Ποσο μακρια ειναι ο κινδυνος επεκτασης της καταρρευσης των τραπεζων;

Μεμονωμένα περιστατικά, και όχι γενικευμένη κατάρρευση, βλέπει ο Περικλής Γκόγκας

«Είναι διαφορετικά γεγονότα μεταξύ τους, δεν συνδέονται κι αυτό είναι καλό, γιατί η τραπεζική κατάρρευση προκαλείται όταν υπάρχει διασύνδεση προβλημάτων των τραπεζών»

Απαραίτητη η παρέμβαση από κράτος και ΕΚΤ για να βελτιωθούν οι παροχές του τραπεζικού συστήματος στην Ελλάδα

Μακρινό θεωρεί τον κίνδυνο γενικευμένης τραπεζικής κατάρρευσης, μετά τα περιστατικά σε τράπεζες και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού ο κ. Περικλής Γκόγκας, αναπληρωτής Καθηγητής Οικονομικής Ανάλυσης και Διεθνών Οικονομικών στο ΔΠΘ, μετά και την επιτυχημένη παρέμβαση των ρυθμιστικών αρχών.

Ο κ. Γκόγκας, μιλώντας στο «Ράδιο Παρατηρητής», τόνισε πως τα περιστατικά είναι μεμονωμένα, κάνοντας τον κίνδυνο επέκτασης τους μικρό, ενώ προέβαλε την ανάγκη δημιουργίας ενός μακροχρόνιου συστήματος εποπτείας των τραπεζών για να μπορέσουν να αποφεύγονται τέτοια φαινόμενα.

Παράλληλα μίλησε για την ανάγκη της προσωρινής στήριξης των δανειοληπτών απέναντι στη σημαντική αύξηση των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, αλλά και για τη σημασία της παρέμβασης, τόσο από την ΕΚΤ όσο και από το Ελληνικό κράτος, ώστε να γίνει δικαιότερο το τραπεζικό σύστημα στη χώρα μας.

Μεμονωμένα περιστατικά και όχι γενικευμένη κρίση

Όπως τόνισε ο κ. Γκόγκας, δεν θεωρεί πως, παρά τα όσα έχουν ειπωθεί, θα βρεθούμε ενώπιον μιας γενικευμένης τραπεζικής κρίσης, αλλά για ανεξάρτητα περιστατικά τραπεζών, οι οποίες για διαφορετικούς λόγους καταρρεύσανε.

Χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα την Silicon Valley Bank (SVB) και την Credit Suisse, ο κ. Γκογκας τόνισε πως στην πρώτη υπήρχε μια τεράστια αστοχία στη διαχείριση των διαθεσίμων της τράπεζας, «σε επίπεδο που ένας φοιτητής μου δεν θα έκανε τόσο σημαντικά λάθη στη διαχείριση των διαθεσίμων» όπως ανέφερε χαρακτηριστικά, και αυτό οδήγησε στην κατάρρευσή της.

Μεμονωμένο περιστατικό είναι και αυτό της Credit Suisse, η οποία είχε ένα πολύ κακό στρατηγικό μοντέλο μάνατζμεντ τα τελευταία χρόνια και υπήρχαν έντονες φήμες για ξέπλυμα χρήματος, και παράνομες δραστηριότητες της τράπεζας, που θεωρείται πως δεν είναι ξένες προς το τραπεζικό σύστημα της Ελβετίας. Όλη αυτή η κατάσταση φόβισε τους καταθέτες της Credit Suisse, οι οποίοι ήθελαν να πάρουν τα χρήματά τους και να πάνε σε άλλες τράπεζες.

«Άρα είναι διαφορετικά γεγονότα μεταξύ τους, δεν συνδέονται κι αυτό είναι το καλό, γιατί η τραπεζική κατάρρευση στον κλάδο προκαλείται όταν υπάρχει μια διασύνδεση των προβλημάτων των τραπεζών, όπου έχουμε το φαινόμενο του ντόμινο και η μία μετά την άλλη αρχίζουν και έχουν προβλήματα και καταρρέουν τελικά» τόνισε ο κ. Γκόγκας.

Βέβαια οι τράπεζες δεν ήταν μικρές, όμως η εμπειρία του 2008 μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers, έχει αλλάξει την προσέγγιση των ρυθμιστικών αρχών, με την FED στην Αμερική και την Κεντρική Τράπεζα της Ελβετίας να αντιδρούν πάρα πολύ γρήγορα, για να παρέμβουν αλλά και να καθησυχάσουν τους επενδυτές, τους καταθέτες, και γενικότερα τις αγορές.

Φαίνεται μάλιστα ότι είναι μια επιτυχημένη παρέμβαση και από τις δύο ρυθμιστικές αρχές καθώς τα χρηματιστήρια ανακάμπτουν μετά την υπεραντίδραση που είχαν  τις πρώτες μέρες.

Δεν μαθαίνουμε από το παρελθόν

Όπως επεσήμανε ο κ. Γκόγκας, ειδικά για την SVB, όπου υπήρξε αστοχία στη διαχείριση των διαθεσίμων, υπήρχαν μηχανισμοί για την προστασία της, που όμως δεν λειτούργησαν. «Ενώ υπήρχαν μηχανισμοί από το 2010 εξαιτίας της κρίσης του 2008, η κυβέρνηση Τραμπ χαλάρωσε το 2018 τις απαιτήσεις, εξαιρώντας πολλές τράπεζες, όπως και την SVB από την απαίτηση να κάνει stress testing, που αν γινόταν τακτικά θα φαινόταν το πρόβλημα εγκαίρως πολύ πριν παρουσιαστεί» εξήγησε ο ίδιος.

«Εδώ υπάρχει ένας φαύλος κύκλος που μας δείχνει ότι τελικά δεν μαθαίνουμε  μακροπρόθεσμα. Δηλαδή, ξεκινάει μια κρίση, καταλαβαίνουμε ότι χρειάζονται ρύθμιση  οι τράπεζες και εποπτικό έλεγχο. Δημιουργούμε τον έλεγχο αυτό, περνάνε μερικά χρόνια, ξεχνάμε την κρίση, οι τράπεζες γκρινιάζουν γιατί δεν θέλουν τον έλεγχο γιατί θέλουν να αναλαμβάνουν μεγαλύτερους κινδύνους για μεγαλύτερη κερδοφορία, και τελικά καταλήγουμε πάλι σε μια  κρίση, πάλι για την ανάγκη της ρύθμισης» σημείωσε ο κ. Γκόγκας καταθέτοντας την άποψη πως θα πρέπει να υπάρχει ένα πιο μακροχρόνιο, σταθερό πρόγραμμα εποπτείας των τραπεζών για να μην συναντάμε συχνά αυτά τα φαινόμενα.

Πίεση στους δανειολήπτες από την άνοδο των επιτοκίων

Ο ίδιος δεν βλέπει κάποια διασύνδεση ανάμεσα στη δημοσιονομική πολιτική και στο θέμα της αστάθειας των τραπεζικών συστημάτων, όμως η νομισματική πολιτική η οποία ασκείται, δηλαδή οι αυξήσεις των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και την FED στην Αμερική, δημιουργούν συνθήκες μιας κάποιας δημιουργίας κόκκινων δανείων, γιατί δανειολήπτες που έχουν κυμαινόμενο επιτόκιο στα δάνειά τους, θα δουν σημαντικές αυξήσεις στις δόσεις του.

«Περιμένουμε ένα μικρό κύμα από κόκκινα δάνεια που μπορεί να επηρεάσουν το τραπεζικό σύστημα, αλλά  το θετικό σε αυτό είναι ότι τα μέτρα αυτά, οι αυξήσεις των επιτοκίων είναι βραχυχρόνια μέτρα, δηλαδή περιμένουμε ότι μάξιμουμ σε έξι μήνες θα αρθούν και θα γυρίσουν στην προηγούμενη κατάσταση» σημείωσε.

Αυτό θα επηρεάσει και δάνεια στην Ελλάδα, όχι βέβαια στο επίπεδο που είδαμε κατά την οικονομική κρίση την προηγούμενη δεκαετία, και εκεί θεωρεί πως θα χρειαστεί να παρέμβει το κράτος, ώστε να βοηθήσει ιδιαίτερα τα νοικοκυριά με χαμηλά εισοδήματα και τις μικρομεσαίες επενδύσεις, καλύπτοντας ένα μέρος του κόστους των αυξημένων των δανείων, γιατί ακριβώς η αύξηση των επιτοκίων θεωρείται βραχυπρόθεσμο μέτρο. «Άρα χρειάζεται απευθείας παρέμβαση, μια δημοσιονομική πολιτική επεκτατική σε αυτό το κομμάτι, για να μπορέσουμε να αποφύγουμε τα χειρότερα» σημείωσε.

Χρειάζεται παρέμβαση για να γίνει πιο δίκαιο το τραπεζικό σύστημα στην Ελλάδα

Όσο για το θέμα επέκτασης της τραπεζικής κρίσης στην χώρα μας, ο κ. Γκόγκας ανέφερε πως τα τραπεζικά ιδρύματα μας είναι επαρκώς κεφαλαιοποιημένα, ή έχουν τη δυνατότητα να απορροφήσουν ακόμα και σημαντικές ζημίες.

Άλλωστε κλείνουν το 2022 οι τράπεζες με συνολικά 6 δις ευρώ κερδοφορία, που είναι καλά νέα για αυτές, αλλά όχι απαραίτητα και για μας, γιατί αυτή προέρχεται από τα μηδενικά επιτόκια καταθέσεων και τα υψηλά επιτόκια δανεισμού τα οποία χρησιμοποιούν.  Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι μετά τις ανακεφαλαιοποιήσεις και τις συγχωνεύσεις τραπεζών, έχουμε 4-5 τράπεζες στη χώρα, που σημαίνει ότι δεν υπάρχει πλέον ανταγωνισμός, αλλά και δεν υπάρχουν μεγάλες κρατικές τράπεζες οι οποίες να κρατάνε χαμηλά τα επιτόκια δανεισμού, ώστε να αναγκάζονταν να ανταγωνιστούν και οι ιδιωτικές τράπεζες.

Αποτέλεσμα είναι να λειτουργεί το σύστημα αυτό σαν ένα «καρτέλ» που κρατάει ψηλά τα επιτόκια, τις προμήθειες και τις χρεώσεις, με αποτέλεσμα να  βλέπουμε την υψηλή κερδοφορία για τις τράπεζες και το υψηλό κόστος για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Για να μπορέσει να αλλάξει αυτό, απαιτείται πολιτική βούληση, αλλά και βούληση από την Τράπεζας της Ελλάδος και κατ’ επέκταση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, που πρέπει να παρέμβει για να δημιουργήσει τις συνθήκες εκείνες ώστε να υπάρχει ανταγωνισμός στο τραπεζικό σύστημα.

Όσο αφορά την παρέμβαση από πλευράς της Κυβέρνησης, αυτή θα μπορούσε να αφορά την ύπαρξη κρατικής τράπεζας, είτε δημιουργώντας την, είτε συμμετέχοντας στο ήδη υπάρχον μετοχικό κεφάλαιο των ιδιωτικών τραπεζών, ώστε να υπάρχει σοβαρός ανταγωνισμός, μια κατάσταση που θα προσομοιάζει με αυτή που ίσχυε στη χώρα μας πριν από 20 χρόνια. «Αυτή τη στιγμή το κράτος περιορίζεται σε ευχές και προτάσεις προς το τραπεζικό σύστημα, το οποίο φυσικά δεν είχε κανένα κίνητρο να τις ακολουθήσει,  εφόσον θα μειώσουν την κερδοφορία του» ανέφερε.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.