Σεναρια για την επαυριον των εκλογων

Απαντήσεις σε καίρια ερωτήματα συνταγματικής φύσεως από το λέκτορα Συνταγματικού Δικαίου ΔΠΘ κ. Στέλιο Κουτνατζή

Καθ’ υπερβολήν το έτος 2015 θα μπορούσε να χαρακτηριστεί για την ελληνική πολιτική μας πραγματικότητα, ως ένα έτος μόνιμης προεκλογικής περιόδου, καθώς οι έλληνες πολίτες θα προσέλθουν για δεύτερη φορά στις κάλπες για να εκλέξουν τους εκπροσώπους του στο ελληνικό κοινοβούλιο, για τρίτη δε θα κληθούν να δώσουν την «ετυμηγορία» τους, αν συμπεριλάβει κανείς και το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου. Ένα μεγάλο ζήτημα το οποίο προκύπτει καθημερινά σχεδόν, είναι η συνταγματικότητα των μέχρι τώρα κινήσεων των κομμάτων, των προέδρων, των θεσμών, αλλά και τι προβλέπει το Σύνταγμα μετά τις «ιδιαίτερες» αυτές εκλογές του Σεπτεμβρίου.
 
Ο «ΠτΘ» επικοινώνησε με το λέκτορα Συνταγματικού Δικαίου της Νομικής Σχολής ΔΠΘ κ. Στέλιο Κουτνατζή αναζητώντας απαντήσεις σε δύο μεγάλα ερωτήματα που σίγουρα ανακύπτουν μέσα από αυτή την εκλογική περίοδο. 

Στέλιος Κουτνατζής «Εφόσον δεν καταστεί δυνατός ο σχηματισμός Κυβέρνησης μετά τις εκλογές της 20ης Σεπτεμβρίου, θα οδηγηθούμε και πάλι σε διάλυση της Βουλής και διενέργεια εκλογών από οικουμενική ή υπηρεσιακή Κυβέρνηση»

Αρχικά, κάνοντας κάποιος μια πρώτη ανάγνωση στο αρ. 41 παρ. 4 του Συντάγματος μπορεί να διακρίνει την απαγόρευση διεξαγωγής περισσότερων από δύο εκλογικών αναμετρήσεων μέσα σε ένα έτος. Το ερώτημα, λοιπόν, που τίθεται σ’ αυτή την περίπτωση είναι τι θα συμβεί σε περίπτωση που δεν μπορέσει να σχηματιστεί κυβέρνηση από τη νέα Βουλή του Σεπτεμβρίου. Η απάντηση του κ. Κουτνατζή επ’ αυτού είναι ότι «το Σύνταγμα προβλέπει πράγματι, στο άρθρο 41 παρ. 4, τον κανόνα της απαγόρευσης διάλυσης Βουλής που εκλέχθηκε μετά τη διάλυση της προηγούμενης, πριν περάσει έτος αφότου άρχισε τις εργασίες της. Η ίδια διάταξη όμως προβλέπει ότι αυτό είναι κατ’ εξαίρεση επιτρεπτό στην περίπτωση που κανένα κόμμα δεν συγκεντρώσει την απόλυτη πλειοψηφία και οι διαδικασίες των διερευνητικών εντολών και της διαβούλευσης υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας αποβούν άκαρπες, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να σχηματισθεί Κυβέρνηση που να απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της Βουλής. Κατά συνέπεια, συνταγματικό πρόβλημα στην περίπτωση αυτή δεν υφίσταται. Εφόσον δεν καταστεί δυνατός ο σχηματισμός Κυβέρνησης μετά τις εκλογές της 20ης Σεπτεμβρίου, θα οδηγηθούμε και πάλι σε διάλυση της Βουλής και διενέργεια εκλογών από οικουμενική ή υπηρεσιακή Κυβέρνηση». 

«Καμία αλλαγή στο πρόσωπο του Πρωθυπουργού δεν είναι αναγκαία σε περίπτωση αλλαγής στην ηγεσία του κόμματος της (απόλυτης ή σχετικής) πλειοψηφίας»

Θολό παραμένει όμως και το τοπίο ως προς τα κόμματα που θα συμμετέχουν στη νέα βουλή, αφού οι πρώτες δημοσκοπήσεις που βλέπουν το φως της δημοσιότητας μετά την απόφαση για διενέργεια εκλογών, συντείνουν στη διαπίστωση πως η διαφορά μεταξύ της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ είναι μικρή με τους ψηφοφόρου να στρέφονται πλέον σε μικρότερα κόμματα. Για το κόμμα της ΝΔ όμως, σε περίπτωση που τελικά αυτό συγκεντρώσει την πλειοψηφία των ψήφων και καταφέρει να σχηματίσει κυβέρνηση γεννάται ένα επιπλέον ερώτημα καθώς τελεί υπό την προεδρία μεταβατικού αρχηγού. Η απορία, που τίθεται, είναι σε περίπτωση που η ΝΔ μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου σχηματίσει κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Ευάγγελο Μεϊμαράκη, τι θα συμβεί εάν μετά το συνέδριό της εκλέξει πρόεδρο κάποιο άλλο πρόσωπο;
 
Ο κ. Κουτνατζής απάντησε στο συγκεκριμένο ερώτημα, παραθέτοντας μάλιστα και ιστορικά στοιχεία, λέγοντας ότι εν προκειμένω «πρόκειται για το ζήτημα της λεγόμενης διαρχίας σε Κυβέρνηση και κόμμα που έχει εμφανισθεί στη σύγχρονη συνταγματική μας ιστορία δύο φορές, με περιορισμένη χρονική διάρκεια και μονοκομματικές Κυβερνήσεις, από τον Ιανουάριο έως τον Ιούνιο 1996 (Πρωθυπουργός: Κ. Σημίτης, Πρόεδρος κυβερνώντος κόμματος: Α. Παπανδρέου), και από τον Φεβρουάριο έως τον Μάρτιο 2004 (Πρωθυπουργός: Κ. Σημίτης, Πρόεδρος κυβερνώντος κόμματος: Γ. Παπανδρέου).
 
Η κρατούσα γνώμη στη συνταγματική θεωρία δεν αμφισβήτησε τη συνταγματικότητα της διαρχίας. Και αυτό γιατί δεν υφίσταται συνταγματική διάταξη, ούτε μπορεί να συναχθεί ερμηνευτικά είτε υποχρέωση του Πρωθυπουργού σε υποβολή παραίτησης είτε εξουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας να τον απαλλάξει από τα καθήκοντά του. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι οι συνταγματικές συνέπειες μιας αλλαγής στην ηγεσία του κυβερνώντος κόμματος είναι μόνο ενδεχόμενες και όχι υποχρεωτικές: Δυνατότητα του Πρωθυπουργού να υποβάλει την παραίτησή του, δυνατότητα κίνησης της διαδικασίας παροχής ψήφου εμπιστοσύνης ή υποβολής πρότασης δυσπιστίας. Τα παραπάνω ισχύουν πολύ περισσότερο, εφόσον δεν υπάρχει μονοκομματική Κυβέρνηση, αλλά κυβέρνηση συνεργασίας, όπου ο Πρωθυπουργός δεν είναι υποχρεωτικό να είναι ταυτόχρονα αρχηγός κόμματος που συμμετέχει στην κυβερνητική συνεργασία. Κατά συνέπεια, καμία αλλαγή στο πρόσωπο του Πρωθυπουργού δεν είναι αναγκαία σε περίπτωση αλλαγής στην ηγεσία του κόμματος της (απόλυτης ή σχετικής) πλειοψηφίας».

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.