Μπολικη η µπριγιαντινη στο µαλλι αλλα πολλες κι οι προβες για τα τρανα Χριστουγεννα

Του Απόστολου Μουζαλιώτη*

Στα χρόνια τα δικά µας —µισόν αιώνα πριν δηλαδή— µόλις βγάζαµε το δηµοτικό σχολείο, αφήναµε µακρύ µαλλί από το άχτι που είχαµε που µας κουρεύανε µε την ψιλή µηχανή τη χειροκίνητη, που πολλές φορές «τραβούσε» κιόλας. Και το χτένισµα ήταν προς τα πίσω, και  µπόλικη η µπριγιαντίνη για να γυαλίζει το µαλλί. Η ηλικία που βγάζαµε το δηµοτικό κυµαινόταν από 12 έως 16 χρονών. Με λίγα λόγια βιαζόµασταν να µεγαλώσουµε και να µπούµε νωρίς στα βάσανα της ζωής. Πρώτος µας στόχος και σκοπός να δείξουµε ότι µεγαλώσαµε και ο πιο πειστικός τρόπος γι’ αυτό ν’ αρχίσουµε να καπνίζουµε. Κυρίως όµως, να πάρουµε το µατραφά και να πάµε να οργώσουµε µόνοι µας, και στον δρόµο µε περηφάνια να τραγουδάµε το τραγούδι «Πατέρα, ξεκουράσου, τώρα δουλεύουνε για σένα τα παιδιά σου…».

Όσοι δεν συνέχιζαν «τα γράµµατα», φρόντιζαν να πάνε τσιράκια σε ραφτάδες, µαραγκούς, τσαγκάρηδες, οικοδόµους κ.λπ. Αρκετοί ήταν κι εκείνοι που πήγαιναν στους κτηνοτρόφους, είτε να κουβαλάνε το γάλα στο χωριό απ’ το µαντρί, είτε να «χαϊντάνε». Κι όλα αυτά για να βγαίνει το χαρτζιλίκι. Οι δουλειές αυτές ήταν όµως εποχιακές και συνήθως τελείωναν τον Άη-Δηµήτρη. 

Οµάδες και δραγουµάνος 

Αφού περνούσε αυτή η γιορτή, οι νέοι µαζεύονταν για να µάθουν «τα τρανά Χριστούγεννα». Πέρα από το τραγούδι για τη Γέννηση του Χριστού, που ήταν και πολύ µεγάλο, υπήρχαν και διάφορα άλλα, τα παινέµατα για τον αφέντη, την κυρά, για το µικρό, τη µικρή κ.λπ. Όσο για τον δραγουµάνο της παρέας, αυτός έπρεπε να ξέρει και να πει και τον «ντουγά».

Η παρέα αποτελούνταν από τέσσερα άτοµα και έναν αναπληρωµατικό. Αφού συγκεντρώνονταν όλοι σε κάποιο σπίτι, όριζαν τον δραγουµάνο. Ευθύνη του ήταν να µαζέψει το υλικό, ρωτώντας τους µεγαλύτερους σχετικά µε το τραγούδι που θα έλεγαν την παραµονή των Χριστουγέννων. Καθόταν, λοιπόν, κι έγραφε το τραγούδι που ήταν αρκετά µεγάλο και τα «παινέµατα», και τα έδινε στον καθένα χωριστά γραµµένα στο χαρτί. Τους έδινε φυσικά και αρκετά µεγάλο περιθώριο για να τα µάθουν.

Όταν τα µάθαιναν, άρχιζαν την πρόβα, τραγουδώντας δυο δυο από ένα στίχο εναλλάξ. Κι όσο πλησίαζαν οι µέρες, οι πρόβες γίνονταν πιο εντατικές. Αν υπήρχαν κι άλλες παρέες, τότε οι δραγουµάνοι µοίραζαν το χωριό αναλογικά. Την παραµονή γινόταν η τελευταία πρόβα και µόλις σουρούπωνε ξεκινούσε η παρέα να «τα λέει» ώσπου να χτυπήσει τα χαράµατα η καµπάνα της εκκλησίας. 

Το τραγούδι του νοικοκύρη, του γιου και της κόρης, των τζορµπατζήδων

Με το που έφτανε η παρέα έξω από το σπίτι «ξυπνούσε» τον νοικοκύρη τραγουδώντας: 

Σήκω, σήκω, συ αφέντη,

κι αν κοιµάσαι σήκω απάνω,

έρχονται τα παλικάρια να σου πούνε

το τραγούδι πώς γεννιέται ο Χριστός µας.

Μόλις έµπαιναν µέσα στο σπίτι τα παλικάρια, άρχιζαν το τραγούδι του Χριστού:

Χριστούγεννα, Πρωτούγεννα,

Πρώτη γιορτή του χρόνου,

‘πόψε Χριστός γεννήθηκε

Κι ο κόσµος δεν το νιώθει….

Τελειώνοντας, αν ο νοικοκύρης είχε κανένα µικρό αγόρι, έλεγε να πούνε και γι’ αυτό. Κι η παρέα τραγουδούσε:

Μικρόν τον είχε η µάνα του, µικρό και κανακάρη

τον έλουζε, τον έπλενε και στο σχολείο τον στέλνει

και ο δάσκαλος τον έδερνε µε τη χρυσή τη βέργα 

και τον ρωτούσε ύστερα

—µικρέ µ’, πού ’ναι τα γράµµατα, µικρέ µ’, πού ’ναι ο νους σου;

—Τα γράµµατα είναι στο χαρτί κι ο νους µου  στην αγάπη

κι ο νους µου παραπέρασε πέρα

στις µαυροµάτες που έχουν το µάτι σα γυαλί,

το φρύδι σαν γαϊτάνι,

το µάτι, το µατόφυλλο σαν της ελιάς το φύλλο.

Αν υπήρχε και κοριτσάκι έλεγαν και γι’ αυτό:

—Μικρή, µικρή, µικρούτσικη, τι στέκεις στολισµένη;

Η µάνα µου µε στόλισε και στέκω στολισµένη.

—Η µάνα που σε στόλισε µεγάλες ευχές να ’χει

κι έκατσε και σε στόλισε Σαββάτο όλη µέρα

µε πράσινο, µε κόκκινο, µετάξι και γαλάζιο.

Αµάξι, σιδεράµαξο ζευγάρι κλουδουνάτο

τρεις ελαφίνες το ’σέρναν κι οι τρεις πολύ αντρουµένες

και τις ζεβλίτσες που ’σέρναν σπειρί µαργαριτάρι.

Να ζεις και να ‘σαι, λυγερή, πάντα τραγούδια να ’χεις

εµείς σε τραγουδήσαµε εφέτος και του χρόνου.

Στους τσορµπατζήδες του χωριού λέγαµε το εξής:

Δεν πρέπει σένα, αφέντη µου, σε τέτοιαν ώρα να ‘σαι,

µα ‘σένα πρέπει, αφέντη µου, καρέκλα διαµαντένια

για να ‘κουµπάς τη µέση σου τη µαργαριταρένια

και πάλι ξαναπρέπει σου καράβι ν’ αρµατώσεις

του καραβιού το άλµπουρο να το µαλαµατώσεις

που κοσκινίζεις τα φλουριά που δριµονίζεις τ’ άσπρα

κι από τα κοσκινίσµατα δώσ’ µας και µας καµπόσα

και µην µας δίνεις τα εκατό δώσ’ µας τα πεντακόσια.

Υπάρχουν και άλλα παινέµατα. Όταν τέλειωνε όλο το τραγούδι και τα παινέµατα, ο νοικοκύρης έδινε το µπαξίσι στα παλικάρια και ο δραγουµάνος µε τη σειρά του έλεγε τον «ντουγά» στο νοικοκύρη, και τα παλικάρια, βγαίνοντας από το σπίτι, τραγουδούσαν:

Απ’ αρχοντικό ξεβγήκαµε, σ’ αρχοντικό θα πάµε…

Μεγάλη πίκρα και απογοήτευση νιώθαµε όταν αρχίζαµε το τραγούδι και δεν µας ανοίγανε. Σ’ αυτούς… «ευχόµασταν» τα εξής:

Δεν πρέπει, συ αφέντη µου, σε τέτοιαν ώρα να ’σαι,

µόν’ σένα πρέπει, αφέντη µου, τουρβάς και δεκανίκι

να σε τραβούνε τα σκυλιά και πέντε-δέκα λύκοι…

Εκεί όµως που ο θυµός µας ξεχείλιζε ήταν όταν στο σπίτι υπεύθυνη να µας ανοίξει ήταν η νοικοκυρά που έκανε ότι δεν µας άκουγε, προς την οποία η δογανογλιώτικη παράδοση απεύθυνε, «στολίζοντάς» την, το εξής: 

Μαρή παλιάρκ’δα µαλλιαρή µε τα χονδρά ποδάρια 

αν έχεις κώλο από κρανιά έβγα στα παλικάρια. 

Να µη θαρρείς πως σε αγαπώ και ήρθα για να σε πάρω 

τσαρούχια µε χρειάστηκαν και ήρθα για να σε γδάρω.

Έφτανε η ώρα που χτύπαγε η καµπάνα. Κάναµε τον σταυρό µας, σταµατάγαµε και πηγαίναµε και κάναµε τη µοιρασιά. Οι εισπράξεις, για κείνο τον καιρό, για µας ήταν ένα ικανοποιητικό χαρτζιλίκι. Μετά απ’ αυτά, ετοιµαζόµασταν να τραγουδήσουµε τον «Άη-Γιάννη».

—Το παρόν κείμενο αποτελεί προδημοσίευση από το βιβλίο που σύντομα θα κυκλοφορήσει ο Απόστολος Μουζαλιώτης με τίτλο «Όσα είδα και όσα άκουσα στο χωριό μου, την Ξυλαγανή Ροδόπης – Με αφορμή την Επέτειο των 100 χρόνων από την εγκατάσταση των προσφύγων». 

*Ο Απόστολος Μουζαλιώτης γεννήθηκε στην Ξυλαγανή Ν. Ροδόπης στις 27/10/1949 από γονείς πρόσφυγες, με τη μητέρα του να κατάγεται από την Ανατολική Ρωμυλία και τον πατέρα του από την Ανατολική Θράκη. Αποφοίτησε από το Δημοτικό Σχολείο Ξυλαγανής, συνέχισε τις σπουδές του στο Γυμνάσιο της Κομοτηνής, τις οποίες και διέκοψε για να φοιτήσει στη Σχολή Οικοδόμων, από την οποία αποφοίτησε ως οικοδόμος, επάγγελμα το οποίο άσκησε σ’ όλη του τη ζωή. Σε όλη του τη ζωή επίσης κατέγραφε τους μύθους, τα παραμύθια, τα αινίγματα, τα τραγούδια και τις ιστορίες που του μετέφεραν οι καταγόμενοι, από την Ανατολική Ρωμυλία και την περιοχή του Καβακλή αλλά και από την Ανατολική Θράκη, πρόσφυγες κάτοικοι του βουλγαρόφωνου κυρίως, μέχρι το 1920, χωριού του. 

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.