Τα καφενεια της Μεσσουνης

Αναδρομή στους δρόμους συγκέντρωσης του οικισμού

Αρκετά ήταν τα καφενεία που εξυπηρέτησαν τους Μεσσουνιώτες στο διάβα του χρόνου.
«Θα πάω στο μαγαζί», συνήθιζαν να λένε οι Μεσσουνιώτες.
-«Πού ήσουν πατέρα;», ρωτούσαμε.
– «Στου  Ντικιάν», απαντούσαν, μάλλον τουρκικά από τον «τεκέ-ντεκέ».
Ποτέ δεν ανέφεραν τη λέξη «καφενείο».
Ο καφές πείραζε στο στομάχι τους Μεσσουνιώτες. Το ούζο και το κρασί ήταν προτιμότερα.
Στο δημόσιο δρόμο στις δυο πλευρές της παλιάς Εθνικής οδού Ξάνθης-Κομοτηνής ήταν συνολικά πέντε καφενεία. Τα τέσσερα ήταν παλιά, έτσι τα θυμήθηκα. Κτίσθηκαν από την εποχή του μεσοπολέμου μέχρι το 1950.
Το καφενείο του Γκουβιντίκ ήταν ένα υπερυψωμένο μικρό κτίσμα, που στο πίσω μέρος έμενε η οικογένειά του, τα διμάρια (δίδυμοι), ο Νίκος και ο Τάκης και η γυναίκα του, πρακτική νοσοκόμα του χωριού, η κυρά Χρυσούλα.
Δεινός κυνηγός ο μπάρμπα Μανώλης, παλιός χωροφύλακας, είχε τακτικούς πελάτες τους αστυνομικούς από τον διπλανό Αστυνομικό Σταθμό.
Ομηρικές οι μάχες του στο τάβλι με τον Πέτρο τον Δρακουλάκο κάτω από τον ίσκιο, στο μεγάλο καραγάτσι, που ήταν μπροστά από το μαγαζί. Πολλές οι συζητήσεις για το κυνήγι και τα κυνηγόσκυλα, που δεν έλειπαν από την αυλή του.
Εδώ γινόταν μεγάλο γλέντι ,«χοροσπερίδα», όπως λέγανε, στο πανηγύρι της Αγίας Τριάδας.
Εδώ οι πιτσιρικάδες  δυο-δυο  άφηναν το μικρό τους χαρτζιλίκι και έπιναν μισή-μισή  την παγωμένη γκαζόζα από την πρώτη παγωνιέρα του χωριού.
Το παλιό κτίσμα αντικαταστάθηκε από νέο, έγινε πάλι καφενείο, έχασε την αίγλη του. Όμως μάλλον άλλαξαν οι καιροί. Έτσι μετατράπηκε σε σπίτι, όπου κατοικούν τα διμάρια με τα παιδιά και τα εγγόνια τους.
 

 

 
Ακριβώς δίπλα ήταν το διώροφο του ΠαπαΜάρου. Στον κάτω όροφο ήταν «του Παπά το μαγαζί». Ο Παπα Δημήτρης Μάρος- ηπειρώτης την καταγωγή, γαλουχημένος ,όμως, Σιναπλιώτης- καθισμένος πάντα  πίσω από ένα γραφείο, μπαίνοντας αριστερά, δίπλα στο παράθυρο, εξυπηρετούσε  το χωριό με το κοινόχρηστο και μοναδικό τηλέφωνο του χωριού, μαθαίνοντας συγχρόνως και τα νέα – κουτσομπολιά.
Η Παπαδιά, η κυρία Βαρβάρα, πρόσχαρη και καλοκάγαθη, βαριακούοντας λίγο, εκτελούσε αγόγγυστα τις προσταγές του Παπαδημήτρη, σερβίροντας  στους λίγους πελάτες κρασάκια και τσιπουράκια, με εκλεκτούς μεζέδες από την κατσαρόλα της. Πάντα κάτι καλό είχε  πάνω στη μασίνα στο κέντρο του καφενείου, κυρίως κρέας και ψάρια.
Σπάνια κάποιοι έστρωναν παρτίδες με  χαρτιά ή ακουγόταν τα ζάρια από το τάβλι που έπαιζαν ο Αστυνόμος με κάποιο χωριανό, αλλά συνήθως με κάποιο από τους χωροφύλακες.
Το καφενείο δεν είχε οικονομικό σκοπό. Εκεί εύρισκε συντροφιές ο Παπαδημήτρης. Ξόδευε περισσότερα από όσα εισέπραττε, αλλά είχε εξασφαλισμένη την συντροφιά μόνιμων και συγκεκριμένων θαμώνων, που και αυτοί εύρισκαν καταφύγιο, ζεστασιά της κρύες μέρες του χειμώνα και δροσιά κάτω από τα δένδρα το καλοκαίρι.
Εκεί κατέληγαν οι πολλοί φίλοι και γνωστοί του για μασάλια, αστεία, κουτσομπολιά, συζητήσεις και τρανταχτά γέλια, που ακούγονταν μέχρι το δρόμο.
Η λειτουργία του έσβησε σιγά σιγά, η πόρτα του ,όμως, έκλεισε μόνο όταν έκλεισαν για πάντα τα μάτια του Παπά Μάρουμας και της Πρεσβυτέρας του.
 

 
Στην ίδια πλευρά και πολύ κοντά στο δρόμο, στο κάτω μέρος της σημερινής πλατείας, ήταν «του μαγαζούδ τ΄Χάτσιου».
Σαν όνειρο θυμούμαι τη λειτουργία του. Ήταν πολύ μικρό για καφενείο («μαγαζούδ»).
Το χρησιμοποίησε σαν κατοικία για πολλά χρόνια ο Αστυνόμος με την οικογένειά του.
Κατεδαφίσθηκε όταν έγινε η πλατεία του χωριού.
Ο Χάτσιος, βαρύς και ασήκωτος, κλασικός καφετζής, μετακόμισε επαγγελματικά στο Καβακλή, όπου, απ΄ ό,τι γνωρίζω, δεν πρόκοψε και πολύ.
 

Απέναντι, διασχίζοντας τη Εθνική οδό, ήταν το καφενείο του Μπάρμπα Δήμου του Παρασκευούδη, που το εκμεταλλεύτηκε ο γιος του, ο Καρά Ίβανς
 
 Σ΄ αυτό σύχναζε περισσότερο η νεολαία και οι στρατιώτες  από το αεροδρόμιο.
Κατηφορίζοντας οι στρατιώτες, έπαιρναν τα τσιγάρα τους από το περίπτερο, προσπαθώντας να φλερτάρουν την όμορφη Καλλιόπη. Κάποιοι ήταν ερωτευμένοι μαζί της, χωρίς ανταπόκριση, όπως λέει ο Κιλκισιώτης φίλος μου, Γιάννης Ασλανίδης.
Έχοντας ο κάθε φαντάρος το «νταλγκά του» κατέληγε στο μαγαζί, όπου η παρέα γλεντούσε με το γλυκό κρασί της Μεσσούνης και τα νόστιμα κεφτεδάκια του Καρά Ιβάν, χορεύοντας μερακλίδικα ζεμπέκικα και τσιφτετέλια με τραγούδια από το γραμμόφωνο και το τζουκ-μποξ.
Ο Κιλκισιώτης φίλος μου δεν θα ξεχάσει ποτέ την καλοσύνη, τη χουβαρδοσύνη και τα κεράσματα που τους προσέφερε ο καφετζής.
Κάθε χρόνο γινόντουσαν πολλές χοροεσπερίδες από τους νέους του χωριού με κυριότερη αυτή του πανηγυριού της Αγίας Τριάδας.
Πολύ νωρίς κάλεσε ο Θεός το ζευγάρι, είχε ανάγκη φαίνεται από κάπελα του παραδείσου. Έτσι έσβησε και αυτό το κύτταρο ζωής στο χωριό.
Έγινε προσπάθεια να ξαναστηθεί, χωρίς επιτυχία.
Σήμερα στέκει άδειο και εγκαταλειμμένο, για να μας θυμίζει νοσταλγικά όμορφες στιγμές, μέρες και εποχές του παρελθόντος.
 

 

 
Παραμονή Χριστουγέννων του 1973 μου τηλεφώνησε πειραχτικά ο διευθυντής της ΔΕΗ Κομοτηνής.
-«Τάσο», είπε, «είμαι στο γραφείο εξυπηρέτησης της ΔΕΗ και ένας Βασίλης Γιοβανούδης, όταν τον ρώτησα αν σε γνωρίζει, είπε ότι είναι ξάδελφός σου».
-«Ναι», του απάντησα.
-«Τότε», του λέει, «φύγε στο χωριό και σε δύο ώρες θα έχεις ρεύμα να δουλέψεις τα Χριστούγεννα».
Δεν το ξέχασε ποτέ ο Βασίλης.
Έτσι άρχισε η λειτουργία του καφενείου του Βασίλη Γιοβανούδη με την αμέριστη βοήθεια της Ειρήνης, της γυναίκας του. Ήταν το καλύτερο μαγαζί που έγινε στη Μεσσούνη. Γλεντήσαμε, χορέψαμε πολλές φορές οικογενειακά όταν βρισκόμουν στο χωριό. Απόλαυσα τα ούζα του με τους θαυμάσιους και ποικίλους μεζέδες, είδα την μεθοδική τακτική του στο σέρβις.
Άνθρωποι άγνωστοι που έτυχε να σταματήσουν μιλούν με τα καλύτερα λόγια.
-«Τάσο,» μου είπε μια μέρα όταν τον χαιρέτησα πιάνοντας το χέρι του «μου κάνει εντύπωση ότι χαιρετάς με χειραψία όλους τους χωριανούς, είσαι ο μόνος που το κάνει».
-«Πώς να μην το κάνω, ρε Βασίλη;» του είπα. «Κάθε φορά που έρχομαι όλο και κάποιος λείπει για πάντα από το καφενείο. Να μην τον χαιρετήσω τώρα που τον είδα; Δεν ξέρω αν τον ξαναδώ. Να…» ,του είπα, «ο Βάϊος δεν είναι εδώ να τον χαιρετήσω». Πρόσφατα είχε αφήσει «τα εγκόσμια».
Με κοίταξε λίγο απορημένος, περήφανος και πολύ συγκινημένος. Ύγραναν τα μάτια του. «Μπράβο ρε Τάσο», είπε και συνέχυσε να ετοιμάζει τους μεζέδες. Έφερε το τσίπουρο στο τραπέζι μου. «Αυτό είναι από μένα» είπε χαμογελαστός. Ήταν από τις ωραιότερες και ομορφότερες στιγμές στη ζωή μου.
Πολλά χρόνια ήταν το στέκι του χωριού. Σταμάτησε από τον πάγκο μόνο όταν τον εγκατέλειψαν πλήρως οι δυνάμεις του. Δεν θυμούμαι, αλλά σίγουρα την τελευταία φορά που τον είδα τον χαιρέτησα δια χειραψίας.
Κλειστό και αυτό το καφενείο σήμερα.
 

 
Ο Νικόλας Παρασκευούδης, περίπου το 1964, έκτισε μέσα στην αυλή του σπιτιού ένα ωραίο για την εποχή καφενείο. Συγκέντρωσε πολλούς θαμώνες, κυρίως από τον άλλο μαχαλά,αλλά και πολλά νέα παιδιά.
Βρέθηκα πολλές φορές με τις παρέες μου να λικνίζομαι στους μοντέρνους και λαϊκούς ρυθμούς της δεκαετίας του εξήντα.
Θυμούμαι ότι την προπαραμονή των Χριστουγέννων του 1969. Συγκεντρωθήκαμε το βραδάκι σχεδόν όλοι οι νέοι -τότε δεκαοκτώ μέχρι είκοσι πέντε χρονών- και ήπιαμε νηστεύοντας με στραγάλια από μερικά νεροπότηρα κρασί. Φεύγοντας κάποιος φώναξε κόλιντα. Γενικεύτηκαν οι χαρούμενες φωνές, πήρε το ακορντεόν ο Γιάννης Δαμακίδης, περιτριγυρίσαμε τα σπίτια και στους δύο μαχαλάδες και ξεναφθάσαμε στου Νικόλα το μαγαζί. Ο Βαγγέλης Παρασκευούδης, ανιψιός του Νικόλα, ήξερε πού ήταν το κλειδί. Άνοιξε, ήπιαμε όλο το κρασί, φάγαμε όλα τα στραγάλια, γίναμε όλοι «φέσι» χορεύοντας  ασταμάτητα. Δεν αφήσαμε τίποτα όρθιο. Μέχρι και τη σόμπα με τα μπουριά την πετάξαμε έξω. Περιττό να πω ότι την άλλη μέρα μαζέψαμε τα χρήματα να πληρώσουμε το λογαριασμό, αλλά κυρίως τα πολλά σπασμένα που αντίκρισε εμβρόντητος ο φουκαράς ο Νικόλας όταν ξύπνησε το πρωί.
Κράτησε αρκετά χρόνια, ώσπου οι αρρώστιες έβαλαν το κλειδί στο μαγαζί του «μπακάλη», όπως ήταν πλέον γνωστός ο Νικόλας.
 

 
Οι πρώτες αναμνήσεις και εικόνες καφενείου είναι από το  μαγαζί του «Λεωνίδα».
Ο πατέρας μου τα βραδάκια πήγαινε για το μαγαζί του Λεωνίδα που ήταν στη μέση της γειτονιάς μας. Σε λίγο ακολουθούσαμε η μάνα μου και εγώ. Καθόμασταν στις πέτρες που ήταν μόνιμα στημένες στην είσοδο του πάππου του Πασιά, όπου οι γυναίκες αντάμωναν και αυτές στο δικό τους καφενείο. Οι πιτσιρικάδες που τις ακολουθούσαν έπαιζαν κρυφτό ή συζητούσαν για φαντάσματα και «βλοημένα».
Το καφενείο του Λεωνίδα φάνταζε στο μυαλό μου τεράστιο. Ήταν ένα τετράγωνο υπερυψωμένο κτίσμα με την ωραιότερη πρόσοψη κτηρίου της Μεσσούνης. Στην είσοδό του είχε τέσσερα ή πέντε τσιμεντένια σκαλιά και δυο παράθυρα.
‘Όταν έμπαινες μέσα, είχε μερικά τραπεζάκια με τις καρέκλες, τη σόμπα απέναντι ακριβώς τον πάγκο του καφετζή και μερικά ράφια.
Κάπου ,νομίζω, ήταν και μια φωτογραφία ενός καθισμένου κυνηγού με τον τσιφτέ και το σκύλο του. Ήταν ο παππούς ,ο Μπάιος (Βάϊος), που ήλθε μετεγκαταστάθηκε  το 1930 από το Πολύκαστρο στη Μεσσούνη, αγόρασε το οικόπεδο από μουσουλμάνο που έφυγε στην Τουρκία και έκτισε σπίτι και μαγαζί.
Στον αριστερό τοίχο ήταν η περίφημη λάμπα του Λεωνίδα. Ένα χειμωνιάτικο βράδυ φτερνίσθηκε ο θηριώδης Παλά Μπουγιούκ και από τη δύναμη του φτερνίσματος έσβησε η λάμπα στο μαγαζί. Έτσι έμεινε μασάλι στη Μεσσούνη ακόμη και σήμερα∙ όταν κάποιος φτερνίζεται πολύ δυνατά οι άλλοι τον αποκαλούν «Παλά Μπουγιούκ».
Εγώ το μαγαζί το γνώρισα με καφετζή τον Λεωνίδα να εξυπηρετεί τον κόσμο και με μερικά είδη καθημερινής χρήσης ,λαμπογιάλια, σπίρτα, χύμα τσιγάρα κρυφά, πετρέλαιο για την γκαζόλαμπα, οινόπνευμα, κρασί, τσίπουρο… Ένα μικρό παντοπωλείο.
Άνθρωπος καλός, καταδεκτικός, έξυπνος, προοδευτικός. Έβλεπε αρκετά μακριά. Ήταν ο πρώτος Μεσσουνιώτης που έστειλε τα παιδιά του στο γυμνάσιο.
Οι προμήθειες γίνονταν από την πίσω πόρτα. Με λίγα ξύλινα σκαλοπάτια ανέβαινες στο καφενείο και με μερικά τσιμεντένια, κάτω από την ξύλινη σκάλα, κατέβαινες στην ίζβα (υπόγειο), που ήταν γεμάτο με μπόμπες κρασί, νταμιτζάνες τσίπουρο και άλλα αγαθά.
Βοηθός του η μπάμπου η Ράντου, η Λεωνίδαινα και ο μεγάλος γιός του Βάιος.
Έκλεισε πριν πάρα πολλά χρόνια, λυπούμαι ,όμως, αφάνταστα από την εικόνα που αντικρίζω. Τα τελευταία χρόνια έγινε πραγματικό ερείπιο. Έπεσε η σκεπή, πέφτουν λίγο λίγο και οι τοίχοι, η πόρτα μισοσπασμένη. Μπάζα παντού.
Κρίμα! Προχθές περνώντας ανέβηκα τα σκαλοπάτια. Κοίταξα από την μισάνοιχτη πόρτα και τα παράθυρα και είδα τα ξύλα της σκεπής και τα κεραμίδια να έχουν πέσει πάνω στα τραπέζια, τις καρέκλες -που είναι στη θέση τους-τον πάγκο και τα ράφια, μερικά μπουκάλια…

Είπα να μπω μέσα να σκαλίσω. Ίσως εύρισκα το τεφτέρι με τα βερεσέδια, τη λάμπα του Παλά Μπουγιούκ, το κάθισμα και το τραπέζι όπου ο μπάρμπα Σταύρος ο Αγγουρίδης παρέδιδε υποδειγματικά μαθήματα «γερμήαλτί». Ίσως να έκανα τη μεγάλη ανακάλυψη: να έβρισκα τη φωτογραφία του κυνηγού. Πιθανόν ,ακόμη, να άκουγα τους ψιθύρους των παππούδων  μας, που με τις χιλιάδες συζητήσεις, συμφωνίες, αλλά κυρίως διαφωνίες έδιναν λύσεις στα προβλήματα που τους απασχολούσαν.
Αναμνήσεις, αισθήματα, συναισθήματα, λόξα… Τί γυρεύεις τώρα Τάσο;
Απλά την αληθινή μου ταυτότητα αποζητώ. ..Που αλλού να ψάξω;
 

 

 
 
Καλοκαίρι στα μέσα της δεκαετίας του πενήντα. Μόλις σουρούπωσε. Καθισμένος στο πεζούλι του σπιτιού δίπλα στη γιαγιά, τη «μπάμπου Ιάνου» κάτι ζητούσα από τη μάνα μου. Όταν όλοι ησύχασαν, ζήτησαν και από μένα να σωπάσω. Τέντωσαν τα αυτιά τους, όπως έκαναν και άλλα βράδια. Μέσα στην πραγματικά απόλυτη ησυχία ακούσθηκε μια μελωδία και ένα τραγούδι: «Μαντουβάλα αγάπη γλυκιά μου».
-«Τί ακούγετε ,μάνα»  ρώτησα.
-«Το γραμμόφωνο του Ντραγκάν», είπε, «σούουουουτ τώρα, να ακούσουμε».
Και μέσα στη γλυκιά ηρεμία ακούστηκαν «Συννεφιασμένη Κυριακή», «Θέλω να πεθάνω», «Κλείσαν τα μάνταλα βαριά». Αυτά και κάποια ακόμη ,που τα απολάμβανε μυστηριακά όλο το χωριό.
Πέρασαν χρόνια όταν βρέθηκα πρώτη φορά στο δρόμο έξω από το μαγαζί. Μικρό το κτίσμα με πόρτα και δύο παράθυρα προς το δρόμο, δυο σκαλοπάτια πάνω από το έδαφος με μια ακακία μπροστά, κοντά στα σκαλοπάτια. Πάνω στην ακακία ήταν δεμένο το ηχείο του γραμμοφώνου.Η πινακίδα έγραφε: «Καφενείον- Η νέα ζωή-Πασχάλης Δραγανίδης».
Δεκάδες φορές με τη συνομήλικη παρέα μου χαζεύαμε τη νεολαία που γλεντούσε. Ήταν εκεί όλοι οι μάγκες, ο Ηλίας ο Τόρτουρας, ο Τζέλας του Τσιαραξή, ο Στεφανάκος ο Τζιαρνίκς, ο Γιώργος ο Γιαννασόπουλος. Καλά και όμορφα παιδιά, χορευταράδες, γλεντζέδες, πρώτοι μάγκες. Τους ψάχνω τώρα όταν βρίσκομαι στο χωριό. Όταν ρωτώ που βρίσκονται, ένας θυμόσοφος συνομήλικός τους απαντά: «Οι μάγκες δεν υπάρχουν πια, τους πάτησε το τρένο, όπως λέει και το λαϊκό μας άσμα».
Εκεί έξω στο δρόμο στηνόταν και η βόλτα του άλλου μαχαλά∙ από του Ιανάκ το πηγάδι μέχρι του Ντραγκάν το μαγαζί, το νυφοπάζαρο, όπου ομολογουμένως είχε πολλά και όμορφα κορίτσια.
Μέσα στο μαγαζί αφεντικό ο παππούς ο Πασχάλης, συνεπικουρούμενος από το γιό του, το Μήτσιο. Καλοκάγαθοι άνθρωποι, ήσυχοι, ήρεμοι, αργών ρυθμών, προοδευτικοί. Όρθιοι πίσω από τον πάγκο σερβίριζαν  νεροπότηρα με κρασί, ρετσίνες, ούζα και τσίπουρα,  αναψυκτικά, σπάνια καφέδες. Πού και πού οι παρέες άνοιγαν και κονσέρβες που τις είχαν στα ράφια πίσω από τον πάγκο.
Η κυρά Δημητρούλα, έξυπνη και δυναμική, παρακολουθούσε τα γενόμενα και έβαζε τάξη τόσο στους θαμώνες, όσο και στον πεθερό και τον άνδρα της, που νωρίς νωρίς ζύγιαζαν ακουμπισμένοι στον πάγκο, όπου τους έπαιρνε ο πρώτος γλυκός ύπνος.
Τον ύπνο αυτό παρακολουθούσαν μερικοί ή την προσωρινή απουσία τους από τον πάγκο για το άνοιγμα κρυφά ρετσίνας και κονσέρβας που απόφευγαν να πληρώσουν.
Πόσα και πόσα γλέντια δεν είδε αυτό το μαγαζ; Προσέφερε πρωτόγνωρα μουσικά ακούσματα με το γραμμόφωνό του, με τις πλάκες (δίσκους) του Καζαντζίδη, του Αγγελόπουλου, της Γιώτας Λύδια, του Περπινιάδη.
Η νεολαία της Μεσσούνης είχε το στέκι της.
Πόσα προβλήματα του κόσμου δεν λύθηκαν στις αήκικες και πιωμένες  παρέες, πόσοι καυγάδες δεν έγιναν, πόσες ώρες σχόλης και ξεγνοιασιάς δεν πέρασαν στους τέσσερις αυτούς τοίχους;
 

Τα χρόνια πέρασαν, οι καφετζήδες αποδήμησαν στον Κύριο. Τα κτίσματα, όμως, μένουν. Περνώντας από μπροστά κάτι έχει να θυμηθεί ο καθένας.
 
Μεγάλη η προσφορά τους. Ομόρφυναν τη ζωή μας. Η μνήμη τους να είναι αιωνία!
 
« Ο ΠΟΝΤΟΣ » γράφει μια μικρή πινακίδα στο παλιό ξυλάδικο που είχαν τα Θουδουρακούδια. Εκεί ανταμώνουν τα τελευταία χρόνια οι Μεσσουνιώτες. Τώρα πίνουν όλοι και καφέ. Στη συνέχεια από ένα -δυο τσίπουρα ο καθένας, γράπες τώρα ζητούν, μπύρες και ρετσίνες με περιποιημένα μεζεδάκια.
Παλιές φωτογραφίες στολίζουν τον ένα τοίχο. Απολαμβάνουν ποδόσφαιρο στην τηλεόραση. Ζωηρές και οι συζητήσεις. Βαριακούν οι περισσότεροι.
-«Τί κάνετε;» ρώτησα πριν μερικές μέρες πιάνοντας τα χέρια όλων.
-«Τί να κάνουμε;», απάντησε ο Πασχάλης, «Δεν βλέπεις; Τα λάχανα αραιώσαν.».
Πραγματικά τα λάχανα αραίωσαν. Λίγοι στο καφενείο, μετρημένοι στα δάχτυλα των χεριών. Ωραίοι άνθρωποι, χωρατατζήδες. Δεν τους θεωρώ μεγάλους γιατί βλέπω τα χρόνια μου, όμως οι περισσότεροι είναι μεγαλύτεροι από μένα και λίγοι κάτω από εξήντα επτά.
Σε ευχαριστούμε πάρα πολύ Μαρία από το Μικρόδασος Κιλκίς ,κι ας «μόλυνες» το Σιναπλιώτικο χωριό μας με την ωραία ποντιακή σου πινακίδα, για αυτά που μας προσέφερες. Πού θα είχαμε τόπο συνάντησης, ραντεβού με τον ταχυδρόμο, κέρασμα ενός καφέ στους φίλους, ανταλλαγή μια κουβέντας;
Και πάλι σε ευχαριστούμε.
Να γνωρίζεις ,όμως, ότι δεν έχεις πλέον δικαίωμα να το σταματήσεις κι ας σε στενοχωρούμε με τις ιδιοτροπίες και τις παραξενιές μας.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.