Αγιος Τρυφων

Από το Σιναπλή στη Μεσσούνη

Ήταν φθινόπωρο του 1924 όταν σαράντα οικογένειες Σιναπλιωτών, διακόσιοι δέκα τρεις νοματαίοι, ξεπέζεψαν τα κάρα τους στις  αυλές των Βουλγαρικών σπιτιών που είχαν εγκαταλειφθεί στο χωριό Κιρ Σάρτζα της Κομοτηνής.
 
Τακτοποίησαν  τις λίγες οικοσκευές  τους και ανάμεσα σ’ αυτές από δυο δεμάτια κληματσίδες. Τι τις ήθελαν και αυτές, είπε ένας ντόπιος. Τόσα πράγματα άφησαν στο Σιναπλή, που δεν χωρούσαν στο κάρο τους, κληματσίδες κουβαλούσαν.
 
Α, είπε ο παππούς, χωρίς αμπέλι, εμείς τι θ’ απογίνουμε.
 
Έτσι οι κληματσίδες με μεγάλη φροντίδα φυλάχθηκαν σε κατάλληλο μέρος για να φυτευτούν την άνοιξη.
 
Πρώτη τους φροντίδα να διαλέξουν τον αμπελώνα. Οι αρχές από την Κομοτηνή δεν ήταν έτοιμες να κάνουν διανομή γης, αλλά για τον αμπελώνα έγινε η πρώτη προσωρινή διανομή, που αργότερα έγινε και οριστική.
 
Βορεινά από το χωριό, στο βάλτο, κοντά στο παλιορύακο, λίγο πριν από το μεγάλο ποτάμι, παραχωρήθηκαν μικρά κομμάτια γης, όπου οι Σιναπλιώτες ρίζωσαν τα αμπέλια τους, τα περίφημα «παμίδια», για το αρωματικό κρασί, κάποια κλήματα μαύρα που τα είπαν «μπογιά», μερικά κλήματα άσπρα και μοσχοστάφυλα, για «φαΐ».
 
Έτσι μαζί με τα κλήματα ρίζωσαν  και οι Σιναπλιώτες στην Κιρ Σάρτζα, που τώρα λεγόταν Μεσσούνη Κομοτηνής, κουβαλώντας τις παραδόσεις τους, που τις μετέδωσαν και φυλάσσονται  ατόφιες από τους απογόνους τους.
 
Μεγάλη η φροντίδα του αμπελιού, γύρισμα με το μπέλι, σκάψιμο με το τσαπί, ράντισμα με γαλαζόπετρα, θειάφισμα, ξεβλαστάρισμα, βοτάνισμα, τρύγος, πάτημα σταφυλιών,  κλάδεμα, εμβολιασμός στα νέα κλήματα, καταβολάδες για αναπλήρωση των παγωμένων, περιποίηση βαρελιών. 
 

Σιγά σιγά όμως άλλαξαν οι προτεραιότητες της αγροτιάς και τα αμπέλια εγκαταλείφτηκαν τη δεκαετία του 1970, εκτός ελαχίστων. Νέοι καλλιεργητές όμως τα τελευταία χρόνια ξανάφεραν την καλλιέργεια με σύγχρονα μέσα, που κρατούν όμως την παραδοσιακή παραγωγή του κρασιού.
 
Άλλωστε, κάθε αναφορά της Μεσσούνης, παραπέμπει σε αμπέλια και καλό κρασί.
 
Χειμώνας του 1963, o χειρότερος χειμώνας που μπορούν να θυμηθούν οι μεγάλοι. Tα σχολεία κλειστά, η παγωνιά απερίγραπτη, τα μέσα προστασίας ελάχιστα. Ξημέρωσε η πρώτη Φεβρουαρίου, ο ήλιος με δόντια, σταμάτησε στους μείον 9 βαθμούς το θερμόμετρο και δεν λέει να ανέβει ούτε «κιρτίκ».

Πρώτη Φεβρουαρίου σήμερα, του Αγίου Τρύφωνος. Μεγάλη μέρα για τους αμπελουργούς, γιορτάζει ο προστάτης τους, πρέπει να τον ευχαριστήσουν για την περσινή καλή χρόνια και να ζητήσουν τη βοήθειά του, για τη νέα.
 
Το χωριό ξύπνησε νωρίς, έφαγαν τον τραχανά, ήπιαν κόκκινο κρασί, μασάλεψαν καμπόσο και πήγαν στην εκκλησία, ακόμη και αυτοί που δεν εκκλησιάζονταν τακτικά.
 
«Τρύφανους» όπως έλεγαν, έπρεπε να πάνε στα αμπέλια να αγιάσουν τα κλίματα, η καλή σοδιά ήταν απαραίτητη να γεμίσει τις μπόμπες των Μεσσουνιώτικων-Σιναπλιώτικων σπιτιών με κρασί, τις ντραμουτζάνες τσίπουρο και τα τσουκάλια πετιμέζι, απαραίτητα για την οικονομία του σπιτιού, όπως χρόνια τώρα το καλούσε η παράδοσή τους, αναντάν-μπαμπαντάν, από το Σιναπλή τόπο της καταγωγής τους.
 
Σε λίγο ο δρόμος για τα αμπέλια γέμισε μικροπαρέες.  Οι τροβάδες στις πλάτες, φουσκωμένοι με τα καλούδια της εποχής για τη σημερινή σημαδιακή μέρα. Παστός  και λουκάνικα από το χοιρινό που σφάχτηκε τα Χριστούγεννα, ρέγκα και τουρούκι αγορασμένα από το παζάρι, ρεπάνια και πράσα, λίγος καβουρμάς, ένα κομμάτι τυρί, μια φόρμα ψωμί, η μπούκουα και τα μπουκάλια γεμάτα με κόκκινο κρασί. Όλα τα σπίτια είχαν από ένα αμπελώνα,τουλάχιστον ενός στρέμματος. Ελάχιστοι οι ανεπρόκοποι που είχαν άδειους από κλήματα τους αμπελώνες τους. Ανάμεσα στις παρέες, πάνω σε ένα βοειδόκαρο ο Αστυνόμος ο κ. Πέτρος Δρακουλάκος και ο Παπα Μάρος.
 
Τις παρέες των μεγάλων ακολουθήσαμε και εμείς οι μπόμπιρες. Συγκεντρωθήκαμε στην τουλουμπούδα. Ήμασταν σχεδόν όλη η παρέα, η Τάσος του Τουρτουρούδ, η Βασίλς του Πιτσιούδ, η Ιάννης του Κουσμούδ, η Δημητράκς του Πασιούδ, η Βαγγέλς του Μυτιανούδ, τα Μπαντουούδια η Ντόνης και ηΓιώργους, τα Γκουβιντικούδια η Τάκης και η Νίκους, η Τάκης του Τσιλικούδ,η Βασίλς του Ζιουμταρούδ,η Τάκης του Παρασκευούδ, η Ιάννης του Καρβουνζούδ, η Τάκης του Παπαδούδ, η Τάκης του Τσιαραξούδ, η Πασχάλς του Ντραγκανούδ, η Ιάννης και η Ιώργους του Χαρούδ,  η Παύλους σ΄ Θεονής, η Μιχάλς του Τζιμούδ και άλλοι μικρότεροι, τα Θοδουρακούδια, τα Καρβουντζούδια, τα Ζιουμταρούδια, τα Πατσιατζούδια, τα Παπαδούδια, τα Τατσιούδια, τα Ισπικούδια, τα Ιβανούδια, τα Αλεξούδια.
 
Τρέχοντας αφήσαμε πίσω την τουλουμπούδα, πηδήξαμε του Τσιάνκου το ρέμα, που ήταν ένα μικρό παγωμένο ποταμάκι, ανεβήκαμε την ανηφόρα και κατεβαίνοντας προσπεράσαμε αδιάφορα τα πρώτα αμπέλια. Κανείς δεν έδωσε σημασία στην τουλούμπα  που ήταν  παγωμένη και αυτή στο βαθούλωμα της γωνιάς του δρόμου, στην άκρη, στο παλιορύακο.
 
Ήταν χειμώνας τώρα, δεν υπήρχε τίποτε να κόψουμε για να φάμε. Τα καλοκαίρια και το φθινόπωρο, οι ίδιες παρέες έσβηναν τις επιθυμίες τους και γέμιζαν τα στομάχια τους από το ζουμερά φρούτα του παραδείσου των αμπελιών, όπου μαζί με τα κλήματα υπήρχαν ροδακινιές, μηλιές, ζαρντελιές, καρυδιές, βυσσινιές, κερασιές στου Μπαντόλα το αμπέλι, κυδωνιές στου Ντραγκάν, καϊσιές στου Λεωνίδα, μποστάνια με καρπούζια, αγγουράκια, ντομάτες.
 
 Ήταν όμως εκεί τους καλοκαιρινούς μήνες και ο μπάρμπα Γιώργης ο Τζίμος, Μπεχτσής, φύλακας άγγελος των αμπελιών, που τριγυρνούσε με τη βέργα, ανέβαινε σε ένα ψηλό δένδρο, παρατηρούσε τριγύρω όλη την έκταση και σφύριζε με τη σφυρίχτρα του. Έτσι αποφεύγονταν  οι μικροκλοπές από τα παιδιά και τους μεγάλους. Από το κλέψιμο του Μπεχτσή όμως, σχολίαζαν πικρόχολα, ποιος θα μας προστατέψει.


Τρέχοντας, όχι από βιασύνη, αλλά από την ανάγκη για λίγη ζεστασιά, βρεθήκαμε στο κέντρο του αμπελώνα, όπου η κοινότητα έκανε μια ποτίστρα, που γέμιζε νερό με την τουλούμπα. ‘Έφτασαν  οι χωριανοί και από τον άλλο μαχαλά,  που ήλθαν από τη βαθυόστρατα, κατέβηκαν από το βοειδόκαρο παγωμένοι ο Παπα Μάρος,  ο Αστυνόμος και κάποιοι άλλοι που σκαρφάλωσαν στο δρόμο, πήρε ο Παπα Μάρος το χάλκινο γανωμένο μπαρατσούδι, το γέμισε με νερό, κράτησε στα χέρια το σταυρό και την αγιαστούρα και άρχισε τον Αγιασμό, ψάλλοντας στην αρχή το απολυτίκιο του Αγίου Τρύφωνα: «Συ δε Τρύφων τί, το ξίφος θνήσκω φθάσας….». Βγήκαν τα καπέλα από το κεφάλι, σταυροκοπήθηκαν όλοι με ευλάβεια, αγιάστηκαν ένας ένας από τον Παπα Μάρο, πήραν ο καθένας στο μαστραπά λίγο αγιασμό και προχώρησαν να ραντίσουν με αγιασμό όλα τα κλίματα, βουτώντας τα τρία δάχτυλα στον αγιασμό, έπρεπε να επαρκέσει ο αγιασμός, για όλα τα κλήματα, σε όλη την έκταση του χωραφιού.
 
Σύντομα ο καπνός από τις φωτιές που άναψαν κατά γειτονιές ανέβηκε στον παγωμένο ουρανό και η τσίκνα, από την πέτσα, τον παστό, τα λουκάνικα και τις ρέγκες, τρύπησαν, πιο πολύ τις μύτες των παιδιών που γυρόφερναν τη φωτιά,όχι μόνο να ζεσταθούν, αλλά κυρίως για κανένα κοψίδι, αν βέβαια περίσσευε από τους μεγάλους.
 
Το κρασί πολύ, οι μεζέδες λίγοι, αλλά τόσο νόστιμοι. Χαρούμενες βακχικές και διονυσιακές κραυγές, έφεραν κέφι, πειράγματα, γεμίσματα στο μαστραπά, σ’ αυτόν που προηγουμένως πήραν τον αγιασμό,  και άσπρο πάτο.
 
Κάποια στιγμή ακούσθηκε και το ακορντεόν του Μανδραφίδη, «Σ΄αυτό τ΄ αλώνι το φαρδύ…..» και στήθηκε ο χορός στο άνοιγμα, δίπλα από το Γκουτσιάδικο το αμπέλι.
 
Στο άκουσμα του ακορντεόν κατέφθασαν όλες οι παρέες. Οι μεζέδες τελείωσαν, κρασί όμως υπήρχε και όλοι χορεύοντας σήκωναν τη μπούκουα και τα μπουκάλια υμνώντας το Άγιο Τρύφωνα, ίσως και τον Διόνυσο, ούτε αυτοί ήξεραν, σταλάζοντας μικροποσότητες στο έδαφος, φωνάζοντας: «για σ’ πεθαμένοι…»
 
 
Έτσι σε λίγο τρικλίζοντας όλοι άρχισαν τις παλληκαριές. Ο μπαρμπα Χρήστος ο Πέτσιος έψαχνε αντίπαλο παλαιστή. Αμέσως από την άλλη άκρη πετάγεται ο Παναγιώτης ο Παρακευούδης. Έγινε ένας μεγάλος κύκλος και στη μέση τα δυο παλληκάρια. Πλησιάζουν να πιαστούν, τον αρπάζει ο Παναγιώτης από τη μέση, αμέσως ο μπαρμπα Χρήστος, φωνάζει: Σιγά, κόμα δεν αρχίνσαμι. Νέα λαβή του Παναγιώτη, νέα δικαιολογία  του μπαρμπα Χρήστου, άλλες δυο τρεις προσπάθειες, τελικά η  πάλη αναβλήθηκε γιατί ο μπαρμπα Χρήστος κατάλαβε ότι ο Παναγιώτης ήταν δύσκολος αντίπαλος.
 
Τουραϊά, λέει ο Πασχάλης ο Πολυγένης, ποιος θέλει να κουσιάξουμι. Δεν θυμούμαστε τον αντίπαλο του, αλλά στο διακόσια μέτρα ο Πασχάλης τον άφησε εκατό μέτρα πίσω.
 
Πέρασε ώρα με γλέντι και πολλές παλληκαριές, το κρασί τελείωσε και από το μεθύσι τρέκλιζε σχεδόν όλη η παρέα. Τότε ο μπαρμπα Μανώλης ο Γκουβιντίκς λέει στον αστυνόμο: Πέτρο εγώ είμαι ο καλύτερος κυνηγός της περιοχής, μπορώ με το περίστροφό σου να χτυπήσω και δεκάρα στο τριάντα μέτρα. Δεν χάνει καιρό ο αστυνόμος, έβγαλε το περίστροφο από τη θήκη, έστησαν ένα τενεκέ στα είκοσι μέτρα, τραβήχτηκε ο κόσμος μακριά, εμείς οι πιτσιρικάδες κλείσαμε τα αυτιά μας για το θόρυβο της βολής και περιμέναμε. Πρώτος έριξε ο Γκουβιντίκς. Ψάξανε για τρύπα στον τενεκέ, τίποτα. Δεύτερος έριξε ο μπαρμπα Μανώλης ο Μπαντόλας, τίποτα, τρίτος ο Ντελιϊάννης του Γιουβανούδ τίποτα, τέταρτος ο αστυνόμος τίποτα και αυτός. Άκαρπος και ο δεύτερος γύρος βολών και ο Γκουβιντίκς έβγαλε ασφαλές συμπέρασμα: «Το περίστροφο ήταν χαλασμένο». Κανείς δεν παραδεχόταν ότι από το πολύ κρασί δεν έβλεπαν ούτε τη μύτη τους.
 
Ο αγιασμός των αμπελιών και φέτος έγινε όπως στα παλιά χρόνια. Σταυροκοπήθηκαν πάλι προς τιμήν του Αγίου Τρύφωνα, προστάτη των αμπελουργών, έσταξαν «σπονδή» στο χώμα,τις λίγες σταγόνες που έμειναν στο μαστραπά, χωρίς να το γνωρίζουν, προς τιμήν του Διόνυσου, προστάτη των αμπελουργών της αρχαιότητας και η πομπή ξεκίνησε για το χωριό, τρεκλίζοντας οι περισσότεροι στο δρόμο και  λιγοστοί, που το κρασί τους έκανε να μη μπορούν να σταθούν στα πόδια τους, ξαπλωμένοι ημιαναίσθητοι στο κάρο.
 
Μόνο ο Παπα Μάρος, γλεντζές και μερακλής,  χαμογελούσε και διασκέδαζε με το πάθημα των άλλων. Δεν έπινε κρασί, επειδή πριν λίγο καιρό αφαίρεσε τη χολή του και ο γιατρός του συνέστησε  να πίνει μπύρα. Αλλά πού να βρεις μπύρα στις Σιναπλιώτικες ίζβες, μόνο μπόμπες με κρασί και τσίπουρο εύρισκες.
 
Πίσω από τους μεγάλους ακολούθησε και το τσούρμο το δικό μας. Φάγαμε λίγο ψωμί, γευτήκαμε και μείς λίγη πέτσα, δεν περίσσεψε τίποτε άλλο από τους μεγάλους, εισπνεύσαμε αρκετή τσίκνα, ήπιαμε κλεφτά λίγο κρασί, αρπάξαμε ένα γερό κρύωμα, για να έχουμε μνήμες εκείνης της εποχής και να τις διηγούμαστε σε σας.
 
Η περιοχή του αμπελώνα άλλαξε μορφή, έχασε πλέον την οντότητά της. Ο αναδασμός ισοπέδωσε τα πάντα. Χάθηκαν οι δρόμοι, ξεχάστηκε η βαθυόστρατα, εξαφανίσθηκε το παλιορύακο, οι μικροϊδιοκτησίες. Χάθηκε η ομορφιά του τόπου και η πνευματική κληρονομιά των προηγούμενων γενεών. Έμειναν μόνο οι αναμνήσεις στους μεγάλους, από τα σταφύλια, τα καρύδια, τα καΐσια, τα μήλα, τα ροδάκινα, τα ζαρζαβατικά, τα νερά, την τουλούμπα, από τον επίγειο παράδεισο του αμπελώνα του χωριού.
 
Όποιος θέλει ας διαβάσει τις αναμνήσεις μας. Αν του αρέσουν,αν αγγίζουν την ψυχή του, ας τις κρατήσει ζωντανές, ας τις μεταδώσει και στους άλλους, ας φθάσουν και στις επόμενες γενεές.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.