Απωλεια ταυτοτητας

Short story

Ο Πασχάλης Κατσίκας, βιβλιοθηκονόμος του Τμήματος Ελληνικής Φιλολογίας του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης, έχει κατορθώσει να συνδέσει το όνομά του με την τέχνη του λόγου και την ικανότητά του να «κολυμπά» με μαεστρία στα κύματα των λέξεων. Δεινός «κολυμβητής» της λογοτεχνίας, έχει διακριθεί για τη δεξιοτεχνία του στη δημιουργία ποιημάτων υψηλής αισθητικής. Την περασμένη δε χρονιά πρόσθεσε στη λογοτεχνική του διαδρομή την πέμπτη ποιητική του συλλογή με τίτλο «Νήσος Κίρκη» (εκδ. Δρόμων), μια συλλογή που αποτυπώνει τη μοναδική του ικανότητα να εξερευνά τις αχαρτογράφητες περιοχές της γλώσσας και των συναισθημάτων.

Η λογοτεχνική του παρουσία, ωστόσο, δεν περιορίζεται αποκλειστικά στην ποίηση. Ο Πασχάλης Κατσίκας έχει επιδείξει το ταλέντο του και στον πεζό λόγο, δημοσιεύοντας διηγήματα που ξεχωρίζουν για την αφηγηματική τους ζωντάνια, την καυστικότητα και το διακριτικό τους χιούμορ. Τα κείμενά του, που δημοσιεύονται στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο, αλλά και σε λογοτεχνικές ανθολογίες, αποτελούν καθρέφτες της πραγματικότητας, αποκρυπτογραφώντας τις δυσκολίες των καιρών με ιδιαίτερο βλέμμα.

Με έντονη την επιρροή των «πατρίδων» του, της Κίρκης Έβρου και της Κομοτηνής, ο κ. Κατσίκας μετατρέπει κάθε του αφήγημα σε μια λογοτεχνική εμπειρία, που αναδεικνύει τη βαθιά του αγάπη για τη γλώσσα και την ανθρωποκεντρική του προσέγγιση.

Πασχάλης Κατσίκας λοιπόν, σπινθηροβόλος αφηγητής του παραλόγου και των παράδοξων της ελληνικής γραφειοκρατίας, που αντανακλάσεις τους, όπως παντού,   απαντώνται και στην Κομοτηνή, τον λογοτεχνικό του εδώ χώρο…   [Ν.Μ.]

Του Πέτρου και της Μαρίκας

Καλοκαίρι ήταν, ένα καλοκαίρι αναταραχής, με συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας κατά των νέων ταυτοτήτων, όπου παρίστατο πάντα ο Αρχιεπίσκοπος. Παρακολουθούσες τα γεγονότα από απόσταση. Αυτό που σε έτρωγε, βασικά, ήταν ότι τελείωνε η άδεια κι έπρεπε να γυρίσεις στο γραφείο. Έληξαν άδοξα οι διακοπές σου στην Κέρκυρα, που σχεδίαζες όλο τον χειμώνα. Κάπου μεταξύ των ξενοδοχείων, των ενοικιαζόμενων δωματίων και της αλλαγής συντρόφων κάθε βράδυ, έχασες το πολύτιμο έγγραφο. Ήξερες πως έπρεπε τώρα να αναλωθείς σε έναν κυκεώνα γραφειοκρατίας, σε μια Βαβέλ δημοσίων υπηρεσιών. Ανασκουμπώθηκες, οπλίστηκες με υπομονή –ήταν γεμάτες οι μπαταρίες αφού μόλις είχες επιστρέψει– και ξεκίνησες. Πρώτη στάση Αστυνομικό Μέγαρο Κομοτηνής, για να δηλωθεί η απώλεια ταυτότητας. Φράγκα δεν είχες, αλλά ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να παιχτεί με την πλαστοπροσωπία.

Ζήτησες πληροφορίες κάτω στην είσοδο, στον φρουρό, που σε πέρασε μια ψιλοανάκριση πριν σου πει: «2ος όροφος, γραφείο 3», με ένα ξινισμένο, υποτιμητικό υφάκι, του στυλ «μα πόσο βλαξ είστε, κύριε». Σε μια περίοδο που το θρησκευτικό φρόνιμα των Ελλήνων δεχόταν πλήγμα –όπως ανακοινώθηκε οι νέες ταυτότητες δεν θα ανέγραφαν πλέον ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ–, πας εσύ και χάνεις την παλιά ταυτότητα; Αυτή, από τα δεκαοκτώ, έδινε υπόσταση στην ύπαρξή σου: ύψος 1 μέτρο και 74 εκατοστά (παρά 1 πόντο 75), όριζε ποιος είσαι σε τούτη την πλάση: άρρεν, πρόσωπο ωοειδές, μάτια καστανά, δημότης Κομοτηνής και το κυριότερο όλων ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ!

Ανέβηκες από τις σκάλες. Ένιωθες το πουκάμισο να κολλάει στην ιδρωμένη πλάτη, σκούπισες το μέτωπο, σουλούπωσες το παντελόνι και χτύπησες την πόρτα. «Περάστε», ακούστηκε μια διαπεραστική φωνή, ούτε αντρική μα ούτε και γυναικεία. Εισήλθες διστακτικά προσπαθώντας να καμουφλάρεις την έκπληξη μπροστά στη γυναίκα αστυνομικό, που όρθια τακτοποιούσε φακέλους σ’ έναν φοριαμό με δεκάδες συρτάρια. Καταλάμβανε γύρω γύρω όλους τους τοίχους του τεράστιου δωματίου, ενώ στη μέση έστεκε ένα γραφείο με μία μόνο καρέκλα· για τον επισκέπτη τίποτα. Πάνω του ήταν όλα στοιχισμένα, έτοιμα να παρελάσουν. Δεν ήταν, ωστόσο, αυτό που σου προκάλεσε την έκπληξη, αλλά η σωματική διάπλαση της αξιωματικού. Κοντά στα δυο μέτρα με ώμους φαρδείς σαν παλαιστής, σφαιροβόλος ή τέλος πάντων αθλήτρια σε κάποιο από τα αθλήματα που μεγάλο ρόλο παίζει η μυϊκή μάζα. Το μαλλί κοντοκουρεμένο, αγορέ. Το πρόσωπο τραχύ με ευδιάκριτες γωνίες, μάτια κατάμαυρα, μικρά αναλογικά με την επιφάνεια του προσώπου και θεληματικό πηγούνι. «Τι θέλετε κύριε;», η φωνή στεντόρεια, κοφτή, σαν τα παραγγέλματα που σου έδινε ο λοχαγός στον στρατό. Στάθηκες προσοχή, ασυνείδητα, με τα χέρια κολλημένα στα πλευρά και ψέλλισες: «ξέρετε,…». «Όχι νεαρέ, δεν ξέρω!», ανταπάντησε. Κοκκίνισες, «έχασα την ταυτότητά μου».

Ακολούθησε ένας εξάψαλμος, εν είδει κηρύγματος-νουθεσίας, πριν σου δώσει οδηγίες για τις ενέργειες που έπρεπε να κάνεις για να αποκτήσεις νέο δελτίο. Το μόνο που συγκράτησες ήταν πως έπρεπε να απευθυνθείς στα ΚΕΠ. Όλα τα άλλα μπήκαν από τη μια και βγήκαν από την άλλη, όπως και με τον λοχαγό. Κατευθύνθηκες προς τη Νομαρχία. Μέσα σου ευχόσουν, και τα πέντε λεπτά που έκανες να φτάσεις, να μην πέσεις σε κανέναν «άριστο» υπάλληλο για να τελειώσεις γρήγορα.

Φευ! Με σιέλ μακρυμάνικο πουκάμισο –καλοκαιριάτικα– και μπλε παντελόνι, μαλλάκι καλοχτενισμένο με χωρίστρα και μπόλικο ζελέ, σου έδωσε με περίσσια τυπικότητα την αίτηση που έπρεπε να συμπληρώσεις. «Δεν θα έχουμε καλά ξεμπερδέματα…», σκέφτηκες και αγχώθηκες. Γρήγορα γρήγορα συμπλήρωσες όλα τα στοιχεία: ονοματεπώνυμο, πατρώνυμο, μητρώνυμο, αρ. ταυτότητας, διεύθυνση κατοικίας, υπογραφή και επέστρεψες στον γκισέ. «Μα τι κάνατε εκεί;», ήταν η πρώτη του κουβέντα. «Δεν έπρεπε να υπογράψετε! Πώς θα πιστοποιήσω, τώρα, το γνήσιο της υπογραφής; Πάρτε μια άλλη και ξεκινήστε από την αρχή. Θα υπογράψετε μπροστά μου». Το ρημάδι το ένστικτο, αυτό της πρώτης εντύπωσης, τις περισσότερες φορές είναι αλάνθαστο.

Συμπλήρωσες νευρικά τη δεύτερη αίτηση και επανήλθες. «Τώρα μάλιστα και τι ωραία γράμματα!», σε επιβράβευσε. «Υπογράψτε και δώστε μου την ταυτότητά σας για να πιστοποιήσω το γνήσιο». Κυριολεκτικά εδώ ταίριαζε η φράση «έμεινα μαλάκας», πήρες αυτή ακριβώς την έκφραση. «Μα κύριε, την ταυτότητά μου έχασα, γι’ αυτό καταθέτω αίτημα, για να εκδοθεί καινούρια». «Λυπάμαι πολύ», απάντησε, «δεν μπορώ να δεχτώ αίτηση χωρίς ταυτότητα» και στράφηκε αμέσως στον προϊστάμενο που καθόταν σε ένα απομονωμένο γραφείο μόλις δυο μέτρα πίσω του. Σίγουρα παρακολουθούσε τον διάλογο, γιατί πριν ακόμη τον συμβουλευτεί, εκείνος έδωσε τη λύση: «Μήπως έχετε διαβατήριο;».

Ουφ! Το χρώμα σου από βαθύ κόκκινο επανήλθε στο κανονικό του. Ευτυχώς στο σπίτι είχες διαβατήριο. Μικρό το κακό. Μια ταλαιπωρία δέκα λεπτά ποδαρόδρομος για να πας και δέκα για να επιστρέψεις στα ΚΕΠ, δεν άξιζε για να διαπληκτιστείς περαιτέρω. «Πετάγομαι να το φέρω», είπες και έφυγες σχεδόν τρέχοντας.

Μπήκες στο σπίτι φουριόζος και κατευθύνθηκες αμέσως στον μπουφέ. Ο πατέρας κι η μάνα παρατηρούσαν σιωπηλοί με μάτια γεμάτα απορία να ανακατεύεις τα συρτάρια –είχες χρόνια να ταξιδέψεις στο εξωτερικό. Μόλις το βρήκες γύρισες προς την ασπρόμαυρη φωτογραφία τους, που πλαισίωνε μια ασημί κορνίζα πάνω στον μπουφέ και τους είπες: «Παρόλο που κάποια στιγμή ορφανέψατε κι εσείς από γονείς, δεν κινδυνεύσατε ποτέ να χάσετε τον εαυτό σας. Πατέρα, είχες των κοινωνικών φρονημάτων να σε προσδιορίζει κι εσύ μάνα τον άντρα σου να επιβεβαιώνει την ταυτότητά σου, ως μάρτυρα». Ύστερα, με το χέρι υψωμένο σαν σε λαμπαδηφορία έτρεξες προς την εξώπορτα. Θα έπαιρνες όρκο πως πριν την κλείσεις πίσω σου ακούστηκε να λένε με μια φωνή, «Στο καλό!».

Το πουκάμισο, πια, εκτός από την πλάτη, είχε μουσκέψει στους ώμους, στην κοιλιά, στις μασχάλες. Έφτασες ασθμαίνοντας στον γκισέ και ένιωσες σαν πρωταθλητής που κόβει το νήμα. Δεν θα αργούσε η επιβράβευση. Αμ, δε! Την υπόθεση ανέλαβε ο ίδιος ο προϊστάμενος. «Κύριε, μετά λύπης μου σας πληροφορώ πως το διαβατήριό σας έληξε πριν δύο ημέρες». «Και τι μ’ αυτό; Άλλος ήμουν πριν δυο μέρες;», δεν κρατήθηκες άλλο. «Λυπάμαι, αλλά δεν μπορώ να κάνω κάτι. Θα σας παραπέμψω στο γραφείο διαβατηρίων, στον τρίτο όροφο, εδώ στη Νομαρχία. Αν ο διευθυντής με διαβεβαιώσει, με δική του ευθύνη, πως μπορώ να το δεχθώ, τότε θα σας εξυπηρετήσουμε». Να και η Βαβέλ, σαν εκείνο το επεισόδιο στο «Αστερίξ και Οβελίξ»: «Ο οίκος της τρελής».

Βούτηξες το διαβατήριο από τα χέρια του προϊστάμενου και ανέβηκες στον τρίτο με το ασανσέρ. Ο διευθυντής φάνηκε να σε περιμένει. «Μάλλον έπεσε τηλεφώνημα», σκέφτηκες. Ευτυχώς ο άνθρωπος ήταν λογικός, τυχαίνει καμιά φορά ακόμη και στο δημόσιο. Μόλις του εξήγησες την κατάσταση, κούνησε με νόημα το κεφάλι δίχως να πει κουβέντα, σαν να καταλάβαινε τι τραβούσες. Πήρε αμέσως τηλέφωνο κάτω στα ΚΕΠ και είπε πως αναλαμβάνει την ευθύνη και να δεχθούν την αίτηση.

Αυτή, βέβαια, έπρεπε να συνοδεύεται από πιστοποιητικό γεννήσεως, οικογενειακής κατάστασης κ.ά., τα οποία όμως όλα θα τα συγκέντρωνε ο υπάλληλος του Κέντρου Εξυπηρέτησης Πολιτών –όνομα και πράμα. «Θα σας τηλεφωνήσουμε από βδομάδα σχετικά με την πορεία του αιτήματός σας. Μείνετε ήσυχος!», ήταν η τελευταία του κουβέντα. Έφυγες και πήγες να δροσιστείς με ένα φραπεδάκι στην κεντρική πλατεία, στον «Φίλαθλο», κάτω από τον πλάτανο. «Μείνετε ανήσυχος, μείνετε ανήσυχος…», βούιζε στα αυτιά σου και δεν το φχαριστήθηκες. «Μείνετε ανήσυχος», στον ύπνο, στον ξύπνιο, ολόκληρη την εβδομάδα σε έτρωγε. Ώσπου χτύπησε το τηλέφωνο. Μέρες τώρα άλλος δεν προλάβαινε να το σηκώσει. «Από τα ΚΕΠ σας παίρνω, για μια υπόθεσή σας. Πρέπει να περάσετε από εδώ, υπάρχει κάποιο πρόβλημα». «Σιγά που δεν θα υπήρχε!», απάντησες και έφυγες βολίδα.

«Τι είχες Γιάννη; Τι είχα πάντα…», μόνο παροιμίες σου έρχονταν στο μυαλό. Σε όλον τον δρόμο προσπαθούσες να πείσεις τον εαυτό σου πως δεν ήταν τίποτα. Πως έπρεπε να συγκρατήσεις τα νεύρα σου, ακόμη κι αν ήταν, για να γίνει η δουλειά σου. Μπήκες μέσα, προφανώς δίχως να τα καταφέρεις, έχοντας την όψη ταύρου σε υαλοπωλείο. Αμέσως σηκώθηκε ο προϊστάμενος. «Δεν είναι τίποτα, κύριε Παναγιώτη. Θα το λύσουμε!» –μάθανε και το όνομά σου, θα αφήσεις ιστορία. Σε πήρε παράμερα και σου εξήγησε πως ζήτησαν το πιστοποιητικό γέννησης, αλλά ήρθε δίχως να αναγράφεται το θρήσκευμα. Επικοινώνησε ο ίδιος με το Γενικό Ληξιαρχείο Αθηνών και τον πληροφόρησαν πως δεν έχουν τα χαρτιά από τη βάφτισή σου. «Συμβαίνουν αυτά, αγαπητέ μου. Προφανώς ο ιερέας δεν έστειλε τότε τα έγγραφα». «Συμβαίνουν; Σε ποιον άλλο;», δεν κρατήθηκες κι άρχισες να ωρύεσαι. «Πρώτον: ταυτότητα είχα και έγραφε “ορθόδοξος”. Δεύτερον: στον στρατό υπηρέτησα ως ορθόδοξος και τρίτον και κυριότερο: στη νέα που θα εκδοθεί δεν θα αναγράφεται το θρήσκευμα! Ακόμη και στην περίπτωση που καταφέρουν να αλλάξουν γνώμη στην κυβέρνηση, στη δική μου ας γράφει άθεος κι αβάπτιστος! Έλεος!».

Όσο κι αν φώναξες, όσο κι αν χτυπήθηκες, η απάντηση ήταν η ίδια: «Πρέπει να διορθωθεί το λάθος, αλλιώς δεν προχωρά η υπόθεση». Και πώς θα διορθωνόταν; Έπρεπε να πας στο δημαρχείο να δούνε τι γίνεται στη μερίδα σου στο δημοτολόγιο. Σε δυο λεπτά ήσουν εκεί. «Νέφτι στον κώλο», το λένε στο χωριό σου, τον Κιρκά, στο οποίο παρεμπιπτόντως, βαφτίστηκες. Έτσι, ο υπάλληλος του Δήμου Κομοτηνής σε έστειλε στον Γραμματέα του χωριού, που σε έστειλε στον Δήμο Αλεξανδρούπολης γιατί εκεί είχαν μεταφερθεί όλα τα παλιά αρχεία της κοινότητας. Η αίτηση συντάχθηκε από τον υπάλληλο του Δήμου Αλεξανδρούπολης προς το Γενικό Ληξιαρχείο, συνοδευόμενη από την απαραίτητη βεβαίωση της εκκλησίας. Το μόνο που έμενε ήταν να φτάσει το πιστοποιητικό στον προϊστάμενο του ΚΕΠ Κομοτηνής. Απλά πράγματα, ήταν θέμα χρόνου.

Πέρναγε όμως ο χρόνος κι εσύ ταυτότητα δεν είχες. Οι ορθόδοξοι απέτυχαν στις διαμαρτυρίες τους και είχαν την ίδια μοίρα με σένα. Πουθενά το θρήσκευμα στο νέο τους δελτίο. Σε κρίση ταυτότητας μια ολόκληρη Ελλάδα. Ώσπου έπεσε το πολυπόθητο τηλεφώνημα. «Το νέο δελτίο της ταυτότητάς σας είναι έτοιμο, μπορείτε να περάσετε από την αστυνομία να το παραλάβετε».

Το δρομολόγιο σου ήταν πια γνωστό. Μια στάση στον φρουρό, για ανάκριση με το γνωστό υποτιμητικό βλέμμα κι έπειτα 2ος όροφος, γραφείο 3, στην αξιωματικό παλαιστή. Μπούκαρες δίχως να χτυπήσεις την πόρτα για να λάβεις τη διαταγή: «Περάστε έξω! Χτυπήστε πρώτα και μόλις λάβετε την απάντηση θα εισέλθετε». Μπορούσες να κάνεις κι αλλιώς; Υπάκουσες πιστά. «Ορίστε, τώρα σας ακούω. Πώς ονομάζεστε και τι θέλετε;», σου είχε λείψει η στεντόρεια φωνή. «Ήρθα να παραλάβω το νέο δελτίο, αλλά πάσχω από κρίση ταυτότητας. Δεν θυμάμαι το όνομα», φώναξες δυνατά σε στάση προσοχής. Πετάχτηκε με νεύρο από την καρέκλα της, δυο μέτρα βουνό μπροστά στα μούτρα σου. Χλόμιασες! «Πλακίτσες εδώ δεν περνάνε, κύριε Π. Κ.!!! Σας θυμόμαστε εμείς», ανταπάντησε.

Τι τις ήθελες τις εξυπνάδες στην εξουσία; Πήγε απέναντι στον φοριαμό, τράβηξε το αντίστοιχο συρτάρι, που απ’ έξω είχε το γράμμα Κ και πήρε στα χέρια της έναν φάκελο. Επάνω είχε το ονοματεπώνυμο και τη φωτογραφία σου. Τον άνοιξε διάπλατα στο γραφείο κι έσκυψε από πάνω δίχως να καθίσει. Διέκρινες τότε μέσα, πέρα από τα διάφορα έγγραφα σε Α4 και δύο δελτία, ένα εμφανώς παλιό και ένα καινούργιο. «Μπα, βρέθηκε η παλιά μου ταυτότητα;», δεν κρατήθηκες. «Όχι κύριε, αυτό είναι το αντίγραφο που κρατάμε πάντα στον φάκελό σας. Υπογράψτε εδώ». Η φωνή της μού φάνηκε σαν να γλύκανε λιγάκι μόλις έβαλα την τζίφρα κι απέκτησα πάλι ταυτότητα.

Τελικά, τσάμπα οι διαμαρτυρίες, ούτε οι φάκελοι καταργήθηκαν ούτε το θρήσκευμα.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.