Αφιερωμα στους βραβευμενους με Νομπελ λογοτεχνες

1. Ντόρις Λέσινγκ, Βραβείο Νόμπελ 2007

Η μυθιστοριογράφος Ντόρις Λέσινγκ γεννήθηκε το 1919 στην Περσία από Βρετανούς γονείς. Το 1925 η οικογένειά της μετακόμισε στην τότε βρετανική αποικία της Νότιας Ροδεσίας (σημερινή Ζιμπάμπουε). Το 1949, παντρεμένη πλέον, εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο, όπου και εξέδωσε το πρώτο της μυθιστόρημα, το «Τραγουδάει το χορτάρι», το οποίο σηματοδότησε την αρχή μιας λαμπρής λογοτεχνικής σταδιοδρομίας. Υπήρξε πολυγραφότατη και άφησε συνολικά πάνω από 30 έργα, κυρίως μυθιστορήματα. Εκτός από το βραβείο Νόμπελ, το έργο της διακρίθηκε πολλαπλώς. Γνωστά έργα της είναι: «Το πέμπτο παιδί», «Η σχισμή», «Αναμνήσεις ενός επιζώντος», «Η καλή τρομοκράτισσα», «Το χρυσό σημειωματάριο», «Οι γιαγιάδες», «Το πιο τρελό όνειρο», κ.ά. Απεβίωσε το 2013 σε ηλικία 94 ετών.

«Άλφρεντ και Έμιλυ», μνήμες πολέμου και άλλες…

Πρόκειται για το τελευταίο μυθιστόρημα της Λέσινγκ το οποίο συνέγραψε το 2008. Ως έναν βαθμό αυτοβιογραφικό, το βιβλίο αυτό αποτελεί έναν έξοχο στοχασμό για την οικογένεια, αλλά και τον  αντίκτυπο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου στις οικογένειες και την κοινωνία της Μεγάλης Βρετανίας. 

Κεντρικό θέμα είναι η επίδραση που είχε ο Α΄  Παγκόσμιος Πόλεμος στις ζωές των γονιών της, του πατέρα της Άλφρεντ, ενός στρατιώτη των χαρακωμάτων, ο οποίος έχασε το πόδι του από οβίδα, και της μητέρας της Έμιλυ, η οποία εργάστηκε ως νοσοκόμα στο νοσοκομείο του Ρόγιαλ Φρι και έζησε φρικτές στιγμές από την περίθαλψη των τραυματιών και των ετοιμοθάνατων, αναμνήσεις που τη στοίχειωσαν, όπως και τον πατέρα της, για μια ολόκληρη ζωή.

Ο τρόμος που σκόρπισε ο Μεγάλος Πόλεμος με τα χαρακώματα, τρόμος τον οποίο δεν είχε γνωρίσει ποτέ ο κόσμος ως τότε, άφησε ανεξίτηλο το σημάδι του σε πολλούς Ευρωπαίους, ακόμη και σε όσους δεν παρουσίαζαν φαινομενικά κάποιο εξωτερικό τραύμα. Τα φρικιαστικά γεγονότα όμως που έζησαν όσοι συμμετείχαν σε αυτόν, αρκούσαν για να καταστήσουν ψυχικά ασθενείς όλους σχεδόν όσους βίωσαν τον Πόλεμο από κοντά. 

Οι αναμνήσεις του Μεγάλου Πολέμου σημάδεψαν επίσης και τα παιδιά όσων συμμετείχαν σε αυτόν. Ένα τέτοιο παιδί ήταν και η Λέσινγκ, στης αναμνήσεις της οποίας από τα παιδικά της χρόνια πάντοτε έβρισκε τον τρόπο να εμφιλοχωρεί ένα πολεμικό στιγμιότυπο που η ίδια είχε γνωρίσει μέσα από τις αφηγήσεις των γονιών της, αποδεικνύοντας πως όσοι έζησαν μια τέτοια φρίκη δεν τη ξεπέρασαν ποτέ.

Το μυθιστόρημα χωρίζεται εντέχνως σε δύο μέρη. Στο πρώτο η συγγραφέας αφηγείται την ευτυχισμένη ζωή που θα είχαν οι γονείς της αν δεν είχε ξεσπάσει πόλεμος, με γνώμονα τη φαντασία της και άξονα όμως τα αληθινά πρόσωπα του περιβάλλοντός τους. Έτσι, το φανταστικό συνδιαλέγεται διαρκώς με το πραγματικό. Στο τέλος αυτής της εναλλακτικής μυθιστορίας, η συγγραφέας ξεχωρίζει τον μύθο από την αλήθεια, διαφωτίζοντας τον αναγνώστη σχετικά με τα πρόσωπα τα οποία πρωταγωνίστησαν στην υποθετική ευτυχισμένη ιστορία των γονιών της.

Το δεύτερο μέρος αποτελεί ουσιαστικά μία βιογραφία, δοσμένη όμως με τρόπο μυθιστορηματικό και ύφος άκρως λογοτεχνικό. Εδώ υπάρχουν οι ειρηνικές αναμνήσεις από τα παιδικά χρόνια της συγγραφέως, μπολιασμένες με τη φρίκη του Πολέμου και των χαρακωμάτων, τον οποίο γνωρίζει μέσα από τις αφηγήσεις των γονιών της, αλλά και με τις μνήμες τής σταδιακά καταρρέουσας βρετανικής αυτοκρατορίας και αποικιοκρατίας. Η συγγραφέας μάς αφηγείται για τα βιβλία που διάβασε όσο ήταν μικρή και τη σημάδεψαν με την ίδια ευκολία με την οποία διηγείται τη φρίκη των ετοιμοθάνατων ανδρών στα νοσοκομεία του Πολέμου, έτσι όπως της τη μετέφερε η μητέρα της.

Μετά από τον πρόλογο, στον οποίο η συγγραφέας δίνει στον αναγνώστη το στίγμα της αφήγησης και τον προϊδεάζει σχετικά με το τι θα επακολουθήσει, το μυθιστόρημα ξεκινά με έναν αγώνα κρίκετ το 1902, μια χαρακτηριστική ειδυλλιακή σκηνή που μας παραπέμπει ευθέως στην belle Époque, η οποία θα τελείωνε τόσο απότομα με την έκρηξη του Μεγάλου Πολέμου.

Η θεατρική γραφή της Λέσινγκ σχηματίζει κινηματογραφικές εικόνες στο μυαλό του αναγνώστη με τις αριστοτεχνικές της περιγραφές, οι οποίες αναλύουν διεξοδικά τις κινήσεις και τους μορφασμούς των πρωταγωνιστών, έτσι ώστε ο αναγνώστης να νιώθει ότι παρακολουθεί ένα ζωντανό θέαμα. Οι χαρακτήρες είναι επομένως ολοζώντανοι, η γραφή χαρακτηρίζεται από αμεσότητα και η πλοκή από γρήγορη εξέλιξη χωρίς άσκοπους πλατειασμούς.

Αυτό που ξεχωρίζει όμως το παρόν πόνημα είναι, αναντίρρητα, η έξυπνη ιδέα της συγγραφέως να «εφεύρει» εκ νέου την εναλλακτική ευτυχισμένη ιστορία των γονιών της και να την αντιπαραθέσει, κατόπιν, με εκείνη της ζοφερής πραγματικότητας. Αποδεικνύει έτσι πόσο καταλυτική είναι η επίδραση του πολέμου στον ψυχισμό του ανθρώπου και καταδικάζει με αυτόν τον τρόπο την ειδεχθή αυτή όψη του ανθρώπινου πολιτισμού.

*Η Λεύκη Σαραντινού είναι φιλόλογος, ιστορικός και συγγραφέας. Τελευταίο της βιβλίο η ιστορική μελέτη «Μύθοι που έγιναν ιστορία», Εκδόσεις Ενάλιος, Αθήνα 2020.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.