Αφιερωμα στον Θαναση Βαλτινο, την κυριαρχη φωνη της μεταπολεμικης-μεταπολιτευτικης ελληνικης λογοτεχνιας
«Σκαρφαλώνοντας λέξεις»
Ο κόσμος της λογοτεχνίας, ο ακαδημαϊκός κόσμος, ο ελληνικός πολιτισμός εδώ και λίγες μέρες είναι φτωχότερος. Ο Θανάσης Βαλτινός δεν είναι πια ανάμεσά μας. Η κυρίαρχη φωνή της μεταπολεμικής-μεταπολιτευτικής ελληνικής λογοτεχνίας την Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2024 σίγησε για πάντα.
Ο Θανάσης Βαλτινός ανήκει σε εκείνους τους συγγραφείς που αποτέλεσαν μια ομάδα νεότερη στη μεταπολεμική πεζογραφία, που εμφανίστηκαν περίπου το 1960 και είχαν γεννηθεί –εκτός από ακραίες περιπτώσεις– ανάμεσα στο 1926-1940. Οι συγγραφείς αυτοί προβληματίζονται περισσότερο και θέλουν, από τη μια μεριά, να προχωρήσουν βαθύτερα προς τα πράγματα και να εκφράσουν πιο ρητά και πιο έντονα την κριτική τους και τη διαμαρτυρία τους, και από την άλλη, να αναζητήσουν με επιμονή και συνεχείς πειραματισμούς την εκφραστική ανανέωση. Τα γεγονότα του τελευταίου πολέμου και του εμφυλίου τα γνώρισαν ελάχιστα, τα εφηβικά-νεανικά τους χρόνια πέφτουν για τους πιο πολλούς στη δεκαετία 1950-1960, χρόνια που στην πολιτική σταθεροποιείται μια «κατάσταση», ενώ από την άλλη, προσπαθούν να οργανωθούν ή να αναδιοργανωθούν το αριστερό κίνημα και οι δημοκρατικές δυνάμεις του Κέντρου.
Μέσα σε αυτές τις συγγραφικές συνθήκες εκείνης της γενιάς εμφανίζεται ο Βαλτινός για πρώτη φορά το 1958, με τη βράβευση του διηγήματός του «Κατακαλόκαιρο», σε διαγωνισμό του περιοδικού «Ταχυδρόμος». Το 1963 γράφει στις «Εποχές» ένα διήγημα (στο οποίο θα αναφερθώ παρακάτω), που είχε άμεση απήχηση και δείχνει, άμα τη εμφανίσει του, πως με μια γραφή λιτή και μικροπερίοδη ξέρει να δημιουργεί καταστάσεις και να στήνει ένα στέρεο πεζογράφημα.
Ο Βαλτινός επανέρχεται με ένα γραπτό, σατιρικό και υπαινικτικό, που τιτλοφορείται ο «Γύψος» και δημοσιεύεται στα «Δεκαοχτώ Κείμενα», μια αντιστασιακή έκδοση κατά την περίοδο της Δικτατορίας, το 1970. Ενώ το 1972 μας δίνει το «Συναξάρι του Ανδρέα Κορδοπάτη», με θεματικό πυρήνα τις απίθανες περιπέτειες των πρώτων Ελλήνων μεταναστών στην Αμερική στα τέλη του προπερασμένου αιώνα.
Από τις πρώτες του συγγραφικές απόπειρες μάς κάνει ολοφάνερο πως η Ιστορία χρησιμοποιούνταν από εκείνον ως ιδανικός καμβάς ή ως καλή δικαιολογία, για να εξιστορήσει καθημερινές ανθρώπινες ιστορίες και βαθιά, έντονα συναισθήματα. Επί της ουσίας μετέτρεψε την ιστορία και τα γραπτά τεκμήρια σε πρώτη ύλη για τη λογοτεχνία.
«Προσπάθησα να βάλω μια καινούργια ματιά σε ό,τι αφορά στην ιστορία. Πέταξα διάφορα βάρη που κουβαλούσαν πολλά και ίσως καλά παλιότερα μυθιστορήματα. Με ενδιέφερε μια λιτότητα στην αντιμετώπιση ιστορικών γεγονότων και όχι η εξάρτηση από την ιστορία, είτε ιδεολογική είτε μιας παγιωμένης ερμηνείας, δήθεν αυθεντικής. Πήγα λίγο παραπέρα τις χοντρές γραμμές της ιστορίας, τα πάθη που πέρασε ο ελληνικός λαός, στις δικές μου μέρες, γεγονότα που τα έχω ζήσει, ο εμφύλιος, η μετανάστευση», εξηγούσε ο ίδιος.
Κι αυτή η προσωπική ανάγνωση της Ιστορίας δημιούργησε έργα τα οποία προκάλεσαν και αντιδράσεις και «πολιτικές» έριδες. Το ένα είναι «Η κάθοδος των εννιά», που αποτελεί κορυφαία στιγμή για την ελληνική πεζογραφία και διηγείται την ιστορία εννέα ανταρτών του Δημοκρατικού Στρατού, στα τέλη του Εμφυλίου, που προσπαθούν να γλιτώσουν από τους διώκτες τους και περιπλανιούνται, ως το προδιαγεγραμμένο τέλος τους, στα ορεινά της Πελοποννήσου. Αυτό ήταν που πρωτοδημοσιεύθηκε το 1963, στο περιοδικό «Εποχές» ως αφήγημα, και αρκετά χρόνια αργότερα, το 1978, εκδόθηκε αυτοτελώς σε βιβλίο από τις εκδόσεις Κέδρος. Είχε ευρεία αποδοχή στην αριστερή διανόηση της μεταδικτατορικής Ελλάδας, καθώς μεταφράστηκε όχι ως ήττα, αλλά ως μια ηρωική έξοδος από τον αγώνα.
Αντίθετα με την «Ορθοκωστά» (Εκδόσεις Άγρα, 1994), που καταπιάνεται με την τρομοκρατία που άσκησε το ΕΑΜ στην Πελοπόννησο το 1943 και το 1944. Το βιβλίο αυτό ξεσήκωσε θύελλα συζητήσεων, σχολίων αλλά και έντονων επιθέσεων από εκπροσώπους της Αριστεράς, οι οποίοι έκριναν πως «αναθεωρεί την ιστορία» και «δικαιώνει τους Ταγματασφαλίτες». Ο ίδιος όμως, μέχρι τέλους, διεκδίκησε το δικαίωμά του να βλέπει και να ερμηνεύει την Ιστορία με τον δικό του τρόπο, χωρίς παρωπίδες και πολιτικές αγκυλώσεις, πιστεύοντας πως μόνο έτσι θα υπήρχε πρόοδος.
Εκτός όμως από την «ιδιαίτερη» ματιά του στην Ιστορία, θαρρώ πως πρέπει να τον μνημονεύουμε πάντα για τον τρόπο που μεταχειρίστηκε τη φόρμα και πειραματίστηκε σε αυτήν. Χωρίς τους κλασικούς φορμαλιστικούς κανόνες, επεδίωκε να φτάνει στην ουσία και να εκφράζει με την καθαρότητα του λόγου του τα μεγάλα νοήματα της ζωής των απλών ανθρώπων. Με μια αφηγηματική δεινότητα και φυσικότητα στις περιγραφές, με γλώσσα λαϊκή, αλλά λόγο δωρικό κι αφτιασίδωτο και με λιτότητα των εκφραστικών μέσων, κατορθώνει να φιλοτεχνήσει ένα παλίμψηστο της δεκαετίας του ’60, εστιάζοντας στους απλούς ανθρώπους, στη φαινομενικά ασήμαντη καθημερινότητα, φτιάχνοντας έτσι ένα πορτρέτο της ιστορίας αλλιώτικο, εξερευνώντας αυτό που πιστεύουμε πολλές φορές για Ιστορία, το αφήγημα που άλλοι φιλοτέχνησαν για μας.
Ο Θανάσης Βαλτινός κινήθηκε πάντα ανάμεσα στα δυσδιάκριτα όρια του διηγήματος και της νουβέλας κι υπηρέτησε με συνέπεια αυτό το δύσκολο είδος πεζού λόγου, που η μικρή του έκταση έχει ανάγκη από μαστοριά και μαεστρία, για να αποδώσει υψηλά νοήματα και σύνθετες σκέψεις.
Ασχολήθηκε και με τη μετάφραση έργων της αρχαίας ελληνικής γραμματείας (είχε τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο, συγκεκριμένα για τις μεταφράσεις των «Τρωάδων» και της «Μήδειας» του Ευριπίδη), με το θέατρο και με τη συγγραφή σεναρίων. Υπήρξε συν-σεναριογράφος σε μερικές από τις πιο εμβληματικές ταινίες του Θόδωρου Αγγελόπουλου, όπως η «Αναπαράσταση», οι «Μέρες του ’36», το «Ταξίδι στα Κύθηρα» και το «Τοπίο στην ομίχλη».
Ήταν μέλος και πρώην πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών και της Εταιρείας Συγγραφέων. Ακόμη, διετέλεσε γενικός διευθυντής της ΕΡΤ (1989-1990) και πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου (2005-2006).
«Μπλε βαθύ, σχεδόν μαύρο», ένας γυναικείος εξομολογητικός μονόλογος για τη «στρεβλή» κοινωνία
Αν έπρεπε να σας συστήσω ένα μόνο βιβλίο του, εκτός από αυτά που θεωρούνται πια κλασική ελληνική λογοτεχνία, εγώ θα σας πρότεινα το αγαπημένο μου, το «Μπλε βαθύ, σχεδόν μαύρο». Σε 84 σελίδες ο εξομολογητικός μονόλογος μίας γυναίκας αποκαλύπτει τη βαθύτερη συναισθηματική της κατάσταση. Μια γυναίκα που βιώνει την αστική αλλοτρίωση στο πετσί της, που έχει εγκλωβιστεί μέσα σε μια ζωή λανθασμένων επιλογών, χωρίς μελοδραματισμούς, αλλά με φωνή στεντόρεια υποδαυλίζει τις στερεοτυπικές αντιλήψεις που γίνονται η Magna Carta κάθε ελληνικής φαμίλιας κι ασκεί κριτική σε μία οικογενειακή γενεαλογία που δεν θεωρείται τόσο «στρεβλή», όσο καθηλωτική της ανάπτυξης της προσωπικότητας ενός παιδιού. Οι λανθασμένες αξίες της κοινωνίας, όπως ο ατομικισμός, ο ευδαιμονισμός, ο ανταγωνισμός μεταξύ των ανθρώπων, η έννοια της «επιτυχίας» και το κοινωνικό της αντίκρισμα, όλα μπαίνουν στο μικροσκόπιο της γυναίκας αφηγήτριας, και συνεπακόλουθα του Βαλτινού. Ο συγγραφέας συγκροτεί έναν γυναικείο χαρακτήρα που προσπαθεί να ισορροπήσει μεταξύ μνήμης και μαρτυρίας. Μια γυναίκα που αργά αποκτά επίγνωση της ανεπάρκειας της ζωής της, αλλά και της αδυναμίας της να επιστρέψει από εκεί που έχει φτάσει. Κι η γλώσσα; Τι ρόλο παίζει σε όλο αυτό; Η γλώσσα δεν είναι ικανή να την απελευθερώσει, γιατί την έχει περιορίσει στα κομφορμιστικά πλαίσια του καθωσπρεπισμού των κοινωνικών επιταγών.
Διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο του βιβλίου:
«Λάθος άνθρωποι, λάθος κόσμος, λάθος λέξεις και όλα αυτά τα συνειδητοποίησα σε μια ηλικία λάθος επίσης. Δηλαδή μεγάλη. Θα προτιμούσα να ξέρω τριακόσιες λέξεις και να μου φτάνουν και να μπορώ να ζήσω με αυτές. Να μη χρειάζομαι άλλες. Γιατί τελικά η γλώσσα τι είναι; Μια σκλαβιά είναι και δεν σε λυτρώνει, ό,τι και να λένε, και τυραννιέσαι απλώς. Σαν τη θάλασσα που την έχουν κάνει και σύμβολο. Χτυπιέται που είναι κλεισμένη στις κοίτες της, και δεν μπορεί να τις ξεπεράσει, γιατί αν τις ξεπεράσει θα πλημμυρίσει τον κόσμο και θα χαθεί. Χτυπιέται και ύστερα αποκάνει και εμείς νομίζουμε ότι αυτό είναι γαλήνη, ενώ είναι η πιο βαθιά απελπισία. Γιατί μόνο μέσα στο σχήμα που της δίνουν οι κοίτες της μπορεί να υπάρχει, πράγμα που είναι επίσης σκλαβιά. Αλλά τώρα πρέπει να φύγω».
*Η Ρένα Σαμαρά-Μάινα είναι φιλόλογος, διοργανώνει και συντονίζει τη Λέσχη Φιλαναγνωσίας Κομοτηνής και επιμελείται τη ραδιοφωνική εκπομπή «Με αφορμή ένα βιβλίο», στην ΕΡΤ Κομοτηνής. Κείμενά της έχουν δημοσιευθεί σε διάφορους λογοτεχνικούς ιστότοπους. Ο τίτλος της στήλης, «Σκαρφαλώνοντας λέξεις», προέρχεται από τον στίχο του Γιώργου Σεφέρη, «σκαρφαλώνοντας λέξεις με μια ανεμόσκαλα».
Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.