«Usurum»: Ενα μουσικο παζαρι συνδιαλλαγης κουλτουρας και ακουσματων

Ένα νεανικό συγκρότημα με εφηβικές ανασφάλειες που μετατράπηκε σε χοάνη πολιτισμού

Οι «Usurum» αποτελούν μια αντισυμβατική μα συνάμα αξιόλογη μουσική παρέα. Μια ελληνόφωνη μπάντα που ξεκίνησε από τα μαθητικά τους χρόνια ο Σταύρος Ρουμελιώτης και ο Κοσμάς Λαμπίδης, και αριθμεί πλέον πάνω από 10 χρόνια ζωής. Δεν χρειάζονται στούντιο και ακριβούς εξοπλισμούς για να συνθέσουν και να δημιουργήσουν τη μουσική τους, αρκούνται σε ορισμένα μουσικά όργανα, αλλά και στη χρήση μαγειρικών-οικιακών σκευών. Απόδειξη ο δίσκος τους με τίτλο «Μη & Δεν», στον οποίο χρησιμοποίησαν ακόμη και μαχαιροπίρουνα για την παραγωγή ήχου.
 
Για την πρωτότυπη μουσική τους πορεία, τη σχέση τους με την ποίηση και την παράδοση αλλά και για άλλα πολλά μίλησε εκ μέρους του «Usurum» ο Σταύρος Ρουμελιώτης στον Π.τ.Θ.
 

Π.τ.Θ: Αφορμή της σημερινής μας συζήτησης αποτελεί η κυκλοφορία του νέου σας άλμπουμ με τίτλο «Μη & Δεν», αλλά πριν φτάσουμε εκεί θα ήθελα –ως είθισται– να  ξεκινήσουμε από τις συστάσεις. Ποιοι είναι οι «Usurum»;

Σ.Ρ.: Οι «Usurum» είναι μια παρέα ατόμων που άρχισαν από το μουσικό σχολείο Αλίμου. Από τότε έχουν αλλάξει αρκετά μέλη, όμως τώρα είμαστε έξι άτομα μαζί με τον ηχολήπτη, τον μάνατζερ κ.ά. Κάνουμε δίσκους, live εμφανίσεις και προχωράμε όσο μπορούμε. Τα μέλη του συγκροτήματος ονομαστικά είμαστε: εγώ (Σταύρος Ρουμελιώτης), ο Κοσμάς Λαμπίδης –μαζί ξεκινήσαμε αυτή τη μουσική προσπάθεια από το σχολείο, ενώ παράλληλα γράφουμε τη μουσική αλλά και τους στίχους–, ο Γιώργος Σταυρίδης στα κρουστά και ο Νίκος Αντωνόπουλος στην κιθάρα και τα φωνητικά –οι δυο τους είναι και από τα πιο παλιά μέλη. Παράλληλα, μας πλαισιώνει ο Γιάννης Παπαδούλης, που επίσης παίζει κρουστά, ο Λάμπρος Παπανικολάου στο κόντρα μπάσο, ενώ ο ηχολήπτης μας είναι ο Σπύρος Ρουμελιώτης.
 
 

«Οι “Usurum” είναι μια συνδιαλλαγή απόψεων, ακουσμάτων και κουλτούρας»

 
Π.τ.Θ: «Usurum» λοιπόν, το λεγόμενο παζάρι. Ποιο είναι το σημείο τομής μεταξύ τίτλου και περιεχομένου; Πώς αποτυπώνεται δηλαδή μέσα από εσάς το usurum;
 
Σ.Ρ.: Το σημείο τομής είναι οι πολλές και διαφορετικές επιρροές του καθενός. Ο καθένας έχει να δώσει τη δική του αλήθεια και τα δικά του ακούσματα, έχει δηλαδή να απλώσει την πραμάτεια του σαν ένα παζάρι, ώστε εμείς να πάμε να τη δούμε, να την αξιολογήσουμε και να την αγοράσουμε. Είναι δηλαδή μια συνδιαλλαγή απόψεων, ακουσμάτων, κουλτούρας κλπ. Η πρώτη σύνθεση της μπάντας είχε πολύ έντονο το φαινόμενο αυτό, γιατί το ένα μέλος προερχόταν από το κλασικό τραγούδι, το άλλο από την παραδοσιακή μουσική, οπότε υπήρχε πάρα πολύ έντονα αυτό το πολυπολιτισμικό μοίρασμα.
 
Π.τ.Θ: Κάτι το οποίο θεωρείς πως αποτυπώνεται στη δουλειά σας;

Σ.Ρ.: Θεωρώ πως αποτυπώνεται. Όσο περνάν τα χρόνια αποτυπώνεται όλο και λιγότερο εξόφθαλμα. Πάντα υπήρχε, αλλά πλέον νομίζω ότι έχει αρχίσει μια ομοιογένεια μεγαλύτερη απ’ ό,τι παλαιότερα, οπότε και είχαμε πολύ μεγαλύτερη ανάγκη να κάνουμε εμφανή αυτήν την πολύπλευρη κατάσταση.
 
 

«Είναι τρομερό το πόσο τέλεια είναι τα παραδοσιακά τραγούδια και η ποίηση, μας ωθούν συνεχώς να χτίζουμε κάτι δικό μας»

 
Π.τ.Θ: Άξια αναφοράς, είναι η σχέση που έχετε με την παράδοση αλλά και με την ποίηση. Τι είναι αυτό που ώθησε τέσσερις νέους μουσικούς να ασχοληθούν αφενός με την παράδοση αφετέρου με την ποίηση;

Σ.Ρ.: Και τα δύο έχουν τους λόγους τους στην ίδια ρίζα. Στην ποίηση, όπως και στην παράδοση, υπάρχει κάτι το οποίο σου παραδίνεται –γι’ αυτό και λέγεται παράδοση– και είναι απίστευτα άρτιο. Είναι τρομερό το πόσο τέλεια είναι τα παραδοσιακά τραγούδια από την άποψη ότι δεν υπολείπεται αλλά ούτε περισσεύει κάτι. Είναι λοιπόν, κάτι πολύ όμορφο πάνω στο οποίο μπορούμε να πατήσουμε. Το ίδιο συμβαίνει και με την ποίηση. Μας έβγαζε από την εφηβική ανασφάλεια ότι έπρεπε να χτίσουμε κάτι δικό μας. Όταν γράφεις κάτι δικό σου αναρωτιέσαι αν είναι καλό. Από την άλλη οδεύεις προς τα σίγουρα όταν διαβάζεις και μελοποιείς έναν ποιητή που γνωρίζεις και νιώθεις την αξία του. Η ποίηση ήρθε μέσω της προσωπικής μου ενασχόλησης με τη μελοποιημένη ποίηση, δηλαδή μέσα από τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Μίκη Θεοδωράκη κλπ. Η παράδοση ήρθε στ’ αυτιά μας πρώτα μέσω του Θανάση Παπακωνσταντίνου και της Μάρθας Φριντζήλα κι έπειτα ξεκίνησε ο δρόμος των αναζητήσεων.
 
 

«Ο πρώτος λόγος για να “ακουμπήσουμε” ένα κομμάτι είναι να μας συγκινήσει βαθιά»

 
Π.τ.Θ: Θα ’θελα, δεδομένου του υλικού των διασκευών σας, να μας πείτε πώς οι «Usurum» προσεγγίζουν ένα κομμάτι και τι είναι αυτό που θα τους κάνει εκ του αποτελέσματος να πουν πως είναι έτοιμο να βγει προς τα έξω;

Σ.Ρ.: Κατ’ αρχάς,  προσεγγίζουμε το υλικό όταν θα υπάρχει κάτι το οποίο θα μας μαγέψει μ’ έναν υπερβατικό τρόπο. Για παράδειγμα το «Ήθελα να ’μουν άρωμα», το άκουσα στα μουσικά-θεατρικά εργαστήρια που έκανε η Μάρθα Φριντζήλα πριν από 7 χρόνια. Το άκουσα και πήρα αμέσως τον Κοσμά που βρισκόταν στην Αθήνα για να το ακούσει. Με το που το άκουσε, κάτι πάθαμε και οι δύο, αμέσως ξέραμε ότι έπρεπε να ασχοληθούμε μ’ αυτό το τραγούδι. Αυτός είναι ο πρώτος λόγος που θα μας δώσει το έναυσμα να ασχοληθούμε με ένα κομμάτι. Τυχαίνει όμως όταν ακούσουμε ένα τραγούδι, να πούμε πως πρέπει να ασχοληθούμε με αυτό και τελικά να μην νιώσουμε ότι μπορούμε να το αποδώσουμε, με αποτέλεσμα να το αφήσουμε. Όπως για παράδειγμα «Το γιασεμί», ένα εξαιρετικό παραδοσιακό κυπριακό τραγούδι που όταν το ακούσαμε για πρώτη φορά μαγευτήκαμε. Οπότε, ο πρώτος λόγος για να «ακουμπήσουμε» ένα κομμάτι είναι να μας συγκινήσει βαθιά. Μετά πρέπει να έχουμε ανοιχτά τα αυτιά μας για να καταλάβουμε αν πράγματι δίνουμε κάτι στο κομμάτι ή αν εν τέλει παίρνουμε.
 
 

Οι «Usurum» και η επαφή  τους με τη Θράκη

 
Π.τ.Θ: Έχετε, αν δεν κάνω λάθος, διασκευάσει κι ένα θρακιώτικο νανούρισμα, το «Τι καλά τα λέει τ’ αηδόνι».

Σ.Ρ.: Ναι, το συγκεκριμένο είναι ένα από τα τεράστια κομμάτια. Στιχουργικά είναι μια ολόκληρη ταξική θέση πραγμάτων. Υπάρχει επίσης ένα πολύ ωραίο ποίημα από τα μέρη σας του Βιζυηνού, που είναι χιουμοριστικό και έχει την ίδια ιστορία. Μιλά για τους φτωχούς και για το τι θα κάνουν οι πλούσιοι τα λεφτά τους αν πάνε στον παράδεισο. Μας συγκινεί απίστευτα αυτό το τραγούδι.

 

«Το “Μη & Δεν”  γράφηκε μέσα σε δύο δωμάτια, με ευτελή μηχανήματα και με τη χρήση ποτηριών, μαχαιριών, πιρουνιών κ.ά»

 

Π.τ.Θ: Ξεκινάμε λοιπόν, με τον πρώτο δίσκο το 2013 με τίτλο «Usurum», το «Δίκαιο του πειρασμού» το 2016 και φτάνουμε στο νέο σας άλμπουμ με τίτλο «Μη & Δεν». Πες μας λίγα λόγια.

Σ.Ρ.: Το «Μη & Δεν» έγινε πολύ γρήγορα. Όταν βγάζαμε το «Δίκαιο του πειρασμού» είχαμε ήδη αρχίσει να τεστάρουμε κομμάτια από το «Μη & Δεν». Το χαρακτηριστικό αυτού του δίσκου είναι ότι γράφηκε μέσα σε δύο δωμάτια, στο σαλόνι του Κοσμά και σε αυτό της Μαρίας Παπαγεωργίου με δικά μας πολύ ευτελή μηχανήματα. Δεν μπήκαμε ποτέ σε στούντιο κάτι το όποιο δεν έγινε από πρόθεση. Απλώς είπαμε πως έχουμε κάποια καινούργια κομμάτια και αποφασίσαμε να τα δοκιμάσουμε, φτιάχνοντας ένα demo. Συγκεντρωθήκαμε λοιπόν, σαν παρέα στο σαλόνι, εγώ, ο Κοσμάς και ο Γιώργος, και καθίσαμε χωρίς να έχουμε στο μυαλό μας κανέναν ψυχαναγκασμό ότι πάμε να βγάλουμε δίσκο. Απλώς είχαμε ένα καινούργιο τραγούδι που μας άρεσε πολύ. Εν τέλει το φτιάχνουμε και το αποτέλεσμα μας αρέσει. Φτιάχνουμε κι ένα δεύτερο.
 
Κάπως έτσι άρχισε να μπαίνει στο μυαλό μας ότι μάλλον αυτός ο δίσκος πρέπει να γίνει εδώ, χωρίς επαγγελματικά μηχανήματα και έξτρα μουσικούς. Στο άλμπουμ όλα είναι παιγμένα από εμάς, με ό,τι ο καθένας μπόρεσε να παίξει. Προσπαθήσαμε να αξιοποιήσουμε ό,τι είχαν μέσα αυτά τα σπίτια. Εν απουσία κρουστών, χρησιμοποιήσαμε για παράδειγμα ποτήρια, μαχαίρια, πιρούνια κλπ. Επίσης δεν είχαμε κόντρα μπάσο, οπότε έπρεπε να φτιάξουμε έναν ήχο που να μοιάζει κι έτσι βάλαμε 2 κιθάρες σε συγκεκριμένη θέση. Αυτό είναι το ένα χαρακτηριστικό του δίσκου.
 
Το άλλο είναι τα ίδια τα κομμάτια, στα οποία σε αντίθεση με τους προηγούμενους δίσκους δεν υπάρχουν μεγάλα μουσικά μέρη αλλά ούτε και αυτοσχεδιασμοί. Είναι πιο απλά, βασισμένα στη φόρμα του κουπλέ-ρεφρέν. Τραγούδια που είναι πιο εύκολο να απευθυνθούν χωρίς να θεωρώ ότι ο στίχος είναι χαζός. Είναι κάτι που ταυτόχρονα κι εγώ αλλά και ο Κοσμάς είχαμε ανάγκη και δεν το συζητήσαμε, απλά συνέβη.
 
 

«“Μη & Δεν”. Ένα δίπολο που άρχισα να το βλέπω σε πολλά τραγούδια και είναι κάτι σαν παιχνίδι περισσότερο εσωτερικής κατανάλωσης»

 
Π.τ.Θ: Θα ’θελα να σταθούμε λίγο στον τίτλο. «Μη & Δεν», δύο αρνήσεις που φτιάχνουν μια κατάφαση. Υπάρχει κάποιο μουσικό «ευαγγέλιο» με πράγματα που έχετε συναποφασίσει πως δεν κάνετε ή παροτρύνει ο ένας τον άλλον να μην κάνει;

Σ.Ρ.: Καθόλου. Αντιθέτως, είμαστε σε μια απόλυτη ελευθερία να δοκιμάζουμε πράγματα και το «Μη & Δεν» δεν είναι τόσο θέμα μουσικό στον συγκεκριμένο δίσκο όσο στιχουργικό. Το «Μη & Δεν» στο τραγούδι «Μη και δεν κι αλλά» κάνει ένα σχήμα αντίθεσης κάτι το οποίο αρχίσαμε να βλέπουμε σε διάφορα τραγούδια. Υπάρχει ένα τραγούδι που μιλά για έναν άνθρωπο ο όποιος είναι νηφάλιος, αλλά όταν πίνει θέλει να είναι κάποιος άλλος, οπότε μέσα από αυτό βλέπουμε δύο αντιθετικά στοιχεία, το μη και το δεν. Σ’ ένα άλλο τραγούδι, το «(Δε) θέλω» υπάρχει αυτός που στο κουπλέ λέει τι δεν θέλει και στο ρεφρέν λέει τι θέλει. Άρχισα να βλέπω σε πολλά τραγούδια αυτό το δίπολο. Είναι κάτι σαν παιχνίδι που εμείς βέβαια το βρήκαμε αφότου σκεφτήκαμε το «Μη & Δεν». Έπειτα, ήρθε το εξώφυλλο του Στέλιου Παπαρδέλα μέσα από το οποίο παρατηρούμε πάλι ένα μη και ένα δεν. Σε αυτό βλέπουμε δύο τύπους όπου ο ένας είναι κουρνιασμένος και ο άλλος ξαπλωμένος, ενώ η μοκέτα στην οποία κάθονται σχηματίζει ένα μηδενικό, έτσι σκεφτήκαμε πως αν βγάλεις το «και» από τον τίτλο, γίνεται μηδέν. Αρχίσαμε να κάνουμε τέτοια παιχνίδια, τα οποία βέβαια είναι εσωτερικής κατανάλωσης και όχι κάτι που ο κόσμος πρέπει να καταλάβει.
 
 

«Για το τραγούδι “ (Δε) θέλω” ο Φοίβος Δεληβοριάς ήταν αυτός που ταίριαζε στιχουργικά και μουσικά, μπορούσε σίγουρα να το καταλάβει και να το νιώσει»

 
Π.τ.Θ: Ακούμε τον Φοίβο Δεληβοριά να υποδύεται όπως προείπες τον χαρακτήρα του Μη όπου μαζί με τον Κοσμά Λαμπίδη –τον Δεν δηλαδή– ερμηνεύουν το ντουέτο «(Δε) θέλω». Πώς προέκυψε η συνεργασία σας και τι είναι αυτό που σας έκανε να του δώσετε αυτόν τον ρολό;

Σ.Ρ.: Πολύ μικρή παρένθεση πριν φτάσω εκεί. Αυτό το τραγούδι μαζί με το «Κλείσε τα παράθυρα» ήταν εφαλτήρια για να ξεκινήσουμε τον δίσκο και να πάρει αυτήν την πιο εξωστρεφή –σε σχέση με τα δικά μας δεδομένα– μορφή. Ο Κοσμάς μου έδωσε το «(Δε) θέλω» και μου είπε πως το φαντάζεται ντουέτο. Ωστόσο, είχαμε μια διαφωνία, διότι εκείνος το φανταζόταν γυναίκειο, δηλαδή να είναι αυτός και μια γυναίκα. Απ’ την άλλη εγώ το εξέλαβα τελείως διαφορετικά. Θεώρησα πως πρέπει να είναι οι δύο πλευρές ενός ανθρώπου, οπότε θέλουμε δύο άντρες. Αν και το τραγούδι είναι δικό του επικράτησε η δική μου άποψη κι έτσι σκεφτήκαμε ότι ο Φοίβος στιχουργικά και μουσικά θα μπορούσε να ενταχθεί σ’ αυτό το πλαίσιο. Θα μπορούσε σίγουρα να το καταλάβει, να το νιώσει κι αν του άρεσε να το τραγουδήσει. Ήρθε με παρά πολύ χαρά!

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.