, να κουβεντιάσουμε, να περάσει η βραδιά.
 
Νωρίς, νωρίς τάισαν τις κότες, το γουρούνι, που ακόμα δεν το έσφαξαν, ο θείος Παναγιώτης καθάρισε το μαντρί, πότισε τις αγελάδες, της άρμεξε, άφησε ελεύθερο για λίγο το μοσχάρι να βυζάξει, έσβησε και το καντήλι στο μαντρί, ξέπλυνε με λίγο νερό τα χέρια του, καθάρισε τα λαστιχένια του παπούτσια, έφαγαν φασόλια με τουρσί και κίνησαν για το σπίτι του γείτονά τους του Πασχάλη, κρατώντας στα χέρια, ο θείος ο Παναγιώτης το κεχριμπαρένιο κομπολόι του και η θεία Παναγιώταινα, το κουβάρι, τις βελόνες και τη μισοτελειωμένη κάλτσα.
Καλησπέρισαν τους γειτόνους, η σόμπα άναβε και κάθισαν πάνω στο ψάθινο χαλί, οι άνδρες στα σκαμνάκια και οι γυναίκες στα μαξιλαράκια.
Έφερε η Πασχάλαινα μια κανάτα με κρασί και δύο τσίγκινα ποτήρια, πήρε τη ρόκα της και δυο τρεις τούφες μαλί και άρχισαν τη συζήτηση.
 
Είπαν για τον καιρό, που έκανε πολύ κρύο, είπαν για το κρασί, που φέτος είναι πολύ και καλό, για τον αστυνόμο που έβγαλε διαταγή να κάψουν τα τσαλιά από τους αυλόγυρους και να τα αντικαταστήσουν με σύρματα, είπαν ότι ο χωροφύλακας γράφει για τις κοπριές, αλλά πιο πολύ ώρα συζήτησαν για τη φασαρία που έγινε στον άλλο μαχαλά. Ποιος φταίει, ο πατέρας ή ο γιος, η πεθερά ή η νύφη και δάρθηκαν ο Γιάννης με το Δήμο και ύστερα ο Δήμος έφυγε από το σπίτι και τώρα μένει στου Γιώργη του πεθερού του.
 
Είπαν αυτά και άλλα πολλά, η σόμπα άναβε, ήπιαν οι άνδρες λίγο κρασί, αλλά σιγά σιγά ο θείος ο Πασχάλης ακούμπησε στον τοίχο, έγειρε το κεφάλι και άρχιζε να ζυγιάζει, και η θεία Πασχάλαινα, έμεινε με τη ρόκα στη μέση, με το ένα το χέρι στο αδράχτι και το άλλο στην κλωστή, έκλισε τα μάτια, κατέβασε μπροστά το κεφάλι και αργά-αργά ακούμπησε τα χέρια της στην ποδιά, σταμάτησε να γνέθει.. Αποκοιμήθηκαν, σιγά σιγά και οι δύο, άρχισαν να ροχαλίζουν κιόλας.
 
Κοιτάχτηκαν, ξανακοιτάχτηκαν ο Παναγιώτης και η γυναίκα του, τελείωσε το κρασί, τελείωσε το κουβάρι, έγιναν οι κάλτσες, έσβησε η σόμπα. Πολύ προσεκτικά, μην κάνουν θόρυβο, άνοιξαν την πόρτα και έφυγαν για το σπίτι τους.
 
Την άλλη την ημέρα, πρωί-πρωί, ο θείος Παναγιώτης έβγαλε τις αγελάδες να τις στείλει στον αγελαδάρη, που μάζευε την αγέλη στο πηγάδι του Γιαννάκη, είδε από το παράθυρο την λάμπα να καίει, τον θείο Πασχάλη στο σκαμνί, ακουμπισμένο στην γωνία, τη θεία Πασχάλαινα με τη ρόκα στο ζωνάρι, με τα χέρια στην ποδιά, με γερμένο το κεφάλι, οι φούντες το μαλί στην ψάθα  να κοιμούνται, όπως τους είχαν αφήσει.
 
Άνοιξε την πόρτα ο Παναγιώτης και φώναξε:
Άιντε βρε Πασχάλη, ξημέρωσε.
-Α!!! καλά Παναγιώτη, είπε μέσα στο καλό τον ύπνο ο Πασχάλης, θα φύγετε, άιντε καληνύχτα, εμείς θα κοιμηθούμε. Η θεία Πασχάλαινα ούτε κουνήθηκε.
Άιντε, άιντε! είπε ο θείος Παναγιώτης και τους άφησε να χορτάσουν τον ύπνο τους.
 
Νοέμβριος 2019
 
Σημείωση: Στη φωτογραφία, η πάππους η Ντραγκάνς, (Πασχάλης Δημητρίου Δραγανίδης) γεννημένος το 1886 στο Σιναπλή, έξυπνος, ευθαλής,  ωραίος, καλοσυνάτος, προοδευτικός, κάτω από την ακακία, μπροστά στο καφενείο που διατηρούσε μέχρι τα βαθιά του γεράματα, όπου είναι γραμμένες κάποιες από τις ωραιότερες ιστορίες της Μεσσούνης.
 
 

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.