ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΠΙΣΤΩΝΟΝΤΑΣ*

Το κυριότερο, ίσως, οικονομικό και πολιτικό πρόβλημα του κόσμου μας, δεν είναι απλά και μόνο το πώς θα πολλαπλασιάσει τον πλούτο των εθνών του, αλλά και το πως θα τον διανείμει δίκαια και ειρηνικά για το καλό των ανθρώπων, προστατεύοντας ταυτόχρονα τον πλανήτη από μια δύσκολα αναστρέψιμη οικολογική υποβάθμιση

Εκείνο που θα πρέπει να πρυτανεύσει στην πολιτική της Νέας Εποχής, στο μέτρο βέβαια που θα κυριαρχήσει η λογική και η παγκόσμια ειρήνη, θα πρέπει να είναι η διανεμητική δικαιοσύνη, δίπλα σε μια ολοκληρωμένη αντίληψη για την οικονομική ανάπτυξη. Η τελευταία δεν μπορεί άλλωστε να εξακολουθήσει να συλλαμβάνεται σε καθαρά ποσοτικούς όρους. Πρέπει να αποκαλυφθούν και οι ποιοτικοί χαρακτήρες της μεταξύ των οποίων η δίκαια διανομή του εισοδήματος και του πλούτου διατηρεί σημαντική θέση, τόσο σημαντική μάλιστα,  ώστε η υλοποίησή της δεν μπορεί να επαφίεται σε κάποιους αόρατους και δήθεν αυτόματους μηχανισμούς της αγοράς. Κατά τον έναν ή τον άλλον τρόπο, η τύχη της ανθρωπότητας στην Νέα Εποχή θα πρέπει να εξαρτηθεί από την αποκατάσταση της Δημόσιας εξουσίας και των Κοινωνικών  ελέγχων.

Το πρόβλημα αυτό, όπως όμως και πολλά άλλα που σχετίζονται με την ανθρώπινη συμπεριφορά, με τον τρόπο πρόσληψης των πραγμάτων, με την τεχνολογία και τον  ρόλο της, με την  μορφή της παγκοσμιοποίησης η οποία σήμερα επιχειρείται να επιβληθεί επικαιροποιημένη, αλλά και με την κυρίαρχη λογική που διέπει την οικονομική θεωρία, αντανακλώνται στο οικονομικό σύστημα οργάνωσης, στους στόχους που αυτό υπηρετεί , καθώς και στην δομή του.

Διαχρονικά, το οικονομικό σύστημα εξελίσσεται. Σήμερα, περισσότερο ίσως από ποτέ άλλοτε, χρειάζεται να το μελετήσουμε, καθώς,  όπως υποστηρίζεται, επιχειρεί να κατακτήσει παγκόσμια διάσταση εν μέσω μεγάλων ερωτηματικών, αμφιβολιών, και αμφισβητήσεων, καθώς οδεύει προς μια αμφιβόλου περιεχομένου μετανεωτερικότητα.

Η κατανόηση της εξέλιξής του, απαιτεί γνώση των ρευμάτων της οικονομικής σκέψης που επηρέασαν την διαμόρφωσή του και επηρεάστηκαν από την διαμόρφωση της πραγματικής του πορείας.

Αυτά τα λίγα που θα σας πω, εκφράζουν ένα μέρος της πολύπλοκης, πολυδιάστατης, συχνά αμφιλεγόμενης και οπωσδήποτε όχι απόλυτης ή αποκλειστικής επιστημονικής οικονομικής αλήθειας. Η απόλυτη και αποκλειστική αλήθεια δεν σχετίζεται με την επιστήμη. Έχει σχέση με την μεταφυσική πίστη, την θρησκευτική διάθεση και την ποθητή λύτρωση. Ο χώρος των επιστημονικών αληθειών κρύβει την αμφιβολία, την αμφισβήτηση, την σχετικότητα και τον ανήσυχο προβληματισμό, που δεν παρέχουν λύτρωση στον ερευνητή, αλλά βάσανο πνεύματος και ψυχής.

Ο λόγος μου πρέπει να κριθεί υπό το πρίσμα δυο βασικών,  από μέρους μου, παραδοχών.

—Η πρώτη  αφορά στο περιεχόμενο της Οικονομικής. Πίστεψα στο κοινωνικό περιεχόμενο της οικονομικής επιστήμης και αμφισβητώ ακόμη σήμερα οποιαδήποτε προσπάθεια απογύμνωσης της επιστήμης αυτής από τον κοινωνικό και φιλοσοφικό προβληματισμό της. Η τεχνοκρατική αντίληψη μιας οικονομικής επιστήμης που διαπνέεται από μοναδικότητα σκέψης και που υιοθετεί την λογική μιας υπερβάλλουσας αναλυτικής, υπολογιστικής και ποσοτικής απλώς κατεύθυνσης, εν μέσω αφαιρετισμών και απλοποιητικών αναιρέσεων του ποιοτικού, ομολογώ ότι ουδέποτε με ικανοποίησε πνευματικά. Φοβόμουν πάντα την πιθανότητα απώλειας ή συσκότισης της πρωταρχικής αλήθειας μέσα από την διαδικασία της κατακερματίζουσας αναλυτικής διερεύνησης των επιμέρους αληθειών. Και αντιλήφθηκα την οικονομική επιστήμη σαν μια επιστήμη ιδιάζουσα, που ενώ άριστα εντάσσεται στον χώρο των κοινωνικών επιστημών και βέβαια διαθέτει φιλοσοφικό περιεχόμενο, διατηρεί εντούτοις σημαντικούς θύλακες επιδεκτικούς ποσοτικοποιήσεων, μετρήσεων και εφαρμογών του μαθηματικού και στατιστικού εργαλείου.

—Η δεύτερη παραδοχή σχετίζεται με την αμφισβήτηση του τρόπου με τον οποίο η κυρίαρχη οικονομική ορθοδοξία θεωρεί τον οικονομικό κόσμο.

Δεν αμφισβητώ,  βέβαια, τον ειδικό χαρακτήρα της οικονομίας ως δραστηριότητας. Παραδέχομαι όμως ως προβληματική την δυνατότητα θεώρησης της δραστηριότητας αυτής ανεξάρτητα από το σύνολο των ανθρωπίνων σχέσεων και των φαινομένων της βιόσφαιρας, στο πλαίσιο της οποίας πραγματοποιείται. Έτσι, αποδέχομαι συνειδητά ότι ο επιμερισμός του πραγματικού, που συνεχίζει να γίνεται αποδεκτός ακόμη σήμερα, είναι προβληματικός και συχνά υποκριτικός.

Τούτο γιατί σήμερα, περισσότερο από άλλοτε, ο άνθρωπος διαθέτει τα μέσα για να καταστρέψει τον ίδιο του τον εαυτό. Διαθέτει μια εξαιρετικής δύναμης τεχνολογία που οφείλει να ελέγξει αποτελεσματικά. Διαθέτει παραγωγικές εγκαταστάσεις τεραστίων δυνατοτήτων και προσβάλλει το φυσικό περιβάλλον κατά τρόπο επικίνδυνο για το μέλλον του. Γιατί, επίσης, για πρώτη φορά τόσο έντονα, επιδιώκει την εμπορευματοποίηση των πάντων, έχοντας αναγάγει το χρήμα από μέσο, σε υπέρτατη αξία. Γιατί, τέλος, στον βωμό της εξυπηρέτησης των οικονομικών συμφερόντων του, υιοθέτησε επιστημονικά μελετημένες μεθόδους κοινωνικού ελέγχου που είναι δυνατό να οδηγήσουν σε κοινωνικές εκρήξεις, επικίνδυνες για την κοινωνική και για την παγκόσμια ειρήνη.

Υπό το πρίσμα των παραδοχών μου αυτών, προσπαθώ να διαγνώσω κριτικά τις σύγχρονες εξελίξεις. Στρέφω, έτσι, την σκέψη μου πρώτα στο παρελθόν για να επαναφέρω στο νου τις παλιές εμπειρίες, για να αναμοχλεύσω τις οικονομικές συγκρούσεις που αναπτύχθηκαν στην προσπάθεια ερμηνείας του οικονομικού συστήματος και των σκοπών που αυτό εξυπηρέτησε διαχρονικά. Και βλέπω με ενδιαφέρον να ξετυλίγεται μπροστά μου αυτή η καταπληκτική μορφή ανάδρασης μεταξύ θεωρίας και πραγματικότητας, ανακαλύπτοντας ταυτόχρονα το μέγεθος της σημασίας του επιστημονικού υποβάθρου, πάνω στο οποίο στηρίχθηκαν εκάστοτε οι επιστημονικές αναλύσεις. Μελετώντας και αναμοχλεύοντας τα παλιά, αναζητώντας και διαπιστώνοντας, αντικρίζω με δέος την δύναμη του οργανωμένου οικονομικού συμφέροντος και της μη ελεγχόμενης, συχνά έως συνήθως, οικονομικής εξουσίας, που στον βωμό βραχυχρόνιων αποτελεσματικοτήτων και κοντόφθαλμων  αντιλήψεων είναι σε θέση να επιδιώκει ή και, ασυνείδητα, να πραγματοποιεί την απανθρωποποίηση του οικονομικού συστήματος,  μεταβάλλοντάς το, από υπηρέτη, σε δυνάστη.

Μένω, όμως, έκπληκτος μπροστά στην πανουργία των λόγων που οι εκάστοτε κυρίαρχες εξουσίες δεν φείδονται να χρησιμοποιούν, προσφέροντας φρούδες ελπίδες στους απλούς  ανθρώπους της καθημερινότητας, συσκοτίζοντας συχνά την αλήθεια στο πλαίσιο μιας επικίνδυνης γι’ αυτές αβεβαιότητας, που πάντοτε θα τις απειλεί, καθώς, ευτυχώς εξακολουθούν να υφίστανται τόσο η Αριστοτελική αέναη διαφοροποίηση της ουσίας, όσο και η Επικούρεια παρέκκλιση και η απελευθερωτική απροσδιοριστία του ανθρώπινου εγκέφαλου.

Και δεν μπορούμε να απαλείψουμε από το σκεπτικό τον μέγιστο ρόλο της τεχνολογικής εξέλιξης. Χρειάζεται δε να συνεννοηθούμε διεπιστημονικά. Δεν είναι μόνο η εποχή της βεβαιότητας που τέλειωσε. Δεν είναι μόνο ο πολιτισμός του αβέβαιου και του πολύπλοκου που έχει ήδη ανατείλει. Είναι και η εποχή του τέλους των απόλυτα οριοθετημένων επιστημονικών αναλύσεων και της κατακερματισμένης  γνώσης, είτε τούτο το θέλουμε είτε όχι. Οφείλουμε πλέον να σκεφθούμε συνθετικά, συστημικά, διεπιστημονικά  και πολύπλοκα  για να ερμηνεύσουμε τις καταστάσεις, να προσεγγίσουμε  κατά το δυνατόν την αλήθεια και να συνειδητοποιήσουμε τις μεταλλαγές που συχνά αρεσκόμεθα να βαφτίζουμε κρίσεις.

Θα σημείωνα ότι, παρά την δύναμη των πολυεθνικών συμφερόντων που εκρηκτικά μεγεθύνθηκαν με την εγκαθίδρυση ενός ανεξέλεγκτου υβριδιακού συστήματος  που διέπεται από τις παραδοχές των «ευαγγελιστών της αγοράς», οφείλουμε να επαγρυπνούμε. Και τούτο, γιατί ο πολιτισμός της νέας εκατονταετίας που ήδη διερχόμεθα, δεν είναι αυτός που,  σύμφωνα με τα υποστηριζόμενα από τις διάφορες νεοφιλελεύθερες φωνές, βιώνουμε σήμερα. Όπως προσωπικά πιστεύω, η Νέα Εποχή δεν έφθασε ακόμη στην ανθρωπότητα, παρά τις σοβαροφανείς εκτιμήσεις και τα πιστεύω των πολυποίκιλων τεχνοκρατών των ακριβοπληρωμένων “think tanks”.

Ο πολιτισμός της Εποχής που θα χαρακτηρισθεί ως Νέα θα ανατείλει μόνον εφόσον  οι κοινωνίες των ανθρώπων αποφασίσουν ότι ήλθε η ώρα να υιοθετήσουν μια παγκοσμιοποίηση με παγκοσμιότητα και ανθρώπινο πρόσωπο, μια παγκόσμια δικαιοσύνη εν ισοτιμία, μια απόρριψη του δια της βίας πάσης μορφής επιβαλλομένου δικαίου του ισχυρού, μια αγορά κοινωνικά ελεγχόμενη και απαλλαγμένη από την ασυδοσία, μια δίκαιη κατανομή του παγκοσμίου πλούτου, μια κοινωνία του ελεύθερου χρόνου, τέλος μια αταλάντευτη παγκόσμια ειρήνη που θα βασιλεύει πάνω σε έναν υγιή περιβαλλοντικά πλανήτη. Και πρέπει  να αποφασίσουμε πριν να είναι πολύ αργά!

Λέτε  αυτά τα τελευταία να αποτελούν ουτοπίεςꓼ Πιθανώς! Ας μη λησμονούμε όμως την Ιστορία. Πολλές ουτοπίες του χθες αποτελούν πραγματικότητα του σήμερα! Η οικονομία είναι μια ριζικά εξελικτική διαδικασία. Αλλάζει διαχρονικά και μεταλλάσσεται ανάλογα με τις ιστορικές περιόδους και τις εκάστοτε κυρίαρχες ιδεολογίες. Διαφοροποιείται συχνά με ταχύτητα και συμπαρασύρει την επιστημονική λογική, ενώ παρατηρείται κάποια καθυστέρηση στην πλήρη συνειδητοποίηση των νέων εμπειριών εκ μέρους των απλών ανθρώπων. Υπάρχει, δε, πάντοτε ένα χρονικό κενό ανάμεσα στα γεγονότα και στις διαρθρωτικές διαφοροποιήσεις από την μια, στην λογική παρουσίαση των ανθρώπων της πράξης και του πνεύματος από την άλλη.

Αναμφίβολα, μια αναδρομή στην ιστορία της οικονομικής επιστήμης εντυπωσιάζει με την εναλλαγή  και την επαναληπτικότητα των θεωρητικών και μεθοδολογικών συγκρούσεων. Επί δυο και πλέον αιώνες, τα ρεύματα οικονομικής σκέψης, διεκδικώντας καθένα ξεχωριστά την οικονομική αλήθεια, συγκρούσθηκαν με πάθος. Κατά καιρούς, εν μέσω συγκυριών, μεταλλαγών, θεωρητικών εμμονών και συνειδήτων υποχωρήσεων, κάποια ρεύματα ή Σχολές οικονομολόγων κυριάρχησαν, δίχως τούτο υποχρεωτικά να σημαίνει και την θεωρητική  εξουθένωση των υπολοίπων. Κλασικοί, Ιστορικοί, Κοινωνικοί, Νεοκλασικοί, Κευνσιανοί, Μαρξιστές, Σουμπετεριανοί, Βιοοικονομολόγοι, Συστημικοί κ.α. οικονομολόγοι συνέβαλαν σε μια εξελικτική πορεία μιας σεβαστής σειράς επιστημονικών προσεγγίσεων του οικονομικού φαινομένου και της ανάδειξης του εσώτερου  περιεχομένου της οικονομικής πράξης. Και η οικονομική επιστήμη προχώρησε χωρίς μια ενιαία και μοναδική οικονομική θεωρία, αλλά με αλληλοσυγκρουόμενα και ανταγωνιζόμενα οικονομικά θεωρητικά ρεύματα διαφορετικής, συνήθως, μεθοδολογικής, επιστημολογικής και φιλοσοφικής  βάσης.

Παρά την μεγάλη επιστημονική σημασία της πίστης στην αποκλειστικότητα συγκεκριμένων οικονομικών επιστημονικών μεθόδων, η ανθρωπότητα αλλά και η επιστήμη αποκόμισαν σημαντικά οφέλη από την προσπάθεια για επιστημονική και μεθοδολογική συμφιλίωση, προσέγγιση, σύνθεση  και συνδιαλλαγή. Δεν θα πρέπει, δε, να  λησμονούμε ότι οι απαντήσεις στις οποίες καταλήγει ο οικονομολόγος δεν εξαρτώνται απλά και μόνο από την μέθοδο έρευνας που ακολουθεί, αλλά και από τα ερωτήματα τα οποία θέτει. Και είναι τούτο σημαντικό για την μελέτη της οικονομικής επιστήμης, αλλά και της εξελικτικής πορείας των δομών του οικονομικού συστήματος.

Φθάνουμε, έτσι, στους δικούς μας ταραγμένους καιρούς.

Διαπιστώνουμε τα προβλήματα που ο συνεχής θεωρητικός αφαιρετισμός δημιούργησε στην Οικονομική, όπως και ο ατέλειωτος κατακερματισμός του γνωστικού της αντικειμένου. Διαπιστώνουμε την μονεταριστική κυριαρχία και την επικράτηση του ευφυώς ονομασθέντος «κινηματικού συντηρητισμού». Ταυτόχρονα όμως, διαπιστώνουμε και την  ανάδυση της ελπίδας, ότι βρισκόμαστε στο τέλος της «μοναδικής σκέψης» (pensée unique) και στην εποχή του σεβασμού της θεωρίας των πολύπλοκων συστημάτων.

Η πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, η τεχνολογική επανάσταση των πληροφορικών, ψηφιακών και πλήθους άλλων δυνατοτήτων, οι νέες επιστημονικές μέθοδοι ελέγχου των κοινωνιών και η ακούραστη αναζήτηση μεγιστοποιημένων κερδών, διευκόλυναν την αναδίπλωση και την διαμόρφωση μιας μονολιθικής αντίληψης για μια παγκοσμιοποίηση συγκεκριμένου περιεχομένου νεοφιλελεύθερης και νεοσυντηρητικής μορφής, που καίρια στόχευσε στην πλήρη απελευθέρωση της κίνησης κεφαλαίων.

Οι «μονόδρομοι» επιβλήθηκαν και μετά το 1989-1990. Η Ευρώπη και οι ΗΠΑ συντηρητικοποιήθηκαν, βαπτίζοντας τον συντηρητισμό τους «επαναστατικό». Οι πολυεθνικές κυριάρχησαν και ο χρηματοοικονομικός-χρηματοπιστωτικός τομέας των οικονομίων κυριάρχησε, αναδεικνύοντας την δύναμη των περίφημων αγορών, στις οποίες υπερχρεωθήκαν κράτη ολόκληρα. Κι όλα αυτά πραγματοποιήθηκαν διάμεσου ενός επιστημονικού θεωρητικού οικονομικού πολέμου κατά της κρατικής παρέμβασης, υπέρ του μικρότερου κατά το δυνατόν κράτους, αλλά και κατά του πολιτικού λόγου (που συστηματικά υποβαθμίσθηκε και με δική του συχνά  ευθύνη), στον βωμό της πλήρους κυριαρχίας των ιδιωτικών και βέβαια των χρηματοοικονομικών συμφερόντων. Οι εναλλακτικές επιστημονικές φωνές στην Δύση  υποβαθμίστηκαν συστηματικά χαρακτηριζόμενες  ως γραφικές,  ρομαντικές,  ουτοπικές ή παλιομοδίτικες. Η αλαζονεία του «επαναστατικού συντηρητικού» ρεύματος ξεπερνούσε τα όρια κάτω από την πίστη ενός παράδοξου  σκεπτικού περί του τέλους της Ιστορίας. Ήταν πραγματικά ενθουσιώδης η πίστη των «ευαγγελιστών της αγοράς» (νεοφιλελεύθερων) στην αποκατάσταση ενός πνεύματος δήθεν ακραιφνούς και ανόθευτου καπιταλισμού.

Είναι εντούτοις ενδιαφέρον ότι, σε επίπεδο Οικονομικής Επιστήμης, η θεωρητική σύγκρουση δεν έπαυσε ούτε σε αυτήν την περίοδο της πλήρους κυριαρχίας του «κινηματικού  συντηρητισμού». Ο καθηγητής του Πανεπιστήμιου Παρίσι 1-Πάνθεον-Σορβόνη, René Passet μιλά για νεοφιλελεύθερη  αυταπάτη, ενώ ο δικός μας καθηγητής του ΑΠΘ, Γρήγορης Ζαρωτιάδης διερωτάται: Είναι ο νεοφιλελευθερισμός χυδαία απλός ή απλά χυδαίος; Και μεγάλος είναι ο αριθμός εκείνων των θεωρητικών που αμφισβητούν το κυρίαρχο αυτό νεοσυντηρητικό συστημικό υβρίδιο, που μικρή έως ελάχιστη σχέση έχει με τον κλασικό φιλελεύθερο καπιταλισμό. Οι οικονομολόγοι δεν θα παύσουν να σκέφτονται, να συγκρούονται και να ελπίζουν σε έναν καλύτερο κόσμο!

Καθώς δυνάμεις παγκόσμιας εμβέλειας επιχειρούν στις μέρες μας το πέρασμα σε μια ανεξιχνίαστη ακόμη μετανεοτερικότητα, ως οικονομολόγοι, οφείλουμε να κατανοήσουμε τις εξελίξεις του πραγματικού κόσμου. Οφείλουμε να αντιληφθούμε ότι  η οικονομική επιστήμη που αγαπήσαμε έγινε σταδιακά μια επιστήμη του νεκρού πράγματος, του προϊόντος, του εμπορεύματος και του κεφαλαίου, ακόμη και με την πιο αφηρημένη χρηματική μορφή του. Οφείλουμε, κατά την γνώμη μου, να αντιδράσουμε σε αυτό.

Το νεοφιλελεύθερο δόγμα (το περιεχόμενο του όρου αυτού λίγοι το γνωρίζουν ικανοποιητικά) επιχειρεί την επικαιροποίησή του με την συνεπικουρία κρίσεων που ενέσκηψαν και που οι εξουσίες γνωρίζουν, όπως γνώριζαν πάντοτε, να εκμεταλλεύονται προς ίδιον όφελος. The great reset αναδεικνύεται ως ο νέος στόχος που επιδιώκεται στο πλαίσιο των νέων παγκόσμιων ανταγωνισμών και των νέων συσχετισμών δυνάμεων που θα μας ταλαιπωρήσουν τα χρόνια που έρχονται. Τα επικοινωνιακά παιχνίδια θα συνεχισθούν  με στόχο μια νέα παγκόσμια τάξη πραγμάτων, που εύχομαι να μην  καταλήγει σε ολοκληρωτικές και αυταρχικές μορφές διακυβέρνησης. Η Ιστορία δεν τέλειωσε,  ούτε βέβαια έχει επέλθει το τέλος των ιδεολογιών, όπως κάποιοι πίστεψαν και αναθεώρησαν στην συνέχεια. Όσο στην συνείδηση και στο μυαλό των ανθρώπων θα υφίστανται και θα συγκινούν οι έννοιες της Ελευθερίας, της Δημοκρατίας, της Ισότητας, της Αδελφότητας, της Αλληλεγγύης και της Αξιοπρέπειας, η ανθρώπινη Ιστορία θα συνεχίζεται εν μέσω ιδεολογικών συγκρούσεων, συζητήσεων και προβληματισμών.

Και οι διαμάχες στην Οικονομική Επιστήμη θα συνεχίζονται επίσης, όπως και οι επιστημονικές αντιπαραθέσεις, οι συχνές ακροβασίες  και οι αναπόφευκτοι καιροσκοπισμοί. Ο δε επιστημονικός διάλογος, για να είναι εποικοδομητικός, θα χρειάζεται και θα προϋποθέτει πάντοτε την επιστημονική εντιμότητα, την συνέπεια στις διάφορες υιοθετούμενες παραδοχές και την ευαισθησία απέναντι στην κοινωνία, για το όφελος της οποίας υπήρξε και θα υπάρχει.

Πάνω από όλα, απαιτείται σεβασμός στον διάλογο χωρίς αποκλεισμούς, αλλά και σεβασμός της προσωπικότητας και της σχετικής αλήθειας που χαρακτηρίζουν τον επιστημονικό συνομιλητή και τον διαφορετικά σκεπτόμενα άνθρωπο!

 *Είναι η ομιλία του κατά την εκδήλωση παρουσίασης του τιμητικού τόμου προς το πρόσωπό του, στις 14 Οκτωβρίου 2021,  στην Αλεξανδρούπολη, με τίτλο «ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ – ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΠΙΣΤΩΝΟΝΤΑΣ», σε επιμέλεια Σπυρίδωνα Ρουκανά, εκδ.  Τζιόλας, Αθήνα 2021.

**Ο Γεώργιος Χατζηκωνσταντίνου είναι Ομότιμος Καθηγητής Οικονομικής Θεωρίας Δ.Π.Θ.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.