Συνταγμα και εγκληματικη οργανωση. Οριοθετηση εννοιων

Του Άλκη Ν. Δερβιτσιώτη

1. Η πρόσφατη απόφαση του αρμόδιου δικαστικού σχηματισμού απάντησε καταφατικά στο ερώτημα αν τα ηγετικά στελέχη και οι βουλευτές του κόμματος της Χρυσής Αυγής αποτελούν εγκληματική οργάνωση. Η εν λόγω απόφαση έταμε το ζήτημα στο πλαίσιο που θέτει η σχετική ποινική νομοθεσία. Απομένει να δημοσιευτεί η απόφαση για να καταστεί κοινό κτήμα και, ενδεχομένως αντικείμενο κριτικής η μέθοδος και ο τρόπος υπαγωγής των πραγματικών περιστατικών στις αντίστοιχες ποινικές διατάξεις. Μέχρις ότου συμβούν τα ανωτέρω χρήσιμη είναι η υπενθύμιση μερικών νομικών σταθερών αξιών του πολιτικού μας εποικοδομήματος, που συναποτελούν η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Γ΄ Ελληνική Δημοκρατία.

Οι νομικές αξίες μας μεταξύ άλλων μας επιβάλλουν κατ’ αρχήν τη διεξαγωγή της δίκης δημοσίως και τον κατ’ εξαίρεση αποκλεισμό της δημοσιότητας, τη διευκόλυνση του κατηγορουμένου να κατανοήσει την κατηγορία, το δικαίωμα του να κλητεύσει τους μάρτυρες που θεωρεί απαραίτητους για την πρόοδο της διαδικασίας καθώς και το δικαίωμα του να εξετάσει τους μάρτυρες κατηγορίας.

Τα ανωτέρω δικαιώματα, μαζί με άλλες σχετικές ρυθμίσεις διαμορφώνουν το παραδεκτό πλαίσιο δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, ο οποίος ως κορωνίδα των ανωτέρω διαθέτει το τεκμήριο αθωότητας, το οποίο παύει να τον συντρέχει, μόνο εάν διαπιστωθεί με αβιάστως προκύψαντα αποδεικτικά στοιχεία η ενοχή του κατηγορουμένου. Είναι σαφές ότι η φιλοσοφική επίδραση του Διαφωτισμού και της κληρονομιάς του επιτάσσει την αρχή της εξατομικευμένης ευθύνης και όχι της συλλογικής ευθύνης, η οποία διαχέεται «επί δικαίων και αδίκων» και, ως εκ τούτου δημιουργείται πλήθος ερωτημάτων ως προς τη συμβατότητα της με το Σύνταγμα, ιδίως με ορισμένες εκφάνσεις του κράτους δικαίου.

2. Ανεξαρτήτως των ανωτέρω επισημάνσεων και ερωτημάτων είναι σκόπιμο να ανακαλέσουμε στη μνήμα μας ότι το ισχύον Σύνταγμα κατοχυρώνει στις διατάξεις του άρθρου 29 τα δικαιώματα ίδρυσης και λειτουργίας πολιτικού κόμματος που έχουν οι εκλογικώς ενήλικοι Έλληνες πολίτες. Εξυπακούεται ερμηνευτικώς ότι αν και δεν προβλέπεται ρητά, οι σχετικές διατάξεις περιλαμβάνουν και το δικαίωμα αποχώρησης από πολιτικό κόμμα καθώς και τα δικαιώματα αφενός άρνησης συμμετοχής σε υφιστάμενο και αφετέρου άρνησης σύμπραξης στη δημιουργία νέου κόμματος. Το αξιοσημείωτο είναι ότι η ίδρυση πολιτικού κόμματος δεν υπάγεται σε προηγούμενη άδεια. Οι ισχύουσες διατάξεις του ν. 3023/2002 προβλέπουν ότι η ιδρυτική δήλωση υποβάλλεται μαζί με το καταστατικό και τις υπογραφές 200 πολιτών τουλάχιστον που διαθέτουν το δικαίωμα ψήφου στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Επίσης στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου γνωστοποιούνται το όνομα, το έμβλημα και η έδρα του πολιτικού κόμματος. Όλα τα ανωτέρω συνοδεύονται από την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Το περιεχόμενο της δήλωσης επαναλαμβάνει, σχεδόν αυτοτελές, τη συνταγματική διάταξη με τρόπο ώστε ο σχετικός όρος «ελεύθερη λειτουργία του πολιτεύματος» να έχει κυρίως πολιτικό-παιδαγωγική αξία και να μη συνδέεται με το αντίστοιχο κεφάλαιο του Ποινικού Κώδικα που επιγράφεται «Προσβολές του Πολιτεύματος». Έτσι το Σύνταγμα τηρεί την αρχή societas delinquere non potest εν προκειμένω.

Το προϊσχύσαν καθεστώς του ν.δ. 59/1974, δημιούργημα των πρώτων ημερών της μεταπολίτευσης του 1974 προέβλεπε τη δήλωση του αρχηγού ή της διοικούσας επιτροπής πολιτικού κόμματος ότι οι αρχές του κόμματος αντιτίθενται σε κάθε ενέργεια η οποία αποσκοπεί α) στη βίαιη κατάληψη της εξουσίας ή β) στην ανατροπή του ελεύθερου δημοκρατικού πολιτεύματος. Πρόκειται δυστυχώς για «αυτάρεσκη» συμπεριφορά του νομοθέτη καθώς ο διαδραμών χρόνος και η εμπέδωση εν τω μεταξύ της Δημοκρατίας, δεν εμποδίζουν τη δυσαρέσκεια και την αναταραχή που δημιουργούνται σε περιόδους σοβαρής οικονομικής κρίσης και κοινωνικής αστάθειας.

3. Επίσης αξίζει να σημειωθεί ιδιαιτέρως ότι το Ελληνικό Σύνταγμα δεν περιλαμβάνει διάταξη αντίστοιχη προς αυτή του άρθρου 21 παρ. 2 του Θεμελιώδους Νόμου της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη «κόμματα που λόγω των σκοπών τους ή της συμπεριφοράς των οπαδών τους τείνουν να βλάψουν ή να ανατρέχουν τη φιλελεύθερη δημοκρατική θεμελιώδη τάξη ή να εκθέσουν σε κίνδυνο την υπόσταση της της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας είναι αντισυνταγματικά. Για το ζήτημα της αντισυνταγματικότητας αποφαίνεται το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο». Αρκεί η γραμματική ερμηνευτική προσέγγιση της ανωτέρω διάταξης για να καταδειχθούν τα νομικώς αναγκαία πλην όμως και ελλείποντα από το άρθρο 29 του Ελληνικού Συντάγματος στοιχεία. Ευλόγως λοιπόν η υπαγωγή της όλης δραστηριότητας των στελεχών του κόμματος της Χρυσής Αυγής στα εγκλήματα που προβλέπονται στο κεφάλαιο του Ποινικού Κώδικα με τίτλο «Προσβολές της δημόσιας τάξης» και ιδίως στις διατάξεις περί «εγκληματικής οργάνωσης» δημιουργεί ευλόγως ζητήματα σχετικά με τη δογματική συνέπεια της ανωτέρω διάταξης προς το σύστημα της υποκειμενικής ευθύνης που συνιστά θεμελιώδη αρχή στο όλον του νομικού οικοδομήματος μας.

4. Εν όψει των ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι το προειρημένο πολιτικό κόμμα δεν διαλύθηκε με την εν λόγω απόφαση καθώς και ότι το επίδικο αντικείμενο δεν ήταν οι ολοκληρωτικές ιδέες καθ΄ αυτές αλλά πτυχές εξωτερίκευσης τους και συγκεκριμένες πράξεις, οι οποίες ευλόγως αξιολογούνται και τυποποιούνται ως εγκλήματα στον Ποινικό Κώδικα.

*Ο Άλκης Ν. Δερβιτσιώτης είναι Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.