Ανδρεας Χρηστου, μαρτυρας της τουρκικης εισβολης στην Κυπρο «Επιτελους, πρεπει να ανοιξει ο φακελος της Κυπρου και ο κοσμος να μαθει ποιοι ηταν οι υπαιτιοι των δεινων του λαου της»

35 χρόνια από την ανακήρυξη του ψευδοκράτους του Ντενκτάς

Συμπληρώνονται σήμερα 35 χρόνια από την ημέρα που ο πρώην ηγέτης των Τουρκοκυπρίων Ραούφ Ντενκτάς ανακήρυξε τη σύσταση της λεγόμενης «Τουρκικής Δημοκρατίας Βόρειας Κύπρου». Δεκάδες χρόνια μετά η χώρα παραμένει διαιρεμένη, ενώ οι προσπάθειες για επανένωσή της δεν έχουν καταλήξει ακόμα.Ο κ. Ανδρέας Χρήστου, Κύπριος που πλέον ζει και εργάζεται στην Κομοτηνή ήταν εκεί στην τραγωδία, βιώνοντας την τουρκική εισβολή που έβαψε κόκκινα τα χώματα του νησιού.
 
Γεμάτος συγκίνηση αφηγήθηκε στον «Παρατηρητή της Θράκης» τις ανεξίτηλες μνήμες του από το όμορφο χωριό Προδρόμι και μίλησε για τις απώλειες μιας μεγάλης τραγωδίας. Μία εθνική τραγωδία, με δεκάδες κρίσιμα ερωτήματα να παραμένουν αναπάντητα αφού ο φάκελος της Κύπρου δεν έχει ανοίξει ακόμα και το θαλασσοφίλητο νησί παίρνει τη θέση του, χωρίς ίχνος υπερβολής, δίπλα στον εθνικό οδυρμό του 1453 και του 1922. 

Το ιστορικό πλαίσιο 

Η απόφαση για ανακήρυξη του ψευδοκράτους  ─η οποία πάρθηκε από την λεγόμενη «νομοθετική συνέλευση των Κατεχομένων»─  φυσικά είχε και αντιδράσεις και από πλευράς των Τουρκοκυπρίων, που, όμως, δεν βγήκανε απολύτως στην επιφάνεια. Όπως έκρινε ο κ. Χρήστου αυτό ήταν απόρροια των πιέσεων της Άγκυρας «δεν είναι τυχαίο ότι ο Ραούφ Ντενκτάς, τότε πρόεδρος των Κατεχομένων  – απόφαση του οποίου  ήταν η ανακήρυξη του ψευδοκράτους–  έλεγε ευθαρσώς, μέσα στην λεγόμενη “Βουλή των Κατεχομένων” απευθυνόμενος στους βουλευτές  “ξέρω ότι κάποιοι σήμερα ψηφίζουν με το χέρι τους, αλλά όχι με την καρδιά τους”».
 
Υπήρχαν, λοιπόν, αντιδράσεις μέσα στα Τουρκοκυπριακά κόμματα, όπως το Ρεπουμπλικανικό κόμμα και το κόμμα  της κοινωνικής απελευθέρωσης, τα οποία κατά πλειοψηφία αποφάσισαν να ψηφίσουν για την ανακήρυξη του ψευδοκράτους. Όπως μάλιστα υπογράμμισε ο ίδιος, συνεχίζοντας την ιστορική αναδρομή, η πρώτη προσπάθεια νομιμοποίησης της κατοχής στη Β.Κύπρο ήταν στις 13 Φεβρουαρίου 1975 όταν το Κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου αυτοανακηρύχθηκε σε Τουρκοκυπριακό ομόσπονδο Κράτος. Στη δεύτερη απόπειρα, στις 15 Νοεμβρίου 1983, η ψευδοβουλή αποφάσισε για την ανακήρυξη ως ξεχωριστού κράτους, του λεγόμενου «κράτους των Τουρκοκυπρίων της Β. Κύπρου».
 
«Η απόφαση της ψευδοβουλής των Κατεχομένων ήταν απόλυτα ασυμβίβαστη με την συνθήκη εγγυήσεων του 1960 που προέβλεπε ότι η Τουρκία, η Βρετανία και η Ελλάδα είχαν υποχρέωση διαφύλαξης της ανεξαρτησίας του νησιού» συμπλήρωσε για να αναδείξει πως η ενέργεια αυτή όχι μόνο παραβίαζε την κυριαρχία, ανεξαρτησία και εδαφική ακεραιότητα της Κύπρου, αλλά επιπλέον ήταν σε πλήρη αντίθεση με το χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, την τελική πράξη του Ελσίνκι και το διεθνές δίκαιο. 

«Το Ψευδοκράτος του Ντενκτάς και οικονομικά και πολιτικά στηρίζεται κατά αποκλειστικότητα από την Τουρκία» 

Γι’ αυτό στις 18 Νοεμβρίου του 1983 το συμβούλιο ασφαλείας με ψήφισμά του  αποδοκίμασε, μεταξύ άλλων, την ανακήρυξη του ψευδοκράτους με την οποία επιχειρούταν η απόσχιση τμήματος της Κυπριακής Δημοκρατίας. «Την θεώρησε νομικά άκυρη και ζητούσε την ακύρωσή της. Ταυτόχρονα, με την απόφαση αυτή το συμβούλιο ασφάλειας ζητούσε επείγουσα και αποτελεσματική εφαρμογή συγκεκριμένων ψηφισμάτων, των 365 και 367, καλώντας με αυτόν τον τρόπο όλα τα κράτη να μην αναγνωρίσουν ως Κυπριακό Κράτος οποιοδήποτε άλλο από την νόμιμη  Κυπριακή Δημοκρατία» συμπλήρωσε περιγράφοντας την κατάσταση «το ψήφισμα πρέπει να πω ότι υιοθετήθηκε με 13 ψήφους υπέρ. Υπήρχε μία  αποχή που ήταν της Ιορδανίας και μία ψήφος κατά που ήταν του Πακιστάν.

Υπογραμμίζω ακόμα πως το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων είχε αποφανθεί για την ανακήρυξη του ψευδοκράτους. Πίστευε ότι το ψευδοκράτος είναι ανύπαρκτο και αποτελεί δομή υποτελή στην Τουρκία. Το κράτος αυτό αναγνωρίζεται σήμερα μόνο από την Τουρκία η οποία, πρέπει να πούμε ότι στην αρχή δήλωνε ότι δεν ήξερε, δεν είδε, δεν άκουσε και δεν γνώριζε εκ των προτέρων τις αποφάσεις του Ντενκτάς. Σήμερα είναι ξεκάθαρο ότι αυτό το κράτος και οικονομικά και πολιτικά στηρίζεται κατά αποκλειστικότητα από την Τουρκία».
 
Προς ενίσχυση της θέσης του ο κ. Χρήστου εξήγησε πως δεν θεωρεί τυχαίο το γεγονός ότι το ψευδοκράτος χρησιμοποιεί ως επίσημο νόμισμά του την τουρκική λίρα. Διερευνώντας τα κίνητρα της Τουρκίας πίσω από τις κινήσεις της, συνέχισε «ήταν σαφής ο στόχος της, η αναβάθμιση του ψευδοκράτους των Κατεχομένων και η παράλληλη υποβάθμιση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Δεν είναι τυχαίο που στις, από τότε μέχρι σήμερα, συνομιλίες για το Κυπριακό, η τουρκοκυπριακή πλευρά  ξεκινά από την αφετηρία ότι υπάρχουν δύο οντότητες, δύο κράτη που θα προχωρήσουν σε σύσταση ενός νέου συνεταιρισμού».
 
Διατρανώνοντας τη θέλησή του για επίτευξη μίας βιώσιμης και λειτουργικής λύσης του Κυπριακού, είπε ολοκληρώνοντας τον συλλογισμό του ότι «ο στόχος παραμένει ο ίδιος, ο τερματισμός της κατοχής, του εποικισμού και της παγίωσης των τετελεσμένων της εισβολής. Είμαστε υπέρ της επανένωσης της Κύπρου υπερασπίζοντας την κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας».
 
Έχουν περάσει αρκετά χρόνια από την παράνομη εισβολή και κατοχή του Βόρειου μέρους της πατρίδας του, δυστυχώς ο κ. Χρήστου δεν μπορεί να ξεχάσει πως το πραξικόπημα της 15 Ιουλίου 1974 είχε την σαφή υποστήριξη και καθοδήγηση της ελληνικής χούντας με επικεφαλής τον Δημήτριο Ιωαννίδη και την συνεισφορά παράνομων οργανώσεων στην Κύπρο, όπως το Εθνικό μέτωπο και η ΕΟΚΑ Β’.
 
«Μαζί κατέλυσαν την δημοκρατία και προσέφεραν το πολυπόθητο πρόσχημα στην Τουρκία να εισβάλλει στην Κύπρο στις 20 Ιουλίου του 1974 και να ολοκληρώσει τις επιχειρήσεις της στις 16 Αυγούστου του 1974. Επιτέλους, πρέπει να ανοίξει ο φάκελος της Κύπρου. Πρέπει ο κόσμος να μάθει ποιοι ήταν οι υπαίτιοι των δεινών του Κυπριακού λαού. Ποιοι είναι αυτοί που ευθύνονται και ποιοι ήταν οι βαθύτεροι αίτιοι της καταστροφής της Κύπρου» επεσήμανε κάνοντας τον «τραγικό» απολογισμό της εισβολής και των αποτελεσμάτων της. 

Τραγικός ο απολογισμός της εισβολής στην Κύπρο: χιλιάδες νεκροί και αγνοούμενοι, βάναυσοι εκτοπισμοί του πληθυσμού, εκκλησίες που μετατράπηκαν σε τζαμιά 

Περίπου το 37% του Κυπριακού εδάφους το οποίο αντιπροσώπευε τις πλουσιότερες εκτάσεις και τα μεγαλύτερα τουριστικά παραθαλάσσια θέρετρα στην Αμμόχωστο και στην Κερύνεια και το 70% του οικονομικού δυναμικού κατελήφθησαν από τα τουρκικά στρατεύματα. Σχεδόν 200.000 Ελληνοκύπριοι το 40% του συνολικού πληθυσμού εκτοπίστηκε με τη βία και εγκατέλειψε τις πατρογονικές του εστίες. Μεγάλος και ο αριθμός των θυμάτων, με πολλούς αμάχους που έχασαν τη ζωή τους με εκτελέσεις και βομβαρδισμούς.
 
Ένα από τα πιο συγκλονιστικά κατάλοιπα της επίθεσης, όμως, ήταν το κεφάλαιο των αγνοουμένων που αφορά τη διακρίβωση 1.500 Κυπρίων ή Ελλαδιτών  –με 150 γυναικόπαιδα– αλλά και η καταστροφή της πολιτισμικής κληρονομιάς, όπως πολύτιμων αρχαιοελληνικών θησαυρών ή θρησκευτικών κειμηλίων που πουλήθηκαν σε συλλέκτες και πολλών εκκλησιών που μετατράπηκαν σε τζαμιά.
 
Η τουρκική εισβολή άλλαξε βάναυσα το τοπίο στην Κύπρο με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη μαζική μεταφορά και εγκατάσταση δεκάδων χιλιάδων εποίκων από την Ανατολία στο κατεχόμενο τμήμα. Όπως πληροφόρησε ο κ. Χρήστου «ο αριθμός ξεπερνά κατά πολύ τις 100.000 σε καταπάτηση, βέβαια, του διεθνούς δικαίου. Ο μαζικός εποικισμός και η συνεχιζόμενη παρουσία χιλιάδων Τούρκων, η έλλειψη Δημοκρατίας και τα τεράστια οικονομικά προβλήματα έχει ωθήσει πολλούς χιλιάδες Τουρκοκύπριους στην μετανάστευση με συνέπεια την περαιτέρω αλλοίωση της δημογραφίας του νησιού».
 
Προσεγγίζοντας την πολιτική του εποικισμού από την δική του σκοπιά, σημείωσε  «αυτή η πολιτική από πλευράς της Τουρκίας διατάραξε την πληθυσμιακή ισορροπία και έφερε τον απόλυτο έλεγχο της πολιτικής ζωής των κατεχομένων μέσω των εποίκων , που θεωρούνται ευάλωτοι από την Άγκυρα . Αυτή ήταν βασική στόχευση του τουρκικού κράτους. Επομένως μιλάμε και για αλλοίωση της βούλησης των γηγενών Τουρκοκυπρίων με σκοπό την δημιουργία νέων τετελεσμένων στο νησί».
 
Θέλοντας, μάλιστα, να παραθέσει ένα προσωπικό σχόλιο εξήγησε πως η ομογενοποίηση του πληθυσμού στα κατεχόμενα απέτυχε, ενώ το αποτέλεσμα ήταν η όξυνση των αντιθέσεων μεταξύ Τουρκοκυπρίων και εποίκων. «Είναι χαρακτηριστικό ότι οι Τούρκοι έποικοι σήμερα αποτελούν την πλειοψηφία στην Βόρεια Κύπρο και οι Τουρκοκύπριοι πολίτες είναι αντίθετοι», προσέθεσε χαρακτηριστικά. 

Ανεξάντλητες μνήμες, εικόνες, αναμνήσεις που δεν μπορούν να σβηστούν 

Φυσικά υπάρχουν ανεξάντλητες μνήμες, εικόνες, αναμνήσεις από την Κύπρο, που δεν μπορούν να σβηστούν από το μυαλό του. Με νοσταλγία περιέγραψε «για εμένα η Κύπρος είναι το τραγούδι του Οδυσσέα Ελύτη “όμορφη και παράξενη πατρίδα , ωσάν αυτή που μου 'λαχε δεν είδα”. Είναι στίχοι από τον μεγάλο Κύπριο, Θεοδόση Πιερίδη “λογαριάσατε λάθος με το νου σας εμπόροι δε μετριέται πατρίδα λευτεριά με τον πήχη κι αν μικρός είναι ο τόπος και το θέλει και μπορεί τον ασήκωτο βράχο να τον φάει με το νύχι”.
 
Σημαίνει αγάπη, ο τόπος μου, η πατρίδα μου, οι άνθρωποί μου, τα παιδικά και εφηβικά μου χρόνια, οι μνήμες μου. Η θύμηση της πατρίδας για εμένα είναι ένα βάλσαμο που δημιουργεί μία εσωτερικότητα μέσα μου και γαληνεύει την ψυχή μου. Μένω στη Θράκη, την οποία αγαπώ πολύ, εδώ είναι οι άνθρωποι και η οικογένειά μου όμως η ανάμνηση του νησιού είναι που με παρασύρει εκεί. Η νοσταλγία είναι επώδυνη διαδικασία, η ίδια η Κύπρος όμως επιστρέφει μέσα μου κάθε μέρα. Οι όμορφες εικόνες που παραμένουν στην μνήμη μου είναι το χωριό μου, το οποίο ήταν ένα μικτό χωριό και αποτελείται από Τουρκοκυπρίους  και Ελληνοκυπρίους».
 
Μιλώντας με αγάπη – αλλά και κάποια θλίψη – για το χωριό του, «ζούσαμε αρμονικά» μας είπε,  «χωρίς προβλήματα και το χωριό αυτό χωρίστηκε το 1963 με τη δημιουργία  διάφορων οικισμών, στους οποίους είχαν αποτραβηχθεί και διέμεναν μόνο Τουρκοκύπριοι, στην Κύπρο. Στο πλαίσιο των γενικότερων ταραχών μεταξύ Ελληνοκυπρίων που είχαμε το 1963 και 1964.
 
Έφτιαξαν τους λεγόμενους “θύλακες” Τουρκοκυπρίων και οι κάτοικοι του χωριού έφυγαν και μένουν πλέον σε αυτούς. Είχαμε ένα αντίστοιχο θύλακα κοντά στο χωριό μου, τουρκοκυπριακό. Άλλη μία δυνατή εικόνα μέσα μου είναι η εικόνα της γιαγιάς μου, το γλυκό ζεστό ψωμί στον φούρνο της γιαγιάς, η στάμνα με το κρύο νερό στο τραπέζι της. Η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στο χωριό μου, η ψαλμωδία του πατέρα μου στην εκκλησία και η κατάνυξη του εκκλησιάσματος.
 
Θυμάμαι τις αγωνίες της νεολαίας  ─η Τουρκική εισβολή έγινε όταν ήμουν έφηβος─  για το μέλλον της Κύπρου, για το αύριο του τόπου. Οι δύσκολες καταστάσεις έχουν χαραχθεί στο μυαλό μου, όπως και η οικονομική στενότητα της οικογένειάς μου. Η δύσκολη καθημερινότητα της μητέρας μου, που δούλευε. Έπρεπε να νοιάζεται για την οικογένεια, το σπίτι και έπρεπε να κάνει μία σειρά προετοιμασίες για την επόμενη μέρα. Η μητέρα μου δούλευε με ημερομίσθια εργάτριας σε χωράφια, σε αμπελώνες και σε διάφορες εργατικές ασχολίες». 

Τι μέλλει γενέσθαι; Αναμονή και αγωνία για το μέλλον της Κύπρου 

Φυσικά όταν επισκέπτεται την Κύπρο τα συναισθήματά του είναι ανάμεικτα. Πρόκειται για μία τεράστια χαρά, συνάμα, όμως και μεγάλη λύπη «βλέπω τους ανθρώπους μου, τα πάτρια εδάφη, τους φίλους μου, τους συγγενείς. Βλέπω τα μέρη που μεγάλωσα, τα μέρη που έκανα τα πρώτα βήματά μου σαν παιδί. Από την άλλη όμως, στεναχωριέμαι ιδιαίτερα, γιατί δεν μπορώ να δεχθώ σε καμία περίπτωση ότι η ευμάρεια, που επικρατούσε μέχρι και πριν λίγα χρόνια στην Κύπρο, η οικονομική δυσκολία, που εν μέρει περνά σήμερα το νησί, μας αναγκάζει να έχουμε άλλες προτεραιότητες και όχι την προτεραιότητα της απελευθέρωσης των κατεχομένων εδαφών και της ακόμη μεγαλύτερης ενεργοποίησης μας για την επίλυση του Κυπριακού. Έχω γεννηθεί στις ελεύθερες περιοχές όταν το 37% του εδάφους βρισκόταν υπό κατοχή δεν μπορώ να μην συμπάσχω και να μην αισθάνομαι σαν πρόσφυγας».
 
Αναπόφευκτα, λοιπόν, μέσα από την συνέντευξη προέκυψαν δεκάδες ερωτήματα που δυστυχώς παραμένουν άλυτα. Ο κ. Χρήστου, ωστόσο, προσπάθησε να δώσει πιθανές λύσεις «πρέπει να σας ομολογήσω ότι δεν είμαι αρκετά αισιόδοξος. Νομίζω, όμως, ότι σε κάθε περίπτωση δύο είναι οι πλέον σημαντικοί παράγοντες, οι πλέον σημαντικοί παράμετροι που έτσι ή αλλιώς θα παίξουν ρόλο σε σχέση με την πορεία για επίλυση του Κυπριακού. Ο πρώτος παράγοντας είναι η βούληση και η θέληση της Τουρκίας. Δεδομένου ότι αυτή μπορεί να παίξει καθοριστικό ρόλο στην μία ή στην άλλη κατεύθυνση στο να συμβάλει στην εξεύρεση λύσης του Κυπριακού ή στο να τορπιλίσει οποιαδήποτε πιθανή λύση ή διαπραγμάτευση.
 
Και ο δεύτερος σοβαρός παράγοντας είναι ο ρόλος των ευρύτερων γεωπολιτικών εξελίξεων. Έχουμε την ένταξη της Κύπρου σε ένα φάσμα ισχυρών γεωπολιτικών συμμαχιών, ιδίως αν συνυπολογίσουμε και την σχέση των Η.Π.Α. με το Ισραήλ και την Αίγυπτο. Το ζητούμενο είναι αν θα μεταφραστεί η αναβάθμιση αυτή σε έμπρακτη στάση υπέρ των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κύπρου, έναντι ενδεχόμενης αμφισβήτησής τους από την Τουρκία. Η διαμόρφωση των συμμαχιών αυτών μπορεί να επηρεάσει τις εξελίξεις  στο ίδιο το Κυπριακό; Οψόμεθα».
 
Το ερώτημα στο οποίο ο ίδιος κατέληξε αφορά το αν και σε ποιο βαθμό οι τωρινοί στρατηγικοί σύμμαχοι του νησιού έχουν την διάθεση και τη δυνατότητα να παρέμβουν αποφασιστικά και στον πυρήνα του Κυπριακού ή απλώς κινούνται στην βάση των δικών τους τακτικών επιλογών. Όπως, όμως κατέληξε, αυτό σημαίνει ότι όχι μόνο το ζήτημα θα χρονίζει αλλά και η όποια στήριξη στην Κύπρο θα είναι υπό την αίρεση τυχόν αλλαγής προσανατολισμού, κάτι που θα φανεί στο επόμενο χρονικό διάστημα…

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.